Εικόνα ερήμωσης, παρουσιάζει πλέον η Βιομηχανική
περιοχή της Σίνδου, η μεγαλύτερη της χώρας, καθώς, όπως προκύπτει από ένα
ενδιαφέρον ρεπορτάζ της Σοφίας Χριστοφορίδου στη Μακεδονία, ενώ άλλοτε η ΒΙΠΕ έσφυζε από ζωή, σήμερα απέμειναν
λιγοστές επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι μισές ανήκουν πλέον στις τράπεζες, ενώ
οι εργαζόμενοι που απασχολούσαν, μειώθηκαν στο ένα τρίτο!
Επιγραφές με πωλητήρια, εργοστάσια κουφάρια,
μεταλλικοί σκελετοί κτιρίων που έμειναν ημιτελή. Καλώς ήλθατε στη μεγαλύτερη
βιομηχανική περιοχή της χώρας, τη ΒΙΠΕ Σίνδου. Εκεί δεν πρόκειται να κολλήσετε
σε μποτιλιάρισμα, ούτε να ακούσετε βουή από τις μηχανές που δουλεύουν. Μέρα
μεσημέρι η ΒΙΠΕ θυμίζει... εκκλησία.
“Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις”
απαντά αυθόρμητα ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης,
Παναγιώτης Παπαδόπουλος, όταν του ζητούμε να περιγράψει την κατάσταση. Η
επιχείρησή του είναι εγκατεστημένη στη βιομηχανική περιοχή, οπότε έχει μια
πλήρη εικόνα της κατάστασης. “Κάποτε η περιοχή έσφυζε από ζωή. Σήμερα συνεχώς
απαξιώνεται. Μέχρι το 2010 η ΒΙΠΕ είχε 800-1000 δυναμικές επιχειρήσεις που
απασχολούσαν τουλάχιστον 50.000-70.000 εργαζόμενους. Από εκεί και ύστερα μας
πήρε η κατηφόρα. Σήμερα οι εργαζόμενοι μπορεί να μην ξεπερνούν τις 20.000”.
Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ΕΤΒΑ-ΒΙΠΕ που
διαχειρίζεται τη βιομηχανική περιοχή, η ΒΙΠΕ Σίνδου είναι η μεγαλύτερη
βιομηχανική περιοχή της Ελλάδας, με έκταση 9.600 στρέμματα, από τα οποία 7.170
στρέμματα βιομηχανικά οικόπεδα. Την περίοδο 2007-2009, πριν ξεσπάσει η κρίση,
πουλήθηκαν σχεδόν όλα τα διαθέσιμα οικόπεδα. Σήμερα στη ΒΙΠΕ Σίνδου είναι
εγκατεστημένες 730 επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι 634 έχουν παραγωγική δραστηριότητα,
από 665 που ήταν ενεργές το 2008. “Μπορεί η διαφορά να φαντάζει μικρή -μόλις
τριάντα επιχειρήσεις λιγότερες- αλλά πολλές από τις επιχειρήσεις που
λειτουργούν είναι φαντάσματα του εαυτού τους. Στα χρόνια της κρίσης οι
επιχειρήσεις έχασαν το 50%-70% του τζίρου τους, με αποτέλεσμα πολλές να
υπολειτουργούν, με ελάχιστο προσωπικό”, εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος.
