Τα ερείπια μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής
βασιλικής, αλλά και έναν μάλλον ασύλλητο καμαροσκεπή τάφο, τον πρώτο
τοιχογραφημένο της συγκεκριμένης περιόδου, που αποκαλύπτεται στην
ευρύτερη περιοχή της Επανομής, έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στη
θέση «Μπγιαδούδι».
Η συγκεκριμένη βασιλική, που πρέπει να ιδρύθηκε στο πρώτο μισό του 5ου
αιώνα και φαίνεται ότι ήταν αρκετά πολυτελής, είναι η μοναδική που
ανασκάπτεται στα νότια της Θεσσαλονίκης και σε όλη τη δυτική Xαλκιδική,
αν εξαιρεθεί βέβαια εκείνη στα Mαριανά της Oλύνθου, που όμως ερευνήθηκε
μόνο εν μέρει.
Στη νότια πλευρά του κυρίως οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και ο τάφος
με τις εξαιρετικής ποιότητας τοιχογραφίες στο εσωτερικό του, είναι
προσαρτημένοι βοηθητικοί χώροι της βασιλικής. Μεταξύ αυτών, το
βαπτιστήριο με κτιστή κολυμβήθρα και μια δεύτερη αίθουσα, που
μετατράπηκε μεταγενέστερα σε εργαστήριο παραγωγής κρασιού.
Τα αποκαλυφθέντα αρχαία «λείψανα» είναι καρπός των ανασκαφικών ερευνών
που ξεκίνησαν το 1998 και βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Η βασιλική θα
πρέπει να εξυπηρετούσε τις ανάγκες ενός οικισμού, ο οποίος, σύμφωνα με
τις επιφανειακές ενδείξεις, αλλά και τις διερευνητικές τομές που
διενεργήθηκαν, εκτείνεται στη γύρω περιοχή, κυρίως προς δυσμάς.
Το ιστορικό της ανασκαφής
Kατά την περίοδο 1994-1997, με τις ανασκαφές
που διενεργήθηκαν, στα πλαίσια άλλου ερευνητικού προγράμματος, στη θέση
«Λιμόρι», BΔ του οικισμού της Eπανομής, ήρθε στο φως τμήμα ενός
σημαντικού νεκροταφείου των ύστερων ρωμαϊκών και κυρίως των
παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Mε το δεδομένο αυτό διεξήχθη εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα στην
ευρύτερη περιοχή, με στόχο να εντοπιστεί ο οικισμός στον οποίο ανήκαν
οι τάφοι. Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι ανατολικότερα από τον ανασκαφέντα
χώρο, στη θέση «Mπγιαδούδι» και στο αγροτεμάχιο 1377A, υπήρχαν ισχυρότατες
ενδείξεις για την ύπαρξη ενός σημαντικού κτηρίου της παλαιοχριστιανικής
εποχής, γι’ αυτό κρίθηκε σκόπιμη η διενέργεια κατ’ αρχήν μιας
δοκιμαστικής ανασκαφής, προκειμένου να διαπιστωθεί η έκταση και η
σημασία του.
Με την ανασκαφή, που άρχισε το 1998 και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη,
ήρθαν στο φως τα ερείπια μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. O
ναός έχει συνολικές εξωτερικές διαστάσεις 19X16 μ. και απολήγει στα
ανατολικά σε μεγάλη ημικυκλική κόγχη με μια αντηρίδα στην κορυφή, ενώ
στα δυτικά προστίθεται νάρθηκας. O κυρίως ναός έχει σχήμα περίπου
τετράγωνο, ανήκει δηλαδή στον τύπο της ανατολικής βασιλικής και μόνο η
προσθήκη του νάρθηκα του προσδίδει τον επιμήκη χαρακτήρα των
ελληνιστικών βασιλικών.
Οστά βρέφους σε αμφορέα
Στο ιερό βήμα, προφανώς κάτω από την αγία
τράπεζα, διαμορφώνεται σταυρόσχημο, πλινθόκτιστο εγκαίνιο. Έξω από τη
NA γωνία της κόγχης του ιερού, και στη στάθμη του θεμελίου της,
εντοπίστηκε ένας αβαφής αμφορέας, θρυμματισμένος από το βάρος των
χωμάτων.
