Ένα τμήμα των φυλακών Επταπυργίου (από το αρχείο του Σπ. Κουζινόπουλου) |
του Νίκου Δημαρά
Είχα
πολλά χρόνια να επισκεφτώ τα άδυτα των πρώην φυλακών Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ).
Ενόσω ήμουν ακόμη στο ρεπορτάζ είχα μπει για να πάρω ένα χαρτί με τα αιτήματα
των κρατουμένων, που βρίσκονταν σε εξέγερση. Έκτοτε δεν ξαναπήγα. Οι
τρομερές αυτές φυλακές καταργήθηκαν το 1989, όταν άρχισαν να λειτουργούν οι
άλλες των Διαβατών.
Η αλήθεια είναι ότι δεν πήγαινα ούτε στον μουσειακό πλέον
αυτό χώρο, διότι ένιωθα μια αποστροφή, ένα βάρος στην ψυχή, μια απαίσια αίσθηση
μελαγχολίας μπερδεμένης με μακάβριες εικόνες μέσα από ζωντανές αφηγήσεις,
γραμμένες πραγματικές ιστορίες και τρομερούς θρύλους για βασανισμούς και
εκτελέσεις θανατοποινιτών, αθώων και ενόχων, για ομαδικούς τάφους και για
“βρυκολάκιασμα”συνειδήσεων, που δεν βρίσκουν ανάπαυση από τους εφιάλτες για το κακό
και τ’ άδικο.
Πρόσφατα όμως πήγα για τα γυρίσματα μιας
αξιόλογης εκπομπής (“Μηχανή του Χρόνου”). Πολύ κρύο. Παγώσαμε από πύργο σε
πύργο. Περάσαμε και έξω από τις πτέρυγες, όπου έφτυναν αίμα οι κρατούμενοι. Από
πάνω οι πολιτικοί επί χούντας κι από κάτω τα πρεζόνια και τα “βαποράκια” με τα
θολωμένα μυαλά. Πιο πέρα τα κελιά της απομόνωσης και δίπλα οι θάλαμοι των
βαρυποινιτών.
Μου
έρχονταν στο μυαλό ιστορίες που είχαν αφηγηθεί όσοι έζησαν τα μαρτύρια, αλλά
και όσοι κατέγραψαν τις εκτελέσεις στον “συνήθη τόπο”, πίσω από το Επταπύργιο,
ανάμεσα σε κάτι λοφίσκους, όπου μετά από χρόνια έπαιζαν αμέριμνα παιδιά… Σαν να
ακούω τις κραυγές του Αριστείδη Παγκρατίδη, της Κούλας Ελευθεριάδου και του
Νίκου Νικηφορίδη. Θυμήθηκα και τα λόγια του κρατουμένου Λεωνίδα Κύρκου:
“Μνημείο ανθρώπινης βαρβαρότητας”. Φρίκη επί γερμανικής κατοχής, αλλά και στα
χρόνια του εμφυλίου. Έπαιρναν νεαρά άτομα και τα εκτελούσαν με συνοπτικές
διαδικασίες. Ειδικά μετά το Γ’ ψήφισμα του Ιουλίου 1946 οι φυλακίσεις και οι
εκτελέσεις δεν είχαν τελειωμό. Πρώτοι στήθηκαν στον “συνήθη τόπο” δύο 35άρηδες,
μέλη του ΕΑΜ – ΕΛΛΑΣ.
Στη
“Μακεδονία” της εποχής περιγράφεται η εκτέλεσή τους από απόσπασμα 24 ατόμων,
όπως και οι χαριστικές βολές, που απάλλαξαν τους δύο νέους “από το μαρτύριο της
παρατάσεως της επιθανατίου αγωνίας…”. Ακολούθησαν δεκάδες εκτελέσεις μέχρι και
το 1952. Το μίσος και το σαράκι του διχασμού σπαράσσουν τη χώρα. Η κάθε πλευρά
διεκδικεί τη δική της “αλήθεια” και τη …δικαίωση με όλα τα μέσα. Ο τόπος
μαρτυρίου γεμίζει και επί χούντας. Πάνω από εκατό αγωνιστές υφίστανται τα δεινά
και τις φρικαλεότητες. Και η αλήθεια δεν κατακτάται. Δεν πηγαίνει με το μέρος
κανενός.
Επί
δεκαετίες διατηρούνται ακμαία τα “στρατόπεδα” της διαμάχης. Δεν παύει να
καλλιεργείται η ακραία αντιπαράθεση και ο φανατισμός. Δεν βάζουμε μυαλό. Σαν να
πήγαν τσάμπα τόσα βάσανα, τόσοι καημοί, τόσες κακουχίες, τόσες οιμωγές και τόσα
πονεμένα τραγούδια, που έφταναν από τα κάστρα μέχρι κάτω στην πόλη, καθώς
ξημέρωνε “κι ένα πανάκι ολόλευκο αρμένιζε στο βάθος της θάλασσας χαρωπά,
φουσκωμένο απ’ το πρωινό αεράκι …”, όπως έγραφε στη “Μακεδονία” ο συνάδελφος
της εποχής, ελπίζοντας ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.