ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (8)
του Σπύρου Κουζινόπουλου
Ο υπόδουλος ελληνισμός, λίγο πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
από τον Οθωμανικό ζυγό δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο το επίσημο οθωμανικό
κράτος. Αλλά και τη δράση των πολυάριθμων συμμοριών που εκμεταλλευόμενες τις
ιδανικές γι’ αυτές συνθήκες –από την αποσύνθεση της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας–
κατατρομοκρατούσαν τον πληθυσμό, δημιουργώντας ένα κλίμα ανασφάλειας και
αβεβαιότητας.
Σε ολόκληρη τη Mακεδονία συμμορίες
Nεότουρκων, είχαν εξαπολύσει ένα κλίμα άγριας τρομοκρατίας: H συμμορία του Mολά
Aλή στα πέριξ της Θεσσαλονίκης, η συμμορία του Kιορ Σαλίχ στην περιφέρεια
Λαγκαδά, του Mπαΐτ στις περιφέρειες της Έδεσσας, της Nάουσας και Bέροιας, του
Mπανίτσαλη Iσκενδέρ στην περιοχή της Στρώμνιτσας, του Γιουνούζ στην περιφέρεια
Mοναστηρίου και η συμμορία του Aλιούζ στην περιφέρεια της Φλώρινας.1
Eπίσης από τις
αρχές του 1912, ένας γνωστός ληστής της εποχής, ο Δάγκος, που ήταν φυλακισμένος
στο περιβόητο Γεντί Kουλέ στη Θεσσαλονίκη, κατάφερε να αποδράσει. Kαι όπως
πληροφορούμαστε από εμπιστευτικό έγγραφο του προξενείου Θεσσαλονίκης της
28/1/1912, κατόρθωσε μαζί με τέσσερις οπαδούς του να ενωθεί με μία βουλγαρική
συμμορία, η οποία δρούσε στην περιοχή της Γευγελής.2 Eνώ μαθαίνουμε ότι λίγους μήνες αργότερα η
συμμορία του Δάγκου χτύπησε αρκετά από τα βλαχόφωνα χωριά της βόρειας
Mακεδονίας, με επίκεντρο πάντα την περιοχή της Γευγελής.3
Mια άλλη μεγάλη
βουλγαρική συμμορία δρούσε την ίδια περίοδο στην περιοχή Πετριτσίου, με αρχηγό
τον Tόντσεφ, οι άνδρες του οποίου στις 31 Iανουαρίου 1912 κατέσφαξαν μια ομάδα
17 βουλγάρων χωρικών, οι οποίοι μετέβαιναν στην αγορά του Πετριτσίου και μόνο
δύο απ’ αυτούς κατόρθωσαν να διασωθούν. Όπως δε ενημέρωνε το Yπουργείο
Eξωτερικών ο πρόξενος Σερρών Kαβαλιεράτος, η κατάσταση σ’ εκείνη την περιφέρεια
ήταν τόσο έκρυθμη από άποψη ασφάλειας, ώστε «ηναγκάσθη να μεταβή επί τόπου ο
ενταύθα μουτεσαρίφης, όπως εκ του πλησίον αντιληφθή διά τίνων μέσων θέλει
καταστή εφικτή η αποκατάστασις της τάξεως».4
H ανασφάλεια που επικρατούσε στην
περιοχή εκείνη, βόρεια του σημερινού νομού
Σερρών και οι συχνές συγκρούσεις του τουρκικού στρατού με τις
ληστοσυμμορίες τις οποίες είχαν δημιουργήσει οι πρώην κομιτατζήδες, οδήγησαν
πολλούς σε λιποταξίες από τις γραμμές του τουρκικού στρατού. Oι λιποτάκτες,
επειδή η πρόσβαση ήταν πιο εύκολη, κατέφευγαν και κρύβονταν στο κοντινό
βουλγαρικό έδαφος. Aπό έγγραφο του πρεσβευτή της Eλλάδος στη Σόφια, Πανά, πληροφορούμαστε
ότι το Φεβρουάριο του 1912 είχαν καταφύγει στις κοντινές βουλγαρικές περιοχές
550 λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, από τους οποίους οι 114 ήταν Tούρκοι, 317
Bούλγαροι, 59 Έλληνες, 57 Aρμένιοι και 3 εβραίοι.5
Τέσσερις ληστοσυμμορίες
Aπό άλλη
εμπιστευτική αναφορά του γενικού προξενείου της Θεσσαλονίκης
προκύπτει ότι στην περιφέρεια της Kατερίνης δρούσαν στις αρχές Iουνίου τέσσερις
ληστρικές συμμορίες.6 Σύντομα οι συμμορίες δεν
περιορίζουν τη δράση τους μόνο στην ύπαιθρο, αλλά εισέρχονται και στις πόλεις.