ΑΝΗΚΟΥΝ
ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του, από τις επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στη ΒΙΠΕ το 2000, σήμερα οι μισές “βρίσκονται στα χέρια τραπεζών”. Όπως εξηγεί, τότε που οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια, οι επιχειρηματίες προσημείωναν τα ακίνητά τους προκειμένου να αντλήσουν ρευστότητα το ποσό του δανείου. Αν σήμερα κάποιος θέλει να πουλήσει τη βιοτεχνική ή βιομηχανική μονάδα του για να αποπληρώσει τα χρέη του, δεν μπορεί να το κάνει, εξαιτίας της υποθήκης. Αν για παράδειγμα ένα ακίνητο ήταν προσημειωμένο για 500.000-600.000 ευρώ και σήμερα η πραγματική του αξία δεν ξεπερνά τις 300.000, η τράπεζα δεν επιτρέπει την πώληση γιατί σε αυτή την περίπτωση θα έχανε την εξασφάλιση. Έτσι τα χρέη συσσωρεύονται, χωρίς οι ιδιοκτήτες των ακινήτων να μπορούν να ρευστοποιήσουν την περιουσία τους. Επειδή δεν ξεκινά η διαδικασία της κατάσχεσης, οι επιχειρήσεις λειτουργούν με την ανοχή των τραπεζών, προσπαθώντας (συνήθως ανεπιτυχώς) να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, αλλά “ουσιαστικά έχουν περάσει στα χέρια τραπεζών”.
Υπάρχουν βέβαια και οι επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο λόγω πτώχευσης και τα ακίνητα πέρασαν στις πιστώτριες τράπεζες. Αυτά τα κτίρια αφέθηκαν να ρημάζουν ή να γίνουν βορά των διαρρηκτών, καθώς οι τράπεζες δεν ασχολούνται με τη φύλαξή τους. “Παίρνουν τα καλώδια ακόμα και από τους τοίχους. Η κατάσταση είναι μπάτε σκύλοι αλέστε” αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαδόπουλος.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του, από τις επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στη ΒΙΠΕ το 2000, σήμερα οι μισές “βρίσκονται στα χέρια τραπεζών”. Όπως εξηγεί, τότε που οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια, οι επιχειρηματίες προσημείωναν τα ακίνητά τους προκειμένου να αντλήσουν ρευστότητα το ποσό του δανείου. Αν σήμερα κάποιος θέλει να πουλήσει τη βιοτεχνική ή βιομηχανική μονάδα του για να αποπληρώσει τα χρέη του, δεν μπορεί να το κάνει, εξαιτίας της υποθήκης. Αν για παράδειγμα ένα ακίνητο ήταν προσημειωμένο για 500.000-600.000 ευρώ και σήμερα η πραγματική του αξία δεν ξεπερνά τις 300.000, η τράπεζα δεν επιτρέπει την πώληση γιατί σε αυτή την περίπτωση θα έχανε την εξασφάλιση. Έτσι τα χρέη συσσωρεύονται, χωρίς οι ιδιοκτήτες των ακινήτων να μπορούν να ρευστοποιήσουν την περιουσία τους. Επειδή δεν ξεκινά η διαδικασία της κατάσχεσης, οι επιχειρήσεις λειτουργούν με την ανοχή των τραπεζών, προσπαθώντας (συνήθως ανεπιτυχώς) να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, αλλά “ουσιαστικά έχουν περάσει στα χέρια τραπεζών”.
Υπάρχουν βέβαια και οι επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο λόγω πτώχευσης και τα ακίνητα πέρασαν στις πιστώτριες τράπεζες. Αυτά τα κτίρια αφέθηκαν να ρημάζουν ή να γίνουν βορά των διαρρηκτών, καθώς οι τράπεζες δεν ασχολούνται με τη φύλαξή τους. “Παίρνουν τα καλώδια ακόμα και από τους τοίχους. Η κατάσταση είναι μπάτε σκύλοι αλέστε” αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαδόπουλος.
ΚΡΙΣΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
“Το πρόβλημα της αποβιομηχάνισης στη Θεσσαλονίκη υπήρχε πριν την κρίση” αναφέρει ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Τσαραμπουλίδης. Η πρώτη φάση του φαινομένου εκδηλώθηκε τη δεκαετία του ’90 με το άνοιγμα των συνόρων και τη μετεγκατάσταση εκατοντάδων επιχειρήσεων στις γειτονικές βαλκανικές χώρες και “είχε ως αποτέλεσμα τον σταδιακό αφανισμό μεγάλων κλάδων παραγωγής, που οδήγησε περισσότερους από 80.000 εργαζόμενους στην κλωστοϋφαντουργία και τα καπνικά επαγγέλματα στην ανεργία”. Η δεύτερη φάση της αποβιομηχάνισης αρχίζει από το 2000 και έπειτα, “όταν έκλεισαν το εργοστάσιο λιπασμάτων, η Βαλκάν Εξπόρτ, η Φίλκεραμ Τζόνσον, η Βιαμύλ”, και η τρίτη συμπίπτει χρονικά με την περίοδο της οικονομικής κρίσης που βιώνει όλη η χώρα.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έκλεισαν αρκετές μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, όπως οι εταιρείες κουφωμάτων Coplam και Πλαίσιο, η κλωστοϋφαντουργία Απόλλων, η Μίνος που παρήγαγε θερμοσίφωνες, η Πετζετάκης με τα δομικά υλικά, η Νεοχημική. “Κάποτε περίμενες πέντε λεπτά για να περάσεις από τη διασταύρωση”, θυμάται ο υπεύθυνος για τη λειτουργία των ΒΙΠΕ στη Βόρεια Ελλάδα, Μάνος Τσουρδαλάκης. “Τα μεγάλα εργοστάσια έβαζαν λεωφορεία για το προσωπικό, πολλοί έρχονταν με τα αυτοκίνητα, δεν υπήρχε αυτή η ησυχία...”.
Σήμερα μετά βίας συμπληρώνεται μια λίστα δέκα επιχειρήσεων που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων: Hellenic Catering, Amstel, Mythos, Tosoh, Lidl, Agrolab Eυθυμιάδης, Basf, Body, ZΑΝΑΕ, Select. Μεγάλη έκταση καταλαμβάνει η μονάδα της άλλοτε κραταιάς Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ), που εδώ και καιρό προσπαθεί να επιβιώσει, με μικρές δουλειές που αναλαμβάνει, μέχρι το ελληνικό δημόσιο να αποφασίσει για την τύχη της.
“Το πρόβλημα της αποβιομηχάνισης στη Θεσσαλονίκη υπήρχε πριν την κρίση” αναφέρει ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Τσαραμπουλίδης. Η πρώτη φάση του φαινομένου εκδηλώθηκε τη δεκαετία του ’90 με το άνοιγμα των συνόρων και τη μετεγκατάσταση εκατοντάδων επιχειρήσεων στις γειτονικές βαλκανικές χώρες και “είχε ως αποτέλεσμα τον σταδιακό αφανισμό μεγάλων κλάδων παραγωγής, που οδήγησε περισσότερους από 80.000 εργαζόμενους στην κλωστοϋφαντουργία και τα καπνικά επαγγέλματα στην ανεργία”. Η δεύτερη φάση της αποβιομηχάνισης αρχίζει από το 2000 και έπειτα, “όταν έκλεισαν το εργοστάσιο λιπασμάτων, η Βαλκάν Εξπόρτ, η Φίλκεραμ Τζόνσον, η Βιαμύλ”, και η τρίτη συμπίπτει χρονικά με την περίοδο της οικονομικής κρίσης που βιώνει όλη η χώρα.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έκλεισαν αρκετές μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, όπως οι εταιρείες κουφωμάτων Coplam και Πλαίσιο, η κλωστοϋφαντουργία Απόλλων, η Μίνος που παρήγαγε θερμοσίφωνες, η Πετζετάκης με τα δομικά υλικά, η Νεοχημική. “Κάποτε περίμενες πέντε λεπτά για να περάσεις από τη διασταύρωση”, θυμάται ο υπεύθυνος για τη λειτουργία των ΒΙΠΕ στη Βόρεια Ελλάδα, Μάνος Τσουρδαλάκης. “Τα μεγάλα εργοστάσια έβαζαν λεωφορεία για το προσωπικό, πολλοί έρχονταν με τα αυτοκίνητα, δεν υπήρχε αυτή η ησυχία...”.
