του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη*
Πρέπει
ή δεν πρέπει να θυμόμαστε; Συντελεί η ιστορική μνήμη στην επούλωση των
τραυμάτων ή μήπως τα κακοφορμίζει; Είχε δίκιο ο Νίτσε που θεωρούσε τη λήθη «υπέρτατη μορφή ευτυχίας» - την ίδια
στιγμή που έγραφε ότι η ιστορική συνείδηση ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα;
Ο
συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν –σεναριογράφος του «Ζ» και άλλων γνωστών
ταινιών του Κ. Γαβρά- υπογράμμιζε την
ανάγκη να διασωθεί και να αναδειχθεί το παρελθόν, χωρίς αυτό να
θεωρείται «αναμόχλευση των πολιτικών
παθών». Ο Σεμπρούν, αυθεντικός φορέας των συγκλονιστικών εμπειριών του 20ου αιώνα - τις έζησε κυριολεκτικά «στο πετσί»
του στον ισπανικό εμφύλιο, στη γαλλική Αντίσταση και στα ναζιστικά στρατόπεδα
εξόντωσης (βλ. το έργο του «Γραφή
ή ζωή», ΕΞΑΝΤΑΣ 1996) - είναι κατηγορηματικά αντίθετος όχι μόνο με κάθε
παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αλλά και με τη σκόπιμη αποσιώπησή
τους, όπως συνέβη στην πατρίδα του την Ισπανία τη δεκαετία του ’70. Γιατί και η
σιωπή είναι επίσης έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Το
έντονο ενδιαφέρον για την καθιέρωση κρατικών αλλά και υπερεθνικών-οικουμενικών
«πολιτικών μνήμης», με ολοένα
αυξανόμενο το ρόλο της UNESCO,
του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποβάλλει στα κράτη λογικές ενιαίας διαχείρισης
του παρελθόντος – στο όνομα π.χ. της καταπολέμησης του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας.
Οι
πολιτικές αυτές τροφοδοτούνται από ένα «πληθωρισμό» μνήμης: κατασκευή μνημείων,
καθιέρωση ιστορικών επετείων, ίδρυση μουσείων-ερευνητικών ιδρυμάτων, καταγραφές
μαρτυριών και τραυματικών εμπειριών αλλά
και από συμβολικούς «πολέμους μνήμης»,
ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, που, εν είδει δικαστηρίων, απονέμουν αναδρομικά και
επιλεκτικά ιστορική δικαιοσύνη σε ομάδες-θύματα της εθνικής, ευρωπαϊκής ή
παγκόσμιας ιστορίας.
Ο
Τζβετάν Τοντόρωφ αποδίδει αυτή την «αναψηλάφηση»
της ιστορίας στη «μετάλλαξη» που έχει
υποστεί η συλλογική μνήμη, αφού στις μέρες μας «γίνονται αντικείμενο ύψιστης φροντίδας και εξύμνησης τα θύματα και όχι
οι ήρωες του παρελθόντος: οι αδικίες που υπέστη κανείς βαραίνουν περισσότερο
από τα κατορθώματα που πέτυχε..., που μαρτυρεί εμμέσως μια ενίσχυση της ιδέας
της δικαιοσύνης της κοινωνίας μας: ποιος θα σκεφτόταν να διεκδικήσει την θέση
του θύματος, αν δεν έλπιζε να αναγνωριστούν τα δεινά του και να αποζημιωθεί γι’
αυτά;» (Ο φόβος των Βαρβάρων, σελ. 110, εκδ. Πόλις).
Εάν
έως πρόσφατα η ιστορία γραφόταν από και για τους επώνυμους νικητές-ήρωες, η
μνήμη την κατέβασε από την ακαδημαϊκή έδρα, της έβγαλε την τήβεννο της
επιστημοσύνης, έδωσε φωνή στους ανώνυμους και στα συγκλονιστικά βιώματά τους,
όπως στην αυτοβιογραφική αφήγηση πολέμου «Σαουλίκο» του Ρόμπι Βαρσάνο, για «τον Εβραίο με αριθμό στο αριστερό μπράτσο
115365».
Το ερώτημα, επομένως, πώς
θα αναμετρηθούμε με τις «σκοτεινές» ή θα γράψουμε τις «λευκές»» σελίδες
της ιστορίας που παραμένουν τραυματικές και επίμαχες,
όπως το Ολοκαύτωμα - χωρίς αυτό να καταντά μαρτυρολόγιο ή ηθικό καθήκον - είναι
κρίσιμο και απαιτεί τεκμηριωμένες απαντήσεις. Γιατί, όπως τονίζει ο Τέοντορ Αντόρνο στο δοκίμιό του Η
Εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς, «Η απειλή υποτροπής στη βαρβαρότητα συνεχίζει
να υπάρχει, καθώς οι βασικές συνθήκες που ευνόησαν αυτή την υποτροπή
εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να μην έχουν αλλάξει. Αυτός είναι ο καθολικός
τρόμος. Η κοινωνική πίεση εξακολουθεί να
υφίσταται, αν και ο κίνδυνος παραμένει αόρατος στις μέρες μας. Ωθεί τους
ανθρώπους στο ανείπωτο και μαζικά εγκλήματα εξακολουθούν να διαπράττονται... Πρέπει κανείς να γνωρίζει τους
μηχανισμούς που καθιστούν τους ανθρώπους ικανούς για τέτοιες πράξεις και να
μοχθήσει ξυπνώντας την κοινή συνείδηση γύρω από αυτούς τους μηχανισμούς, ώστε
να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να γίνουν ξανά έτσι».