Από τα ελάχιστα φθαρμένα, μικροσκοπικά οστά που περιείχε ανάμεσα στα
χώματα συμπεραίνουμε ότι το αγγείο είχε χρησιμοποιηθεί για την ταφή
νεογνού. Το είδος αυτό της ταφής, που ονομάζεται εγχυτρισμός, αποτελεί
πολύ παλιά συνήθεια, γνωστή ήδη από τη νεολιθική εποχή, που συνεχίζεται
και στους επόμενους αιώνες, τουλάχιστο ως την παλαιοχριστιανική εποχή.
Σύστημα αποχέτευσης και πλούσιος
διάκοσμος
Στο νοτιοανατολικό άκρο του κεντρικού κλίτους,
και κάτω από το δάπεδο, εντοπίστηκε κτιστό φρεάτιο υπερχείλισης με
αποχετευτικό αγωγό που διέρχεται κάτω από το νότιο κλίτος. Οι
κατασκευές αυτές προορίζονταν προφανώς για την αποχέτευση του νερού που
χρησιμοποιούνταν για τον ευτρεπισμό και την καθαριότητα του μαρμάρινου
δαπέδου του κεντρικού κλίτους.
Παρόμοια συστήματα αποχέτευσης έχουν εφαρμοστεί και σε άλλες
παλαιοχριστιανικές βασιλικές, όπως στη βασιλική του Σωφρονίου στη
Nικήτη, αλλά και σε μεσοβυζαντινούς ναούς, όπως στο παλαιό καθολικό της
Μονής Ξενοφώντος στο Άγιον Όρος.
Tα πολλά μαρμάρινα πλακίδια που αποκαλύφθηκαν αποδεικνύουν ότι το ιερό
είχε ορθομαρμάρωση στους τοίχους και μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, από
πολύχρωμα μάρμαρα σε ποικίλα γεωμετρικά σχήματα. Αντίθετα το κεντρικό
κλίτος ήταν στρωμένο με μεγάλες μαρμαρόπλακες, ενώ τα δάπεδα των
πλαγίων κλιτών και του νάρθηκα καλύπτονταν απλώς από πλινθόπλακες.
O ναός, εκτός από τα μαρμαροθετήματα και την ορθομαρμάρωση, διέθετε και
πλούσιο γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο, όπως μας επιτρέπουν να
συμπεράνουμε τα διάφορα θραύσματα θωρακίων, καθώς και ένα αρκετά μεγάλο
τμήμα από το κέντρο διάτρητου φολιδωτού θωρακίου με το μονόγραμμα του
Xριστού. Έπιπρόσθετα βρέθηκε ένα ιωνικό κιονόκρανο, το οποίο προέρχεται
από τα λατομεία της Αλυκής Θάσου και δύο μαρμάρινοι πεσσίσκοι από το
φράγμα ιερού βήματος.
Πέρα από το μαρμάρινο διάκοσμο του ναού, τα εσωρράχια των τοξοστοιχιών
της βασιλικής κοσμούνταν με εντοίχια ψηφιδωτά, αφού από το χώρο έχει
περισυλλεγεί ένα πλήθος ψηφίδων ποικίλων χρωμάτων, αλλά και κομμάτια
κονιάματος που διατηρούσαν επάνω τους ψηφίδες με φύλλα χρυσού και
αργύρου.
Ενεπίγραφος σταυρός στο βαπτιστήριο
Στη νότια πλευρά του κυρίως οικοδομήματος του
ναού προσαρτώνται βοηθητικοί χώροι, που εκτείνονται στο όμορο προς
δυσμάς αγροτεμάχιο αρ. 1378. Tα νότια προσκτίσματα έχουν πλάτος 12,50
μ. και αποτελούνται από τρεις κύριους χώρους. Στα βορειοδυτικά διαμορφώνεται
μια ορθογώνια επιμήκης αίθουσα, ως προέκταση του νάρθηκα, η οποία
ταυτίζεται με το βαπτιστήριο του εκκλησιαστικού συγκροτήματος.
Το νότιο μέρος της αίθουσας καταλαμβάνει κτιστή κολυμβήθρα, τετράγωνη
εξωτερικά και σταυρόσχημη εσωτερικά. Tα νερά αποχετεύονταν μέσω ενός
κτιστού αγωγού που αρχίζει από την ανατολική πλευρά της δεξαμενής και
κατευθύνεται επίσης προς τα ανατολικά.
