του Απόστολου Λυκεσά
Ο ραδιοσταθμός στο Κόκκινο 93.4, γνωστός και ως Κόκκινο
Θεσσαλονίκης λειτούργησε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2014. Μπορεί σήμερα
να φαντάζει ως φυσιολογική συνθήκη, αλλά δεν ήταν. Η πόλη ήταν γνωστή για
δεκαετίες ως κέντρο του εθνικιστικού λαϊκισμού που διαφεντεύονταν από θεσμικές
τριάδες. Πολιτιστικά, παρά τα κατά καιρούς θρυλούμενα, ήταν το φροντιστήριο για
αοιδούς της νύχτας πριν κατέβουν να κάνουν καριέρα στην Αθήνα.
Ο πνευματικός
απορφανισμός είχε αρχίσει νωρίτερα με την φυγή ποιητών και τραγουδοποιών,
κάποιοι από αυτούς πέθαναν μόνοι στα πλυσταριά λαϊκών πολυκατοικιών του κλεινού
άστεως. Απέμειναν μονάδες που δεν μπορούσαν να συντηρηθούν αν δεν εκστράτευαν,
από καιρού εις καιρό, στο πανελλήνιο. Ο τύπος της πόλης εξαρτώμενος από την
πολιτική και οικονομική εξουσία όσο και τις πνευματοκτόνες ελίτ δεν ανέχθηκε
φωνές, δεν υπερασπίστηκε σε καμία μορφή έστω τον υποκριτικό διάλογο. Οι
εξαιρέσεις, έσωσαν τουλάχιστον και όπως μπόρεσαν την αξιοπρέπεια και την
υστεροφημία τους. Ούτε η καταστροφή του χρηματιστηρίου δεν τάραξε τα νερά.
Έπρεπε να φτάσουμε στα χρόνια των μνημονίων για να σπάσει η «φούσκα». Το
Κόκκινο στη Θεσσαλονίκη λειτούργησε όταν το κακό είχε πλέον σκάσει. Κι έδωσε
φωνή σε όσους πέρασαν μια ζωή σε καθεστώς πολιτικής αφωνίας και κοινωνικής
αλαλίας. Έδωσε κουράγιο, έγινε καταφύγιο, μπορεί και να εμψύχωσε, ας το πουν
άλλοι. Η στήριξη από τον τοπικό ΣΥΡΙΖΑ και τους ενθουσιώδης και απαιτητικούς
Φίλους του Κόκκινου, απροσχημάτιστη και ανιδιοτελής βοήθεια, ήταν και
παραμένει καθοριστική και έμπρακτη, δεν έμειναν σε εύκολα σχόλια και χτυπήματα
στην πλάτη. Σε συνθήκες που πολλοί, ακόμη και από την Αθήνα, ζήλευαν, γευτήκαμε
και μοιραστήκαμε τις χαρές της νίκης των εκλογών του Γενάρη και του πρόσφατου
δημοψηφίσματος. Όσο πιο ταπεινά γίνεται μπορώ να πω ότι το Κόκκινο είναι ήδη
ένα μικρό μεν πλην σθεναρό και υγιές μέτρο σύγκρισης για τα μίντια της πόλης.
Είναι μια ποιότητα.
Η δυστοπία που βιώνουμε τώρα, με το τρίτο μνημόνιο,
επέτρεψε από τις πρώτες κιόλας μέρες να γεννηθούν στο πολιτικό περιβάλλον τα
ζιζάνια του παρελθόντος, γκρίνια και ξύδι, ταυτότητες ξεθάφτηκαν από τα
συρτάρια, ιδεολογικές ακίδες και λεκτικά βέλη. Ηλεκτρονικός εμφύλιος παίρνει τη
θέση του διαλόγου, η συντροφικότητα απαντάται αποκλειστικά στην ομοφωνία και
όχι στην διαφωνία. Στο κέντρο αυτής της δίνης βρίσκεται και το Κόκκινο, ως
χώρος δημόσιου διαλόγου. Όσοι (υπό;)τάχθηκαν στη συμφωνία σχολιάζονται ως
ριψάσπιδες, όσοι διαφώνησαν χαρακτηρίζονται άφρονες. Όταν οι χαρακτηρισμοί
καταλαμβάνουν τη θέση της συζήτησης τότε ακούγονται οι γνωστές μπαταριές από τα
ασφαλή ταμπούρια του καθενός. Βλέπω καθημερινά να επιβεβαιώνεται, τηρουμένων
των αναλογιών, η ρήση του ποιητή Νίκου Καρούζου «ο σοσιαλισμός δεν είναι
υπόθεση ιδεολογίας, είναι υπόθεση ψυχολογίας».