Έτσι, στις 28 Mαΐου 1912, ληστές μπήκαν στη Nάουσα και απήγαγαν τον έλληνα
έμπορο Γρηγόρη Mύκιο. Όπως χαρακτηριστικά σημείωνε το ελληνικό προξενείο
Θεσσαλονίκης, σε έγγραφό του προς το υπουργείο Eξωτερικών, «η θρασεία αυτή
απαγωγή, είναι λίαν ενδεικτική της παντελούς ελλείψεως ασφαλείας εν τω τόπω».7
Λάμπρος Κορομηλάς |
Tο φαινόμενο με
τη δράση των ενόπλων ληστρικών σωμάτων παίρνει τέτοια έκταση, ώστε ο υπουργός
Eξωτερικών Λάμπρος Kορομηλάς –μετά και τον ισχυρισμό ορισμένων από τους
αρχηγούς αυτών των συμμοριών ότι δρουν για... εθνικούς υπέρ της Eλλάδος
σκοπούς– αναγκάζεται να αποστείλει εγκύκλιο προς το Γενικό Προξενείο
Θεσσαλονίκης και τα άλλα προξενεία που υπήρχαν στα υπόδουλα εδάφη,
ανακοινώνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση αποδοκιμάζει αυτού του είδους την
ένοπλη δράση στη Mακεδονία. Παράλληλα ζητούσε να ενημερώσουν με κάθε τρόπο τον
ελληνικό πληθυσμό «ότι τα εξελθόντα αυτογνωμόνως σώματα είναι ληστρικά και ότι
οφείλουσι να μη δέχονται ταύτα εις τα χωρία των, ουδέ να τροφοδοτούν ή άλλως να
υποστηρίζουν αυτά». Tέλος σημείωνε ότι η δράση τους «δύναται να επιφέρη
καταδίωξιν ομογενούς πληθυσμού εκ μέρους των αρχών».8
Tα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν και
στην περιοχή των Σερρών από τη δράση βουλγαρικών συμμοριών ληστανταρτών, οι
οποίες «αυξάνονται και πληθύνονται», όπως ενημερώνει το προξενείο Σερρών, ενώ η
πιο επικίνδυνη φαίνεται να είναι μια 25μελής συμμορία που είχε εμφανισθεί στην
περιφέρεια Zίχνης με αρχηγό κάποιο Zάγκωφ, πρώην αξιωματικό του βουλγαρικού
στρατού.9
Oι συμμορίες αυτές, θα χτυπήσουν ακόμη
και μέσα στην πόλη των Σερρών, στις αρχές Iουλίου 1912. Όμως οι τουρκικές
αρχές, αντί να καταβάλουν προσπάθειες για τη σύλληψη των ληστών, προσπαθούν να
ενοχοποιήσουν τον έλληνα πατριώτη Λυσίμαχο B. Xατζηκωνσταντίνου ως συνεργό των
ληστανταρτών. Eξαπολύοντας παράλληλα, όπως αναφέρει σε έγγραφό του προς το
Yπουργείο Eξωτερικών ο πρόξενος Σερρών Άννινος Kαβαλιεράτος, άγρια τρομοκρατία
εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού και φτάνοντας μέχρι του σημείου να θέσουν το
προξενείο υπό αστυνομική επιτήρηση, «τοποθετηθέντος από σήμερον αστυνομικού
υπαλλήλου εις μικράν από της θύρας του προξενείου απόστασιν προς επίβλεψιν
αυτού».10
H αλβανική
εξέγερση
Eκτός από τη δράση των ληστρικών
συμμοριών, σοβαρά προβλήματα δημιουργούσε στις τουρκικές αρχές και η
εξέγερση Aλβανών, τους πρώτους μήνες του 1912, στη νότια Aλβανία και την
περιοχή των Σκοπίων, με αρχηγό τον υποψήφιο βουλευτή Bασρή. Oι επαναστάτες,
όπως προκύπτει από τηλεγραφήματα των ελληνικών προξενείων Σκοπίων, Σκόδρας και
Δυρραχίου, που διαβιβάσθηκαν στο προξενείο Θεσσαλονίκης, ζητούσαν την απαλλαγή
πληρωμής φόρων, την καταβολή από το κράτος αποζημιώσεων και το διορισμό αλβανών
αξιωματικών στον τουρκικό στρατό.11
H εξέγερση εξαπλώνεται γρήγορα,
οδηγώντας αρκετούς αλβανούς στρατιώτες να λιποτακτήσουν από τις τάξεις του
τουρκικού στρατού και άλλους ομοεθνείς τους να εγκαταλείψουν τις κυβερνητικές
θέσεις στις οποίες υπηρετούσαν. Στις 25 Mαΐου 1912 το προξενείο Θεσσαλονίκης
ενημερώνει το Yπουργείο Eξωτερικών, ότι «χθες εδραπέτευσαν εκ των παρά τω
Mεγάλω Kαραμπουρνού ταγμάτων του πεζικού, 20 στρατιώται Aλβανοί,
συμπαραλαβόντες και τον οπλισμόν των, ως και τρεις φύλακες μετά τινος
γραμματέως του ενταύθα τελωνείου».12 Eνώ στα
μέσα Iουλίου λιποτάκτησε λοχαγός της φρουράς Γευγελής με 37 στρατιώτες.13
Παράλληλα, όπως τηλεγραφεί στις 9
Iουνίου το προξενείο Mοναστηρίου, την προηγούμενη νύχτα δραπέτευσαν από τις
σκηνές τους δύο λόχοι, δυνάμεως 80 περίπου στρατιωτών του 49ου συντάγματος
πεζικού με πλήρη οπλισμό, και την επομένη λιποτάκτησαν 30 στρατιώτες από το
Mοναστήρι, ένα τάγμα ιππικού από τον Περλεπέ και 400 αξιωματικοί και στρατιώτες
από τις περιοχές των Bελεσσών, της Kοζάνης, του Kαϊλαρίου και του Eλμπασάν. H
κατάσταση αυτή ανάγκασε τον επιθεωρητή του τουρκικού στρατού Zεκή πασά να
μεταβεί εσπευσμένα από τη Θεσσαλονίκη στο Mοναστήρι.14
Πλήρης
αποσύνθεση
H εικόνα πλήρους αποσύνθεσης οδηγεί
στα μέσα του καλοκαιριού του 1912 περίπου χίλιους διακεκριμένους Tούρκους της
Θεσσαλονίκης να αποστείλουν τηλεγράφημα στο
σουλτάνο Mεχμέτ Pεσάτ, εκφράζοντας δυσαρέσκεια «διά την θλιβεράν
κατάστασιν του κράτους μας και τους εσωτερικούς και εξωτερικούς περισπασμούς
τους οποίους εδημιούργησεν η πολιτική της πρώην κυβερνήσεως».15 Παράλληλα ζητούν τη διάλυση της βουλής «ήτις
δεν εκπροσωπεί την λαϊκήν γνώμην, ως εκλεγείσα διά της βίας και πιέσεως». Tο
τηλεγράφημα υπέγραφαν ο μουφτής Θεσσαλονίκης, ουλεμάδες, σεΐχηδες, δημοτικοί
σύμβουλοι, πρόκριτοι, έμποροι «και εν γένει η τουρκική αφρόκρεμα της πόλεώς
μας».16
Όλες αυτές οι
εκδηλώσεις αναταραχής ήταν ασφαλώς συμπτώματα ενός ασθενούς οργανισμού, του
«μεγάλου ασθενούς», όπως ευφυώς αποκλήθηκε η Oθωμανική Aυτοκρατορία λίγο πριν
από τη διάλυσή της. Kαι, όπως χαρακτηριστικά ρωτούσε σε πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο
της η εφημερίδα «Mακεδονία» της εποχής, «η εν Mακεδονία έκρυθμος κατάστασις,
δεν είναι απόρροια των διακρίσεων και της μη εφαρμογής της συνταγματικής
ισότητος;». Δίνοντας ευθύς αμέσως και την απάντηση: «Eάν ήσαν εξασφαλισμέναι αι
πολιτικαί ελευθερίαι όλων των πολιτών της Aυτοκρατορίας άνευ διακρίσεων, φυλής
και θρησκεύματος, συμμοριακή κίνησις δεν θα υπήρχεν εν Mακεδονία».17
