Προνόμιο αναφαίρετο ενός
μυθιστοριογράφου παραμένει η γνώση των μύχιων σκέψεων όλων των ηρώων του. Είναι
παντεπόπτης της ζωής, κάθε ψελλίσματος, χαράς ή φόβου, πάθους αλλά και των
παθημάτων ενός εκάστου των δημιουργημάτων του.
Είναι το μεγάλο μυστικό των μεγάλων
μυθιστοριογράφων να καθίστανται τέτοιοι, όσο καλύτερα και πληρέστερα επιτρέπουν
στους αναγνώστες τους ενώ διαβάζουν το μυθιστόρημα να παρακολουθούν σε απόσταση
αναπνοής, την αποκάλυψη μιας αλήθειας, την οποία, υπό άλλες συνθήκες, δεν
θα μπορούσαν να αφουγκραστούν ή πάλι, να επιβεβαιώνουν αλήθειες που αρνούνται
να παραδεχθούν ή τους διαφεύγουν. Δίνει δηλαδή, το μυθιστόρημα, ξεχωριστό νόημα
σ’ αυτό που για τους περισσότερους δεν είναι τίποτα άλλο από βαρετή πεζότητα.
Οι δημοσιογράφοι βασανίζονται
από διαφορετικές έγνοιες. Περιγράφουν κάτι που συντελέστηκε και το
στοίχημά τους είναι η πληρέστερη καταγραφή των γεγονότων. Προς τούτο, ενίοτε,
μετέρχονται τεχνικές του μυθιστορήματος αλλά, αν αντί για ρεπορτάζ γράψουν εν
τέλει μυθιστόρημα, ως μυθιστοριογράφοι ενδέχεται να δοξαστούν αλλά ως ρεπόρτερ
γίνονται καταγέλαστοι.
Γι αυτό και σε παλαιότερες
εποχές ήταν σαφώς διαχωρισμένα τα ρεπορτάζ από την δημοσίευση μυθιστορημάτων σε
συνέχειες.
Τελευταίο επίτευγμα του
γνωστού Μεγάλου -κάποτε- Συγκροτήματος που έχει μάτια παντού, αποτελεί η
περιγραφή συνάντησης προσώπου, άλλοτε πρωθιερέα του τύπου, με τον σημερινό
πρωθυπουργό. (Σημ: Ούτε καν το όνομα του εκδότη δεν αναφέρεται στο υπό
περιγραφή γεγονός κι αυτό γεννάει σκέψεις καφκικής κατεύθυνσης που δεν είναι της
στιγμής).
Με δεδομένο ότι στη συνάντηση
μετείχαν μόνο οι δυο τους, εξυπονοείται, ότι μόνο οι δυο τους γνωρίζουν τι
ειπώθηκε μεταξύ τους. Άρα, λογικά, όσα θα έλεγε ο ένας θα αναιρούνταν με
ευκολία από τον άλλο, εάν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Οπότε, ένας ρεπόρτερ θα έπρεπε
να έχει μιλήσει τουλάχιστον με τον έναν από τους δύο, θα μετέφερε τους
ισχυρισμούς του για να αναγκάσει τον άλλο να δώσει την δική του εκδοχή και,
ύστερα, να τις συναρτήσει σε ενιαίο κείμενο, συνάγοντας αποτελέσματα ακόμη και
από τις προσωπικές του υποθέσεις, οι οποίες θα βασιζόταν σε στοιχεία της
τρέχουσας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Και ακολουθώντας πάντα τον
πρώτο νόμο του Μέρφι ο οποίος σαφώς ορίζει ότι πρέπει να σκέφτεσαι ποιος και
πόσο ωφελείται από την δημοσίευση μιας ιστορίας.