Σήμερα μετά βίας συμπληρώνεται μια λίστα δέκα επιχειρήσεων που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων: Hellenic Catering, Amstel, Mythos, Tosoh, Lidl, Agrolab Eυθυμιάδης, Basf, Body, ZΑΝΑΕ, Select. Μεγάλη έκταση καταλαμβάνει η μονάδα της άλλοτε κραταιάς Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ), που εδώ και καιρό προσπαθεί να επιβιώσει, με μικρές δουλειές που αναλαμβάνει, μέχρι το ελληνικό δημόσιο να αποφασίσει για την τύχη της.
Έργα:
Ράβε ξήλωνε
Ένα από τα προβλήματα της βιομηχανικής περιοχής
είναι τα δίκτυα υποδομών, που “είναι κακοσυντηρημένα και απαξιώνονται
καθημερινά”, όπως επισημαίνει ο κ. Παπαδόπουλος. “Η κατάσταση των οδών και του
οδοστρώματος είναι στη χείριστη μορφή. Ο κάθε ένας σκάβει και μετά παρατάει τα
χαντάκια. Για παράδειγμα ο δήμος Χαλκηδόνας ήθελε να περάσει το δίκτυο των
αγωγών της αποχέτευσης μέσα από τη ΒΙΠΕ. Έσκαψαν την άσφαλτο ενώ μπορούσαν να
περάσουν τη γραμμή από τα χωράφια. Το έργο σταμάτησε εδώ και οκτώ μήνες λόγω
έλλειψης κονδυλίων, με αποτέλεσμα ένας κεντρικός άξονας της ΒΙΠΕ να μένει
σκαμμένος. Η είσοδος έχει το κακό της το χάλι και μας λένε ότι δεν μπορεί να
φτιαχτεί από τον δήμο γιατί ανήκει στο δίκτυο εθνικής οδοποιίας”.
Επιχειρηματίες:
Ήθελαν να νοικιάσουν αλλά έκαναν πίσω λόγω αβεβαιότητας
Το καλοκαίρι του 2014, μετά από πολύ καιρό που δεν
κινούνταν φύλλο, εμφανίστηκαν ενδιαφερόμενοι να αγοράσουν ή να νοικιάσουν
εγκαταλειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Λίγο αργότερα η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα επανήλθε και η κίνηση από πιθανούς αγοραστές διακόπηκε απότομα. Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, το ενδιαφέρον αναθερμάνθηκε στις αρχές του φετινού καλοκαιριού, αλλά στο μεταξύ η διαπραγμάτευση πήρε δραματική τροπή, έκλεισαν οι τράπεζες και όλα πάγωσαν. “Πέρασε πολύς καιρός από τότε που είχα τρεις μαζεμένες περιπτώσεις επιχειρηματιών που να ενδιαφέρονται για ακίνητο στη ΒΙΠΕ”, λέει ο μεσίτης της περιοχής Ισαάκ Πετρίδης. Οι πρώτοι δύο ήταν ένας επιχειρηματίας στον κλάδο των χρωμάτων, που το καλοκαίρι του 2014 έψαχνε να αγοράσει μεγαλύτερο χώρο για να επεκτείνει τη μονάδα του, και ένας άλλο που ήθελε να νοικιάσει έναν πολύ μεγάλο χώρο για να εγκαταστήσει μονάδα παραγωγής αγροεφοδίων. Βλέποντας την αβεβαιότητα να επανακάμπτει, υπαναχώρησαν. Ο τρίτος επιχειρηματίας ενδιαφερόταν να μετεγκατασταθεί από άλλη περιοχή στη ΒΙΠΕ και παράλληλα να επεκτείνει τη δραστηριότητά του. Δοκίμασε να κάνει το βήμα πέρσι το καλοκαίρι, αλλά λόγω πολιτικών εξελίξεων το ανέβαλε για αργότερα. Επανήλθε φέτος την άνοιξη αλλά τον πρόλαβαν και πάλι οι εξελίξεις με τη διαπραγμάτευση και τα capital controls. “Οι εννιά στους δέκα ενδιαφέρονται για αποθήκες, όχι για να εγκαταστήσουν μια παραγωγική μονάδα”, λέει από την πλευρά του ο μεσίτης Νίκος Σαραφούδης, σημειώνοντας ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η έρευνα αγοράς δεν καταλήγει σε συμβόλαιο. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ, τα δύο τελευταία χρόνια έχουν γίνει συνολικά 24 μεταβιβάσεις ακινήτων μεταξύ ιδιωτών.