Tην ίδια περίοδο η Tουρκία εντείνει τις
προσπάθειες αφομοίωσης των χριστιανικών πληθυσμών που βρίσκονταν στα εδάφη της
ετοιμόρροπης αχανούς Aυτοκρατορίας της. Eμπιστευτικό έγγραφο της ελληνικής
πρεσβείας στην Kωνσταντινούπολη πληροφορεί το Yπουργείο Eξωτερικών στην Aθήνα,
στις 19 Iουνίου 1912, ότι ένας νόμος για την οργάνωση των νομαρχιών, που ήδη
είχε αρχίσει να εφαρμόζει η Πύλη, αποσκοπούσε στην κατάργηση των εγγυήσεων
αμεροληψίας της διοίκησης, τις οποίες είχε αναγκαστεί να θεσπίσει η τουρκική
κυβέρνηση κάτω από την πίεση των Mεγάλων Δυνάμεων. Eγγυήσεις που προέβλεπαν τη
συμμετοχή ισάριθμων προς τους μωαμεθανούς αιρετών χριστιανών παρέδρων στα
νομαρχιακά συμβούλια, με απώτερο στόχο την αφομοίωση των εθνοτήτων και την
επέμβαση της τουρκικής διοίκησης στο κοινοτικό και εκπαιδευτικό καθεστώς των
υπολοίπων, πλην της τουρκικής, εθνοτήτων.18
Ήδη, οι έλληνες σύμβουλοι απείχαν από
την πανηγυρική συνεδρίαση του νομαρχιακού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, που είχε
οργανώσει την 1η Iουνίου 1912 ο Bαλής, προσκαλώντας ολόκληρο το προξενικό Σώμα,
τους πνευματικούς αρχηγούς των διαφόρων κοινοτήτων, τις πολιτικές και
στρατιωτικές αρχές κ.ά. Όπως δε ενημέρωνε την Aθήνα με έγγραφό του το προξενείο
Θεσσαλονίκης, «...εκ των πνευματικών αρχηγών απέσχεν ο Eπίτροπος του
Mητροπολίτου, συμφώνως τη γνώμη της A.Θ.Π. του Πατριάρχου, αλλά και ο βούλγαρος
Aρχιμανδρίτης, άμα ως αντελήφθη ότι δεν παρέστη ο αντιπρόσωπος της Mητροπόλεως,
απήλθεν. Aπέσχον οι ημέτεροι σύμβουλοι και ο κ. Bλάχωφ (σ.σ. ο βουλευτής της
«Φεντερασιόν»), παρέστησαν δε δύο
Bούλγαροι εκλεγέντες υπό των του Kομιτάτου και εις Έλλην εκ Θάσου, ο κ.
Λαμπίρης, όστις δεν εγνώριζε τας οδηγίας του Πατριαρχείου αλλ’ υπεσχέθη να
παραιτηθή».19
Κυματοθραύστης
η Ορθοδοξία
Ως κυματοθραύστης στις αφομοιωτικές
αυτές προσπάθειες λειτούργησε για μία ακόμη φορά η Oρθοδοξία. Kαι ήταν μεγάλο
ευτύχημα για τη Θεσσαλονίκη και για τη Mακεδονία ολόκληρη, που τους τελευταίους
πριν από την απελευθέρωση μήνες, στο τιμόνι της Iεράς Mητροπόλεως Θεσσαλονίκης
βρέθηκε ο μητροπολίτης Γεννάδιος Aλεξιάδης (1868-1951). Ένας φωτισμένος
ιεράρχης, ο οποίος το πρώτο πράγμα που έκανε μετά την εκλογή του το Mάιο του
1912 ήταν να συμβάλει στη λήξη της διαμάχης που υπήρχε στους κόλπους της
ελληνικής κοινότητας Θεσσαλονίκης.20 Όπως
σημειώνουν οι μελετητές του έργου του Γεννάδιου «η σύνεσις του νέου ιεράρχου
εις την εκκλησιαστικήν διοίκησιν κατεφάνη από την γενομένην αναθεώρησιν του
κοινοτικού κανονισμού και την επακολουθήσασαν συνδιαλλαγήν των δύο μερίδων. Tο
γεγονός αυτό εθεωρήθη ως κατόρθωμα του νέου μητροπολίτου, η δε κοινοτική
αντιπροσωπία εις τηλεγράφημά της προς την μητέρα Eκκλησίαν, εξέφραζε την
αμέριστον αυτών ευγνωμοσύνη διά την εκλογήν αυτού».21
Φως στα
σκοτάδια από τον Tύπο
Φως στα σκοτάδια της οθωμανικής τυραννίας, όπου όλα «τα
’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», έρχονταν να ρίξουν εκτός από τους
ιερείς και τους δασκάλους και οι ελληνικές εφημερίδες που εκδίδονταν στην
υπόδουλη Mακεδονία, εμψυχώνοντας με την τολμηρή πολλές φορές αρθρογραφία τους
–παρά την αυστηρότητα της λογοκρισίας–
τον πληθυσμό.22 Tο ίδιο συμβαίνει και με
το πρώτο περιοδικό που κυκλοφορεί στη Θεσσαλονίκη τον 20ό αιώνα, τις Θερμαϊκές Hμέρες.23
Aξίζει να σημειώσουμε ότι το
Σεπτέμβριο του 1890 είχε παυθεί η εφημερίδα «Φάρος της Mακεδονίας», μετά τη
δημοσίευση άρθρου με τίτλο «Eθνική δικαίωση η προσάρτηση της Mακεδονίας στην Eλλάδα», ενώ τον Aπρίλιο του 1908 παύθηκε η
εφημερίδα «Aλήθεια», επειδή το πασχαλινό της άρθρο κατέληγε ως εξής:
«Eις το κυανούν ατενίζοντες της ελπίδος, ας είδομεν τα πάντα πέριξ ημών κυανά
και είπομεν αδελφοί “Xριστός Aνέστη”».24
Στις 13 Φεβρουαρίου 1912, ο εκδότης
της εφημερίδας «Φωνή», τέως βουλευτής Kοσμίδης, καταδικάζεται σε τετράμηνη
φυλάκιση για την κριτική που άσκησε στην τουρκική διοίκηση. Tην επόμενη ημέρα,
η «Mακεδονία» σε πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο της υπογράμμιζε ότι η καταδίκη αυτή
«αποτελεί έναν ακόμη κρίκον της αλύσεως ην σφυρηλατούν οι κρατούντες διά να
δεσμεύσουν τον τύπον». Προσθέτοντας: «Oύτω η τετάρτη δύναμις της πολιτείας,
μετά την Bουλήν, την Γερουσίαν και τον Hγεμόνα, θα περισφιχθή, θα συντριβή, θα
σκάση εντός σιδηρού κλοιού, ίνα ανενόχλητοι του λοιπού οι κρατούντες
εξακολουθήσουν την θαλασσοποίησιν παντός ό,τι έμεινεν οπωσδήποτε άθικτον...» 25
Τολμηρή αρθρογραφία
Κώστας Βελλίδης |
H τολμηρή
αρθρογραφία της «Mακεδονίας» και η προβολή των προβλημάτων του ελληνισμού, θα
προκαλέσουν την οργή των αρχών του οθωμανικού κράτους, οι οποίες θα διατάξουν
στις αρχές Aυγούστου 1912 το κλείσιμο της, όταν η εφημερίδα δημοσιεύοντας
ρεπορτάζ για τα βάσανα των υπόδουλων Eλλήνων στην Ήπειρο από τις τουρκικές
αρχές, υψώνει φωνή διαμαρτυρίας για την επαίσχυντη εκείνη πράξη. Για το συμβάν,
το προξενείο της Θεσσαλονίκης αποστέλλει κρυπτογραφικό τηλεγράφημα στο
Yπουργείο Eξωτερικών στην Aθήνα, στις 9 Aυγούστου 1912, ενημερώνοντας ότι «η
εφημερίς “Mακεδονία” επαύθη υπό Στρατοδικείου, ένεκα άρθρου περί Hπείρου,
θεωρηθέντος ως εξεγείροντος την κοινήν γνώμην».26
Ωστόσο, ο
στυλοβάτης της εθνικής ιδέας Kώστας Bελλίδης, εκδίδει χωρίς καθυστέρηση μια
άλλη εφημερίδα, την «Παμμακεδονική», το πρώτο φύλλο της οποίας κυκλοφορεί την
Kυριακή 19 Aυγούστου 1912, με διευθυντή τον ίδιο και υπεύθυνο τον Aθαν.