Σε μεταγενέστερη φάση εντοιχίστηκαν οι κεραίες του σταυρού, οπότε
διαμορφώθηκε στο εσωτερικό λεκάνη τετραγωνικής κάτοψης, επιχρισμένη με
υδραυλικό κονίαμα, το οποίο ενισχύθηκε αργότερα με νέο παχύτερο στρώμα.
H
επέμβαση αυτή, καθώς επέφερε τη μείωση της χωρητικότητας της
κολυμβήθρας, θα μπορούσε να συνδυαστεί με την καθιέρωση του
νηπιοβαπτισμού κατά την εποχή του Iουστινιανού.
Στο χώρο του βαπτιστηρίου βρέθηκε και ένας χάλκινος ενεπίγραφος
σταυρός-εγκόλπιο, με επιγραφές και στις δύο όψεις. Στη μια όψη
διαβάζουμε: Κύριε βοήθει τον φορώντα το και στην άλλη Φωνή Κυρίου επί
των υδάτων. Το περιεχόμενο των επιγραφών, που από το ένα μέρος έχει
αποτροπαϊκό χαρακτήρα και από το άλλο συνδέεται με την Ακολουθία του
Μεγάλου Αγιασμού κατά την εορτή των Θεοφανείων, οδηγούν στην πολύ
πιθανή σκέψη ότι ο σταυρός ήταν βαπτιστικός.
Εργαστήριο κρασιού
Με την αίθουσα του βαπτιστηρίου συνέχεται μια
δεύτερη προς τα ανατολικά, σχήματος T ή Γ, η οποία επικοινωνεί μέσω
ενός θυραίου ανοίγματος με το νότιο κλίτος του ναού. Στο βόρειο άκρο
της αίθουσας αυτής και εκατέρωθεν της θύρας αποκαλύφθηκαν δύο
δεξαμενές, μία πρόχειρης κατασκευής με ασβεστοχρισμένο δάπεδο, που
μάλλον χρησίμευε ως αποθέτης, και μία άλλη μικρότερη, με κυκλική
βάθυνση στον πυθμένα και επένδυση με υδραυλικό κονίαμα στο εσωτερικό.
H αρχική χρήση αυτού του χώρου δεν μπορεί να προσδιοριστεί, ωστόσο όμως
η παρουσία των δύο δεξαμενών, που κατασκευάστηκαν με την καταστροφή του
παλαιού δαπέδου σε εκείνα τα σημεία, υποβάλλουν τη σκέψη ότι ο χώρος
αυτός μετατράπηκε σε εργαστήριο, πιθανώς ληνό για την παραγωγή κρασιού.
Σ’ αυτό συνηγορεί επιπλέον και η μετατροπή της σταυρόσχημης κολυμβήθρας
του βαπτιστηρίου σε τετράγωνη λεκάνη, καθώς και η ανεύρεση κατά χώραν
ενός μεγάλου αποθηκευτικού πίθου, αμέσως δυτικά από τη νοτιοδυτική
γωνία του βαπτιστηρίου. H αλλαγή της χρήσης αυτού του χώρου δε μπορεί
βέβαια να προσδιοριστεί χρονικά, προφανώς όμως θα έγινε μετά την παύση
λειτουργίας της βασιλικής.
H οργάνωση εργαστηριακών εγκαταστάσεων δίπλα στο βαπτιστήριο της
βασιλικής δεν είναι κάτι το παράξενο, αφού είναι γνωστό ότι οι
εκκλησίες τόσο στα παλαιοχριστιανικά όσο και στα μεσαιωνικά χρόνια ήταν
ταυτόχρονα το κέντρο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των πόλεων.
Ανάλογα παραδείγματα με το «Mπγιαδούδι», όπου πιθαναλογούμε ότι
παράλληλα με τη λειτουργία των εργαστηρίων η βασιλική διατήρησε το
λατρευτικό της χαρακτήρα, μπορούν να αναφερθούν η παλαιοχριστιανική βασιλική
στην Kολχίδα του Kιλκίς, όπου δημιουργείται εγκατάσταση παραγωγής
κρασιού δίπλα στο βαπτιστήριο, καθώς και η βασιλική του Λαυρεωτικού
Oλύμπου, όπου ο χώρος του βαπτιστηρίου διευρύνθηκε για να περιλάβει
εγκαταστάσεις ελαιοτριβείου, ταυτόχρονα με τη λειτουργία της βασιλικής.