Στη
χώρα μας, η διεθνής τάση αναθεώρησης της Ιστορίας εκδηλώνεται με αυτό που
αποκαλεί ο Χάγκεν Φλάισερ «υγειονομική
ταφή της μνήμης»: πολτοποίηση το 1975 υλικού των αρχείων του Εθνικού
Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου – είχε προηγηθεί το 1959 η αμνήστευση δια νόμου των ναζιστών
εγκληματιών και των δωσίλογων, προς δόξαν της «εθνικής συμφιλίωσης». Οι
τελευταίοι, όχι μόνον δεν τιμωρήθηκαν, όπως τους άξιζε, αλλά και συμμετείχαν
στη διαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών. Αντίθετα, από τις 600 αγωγές που κατέθεσαν
επιζώντες του Ολοκαυτώματος για την επιστροφή των ακινήτων τους, δικαιώθηκαν
μόνο 30!
Η
απώθηση του Ολοκαυτώματος στα «αζήτητα» της εθνικής μνήμης εκφράζεται
και από ένα «απλό» γεγονός: εξακολουθούν να βρωμίζουν τους δρόμους της
πόλης ονόματα συνεργατών των Ναζί, αξιωματούχων της Κατοχής.
Ολοκαύτωμα: ένας όρος που, ενώ «επιχειρεί να
περιγράψει το απερίγραπτο», χρησιμοποιείται πολλές φορές εντελώς
ανιστόρητα, χωρίς μέτρο και αιδώ, με αποτέλεσμα τη «σχετικοποίησή» του, αντί
να είναι πηγή ιστορικής αυτογνωσίας ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Το
Ολοκαύτωμα
δεν αφορά μόνον τα θύματα και το «τραύμα» τους. Πρέπει να μεταμορφώσουμε
τα αθώα θύματα των Ναζί σε ένα αδιαπέραστο τείχος απέναντι στην επανάληψη της
ανείπωτης αυτής φρίκης. Μόνον έτσι το σύνθημα «ποτέ πια!» θα πάψει να
είναι μια απλή ευχή ή μια συναισθηματική διακήρυξη, τη στιγμή που συνεχίζονται
οι σφαγές αμάχων.
Οφείλει
να αναχθεί, όπως τονίζει η Οντέτ Βαρόν-Βασάρ, σε «συμβολική μνήμη ενάντια σε
κάθε προκατάληψη, ξενοφοβία και ρατσισμό. Η μνήμη του Άουσβιτς δεν προσβάλλεται
όταν γίνεται εμβληματική όλων των θυμάτων του ρατσισμού. Αντίθετα, μόνον τότε
βρίσκει το πλήρες νόημά της και τιμάται πραγματικά».
Η
απόκρισή μας στην εναγώνια «κραυγή για το αύριο» των νεκρών ή επιζώντων
του Ολοκαυτώματος και των ποικίλων θυμάτων του ρατσισμού πρέπει να είναι η
αποκατάσταση των ιστορικών αδικιών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η
καταπολέμηση των ανισοτήτων και διακρίσεων.
Αυτό
το οικουμενικό μήνυμα στέλνει το εμβληματικό, κατά τη γνώμη μου, απόσπασμα από τον «Σαουλίκο»:
«Αλήθεια είχαν πατρίδα οι κολασμένοι; Και ποια ήταν αυτή; Η Θεσσαλονίκη,
τα Ιεροσόλυμα, η Πολωνία; Για τον Ρόμπι η πατρίδα του ήταν η Θεσσαλονίκη, μα
για τον αδερφό του, τους γονείς του, τους θείους του, τους φίλους του –κοντά τριάντα ψυχές– η πατρίδα, η παντοτινή τους πατρίδα, ήταν το
Άουσβιτς. Ο ουρανός του Άουσβιτς και όχι η γη του. Στον ουρανό, εκεί ήταν η
πατρίδα τους. Μόνο που δεν ήξερε, όταν φυσάει ο αέρας, αέρας δυνατός και μετακινείται
από χώρα σε χώρα, δεν ήξερε για πού ταξίδευε η πατρίδα των δικών του. Αέρας
είναι, όπου θέλει σε πάει. Μπορεί να ανακατευόταν με τον δικό τους Βαρδάρη και
να τους έφερνε ως τη Θεσσαλονίκη. Όλα γίνονται σ’ αυτή τη ζωή. Θα ήταν πολύ
ωραίο, οι πατρίδες να μετακινούνται με τον αέρα και να ανακατεύονται. Να
ανακατεύονται οι άνθρωποι πριν προλάβουν να ριζώσουν για να μην έρχονται οι
άλλοι να τους ξεριζώνουν. Μακάρι να ήταν αέρας οι πατρίδες. Μα δεν ήταν και δεν
είναι.»
*O Τριαντάφυλλος
Μηταφίδης, είναι δημοτικός σύμβουλος Δήμου Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.