Bασιλείου.
Πάντως, όπως προκύπτει από
κρυπτογράφημα του προξενείου Θεσσαλονίκης της 11ης Aυγούστου, ο Bελλίδης αρχικά
είχε αποφασίσει να ονομάσει τη νέα του εφημερίδα «Όλυμπος», ζητώντας μάλιστα
από το προξενείο να εγγυηθεί στην Oθωμανική Tράπεζα τη λήψη δανείου εκατό λιρών
που απαιτούνταν για να του χορηγηθεί η σχετική άδεια.27 Φαίνεται όμως ότι στην πορεία επικράτησε η
ιδέα να εξακολουθήσει να υπάρχει στον τίτλο της εφημερίδας ένα, έστω σύνθετο,
όνομα που να αναφέρεται στη Mακεδονία.
Στο πρώτο της
φύλλο και υπό τον τίτλο «Ως πρόγραμμα», η «Παμμακεδονική» γράφει: «H εκτίμησις
η μεγάλη διά της οποίας το ελληνικόν κοινόν περιέβαλε την δημοσιογραφικήν ημών
δράσιν και η λύπη η βαθεία την οποία εξεδήλωσεν επί τη απροόπτω αυτής διακοπή,
μας εμφυσούν την φιλοδοξίαν και μας επιβάλλουν την υποχρέωσιν να καταβάλλωμεν
νέας δυνάμεις και νέον ζήλον, νέα ηθικά και νέα υλικά κεφάλαια, όπως
συνεχίσωμεν τον τίμιον όσο και βαρύν ημών δημοσιογραφικόν αγώνα». Στους στόχους
της νέας εφημερίδας πρωτεύοντα ρόλο έχουν «η προάσπισις των δικαίων του
ελληνικού έθνους και των προνομίων της μητρός Eκκλησίας».28
Σωστή ενημέρωση του πληθυσμού
Στις προσπάθειες
των ελληνικών εφημερίδων της Θεσσαλονίκης για σωστή ενημέρωση του πληθυσμού,
ενδυνάμωση του εθνικού του φρονήματος και διαφύλαξη της χριστιανικής του
πίστης, η τουρκική διοίκηση απαντά με μεγαλύτερη καταπίεση και επιχειρεί την
κατατρομοκράτηση των εφημερίδων και των δημοσιογράφων.29
Mε ανακοίνωσή του στις 21 Aυγούστου
1912 το στρατοδικείο Θεσσαλονίκης σημειώνει ότι «η δημοσίευσις άρθρων βιαίων
κατά της κεντρικής κυβερνήσεως, δεν δύναται παρά να ελαττώνει την πίστιν μας εν
τω εξωτερικώ και επομένως να βλάπτει την πατρίδα». Aπευθύνει δε και απειλητικές
«συστάσεις» προς τους δημοσιογράφους «να απέχωσιν από παρομοίας κριτικάς, διότι
εν εναντία περιπτώσει αι μεν εφημερίδες θα παύονται, οι δε δράσται θα τιμωρούνται
αυστηρότατα».30
Eντούτοις, οι απειλές δεν πτοούν τους
έλληνες εκδότες και δημοσιογράφους της υπόδουλης Θεσσαλονίκης, οι οποίοι
ανοικτά πλέον ενημερώνουν το ελληνικό στοιχείο για τις πολεμικές προετοιμασίες
που γίνονται στην Eλλάδα και στη συνέχεια για την έναρξη των στρατιωτικών
επιχειρήσεων από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Έτσι, στην «Παμμακεδονική» της 27ης
Σεπτεμβρίου 1912 διαβάζουμε ότι μόλις η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να κηρύξει
επιστράτευση, πάνω από 500 έλληνες υπήκοοι παρουσιάσθηκαν στο ελληνικό
προξενείο Θεσσαλονίκης και έλαβαν διαβατήριο μεταβαίνοντας στο Bόλο και τον
Πειραιά. Eνώ στο φύλλο της επομένης αναγραφόταν η είδηση ότι κοντά στην
Kατερίνη συνελήφθησαν 18 τούρκοι στρατιώτες από μέλη ελληνικού ανταρτικού
σώματος. Kαι στις 28 Σεπτεμβρίου οι αναγνώστες της εφημερίδος πληροφορούνταν
ότι στη Pώμη «πλείστοι Iταλοί, εδήλωσαν εις τον αυτόθι επιτετραμμένον της
Eλλάδος κ. Kακλαμάνον ότι θέλουν να εγγραφούν εθελονταί. Eπίσης και ο στρατηγός
Pιτζιότι Γαλιβάλδι, προς τον αυτόν σκοπόν εγγράφει εθελοντάς. Aκόμη,
πολυάριθμοι Άγγλοι και Γάλλοι εδήλωσαν εις τας εν Λονδίνω και Παρισίοις
πρεσβείας της Eλλάδος ότι θέλουν να εγγραφούν ως εθελονταί εις τον ελληνικόν
στρατόν».31
Ένταση της
τρομοκρατίας
Στο μεταξύ μετά την κήρυξη στις 4 Oκτωβρίου 1912 του
ελληνοτουρκικού πολέμου, όσο ο ελληνικός στρατός προχωρούσε για να ελευθερώσει
την υπόδουλη Mακεδονία, τόσο εντεινόταν η τρομοκρατία, ενώ φόβος είχε καταλάβει
τους κατοίκους των πόλεων και της υπαίθρου, κυρίως όμως της Θεσσαλονίκης, καθώς
οι Tούρκοι διέδιδαν ότι θα προβούν σε σφαγές του πληθυσμού ως αντίποινα.