Οι τοιχογραφίες στον καμαροσκεπή
τάφο
Στο νότιο σκέλος της αίθουσας του εργαστηρίου
στο Μπγιαδούδι και κάτω από το δάπεδο, που είναι στρωμένο με πλίνθους,
αποκαλύφθηκε κτιστός, ορθογώνιος καμαροσκεπής τάφος, εσωτ. διαστ.
1,88X1,16, ύψ. 1,36. Ανήκει στο συνηθέστερο τύπο των καμαροσκεπών τάφων
της παλαιοχριστιανικής εποχής, με ορθογώνια δίοδο στην ανατολική του
πλευρά.
Το εσωτερικό του καλύπτεται με τοιχογραφίες, που απεικονίζουν από έναν
μεγάλο φυλλοφόρο σταυρό στην κάθε μια μακριά πλευρά. Τη βάση της
διακόσμησης περιτρέχει επιγραφή, με λευκά γράμματα πάνω σε κοκκινόχρωμη
ταινία. Αν και η επιγραφή, λόγω της αποσπασματικής διατήρησής της,
είναι δυσανάγνωστη, ωστόσο το περιεχόμενό της φαίνεται ότι σχετίζεται
με τον νεκρικό χαρακτήρα της ταφικής κατασκευής.
Eίναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται τοιχογραφημένος παλαιοχριστιανικός
τάφος στην ευρύτερη περιοχή της Eπανομής και μάλιστα με τοιχογραφίες
εξαίρετης ποιότητας, οι οποίες μπορούν να ενταχθούν στην ταφική
ζωγραφική της παλαιοχριστιανικής περιόδου των νεκροταφείων της
Θεσσαλονίκης.
H ποιότητα των τοιχογραφιών του τάφου και το γεγονός ότι αυτός είναι
κατασκευασμένος στα προσκτίσματα του ναού, δίπλα από το βαπτιστήριο,
καθιστούν φανερό ότι πρόκειται για μια προνομιακή ταφή. Στον τάφο λοιπόν
αυτόν πρέπει να θάφτηκε μια ή και περισσότερες εξέχουσες εκκλησιαστικές
προσωπικότητες ή κάποιος μεγάλος ευεργέτης του ναού, που στη συνέχεια
ίσως θεωρήθηκε άγιος.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί γιατί, ενώ δεν φαίνεται να είχε συλληθεί ο
τάφος, δε βρέθηκαν σ’ αυτόν παρά ελάχιστα θρύψαλα οστών και τίποτε
άλλο. Aυτό σημαίνει πιθανώς ότι τα λείψανα του νεκρού ή των νεκρών,
μετά την ανακομιδή, φυλάχθηκαν κάπου αλλού, ίσως για προσκύνηση ή
απομακρύνθηκαν από το χώρο μαζί με τα άλλα ιερά αντικείμενα, ύστερα από
την καταστροφή και εγκατάλειψη του ναού.
Καταστροφή από πυρκαγιά
Από τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα
–νομίσματα και ευρήματα κεραμικής– προκύπτει ότι ο ναός θα μπορούσε να
χρονολογηθεί πριν από τα μέσα του 6ου αι., με πιθανότερη χρονολογία
κατασκευής το πρώτο μισό του 5ου αι.
Bεβαίως η κακή κατάσταση διατήρησης του ναού δυσχεραίνει προς το παρόν
κάθε απόπειρα προσδιορισμού επιμέρους οικοδομικών φάσεων, αν
εξαιρέσουμε μόνο τη μεταγενέστερη εργαστηριακή χρήση των νότιων
προσκτισμάτων.
Ούτε βέβαια για την καταστροφή και τελική εγκατάλειψη του κτηρίου
υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, ωστόσο όμως μπορούμε να πούμε ότι η
καταστροφή, του δυτικού τμήματος τουλάχιστο, προξενήθηκε από πυρκαϊά,
όπως έδειξε το μοναδικό κλειστό στρώμα καταστροφής μέσα στο νάρθηκα, όπου
βρέθηκαν εκτεταμένα ίχνη καύσης, σπαράγματα εντοίχιων ψηφιδωτών και
χοντρά καρφιά πάνω στο δάπεδο, προφανώς από την κατάρρευση της ξύλινης
στέγης.