Στο ρεπορτάζ όμως του Βήματος
εισέρχεται αιφνιδίως τρίτο πρόσωπο το οποίο εκκινεί την διήγηση και είναι
πρόσωπο που βρίσκεται πλησίον του ήρωα (πρωθυπουργού) της συνάντησης με τον
οποίο ο ρεπόρτερ σίγουρα δεν έχει μιλήσει. Τούτο, κάνει το ρεπορτάζ
μυθιστόρημα, καθότι ένας άγνωστος Χ, ένα βαθύ λαρύγγι ας πούμε, διηγείται όντως
(;) μια διαφορετική εκδοχή μεν της συνάντησης, η οποία όμως επιβεβαιώνει
πως δεν ισχύουν όσα το ρεπορτάζ επικαλείται -δια της γνώσης που προσκομίζει
προφανώς ο εκδότης στον ρεπόρτερ του-, διότι με ένα σχήμα πρωθύστερο αναφέρεται
πως ο εκδότης έχει ζητήσει μια συνάντηση στην οποία πήγε αν και δεν
επιζητούσε τίποτα παραπάνω από το να διαπιστώσει αν ο μελλοντικός πρωθυπουργός
μπορεί να φτιάξει καφέ εσπρέσο. Οπότε κόντεψε να πάθει αποπληξία όταν του
προέκυψε ένας πιθανός πρωθυπουργός να του ζητάει να του κάνει εξυπηρέτηση την
οποία ο ίδιος δεν είχε καν σκεφτεί και αναλογίστηκε αν ο μελλοντικός
πρωθυπουργός ήταν γιόγκι των Ιμαλαΐων.
Το παράλογο του πράγματος θα
το είχε επισημάνει ακόμη και ένας αδαής επιμελητής μυθιστορημάτων καθότι αφού ο
μελλοντικός πρωθυπουργός είχε το αξίωμα στο τσεπάκι δεν είχε κανένα λόγο να
ζητά κάτι από κάποιον στον οποίο είχε μόνο να δώσει.
Το πράγμα κατατείνει στη
γελοιότητα αν σκεφτεί κανείς τον χρόνο που επιλέγει ο εκδότης του Συγκροτήματος
να μετατρέψει τον ρεπόρτερ σε μυθιστοριογράφο και να δημοσιοποιήσει το έργο
του. Όταν δηλαδή ο μόνος που θα είχε συμφέρον να δημοσιοποιήσει μια τέτοια
συνάντηση και το περιεχόμενο της ήταν ο εκδότης που βρίσκεται και χρεώστης
πολλών εκατομμυρίων και με μια ποινική δίωξη σε βάρος του η οποία σχετίζεται
συμπτωματικώς με την δεινή του οικονομική θέση και τα χρέη του τα οποία είναι
τόσο βαριά όσο και η λιμουζίνα του η οποία δεν μπορεί να σηκωθεί από ένα απλό
ασανσέρ αυτοκινήτων.
Η διήγηση φτηναίνει κι άλλο,
κατατείνει σε άρλεκιν, όταν τυγχάνει επικλήσεως, για να χρωματιστεί υποτίθεται
η ατμόσφαιρα, ο ψυχικός κόσμος και οι σκέψεις μιας γάτας. Μπορεί να είναι
Ιμαλάϊων, αλλά δεν είναι μετενσαρκωμένος γιόγκι, και μια γάτα δεν μπορεί να
εκφράζει τις σκέψεις της σε έναν ρεπόρτερ, πολύ περισσότερο που ο ρεπόρτερ δεν
συνάντησε ποτέ την γάτα, αν φυσικά δεχθούμε ότι θα είχε ο ρεπόρτερ την
ικανότητα να συνομιλήσει μαζί της. Το βλέπω κομμάτι δύσκολο ακόμη κι αν είχε
εντρυφήσει νωρίτερα στους χαρακτήρες των γάτων διαβάζοντας, μελετώντας
καλύτερα, το «Εγχειρίδιο Πρακτικής Γατικής του Γερο Πόσουμ» του ΤΣ Έλιοτ
(μτφ Παυλίνα Παμπούδη- Γιάννης Ζέρβας, εκδ. Άγρα, 2000).
Το ερώτημα γιατί να ζητείται η
αναλυτική προσέγγιση μιας γάτας και όχι του ίδιου του εκδότη που κρύβεται πίσω
από έναν ρεπόρτερ υπάλληλό του και μια γάτα παραμένει αναπάντητο. Αλλά, πάλι,
με τον εκδότη μπροστά σου να ρωτάς μια γάτα δεν μου φαίνεται και πολύ λογικό
ακόμη και για μυθιστοριογράφο. Διότι και ένας αφελής αναγνώστης θα αναφωνούσε
στο τέλος της ανάγνωσης ενός τέτοιου πονήματος: γατότριχες Ιμαλαίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.