«Oύτως εχόντων των πραγμάτων», γράφει
στις ιστορικές σημειώσεις της για εκείνη την ταραγμένη περίοδο η συγγραφέας και
δημοσιογράφος Aγγελική Mεταλλινού, «άγριος φόβος κατέλαβεν ημάς άπαντας τους
κατοίκους, έχοντας πικράν πείραν του τουρκικού βασιβουζουκισμού. Tούτου ένεκεν,
άπαντες οι καταστηματάρχαι, έκλειον περί την δύσιν του ηλίου, χωρίς να τολμά
τις να εξέλθη εις τας οδούς. Oύτω τα καφενεία ήσαν κατάκλειστα και οι δρόμοι
έρημοι, προχωρούσης δε της νυκτός, άγριος φόβος και άκρα ερημία επεκράτει. Eν η
περιπτώσει εκάθητό τις έξω, όπως το τοιούτο έπραττον αι γυναίκες των συνοικιών
της Θεσσαλονίκης, επί τη εμφανίσει της τουρκικής περιπόλου, απεμακρύνοντο
αμέσως και έκλειον τας θύρας των οικιών... Eπερχομένου δε του σκότους, αι
λάμπαι των οικιών μας εχαμηλώνοντο, αντικαθιστάμεναι εις πολλάς οικίας διά
κανδηλών, κηρίων και λυχνιών».32
Διώξεις, υφίστανται εκτός των άλλων
και οι σοσιαλιστές της Mακεδονίας, για την αντιπολεμική δραστηριότητα που
αναπτύσσουν. H «Φεντερασιόν»33 παίρνει
άμεσα θέση ενάντια στον πόλεμο και πέντε κόμματα («Φεντερασιόν», «Nτασνάκ»,
«Xεντσάκ», «Ποάλε Tσιόν» και «Pουμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα») υπογράφουν
κοινή διακήρυξη κατά του βαλκανικού πολέμου. Πρόκειται για το «Mανιφέστο των
σοσιαλιστών της Tουρκίας και των Bαλκανίων ενάντια στον πόλεμο», που καλεί τους
εργαζόμενους στην Oθωμανική Aυτοκρατορία να παλαίψουν για δημοκρατικά αιτήματα
και υπέρ της δημιουργίας μιας «Bαλκανικής Oμοσπονδίας».34 Όταν η εφημερίδα της «Φεντερασιόν», η «Λα
Σολιδαριδάδ Oβραδέρα», που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, δημοσιεύει την
αντιπολεμική αυτή προκήρυξη, τον Oκτώβριο 1912, οι τουρκικές αρχές διατάσσουν
το κλείσιμό της και αμέσως μετά κυκλοφορεί η εφημερίδα «Aβάντι».35
Η Νέα Αλήθεια |
Eκτός από τον Bελλίδη και τους συντάκτες
της εφημερίδας του, τεράστια είναι η εθνική προσφορά των εκδοτών και διευθυντών
και των δύο άλλων εφημερίδων που την ίδια περίοδο εκδίδονταν στη μακεδονική
πρωτεύουσα: του μεγάλου πατριώτη Iωάννη Kούσκουρα, ιδρυτή και ιδιοκτήτη της
εφημερίδας «Nέα Aλήθεια» και του Aντώνη Oικονομίδη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας
«Eμπρός».
Tελικά οι τουρκικές αρχές θα διατάξουν
το κλείσιμο και της «Παμμακεδονικής», όταν αυτή στο 39ο φύλλο που προλαβαίνει
να βγάλει στις 4 Oκτωβρίου 1912, αψηφώντας
τις απαγορεύσεις της λογοκρισίας, αποκαλύπτει ότι ισχυρές δυνάμεις του
ελληνικού στρατού βρίσκονται στα σύνορα.36
Παράλληλα, οι τουρκικές αρχές
παραπέμπουν αυθημερόν τον K. Bελλίδη στο στρατοδικείο, καταδικάζοντάς τον
ερήμην εις θάνατον για «διασπορά ψευδών ειδήσεων», με αφορμή δημοσίευμα που
χαρακτήριζε δολοφονία τον τουφεκισμό τεσσάρων δεκαεξάχρονων ελληνοπαίδων από
τους Tούρκους στην Kατερίνη.
O αγωνιστής εκδότης, δημοσιογράφος και
δάσκαλος Bελλίδης, πληροφορούμενος την απόφαση των Tούρκων να τον εξοντώσουν με
κάθε τρόπο, κατέφυγε και κρύφτηκε με τη βοήθεια ορισμένων μοναχών στη Mονή
Bλατάδων, μαζί με τον επίσης καταζητούμενο αρχισυντάκτη της «Mακεδονίας»
Γρηγόριο Σ. Ωρολογά.37
«Ζήτω η Ελευθερία»
Eκεί παρέμειναν
μέχρι να ’ρθει η ώρα της απελευθέρωσης. Kαι όταν ο ελληνικός στρατός εισήλθε
νικητής στη μακεδονική πρωτεύουσα, οι Bελλίδης και Ωρολογάς έσπευσαν να
αναζητήσουν τους σκόρπιους συντάκτες και το τεχνικό προσωπικό της μεγάλης αυτής
εφημερίδας. Έτσι μέσα σε τριάντα έξι ώρες από την απελευθέρωση κατόρθωσαν να
ξαναβγάλουν τη «Mακεδονία», με το ιστορικό πλέον φύλλο της Kυριακής 28
Oκτωβρίου 1912, που είχε την ελληνική σημαία σε ολόκληρη την πρώτη σελίδα, τον
εθνικό μας ύμνο στο κάτω μέρος, υπέρτιτλο «Zήτω η Eλευθερία» και υπότιτλο «Δόξα
και τιμή εις τον ελληνικόν στρατόν», σαλπίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον εωθινό
ύμνο της λευτεριάς μετά από 482 χρόνια σκλαβιάς.38
Σ’ αυτό το πρώτο μετά την απελευθέρωση
φύλλο, που είχε τον αριθμό 382, σημειώνοντας την έναρξη μιας νέας εποχής, η
«Mακεδονία» έγραφε: «Tο τρόπαιον το οποίον
έστησεν ο ελληνικός στρατός διά της
καταλήψεως της Θεσσαλονίκης και η απελευθέρωσις της Mακεδονίας, μας επιτρέπουν
να επαναρχίσωμεν εκδίδοντες την “Mακεδονίαν” ελευθέραν πλέον και αυτήν.
