του Σπύρου Κουζινόπουλου
Μία μοναδική μαρτυρία για τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, είναι αυτή που μας είχε καταθέσει λίγο πριν το θάνατό του, ένας από τους ηγέτες εκείνου του πανεργατικού ξεσηκωμού, ο τότε Γραμματέας του Σωματείου Οικοδόμων Θεσσαλονίκης, Κωστίκας Παπαβασιλείους, που υπήρξε μία θρυλική μορφή του εργατικού και αριστερού κινήματος.
Μία μοναδική μαρτυρία για τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, είναι αυτή που μας είχε καταθέσει λίγο πριν το θάνατό του, ένας από τους ηγέτες εκείνου του πανεργατικού ξεσηκωμού, ο τότε Γραμματέας του Σωματείου Οικοδόμων Θεσσαλονίκης, Κωστίκας Παπαβασιλείους, που υπήρξε μία θρυλική μορφή του εργατικού και αριστερού κινήματος.
Ο Μπαρμπα-Κωστίκας, όπως
με αγάπη τον αποκαλούσαν οι Θεσσαλονικείς που τον γνώριζαν, ως Γραμματέας του
Σωματείου Οικοδόμων Θεσσαλονίκης, ήταν από τους επικεφαλής της απεργιακής
διαδήλωσης στην οδό Εγνατία, στις 9 Μαίου 1936, όταν χωροφύλακες που είχαν ακροβολιστεί
στις ταράτσες των γειτονικών κτηρίων, άρχισαν να πυροβολούν τους απεργούς «στο
ψαχνό». Κάποια στιγμή ο Παπαβασιλείου, κι ενώ βρισκόταν στη συμβολή των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο ξενοδοχείο "Μητρόπολις", είδε να πέφτει
λαβωμένος δίπλα του από τα πυρά, ο
27χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι.
Όπως μας
αφηγήθηκε σ’ εκείνη τη συνέντευξη ο Κωστίκας Παπαβασιλείου, η πρώτη κίνηση που
έκανε όταν είδε να σωριάζεται το πρώτο θύμα της πολυαίμακτης εκείνης
δολοφονικής επίθεσης των «οργάνων της τάξης», ήταν να ξηλώσει με τα χέρια του την
πρόχειρη πόρτα που υπήρχε σε μία νεοαναγειρόμενη οικοδομή επί της οδού Συγγρού. Στη συνέχεια, ξάπλωσε μαζί με άλλους απεργούς τον Τούση και σηκώνοντας στα χέρια εκείνο το αυτοσχέδιο φορείο, που τη μία άκρη
του κρατούσε ο ίδιος ο Γραμματέας των οικοδόμων, μετέφεραν με διαδήλωση τον
νεκρό πλέον Τούση στο Διοικητήριο, το σημερινό Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, για
να διαμαρτυρηθούν για την εν ψυχρώ δολοφονία.
Στο
μεταξύ, καταφθάνει εκεί ένα έφιππο τμήμα της χωροφυλακής και αρχίζει με τα σπαθιά
και τα όπλα να κυνηγάει τους απεργούς, οι οποίοι, μη μπορώντας να κάνουν
διαφορετικά, αφήνουν την πόρτα με ξαπλωμένο πάνω της τον Τούση μπροστά από το
Διοικητήριο και τρέπονται σε φυγή.
Ακούγοντας
όλη εκείνη την οχλοβοή από τα συνθήματα των διαδηλωτών, τους πυροβολισμούς των
χωροφυλάκων και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, μία γυναικούλα του λαού που
κατοικούσε σε ένα ταπεινό φτωχικό καμαράκι πίσω από το Διοικητήριο, η κυρά-Κατίνα
Τούση, κατηφορίζει για να δει τι συμβαίνει. Τότε βλέπει τον μονάκριβο γιό της ξαπλωμένο
νεκρό και τραβώντας τα μαλλιά της από πόνο, λύπη και απόγνωση, αρχίζει να τον
μοιρολογάει.
Οι έφιπποι χωροφύλακες με τα σπαθιά τους επιτίθενται κατά των άοπλων απεργών, οι οποίοι, μη μπορώντας να κάνουν διαφορετικά, ξανασηκώνουν στους ώμους την πόρτα με το νεκρό Τάσο Τούση και κατεβαίνουν προς την οδό Εγνατίας για να ενωθούν με τους υπόλοιπους διαδηλωτές. Και όταν κάποια στιγμή φτάνουν στο ύψος περίπου της Εγνατίας με την Αγία Σοφία, αποθέτουν για λίγο στο οδόστρωμα το πτώμα του νεκρού αυτοκινητιστή, καθώς δέχονται νέα επίθεση από την έφιππη χωροφυλακή οι άνδρες της οποίας με τα σπαθιά τους και με μαστίγια που κρατούσαν επιτίθενται κατά του πλήθους των διαδηλωτών. Αψηφώντας τον κίνδυνο να πέσει κι εκείνη νεκρή, η χαροκαμένη μάνα που ακολουθούσε την πομπή με το νεκρό Τάσο Τούση, γονατίζει και αρχίζει να θρηνεί το αδικοχαμένο της παιδί. Το γοερό κλάμα της χαροκαμένης μάνας, που ταυτόχρονα τραβούσε να ξεριζώσει τα μαλλιά της από τον μεγάλο πόνο που της έσκιζε την καρδιά, είναι ένα συγκλονιστικό θέαμα που κάνει τους επιτιθέμενους αστυνομικούς να διακόψουν για λίγο τις επιθέσεις τους. Δίνοντας την ευκαιρία σε έναν φωτορεπόρτερ της πόλης να αποθανατίσει το γεγονός.
Εκείνη τη φωτογραφία με τον νεκρό αυτοκινητιστή πάνω στην πόρτα, που δημοσιεύθηκε την επόμενη ημέρα στον «Ριζοσπάστη», είδε ο νεαρός τότε ποιητής Γιάννης Ρίτσος, κλείστηκε στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει το μεγαλειώδες ποιητικό του έργο «Επιτάφιος». Ήταν τόσο μεγάλος ο συγκλονισμός του Ρίτσου από το γεγονός, ώστε μέσα σε τρεις μόνο ημέρες να γράψει «μονορούφι» τα 14 από τα συνολικά 20 ποιήματα του «Επιτάφιους» και τρία από αυτά να τα δημοσιεύσει στον «Ριζοσπάστη» τρεις ημέρες αργότερα, στις 12 Μαΐου 1936.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω……
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω……
Άθελά
του, ο πάντα σεμνός, μετρημένος και ταπεινός αγωνιστής του εργατικού και
αριστερού κινήματος Κωστίκας Παπαβασιλείου, συνδέθηκε με εκείνα τα γεγονότα του
αιματοβαμμένου Μάη του 1936, έγινε ένας από τους πρωταγωνιστές και έφυγε
αθόρυβα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 στη συνοικία της Άνω Τούμπας όπου
κατοικούσε όλη του τη ζωή, αφού προηγουμένως γεύτηκε όλη την «περιποίηση» του
μετεμφυλιακού κράτους της δεξιάς και της χούντας: Φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορίες,
ανεργία λόγω πολιτικών φρονημάτων.
Καλή σου ώρα εκεί που βρίσκεσαι μπάρμπα-Κωστίκα.
Σε θυμόμαστε πάντα σαν αγωνιστή και σαν άνθρωπο…..
προσοχή!
ΑπάντησηΔιαγραφή