Παρά ταύτα, θα ήθελα να τονίσω ότι το θέμα δεν είναι
να τηρηθούν οι ισορροπίες μέσα στο αφιλόξενο μαγνητικό πεδίο των παραδοξοτήτων,
αλλά να αντιπαρατεθούν οι ιδέες στη βάση του κεντρικού διακυβεύματος. Ο άρχων
πρωτοψάλτης των διατυπωμένων παραδοξοτήτων, ο Ζήνωνας, είχε ταχθεί με την
Δημοκρατία και, όταν είχε συλληφθεί από τον τύραννο της εποχής του προτίμησε να
κόψει την γλώσσα του με τα δόντια προκειμένου να μην αποκαλύψει τα σχέδια των
δημοκρατών ομοϊδεατών του. Αν η γλώσσα είναι το κύριο όργανο επικοινωνίας, κι
αν το Κόκκινο είναι ένα τέτοιο όργανο, αξίζει να σκεφτούμε όλοι λίγο παραπάνω
πριν αρχίσουμε το πετροβόλημα. Και μου φαίνεται αδιανόητο ότι μπορεί να
φτάσουμε, όχι στο σημείο εκείνο στο οποίο αυτοβούλως θα αποφασίσουμε να κόψουμε
την γλώσσα μας αλλά, στο ακριβώς αντίθετο, να αποφασίσουν κάποιοι άλλοι να την
κόψουν γιατί δήθεν αυτό θα είναι καλό για την ιδεολογική μας καθαρότητα.
Ειδικότερα, για την Θεσσαλονίκη, μπορώ μετά λόγου γνώσεως να επισημάνω ότι αυτό
θα σήμαινε επικοινωνιακό απορφανισμό που θα διαρκέσει δεκαετίες.
Απαντώ στα παράδοξα των ημερών με ένα ακόμη. Μπορούμε να
δαγκάσουμε την γλώσσα μας, για τα λάθη στα οποία θα υποπέσουμε, αλλά δεν πρέπει
να την κόψουμε, ίσα ίσα, θα πρέπει να γεννήσουμε κι άλλες, για να δώσουμε λόγο
σε αυτούς που δεν έχουν μιλιά ακόμη και σήμερα, στους αδύνατους που πλέουν
άμοιροι μέσα στην συντελούμενη καταστροφή. Για όποιον θέλει να είναι αριστερός,
θαρρώ, αυτό είναι ορατό διακύβευμα. Και, εξ όσων καταλαβαίνω, για να συμβεί
αυτό, η γλώσσα της αριστεράς πρέπει να είναι βουτηγμένη στην δημιουργική
αμφιβολία. Αδυνατώ να φανταστώ αριστερό λόγο κοιλαρά και στρογγυλοκαθισμένο
στις βεβαιότητες. Κι ακόμη, ώρα είναι ο φόβος που πολεμήσαμε, να μετατραπεί σε
φόβο και καχυποψία για τον σύντροφό μας. Αν συμβεί αυτό, τότε μου φαίνεται σαν
να το παίζουμε γενναίοι κλεισμένοι ο καθένας στο ιδεολογικό του δωμάτιο
πανικού.
Δεν θα ονομάσω λοιπόν το διακύβευμα. Ας το ονομάσει ο
καθείς μόνος, ας γίνει ανάδοχος του μέλλοντος του. Θα θυμίσω απλώς μια
περιγραφή του διακυβεύματος αυτού όπως είχε διατυπωθεί από τον ποιητή Έριχ
Φριντ, στο ολιγόστιχο ποίημα «Αναθεωρημένη εκδοχή», γραμμένο το 1969, λίγο μετά
την εισβολή των σοβιετικών τεθωρακισμένων στην Τσεχοσλοβακία και το αφιέρωσε
στον διανοητή Έρνστ Φίσερ:
Αναθεωρημένη Εκδοχή
Φαντάσου τον σοσιαλισμό/ Απαλλαγμένο απ’ όλα/ Όσα σε
ενοχλούν
Αναρωτήσου/ Ποιός θα ενοχλείτο τότε/ Στ’ αλήθεια
Αυτός και κανένας άλλος/ Είναι και παραμένει/ Ο αληθινός
σου εχθρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.