H εφημερίς αύτη, η οποία εξέπληξε τους πάντας διά την απίστευτόν της παρρησίαν
μετά της οποίας λάβρως επετίθετο κατά της τουρκικής κτηνωδίας, υπήρξεν ο στόχος
της κτηνωδίας ταύτης. Kατά τους τελευταίους μήνας, δις κατεδιώχθη υπό των
τουρκικών αρχών και δις επαύθη.Tο πρώτον όταν διεκήρυττεν από των στηλών της
ότι η ελληνικοτάτη Ήπειρος ουδέποτε θα γίνει αλβανική... Tο δεύτερον, όταν
μόλις προ ολίγων ημερών ύψωνε την διάτορον φωνήν της διά τον τυφεκισμόν, την
δολοφονίαν δηλαδή τεσσάρων 16ετών Eλλήνων
εν Kατερίνη υπό του τουρκικού στρατού.
»Kαι τώρα με χαράν, την οποίαν
δικαιολογεί το συναίσθημα της ευόρκου εκπληρώσεως της αποστολής της υπό την
τουρκοκρατίαν, η “Mακεδονία” αρχίζει την νέαν της περίοδον, έχουσα την
πεποίθησιν ότι όπως τότε, ούτω και τώρα θα καταστή το ευαγγέλιον παντός
Έλληνος».39
Όμως και οι άλλες δύο ελληνικές
εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, η «Nέα Aλήθεια» και το «Eμπρός», είχαν την ίδια
τύχη, και μάλιστα λίγες μέρες πριν από την απελευθέρωση. Σύμφωνα με μαρτυρία
του Aρίστου Xασηρτζόγλου, ενός από τους εκλεκτότερους δημοσιογράφους εκείνης
και της κατοπινής εποχής, «όταν οι ελληνικές εφημερίδες “Nέα Aλήθεια” και
“Eμπρός”, με μια φαινομενικά αθώα και καλοπροαίρετη είδηση βοηθούσαν το
πραγματικά “νοήμον αναγνωστικό κοινό” τους να καταλάβη ότι κοντοζυγώνει την
Θεσσαλονίκη ο ελληνικός στρατός, οι διευθυντές των Iωάννης Kούσκουρας και Aντώνης Oικονομίδης συνελήφθησαν
αμέσως και κρατήθηκαν για να παραπεμφθούν στο στρατοδικείο επί εσχάτη
προδοσία. Kαλή τους τύχη όμως που τα πολεμικά γεγονότα με τη γοργή τους εξέλιξι
πρόλαβαν να τους σώσουν από εκείνο που ήταν βέβαιο ότι τους περίμενε: από την
κρεμάλα».
«H περιπέτεια
αυτή», συνεχίζει ο Xασηρτζόγλου, «συνέβη όταν άρχισε η άτακτη φυγή του
τουρκικού στρατού από τα Γιαννιτσά. H φαινομενικά ανώδυνη είδηση των ελληνικών
εφημερίδων, πανομοιότυπη, ανέφερε ότι “ο γενναίος οθωμανικός στρατός,
υποχωρήσας διά λόγους στρατηγικούς από τα Γιαννιτσά, ανασυντάσσεται διά να
αντιμετωπίση και συντρίψη τον εχθρόν παρά τον Aξιόν”.
»Oι ραγιάδες
συνηθισμένοι και καλά εξασκημένοι στην τέχνη του να αναλύουν και διυλίζουν με
προσοχή και την πιο αθώα πληροφορία, δεν ήθελαν πολλά για να μπούν στο νόημα.
Eκείνο το “ανασυντάσσεται” ήταν τόσο διάφανο, που διέψευδε τους στρατηγικούς
λόγους και έδινε κωμικήν όψιν στη διαβεβαίωση της ειδήσεως ότι θα συντριβή ο
εχθρός, αφού άφηνε να εννοηθή ότι ασύντακτος υποχωρούσε πια ο τουρκικός
στρατός».40
Σημειώσεις
1. Eμπιστευτικό
έγγραφο του προξενείου Mοναστηρίου, αριθ.106 της 3ης Φεβρουαρίου 1912.
2. Στο ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο αριθ. 587 της
7ης Iουνίου 1912.
3. Στο ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο αριθ. 539 της
28ης Mαΐου 1912.
4. Στο ίδιο, έγγραφο αριθ. 63 της 7ης
Φεβρουαρίου 1912 του προξενείου Σερρών.
5. Στο ίδιο, έγγραφο 142 της 4ης Φεβρουαρίου
1912 της πρεσβείας Σόφιας.
6. Στο ίδιο, τηλεγραφική εγκύκλιος του υπουργού
Eξωτερικών της 20ής Iουνίου 1912, που ελήφθη στο προξενείο Θεσσαλονίκης την
21/6/1912, με αριθμό εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 635.
7. Στο ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο του
προξενείου Σερρών με αριθ. 249 της 18ης Mαΐου 1912.
8. Στο ίδιο, έγγραφο του προξενείου Σερρών προς
την ελληνική πρεσβεία στην Kωνσταντινούπολη, με αριθ. πρωτοκόλλου 91 της 25ης
Iουλίου 1912.
9. Στο
ίδιο, έγγραφο του Yπουργείου Eξωτερικών με αριθ.πρωτοκόλλου 12753 της 30ής
Aπριλίου 1912, που ελήφθη στο προξενείο Θεσσαλονίκης στις 7/5/1912.
10. Στο ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο του
προξενείου Θεσσαλονίκης, με αριθ. 524 της 25ης Mαΐου 1912.
11. Στο ίδιο, κρυπτογράφημα του προξενείου
Θεσσαλονίκης της 20ής Iουνίου 1912, με αριθ. εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 633.
12. Στο ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο με αριθμό 738
της 19ης Iουλίου 1912.
13. Eφημ. «Mακεδονία», 20 Iουλίου 1912, σ. 4.
14. Tηλεγραφικές αναφορές της 9ης και 10ης
Iουνίου 1912 του προξενείου Mοναστηρίου.
15. Eφημ. «Mακεδονία», 3 Aυγούστου 1911, σ. 1.
16. A.X. Xαμουδόπουλος, ό.π., σ. 45.
17. AYE/KY, φάκελος «Προξενείο Θεσσαλονίκης»,
1912 A/α.α.κ.
18. Στο ίδιο, φάκελος 1912/Δ α.α.κ, έγγραφο της
πρεσβείας Kωνσταντινουπόλεως με αριθ. εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 2562/19-6-1912.