Πότε συνέβη το γεγονός αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβώς,
φαίνεται όμως, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, ότι το κτήριο καταστράφηκε
αρκετά νωρίς, ίσως στο δεύτερο μισό του 6ου αι., και στη συνέχεια
εξαφανίστηκε, σε βαθμό που να λησμονηθεί η παράδοση της ιερότητας του
χώρου, αφού δεν κτίστηκε άλλη εκκλησία πάνω στην παλαιά και ούτε καν
ένα προσκυνητάρι δε στήθηκε στη θέση της.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η παλαιοχριστιανική βασιλική
στο «Mπγιαδούδι» της Eπανομής είναι η μοναδική που ανασκάπτεται στα
νότια της Θεσσαλονίκης και σε όλη στη δυτική Xαλκιδική, αν εξαιρέσουμε
βέβαια τη βασιλική στα Mαριανά της Oλύνθου, που ερευνήθηκε εν μέρει.
Χώρος εκπαίδευσης και αναψυχής
H βασιλική στην Eπανομή συνδυάζει ανατολικά
και ελληνιστικά στοιχεία και φαίνεται ότι ήταν ένα αρκετά πολυτελές
οικοδόμημα, αφού διέθετε μαρμαροθετημένα δάπεδα, αρχιτεκτονικό γλυπτό
διάκοσμο, ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά στους τοίχους.
H παρουσία του σηματοδοτεί την ύπαρξη ενός ακμαίου οικισμού των
παλαιοχριστιανικών χρόνων στην περιοχή, ο οποίος, σύμφωνα με τις
επιφανειακές ενδείξεις, θα απλωνόταν στην έκταση ανάμεσα στο νεκροταφείο
στο Λιμόρι προς τα δυτικά και στη βασιλική.
Με τα δεδομένα αυτά αξίζει η προσπάθεια να προστατευτούν και
αναδειχθούν τα αποκαλυφθέντα αρχαία λείψανα, με στόχο να ενταχθούν στον
ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο, ώστε αυτός να αποτελέσει τόπο αναψυχής για
τους κατοίκους της Eπανομής και χώρο εκπαίδευσης για τη μαθητιώσα
νεολαία, αλλά και πόλο έλξης για τους ξένους επισκέπτες.
Ανασκαφή στη θέση «Μπγιαδούδι»
Επανομής – Η ταυτότητα του έργου
Επιστημονικώς υπεύθυνος
Θεοχάρης Παζαράς, καθηγητής βυζαντινής αρχαιολογίας
Συνεργάτες
Αρχοντούλα Αναστασιάδου, αρχαιολόγος
Σταυρούλα Τζεβρένη, αρχαιολόγος
Μαρία Κοντογιαννοπούλου, αρχαιολόγος
Πασχάλης Ανδρούδης, αρχιτέκτων
Συμμετέχοντες φορείς
Τμήμα Γεωλογίας Α.Π.Θ.
Φορείς χρηματοδότησης
Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης
Δήμος Επανομής
Έναρξη έργου
Σεπτέμβριος 1998
Με τις ανασκαφικές έρευνες που άρχισαν το 1998
και βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη στη θέση Mπγιαδούδι, σε μικρή απόσταση
δυτικά από τον οικισμό της Eπανομής, ήρθαν στο φως τα ερείπια μιας
τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, η οποία πρέπει να ιδρύθηκε στο πρώτο
μισό του 5ου αιώνα. Στη νότια πλευρά του κυρίως οικοδομήματος είναι
προσαρτημένοι βοηθητικοί χώροι, στους οποίους περιλαμβάνονται
βαπτιστήριο, μια δεύτερη αίθουσα, που μετατράπηκε μεταγενέστερα σε
εργαστήριο παραγωγής κρασιού και ένας καμαροσκεπής τάφος. Ο τάφος
καλύπτεται στο εσωτερικό του με τοιχογραφίες, οι οποίες εντάσσονται
στην ταφική ζωγραφική των παλαιοχριστιανικών νεκροταφείων της
Θεσσαλονίκης. Η αποκαλυφθείσα βασιλική θα πρέπει να εξυπηρετούσε τις
ανάγκες του οικισμού, ο οποίος, σύμφωνα με τις επιφανειακές ενδείξεις,
αλλά και τις διερευνητικές τομές που διενεργήθηκαν, εκτείνεται στη γύρω
περιοχή, κυρίως προς δυσμάς. Στον οικισμό αυτόν ανήκε προφανώς και το
νεκροταφείο το οποίο ανεσκάφη, κατά την περίοδο 1994 - 1997 στα πλαίσια
άλλου ερευνητικού προγράμματος, στη θέση Λιμόρι, σε μικρή σχετικά
απόσταση βορειοδυτικά από τη θέση της βασιλικής.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.