“Πλέον τα ακίνητα στη ΒΙΠΕ έχουν απαξιωθεί. Έχει μείνει μόνο ο ΕΝΦΙΑ, ο οποίος υπολογίζεται με τιμές του 2000” σχολιάζει ο κ. Παπαδόπουλος, προσθέτοντας όμως ότι υπάρχουν και ευκαιρίες. Παλιότερα η τιμή ενοικίασης ήταν 3-4,5ευρώ/τ.μ., σήμερα έπεσε στο 1-1,5 ευρω/τ.μ., ενώ για την πώληση από 270-600ευρώ/τ.μ. έπεσε στα 170-250ευρώ/τ.μ. Παρά τις χαμηλές τιμές, ελάχιστα συμβόλαια υπογράφονται.
Λίγο αργότερα η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα επανήλθε και η κίνηση από πιθανούς αγοραστές διακόπηκε απότομα. Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, το ενδιαφέρον αναθερμάνθηκε στις αρχές του φετινού καλοκαιριού, αλλά στο μεταξύ η διαπραγμάτευση πήρε δραματική τροπή, έκλεισαν οι τράπεζες και όλα πάγωσαν. “Πέρασε πολύς καιρός από τότε που είχα τρεις μαζεμένες περιπτώσεις επιχειρηματιών που να ενδιαφέρονται για ακίνητο στη ΒΙΠΕ”, λέει ο μεσίτης της περιοχής Ισαάκ Πετρίδης. Οι πρώτοι δύο ήταν ένας επιχειρηματίας στον κλάδο των χρωμάτων, που το καλοκαίρι του 2014 έψαχνε να αγοράσει μεγαλύτερο χώρο για να επεκτείνει τη μονάδα του, και ένας άλλο που ήθελε να νοικιάσει έναν πολύ μεγάλο χώρο για να εγκαταστήσει μονάδα παραγωγής αγροεφοδίων. Βλέποντας την αβεβαιότητα να επανακάμπτει, υπαναχώρησαν. Ο τρίτος επιχειρηματίας ενδιαφερόταν να μετεγκατασταθεί από άλλη περιοχή στη ΒΙΠΕ και παράλληλα να επεκτείνει τη δραστηριότητά του. Δοκίμασε να κάνει το βήμα πέρσι το καλοκαίρι, αλλά λόγω πολιτικών εξελίξεων το ανέβαλε για αργότερα. Επανήλθε φέτος την άνοιξη αλλά τον πρόλαβαν και πάλι οι εξελίξεις με τη διαπραγμάτευση και τα capital controls. “Οι εννιά στους δέκα ενδιαφέρονται για αποθήκες, όχι για να εγκαταστήσουν μια παραγωγική μονάδα”, λέει από την πλευρά του ο μεσίτης Νίκος Σαραφούδης, σημειώνοντας ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η έρευνα αγοράς δεν καταλήγει σε συμβόλαιο. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ, τα δύο τελευταία χρόνια έχουν γίνει συνολικά 24 μεταβιβάσεις ακινήτων μεταξύ ιδιωτών.
“Πλέον τα ακίνητα στη ΒΙΠΕ έχουν απαξιωθεί. Έχει μείνει μόνο ο ΕΝΦΙΑ, ο οποίος υπολογίζεται με τιμές του 2000” σχολιάζει ο κ. Παπαδόπουλος, προσθέτοντας όμως ότι υπάρχουν και ευκαιρίες. Παλιότερα η τιμή ενοικίασης ήταν 3-4,5ευρώ/τ.μ., σήμερα έπεσε στο 1-1,5 ευρω/τ.μ., ενώ για την πώληση από 270-600ευρώ/τ.μ. έπεσε στα 170-250ευρώ/τ.μ. Παρά τις χαμηλές τιμές, ελάχιστα συμβόλαια υπογράφονται.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
“Όσο δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και σταθερότητα στο πολιτικό σύστημα, κανένας νέος επενδύτης δεν σκέφτεται να επενδύσει”, σχολιάζει ο κ. Παπαδόπουλος. Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο έχει προτείνει ο νέος επενδυτικός νόμος να επιδοτεί την αγορά εγκαταλειμμένων κτιρίων επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό πτώχευση. “Αν γίνει αποδεκτή η πρόταση, θα δώσει τη δυνατότητα σε εγχώριους και ξένους επενδυτές να σκεφτούν πιο σοβαρά να αγοράσουν αυτά τα κουφάρια, που μπορούν έτσι να αναγεννηθούν”.
“Οι προοπτικές ανάπτυξης, τόσο για τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα όσο και για τη χώρα συνολικά, εξαρτώνται κυρίως από τις γενικότερες συνθήκες στη χώρα: πολιτική σταθερότητα, περιβάλλον φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, ανάκτηση της πίστης στο τραπεζικό σύστημα, είναι μερικές από τις βασικές προϋποθέσεις για να υπάρξουν νέες επενδύσεις. Η ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ είναι έτοιμη να υποδεχθεί στις εγκαταστάσεις της τόσο νέες επενδύσεις όσο και επεκτάσεις υφισταμένων”, αναφέρει από την πλευρά της η ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ. Η εταιρεία εξετάζει κάθε τρόπο αξιοποίησης των βιομηχανικών πάρκων, με γνώμονα το όφελος των μετόχων της και της τοπικής οικονομίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο μελετά και τη δυνατότητα δημιουργίας logisticspark στη Σίνδο, αλλά και αλλού, χωρίς ωστόσο να υπάρχει συγκεκριμένος προγραμματισμός.
“Όσο δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και σταθερότητα στο πολιτικό σύστημα, κανένας νέος επενδύτης δεν σκέφτεται να επενδύσει”, σχολιάζει ο κ. Παπαδόπουλος. Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο έχει προτείνει ο νέος επενδυτικός νόμος να επιδοτεί την αγορά εγκαταλειμμένων κτιρίων επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό πτώχευση. “Αν γίνει αποδεκτή η πρόταση, θα δώσει τη δυνατότητα σε εγχώριους και ξένους επενδυτές να σκεφτούν πιο σοβαρά να αγοράσουν αυτά τα κουφάρια, που μπορούν έτσι να αναγεννηθούν”.
“Οι προοπτικές ανάπτυξης, τόσο για τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα όσο και για τη χώρα συνολικά, εξαρτώνται κυρίως από τις γενικότερες συνθήκες στη χώρα: πολιτική σταθερότητα, περιβάλλον φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, ανάκτηση της πίστης στο τραπεζικό σύστημα, είναι μερικές από τις βασικές προϋποθέσεις για να υπάρξουν νέες επενδύσεις. Η ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ είναι έτοιμη να υποδεχθεί στις εγκαταστάσεις της τόσο νέες επενδύσεις όσο και επεκτάσεις υφισταμένων”, αναφέρει από την πλευρά της η ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ. Η εταιρεία εξετάζει κάθε τρόπο αξιοποίησης των βιομηχανικών πάρκων, με γνώμονα το όφελος των μετόχων της και της τοπικής οικονομίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο μελετά και τη δυνατότητα δημιουργίας logisticspark στη Σίνδο, αλλά και αλλού, χωρίς ωστόσο να υπάρχει συγκεκριμένος προγραμματισμός.
Πηγή: εφημερίδα «Μακεδονία της Κυριακής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.