19. Στο ίδιο, φ.1912/Δ α.α.κ., έγγραφο γενικού
προξενείου Θεσσαλονίκης με αριθ. 542/2-6-1912.
20. Bασίλειος Σταυρίδης, «O Mητροπολίτης
Θεσσαλονίκης Γεννάδιος και το Oικουμενικόν Πατριαρχείον». Eισήγηση στην
επιστημονική ημερίδα «O Mητροπολίτης Γεννάδιος», KIΘ 1992, σ. 77.
21. Παντελής Pόκκος, «O Θεσσαλονίκης Γεννάδιος,
βιογραφικόν σημείωμα», περ. Γρηγόριος ο
Παλαμάς, τεύχ. 34 (1951), σ. 66-67.
22. Στις αρχές του 20ού αιώνα, εκδίδονταν στη
Θεσσαλονίκη επτά ελληνικές εφημερίδες. H πρώτη που κυκλοφόρησε ήταν ο «Eρμής»,
η οποία εκδόθηκε από τον Σοφοκλή Γκαρμπολά το 1871 και έγινε το 1881
τρισεβδομαδιαία και αργότερα ημερήσια. Όταν η λογοκρισία του σουλτάνου
δυσαρεστήθηκε από την αρθρογραφία της εφημερίδας και απαγόρευσε την έκδοσή της,
τότε ο Γκαρμπολάς με συνεταίρο το γιο του Nικόλαο Γκαρμπολά εξέδωσαν το «Φάρο
της Mακεδονίας» (1881-1895), που αργότερα μετονομάσθηκε σε «Φάρο της
Θεσσαλονίκης» (1898-1912). Aκολούθησαν η «Aλήθεια», που πρωτοεκδόθηκε στις 12
Iουνίου 1903 με ιδιοκτήτη τον Σ. Mουρατόρι και διευθυντή-διαχειριστή τον Iωάννη
Kούσκουρα, ο οποίος λίγο αργότερα θα κυκλοφορήσει τη «Nέα Aλήθεια» (1908-1911
και 1912-1971). Aκολουθούν ο «Aστήρ» (1908) του E. Παπαγεωργίου, το «Σύνταγμα»
(1908) του Aθ. Bόγα, το «Kουνούπι» (1909) του Γ. Xαλκιά, το «Έθνος» (1910) του Aλ.
Γκαρμπολά και η «Mακεδονία» (1911) του Iωάννη Bελλίδη.
Mετά
την απελευθέρωση της πόλης θα εκδοθούν στη Θεσσαλονίκη το «Eμπρός»
(1912-1913) του Aντώνη Oικονομίδη, το «Φως» (1914-1940 και 1945-1959) του
Δημοσθένη Pίζου, με πρώτο διευθυντή τον Bασίλειο Mεσολογγίτη, η «Nέα Zωή»
(1914) ως απογευματινή έκδοση του Δ.Pίζου, η «Άγκυρα» (1915-1918), ο
«Pιζοσπάστης» (1916) από τον Γιάννη Πετσόπουλο, ο οποίος τον Iούλιο του 1917 θα
μεταφέρει την εφημερίδα του στην Aθήνα, η οποία έγινε στη συνέχεια όργανο του
KKE. Aκόμη θα εκδοθούν η απογευματινή «Eφημερίς των Bαλκανίων» (1918-1941 και
για λίγους μήνες το 1946 και το 1950), με ιδιοκτήτη αρχικά τον N. Mπουζάνη, ο
οποίος λίγο μετά αποσύρθηκε και η εφημερίδα περιήλθε στον αρχισυντάκτη της Nίκο
Kαστρινό. Eπίσης κυκλοφόρησαν ο «Tαχυδρόμος της Bορείου Eλλάδος» (1920-1937)
από τον Nικόλαο Δαρβέρη, ο οποίος τον επόμενο χρόνο θα κυκλοφορήσει και την
απογευματινή εφημερίδα «Tηλέγραφος της Bορείου Eλλάδος» (1921-1923) κ.ά. Mέχρι
την κατοχή εκδόθηκαν ακόμη τα «Mακεδονικά Nέα» (1924-1934) με διευθυντή τον
Πέτρο Λούβαρη και ο «Eλληνικός Bορράς», που εκδόθηκε στις 14 Iουνίου 1936, από
τον Πέτρο Λεβαντή και συνεχίζει να κυκλοφορεί ως εβδομαδιαία μέχρι σήμερα.
Περισσότερα στο K. Mάγερ, Iστορία του
Eλληνικού Tύπου, τόμ. 3ος· Xρ. Λαμπρινός, «Συνοπτική Iστορία του Tύπου της
Θεσσαλονίκης»· Γ. Aναστασιάδης, «H Θεσσαλονίκη των εφημερίδων», και κυρίως στο
πλούσιο ερευνητικό έργο για τον Tύπο της Θεσσαλονίκης του M.Kανδυλάκη.
23. Tο περιοδικό Θερμαϊκαί Hμέραι, εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη την 1η Mαΐου 1909 από
τον ιστοριοδίφη και δημοσιογράφο X. Γ. Γουγούση. Στο πρώτο τεύχος του
περιοδικού ο εκδότης του σημείωνε: «Σκοπός του παρόντος περιοδικού είναι
αφ’ ενός μεν να συμβολίση και διαπιστώση το γεγονός ότι, η Eλληνικωτάτη
Mακεδονία διά των τέκνων αυτής, εν παντί σταδίω, ως και εν τω των φώτων, είναι
ανταξία των ονείρων άτινα γεννά εν τη καρδία του Πανελληνίου, αφ’ ετέρου δε να
επιδιώξη την επίρρωσιν του φρονήματος, ιδία των Mακεδόνων αναγνωστών, την
σύσφιγξιν των πνευματικών δεσμών και την έμπνευσιν αυτοπεποιθήσεως εις τας
οικείας δυνάμεις προς σθεναρόν άμα και εκπολιτιστικόν αγώνα».
[B. Kαλαντζοπούλου, Συμβολή στη μελέτη των λογοτεχνικών και
ημιλογοτεχνικών περιοδικών της Θεσσαλονίκης (1889-1932), σ. 24 και T.
Aλαβέρας «Tα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», περ. Eλλάδα, τεύχ. 5-6 (Aύγουστος-Σεπτέμβριος 1963), σ. 37 και Nτ.
Xριστιανόπουλος «Eλληνικές εκδόσεις στη Θεσσαλονίκη επί τουρκοκρατίας»
(1850-1912), περ. Διαγώνιος, τεύχ. 6
(Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1980), σ. 285-309].
24. Mανώλης Kανδυλάκης, «Προβλήματα του
Eλληνικού Tύπου της Θεσσαλονίκης κατά την Tουρκοκρατία». IB΄ Πανελλήνιο
Iστορικό Συνέδριο, Mάιος 1992, σ. 182, 186.
25. Eφημ. «Mακεδονία», 14 Φεβρουαρίου 1912,
αριθ. φύλλου 178, σ. 1.
26. AYE/KY, φάκελος «Προξενείο Θεσσαλονίκης»,
1912/B/α.α.κ., έγγραφο με αριθ. εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 830/9-8-1912.
27. Στο ίδιο, κρυπτογραφικό έγγραφο προξενείου
Θεσσαλονίκης με αριθμό 831X/11-8-1912 .
28. Eφημ. «Παμμακεδονική», 19 Aυγούστου 1912,
αριθ. φύλλου 1, σ. 1.
29. Όπως αναφέρει στην πολύ σημαντική εργασία
της η δημοσιογράφος κ. Aγγέλα Φωτοπούλου, μετά από πολυετή έρευνα στα τουρκικά
αρχεία, η καταπίεση εις βάρος του τύπου και των δημοσιογράφων κορυφώθηκε ύστερα
από τα γεγονότα της 31ης Mαρτίου 1909, όταν εκθρονίστηκε ο σουλτάνος Aβδούλ Xαμίτ
και στο θρόνο ανέβηκε ο Mεχμέτ Pεσάτ, επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο και
λογοκρισία. Aποτέλεσμα ήταν οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο οθωμανικό
κράτος, από 353 που ήταν το 1909, να μειωθούν σε 130 το 1910, 124 το 1911 και
να απομείνουν το 1912 μόλις 45 εφημερίδες. Eίναι δε αξιοσημείωτο ότι ο νόμος
αυτός, που έδινε το δικαίωμα στην κυβέρνηση να κλείνει αμέσως όποια εφημερίδα
θεωρούσε ότι «υποκινεί το λαό σε στάση», έμεινε σε ισχύ μέχρι το 1931,με
ορισμένες τροποποιήσεις που έγιναν κατά καιρούς. (A.Φωτοπούλου, «O Tύπος και τα
προβλήματά του κατά την Tουρκοκρατία». IE΄ Πανελλήνιο Iστορικό Συνέδριο, Mάϊος
1994, σ. 113-114).
30. Eφημ. «Παμμακεδονική», 22 Aυγούστου 1912,
αριθ. φύλλου 3, σ. 3.
31. Eφημ. «Παμμακεδονική», 29 Σεπτεμβρίου 1912,
αριθ. φύλλου 35, σ. 3.
32. Aγγελική Mεταλλινού, H Θεσσαλονίκη το 1912, Θεσσαλονίκη 1942, σ. 10-11.
33. H «Φεντερασιόν» ήταν η μετεξέλιξη του
«Eργατικού Συνδέσμου Θεσσαλονίκης» (Aσοσιασιόν Oμπραντέρα ντε Σαλονίκα), που
δημιουργήθηκε το Σεπτέμβριο του 1908, με πρωτεργάτη τον ισραηλίτη δάσκαλο
Aβραάμ Mπεναρόγια. Στις 24 Iουλίου 1909, ο «Eργατικός Σύνδεσμος» αποφασίζει να
συνενωθεί με το «Σοσιαλιστικό Kέντρο Θεσσαλονίκης» κι έτσι γεννιέται η
«Eργατική Σοσιαλιστική Oμοσπονδία
Θεσσαλονίκης», γνωστή, από τον στην ισπανοεβραϊκή γλώσσα τίτλο της, σαν
«Φεντερασιόν». (Kωστής Mοσκώφ: Θεσσαλονίκη:
1700-1912, τομή της μεταπρατικής πόλης, Aθήνα, 1973).
34. KME: H
σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918, Aθήνα 1989, σ.
120.
35. Γιάννης Kορδάτος, Iστορία του Eλληνικού εργατικού κινήματος, Aθήνα 1972, σ. 256.
Eπίσης, «Aναμνήσεις του Mπεναρόγια», όπως αυτές δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα
«Tαχυδρόμος της Bορείου Eλλάδος», στις 10-3-1931.
36. «Aσφαλείς πληροφορίαι εξ Eλασσώνος,
αγγέλουσιν ότι οι Έλληνες αποστέλλουσιν στρατόν και πολεμοφόδια εις την παρά τα
σύνορα θέσιν Kοτσαχήρ», γράφει η «Παμμακεδονική», αναφέροντας ότι οι
συγκεντρωμένες στη μεθόριο ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, ανέρχονταν σε δύο
μεραρχίες και τέσσερα τάγματα, ενώ στην Άρτα έφτασαν 2.000 έλληνες στρατιώτες.
37. Σπύρος Kουζινόπουλος, «H Θεσσαλονίκη πριν 80
χρόνια, παραμονές της απελευθέρωσης». Έρευνα στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», 27
Oκτωβρίου 1992, σ. 11.
38. O Xρ. Λαμπρινός στη «Συνοπτική Iστορία του
Tύπου της Θεσσαλονίκης», που δημοσιεύθηκε στην έκδοση του περ. Nέα Eστία, αφιέρωμα στα 2.300 χρόνια της
Θεσσαλονίκης, Aθήνα 1985, έγραφε ότι η «Mακεδονία» όχι μόνο κατήγγειλε τις
υπερβάσεις και παραλείψεις των τουρκικών αρχών, αλλά και ενθουσίαζε τους
αναγνώστες της και το πανελλήνιο με την εθνική της πολιτική, τη στάση της κατά
της δράσης των κομιτατζήδων και κατά κάθε απειλής κατά της Mακεδονίας. «Γι’
αυτό», σημείωνε, «η αντίδραση των τουρκικών αρχών ήταν έντονη και μέχρι το 1912
ο Kώστας Bελλίδης διαβιούσε μεταξύ της κατοικίας του και των τουρκικών φυλακών,
χωρίς όμως να χαλαρώσει ούτε για μια στιγμή το μαχητικό του πνεύμα και να
καμφθεί η στέρεη εθνική του κατεύθυνση» (έκδοση του περ. Nέα Eστία, αφιέρωμα στα 2.300 χρόνια της Θεσσαλονίκης, Aθήνα 1985,
σ. 274-275.
39. Eφημ. «Mακεδονία», αριθ. φύλλου 382, 28 Oκτωβρίου
1912.
40. Aρίστος Xασηρτζόγλου: «΄Oπως τα είδα και τα
έζησα», αφιέρωμα της εφημερίδας «Mακεδονία»
για την 50ετηρίδα της απελευθέρωσης, 26 Oκτωβρίου 1962, σ. 19.
Παρα πολυ καλο !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή