του Σπύρου Κουζινόπουλου*
Παρασκευή βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 2004, στις αίθουσες του μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου «Νασιοναλ» της Αβάνας, στη δεξίωση που δίνονταν προς τιμή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, δεν σταματάμε να κοιτάζουμε τον επιβλητικό γενειοφόρο με το μαύρο κοστούμι, τον άνθρωπο που για εκατομμύρια νέους στις δεκαετίες του ΄60, του ΄70, του ΄80, αποτελούσε την ενσάρκωση των επαναστατικών τους ονείρων για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.
Με τους λίγους Έλληνες δημοσιογράφους που είχαμε τη μεγάλη τύχη να συνοδεύουμε τον προκαθήμενο της Ορθοδοξίας στο ιστορικό του ταξίδι στη μακρινή νησιωτική χώρα της Καραϊβικής, τον πλησιάζουμε. Ο γλυκύτατος Πατριάρχης, μας βοηθά να ξεπεράσουμε το φράγμα των γιγαντόσωμων προσωπικών φρουρών του Κάστρο και να φτάσουμε δίπλα του. Μας συστήνει. Ο Φιντέλ δίνει ευγενικά το χέρι. Όταν θα έρθει η σειρά μου, θυμάμαι μία προσφώνηση στα Ισπανικά: «Κομπανιέρος» (σύντροφε). Το πρόσωπό του λάμπει διάπλατα και μου σκάει ένα γλυκό χαμόγελο, με αγκαλιάζει με το δεξί του χέρι, ενώ κάτι λέει που δεν προλαβαίνει να το μεταφράσει η διερμηνέας, μέσα στη φασαρία που επικρατεί τριγύρω.
Αποχωρούμε λίγο αργότερα από την αίθουσα με ανάμικτα συναισθήματα: Πανευτυχείς μεν για τη συνάντηση με τον τελευταίο εναπομείναντα μεγάλο επαναστάτη του 20ου αιώνα, αλλά και με βαθιά θλίψη για την κατάσταση του Κουβανού ηγέτη. Ο Φιντέλ στα 78 του χρόνια τότε, έμοιαζε πλέον με κουρασμένο γέρικο άλογο, κούτσαινε μάλιστα ελαφρώς, μετά τη μόλυνση που υπέστη το πόδι του το προηγούμενο καλοκαίρι. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν πως ίσως πρόσφατα να είχε περάσει ένα ελαφρύ εγκεφαλικό. Άλλοι ισχυρίζονται πως κάποιες στιγμές είχε απώλεια μνήμης. Ωστόσο, το σίγουρο ήταν ότι ο Φιντέλ Κάστρο, παρέμενε ακόμη αγαπητός από το μεγαλύτερο μέρος του λαού του. Έστω κι αν το όνειρο ξεθώριασε, ακόμη κι αν τα οράματα έμειναν απραγματοποίητα και ο Κουβανικός λαός συνεχίζει να βιώνει μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια.
Λίγες ημέρες πριν την άφιξη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην «Πλάζα ντε λα Ρεβολουσιόν», γιορτάζονταν τα 45 χρόνια της επανάστασης και τα 48 χρόνια από το τολμηρό εγχείρημα μιας φούχτας επαναστατών. Οι οποίοι με το σαπιοκάραβο "Granma", έφταναν στις ακτές του Σαντιάγο της Κούβας, μεταφέροντας από το Μεξικό την αντάρτικη ομάδα του κινήματος "26 Ιούλη", που θα ξεκινούσε τον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από τα δεινά της δικτατορίας του Ντανιέλ Μπατίστα. Οδηγητής εκείνου του αποβατικού αποσπάσματος, που θα επαναλάμβανε με επιτυχία το παλαιό εγχείρημα του εθνικού ήρωα της Κούβας Χοσέ Μαρτί, ήταν ο ηγέτης της επανάστασης Φιντέλ Κάστρο. Τρία χρόνια αργότερα ο στρατώνας Μονκάδα, σύμβολο του απελευθερωτικού αγώνα, παραδίνονταν στους πολιορκητές του και η Αβάνα υποδέχονταν τους επαναστάτες νικητές. Έκτοτε η Κούβα ακολούθησε τη δική της πορεία που όσο κι αν προσπάθησαν οι βόρειοι γείτονές της δεν κατάφεραν να την αντιστρέψουν, ούτε με την στρατιωτική εισβολή στο κόλπο των Χοίρων το 1960, ούτε με τη πυρηνική απειλή το 1962, ούτε με τις δραστηριότητες που αναπτύσσουν στη βάση του Γκουαντάναμο, που κράτησαν πάνω στο κουβανέζικο έδαφος, αλλά ούτε και με τον καταδικασμένο και από τον Ο.Η.Ε. εμπορικό αποκλεισμό της χώρας που εφαρμόζουν ακόμα και σήμερα.
Oι δρόμοι της Αβάνας σφύζουν από ζωή, τα πεζοδρόμιά της μοιάζουν με απέραντες αυλές και παιδικές χαρές. Τα κτίρια της απαράμιλλης και επιβλητικής ισπανικής αρχιτεκτονικής, αν και φθαρμένα από τον χρόνο και την εμφανή έλλειψη συντήρησης, δεν χάνουν καθόλου τη γοητεία τους. Η μουσική ξεχύνεται, απλώνεται σε κάθε γωνιά. Η ρούμπα σε δονεί και ο χορός ξυπνά κοιμισμένες αισθήσεις.
Η Μαλεκόν, ίσως η μεγαλύτερη παραλιακή λεωφόρος στον κόσμο, από το ένα άκρο ως το άλλο είναι γεμάτη κόσμο μέρα - νύχτα. Βλέπουν τα κύματα του Ατλαντικού να σπάνε στα βράχια, νιώθουν την αλμύρα στα χείλη και στο σώμα. Σημείο συνάντησης των ερωτευμένων. Από εδώ παρακολουθούν το μεγαλοπρεπές ηλιοβασίλεμα που κοκκινίζει τα πάντα.
Το
κείμενο που ακολουθεί, γράφτηκε αμέσως μετά την επιστροφή μας από την Κούβα, τον Ιανουάριο του 2004 και
τη σύντομη συνάντηση με τον Φιντέλ, παρέμενε δε στο συρτάρι μέχρι σήμερα. Θεωρήσαμε
χρέος μας να δει το φως της δημοσιότητας σαν απάντηση σε όσους κάνοντας την «τρίχα-τριχιά»,
επιχείρησαν τις τελευταίες μέρες να λερώσουν τη μνήμη του ηγέτη της κουβανέζικης
επανάστασης με κάθε είδους χυδαιολογήματα, συκοφαντίες και υπερβολές.
Παρασκευή βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 2004, στις αίθουσες του μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου «Νασιοναλ» της Αβάνας, στη δεξίωση που δίνονταν προς τιμή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, δεν σταματάμε να κοιτάζουμε τον επιβλητικό γενειοφόρο με το μαύρο κοστούμι, τον άνθρωπο που για εκατομμύρια νέους στις δεκαετίες του ΄60, του ΄70, του ΄80, αποτελούσε την ενσάρκωση των επαναστατικών τους ονείρων για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.
Με τους λίγους Έλληνες δημοσιογράφους που είχαμε τη μεγάλη τύχη να συνοδεύουμε τον προκαθήμενο της Ορθοδοξίας στο ιστορικό του ταξίδι στη μακρινή νησιωτική χώρα της Καραϊβικής, τον πλησιάζουμε. Ο γλυκύτατος Πατριάρχης, μας βοηθά να ξεπεράσουμε το φράγμα των γιγαντόσωμων προσωπικών φρουρών του Κάστρο και να φτάσουμε δίπλα του. Μας συστήνει. Ο Φιντέλ δίνει ευγενικά το χέρι. Όταν θα έρθει η σειρά μου, θυμάμαι μία προσφώνηση στα Ισπανικά: «Κομπανιέρος» (σύντροφε). Το πρόσωπό του λάμπει διάπλατα και μου σκάει ένα γλυκό χαμόγελο, με αγκαλιάζει με το δεξί του χέρι, ενώ κάτι λέει που δεν προλαβαίνει να το μεταφράσει η διερμηνέας, μέσα στη φασαρία που επικρατεί τριγύρω.
Αποχωρούμε λίγο αργότερα από την αίθουσα με ανάμικτα συναισθήματα: Πανευτυχείς μεν για τη συνάντηση με τον τελευταίο εναπομείναντα μεγάλο επαναστάτη του 20ου αιώνα, αλλά και με βαθιά θλίψη για την κατάσταση του Κουβανού ηγέτη. Ο Φιντέλ στα 78 του χρόνια τότε, έμοιαζε πλέον με κουρασμένο γέρικο άλογο, κούτσαινε μάλιστα ελαφρώς, μετά τη μόλυνση που υπέστη το πόδι του το προηγούμενο καλοκαίρι. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν πως ίσως πρόσφατα να είχε περάσει ένα ελαφρύ εγκεφαλικό. Άλλοι ισχυρίζονται πως κάποιες στιγμές είχε απώλεια μνήμης. Ωστόσο, το σίγουρο ήταν ότι ο Φιντέλ Κάστρο, παρέμενε ακόμη αγαπητός από το μεγαλύτερο μέρος του λαού του. Έστω κι αν το όνειρο ξεθώριασε, ακόμη κι αν τα οράματα έμειναν απραγματοποίητα και ο Κουβανικός λαός συνεχίζει να βιώνει μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια.
Λίγες ημέρες πριν την άφιξη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην «Πλάζα ντε λα Ρεβολουσιόν», γιορτάζονταν τα 45 χρόνια της επανάστασης και τα 48 χρόνια από το τολμηρό εγχείρημα μιας φούχτας επαναστατών. Οι οποίοι με το σαπιοκάραβο "Granma", έφταναν στις ακτές του Σαντιάγο της Κούβας, μεταφέροντας από το Μεξικό την αντάρτικη ομάδα του κινήματος "26 Ιούλη", που θα ξεκινούσε τον ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από τα δεινά της δικτατορίας του Ντανιέλ Μπατίστα. Οδηγητής εκείνου του αποβατικού αποσπάσματος, που θα επαναλάμβανε με επιτυχία το παλαιό εγχείρημα του εθνικού ήρωα της Κούβας Χοσέ Μαρτί, ήταν ο ηγέτης της επανάστασης Φιντέλ Κάστρο. Τρία χρόνια αργότερα ο στρατώνας Μονκάδα, σύμβολο του απελευθερωτικού αγώνα, παραδίνονταν στους πολιορκητές του και η Αβάνα υποδέχονταν τους επαναστάτες νικητές. Έκτοτε η Κούβα ακολούθησε τη δική της πορεία που όσο κι αν προσπάθησαν οι βόρειοι γείτονές της δεν κατάφεραν να την αντιστρέψουν, ούτε με την στρατιωτική εισβολή στο κόλπο των Χοίρων το 1960, ούτε με τη πυρηνική απειλή το 1962, ούτε με τις δραστηριότητες που αναπτύσσουν στη βάση του Γκουαντάναμο, που κράτησαν πάνω στο κουβανέζικο έδαφος, αλλά ούτε και με τον καταδικασμένο και από τον Ο.Η.Ε. εμπορικό αποκλεισμό της χώρας που εφαρμόζουν ακόμα και σήμερα.
Ζωντανός μύθος
Για πολλούς, ο Κάστρο
αποτελούσε ένα ζωντανό μύθο που ενσάρκωνε τους πόθους και τα οράματα των φτωχών
και των κατατρεγμένων. Θεωρούνταν ο ασυμβίβαστος επαναστάτης και ιδεαλιστής που
τόλμησε, αψηφώντας τις ολέθριες συνέπειες για τη χώρα του, να αμφισβητήσει την
ηγεμονία των ΗΠΑ, αλλά και που δεν δίστασε να αποκηρύξει τη Σοβιετική Ένωση,
τον κυριότερο σύμμαχό του. Ο άνθρωπος που ενέπνευσε και στήριξε πάμπολλα
απελευθερωτικά κινήματα στη Λατινική
Αμερική, Αφρική και Ασία. Οι «Φιντελιστές», επιμένουν ότι η καστρική ρεάλ πολιτίκ επιβλήθηκε με
εξαιρετικά αποτελέσματα.
Για τους ορκισμένους εχθρούς του, κυρίως την εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ, ο Κάστρο αποτελούσε κλασική περίπτωση δικτάτορα, που στηριζόμενος στις κατασταλτικές δομές του καθεστώτος του, παραβίαζε τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα των συμπατριωτών του για να νέμεται την εξουσία. Λόγω της άκαμπτης προσήλωσής του στο χρεοκοπημένο μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού, θεωρούνταν υπαίτιος για τη συνεχιζόμενη φτώχεια και την απομόνωση της Κούβας.
Για τους ορκισμένους εχθρούς του, κυρίως την εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ, ο Κάστρο αποτελούσε κλασική περίπτωση δικτάτορα, που στηριζόμενος στις κατασταλτικές δομές του καθεστώτος του, παραβίαζε τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα των συμπατριωτών του για να νέμεται την εξουσία. Λόγω της άκαμπτης προσήλωσής του στο χρεοκοπημένο μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού, θεωρούνταν υπαίτιος για τη συνεχιζόμενη φτώχεια και την απομόνωση της Κούβας.
Ένα μοναδικό ρεκόρ
Κι όμως ο Φιντέλ, αν και η χώρα του απέχει μόλις 90 ναυτικά μίλια από τις αμερικανικές ακτές, κατόρθωσε να πετύχει μέχρι τώρα δύο μοναδικά στα χρονικά ρεκόρ. Βρίσκονταν στην εξουσία επί πενήντα συναπτά έτη, τα περισσότερα που υπηρέτησε ποτέ κανείς ως ηγέτης κράτους. Από την άλλη, στη διάρκεια που βρίσκονταν στην εξουσία, «έφαγε» εννέα αμερικανούς προέδρους, οι οποίοι μάλιστα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιδίωξαν την ανατροπή του. Εύστοχα μάλιστα έχει λεχθεί ότι «ο Κάστρο ευλογήθηκε από την πολιτική των εχθρών του», καθώς κάθε αποτυχημένη προσπάθεια εξόντωσης, ενίσχυε τη δημοτικότητά του.
Κι όμως ο Φιντέλ, αν και η χώρα του απέχει μόλις 90 ναυτικά μίλια από τις αμερικανικές ακτές, κατόρθωσε να πετύχει μέχρι τώρα δύο μοναδικά στα χρονικά ρεκόρ. Βρίσκονταν στην εξουσία επί πενήντα συναπτά έτη, τα περισσότερα που υπηρέτησε ποτέ κανείς ως ηγέτης κράτους. Από την άλλη, στη διάρκεια που βρίσκονταν στην εξουσία, «έφαγε» εννέα αμερικανούς προέδρους, οι οποίοι μάλιστα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιδίωξαν την ανατροπή του. Εύστοχα μάλιστα έχει λεχθεί ότι «ο Κάστρο ευλογήθηκε από την πολιτική των εχθρών του», καθώς κάθε αποτυχημένη προσπάθεια εξόντωσης, ενίσχυε τη δημοτικότητά του.
Πολλοί θεωρούν ως «κλειδί» για την
ερμηνεία τόσο της δικής της μακροβιότητας όσο και του ηγέτη της, την
ιδιαιτερότητα της κουβανέζικης επανάστασης. Η οποία οργάνωσε «από τα πάνω» τη
μετεπαναστατική Κούβα με τρόπο που χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως
«λατινοαμερικανικός σταλινισμός». Με συνέπεια, να καταφεύγει ορισμένες φορές σε
μέτρα υπέρμετρης σκληρότητας, όπως η εκτέλεση, τον Απρίλιο του 2003, τριών
αντικαθεστωτικών, γεγονός που μαζί με τη συνεχιζόμενη φυλάκιση 300 – σύμφωνα με
τους αμερικανικούς ισχυρισμούς – πολιτικών κρατουμένων, προκάλεσε έντονες
διεθνείς αντιδράσεις. Μεταξύ των οποίων και του νομπελίστα λογοτέχνη
Ζοζέ Σαραμάγκου, ο οποίος έγραψε με συντριβή: «Η Κούβα θα τραβήξει το δρόμο
της, εγώ όμως σταματώ εδώ». Και μπορεί οι τρεις εκτελεσθέντες να είχαν
επιχειρήσει τρομοκρατική ενέργεια, με την πειρατική κατάληψη ενός πλοίου για να
διαφύγουν στις ΗΠΑ, όμως, όπως σημείωναν Κουβανοί φίλοι, το καθεστώς με μια
βαριά ποινή φυλάκισης, θα απέφευγε τη διεθνή κατακραυγή.
Πάντως, όταν λίγο πριν επισκεφθούμε εμείς την Κούβα, ο τότε αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ανακοίνωνε την εφαρμογή ενός σχεδίου «ειρηνικής ανατροπής με χρονοδιάγραμμα» του καστρικού καθεστώτος, ο Φιντέλ απαντούσε σαρκαστικά ότι «ο σοσιαλισμός δεν κινδυνεύει», κι αφού θύμιζε ότι επέζησε «εννέα εχθρικών αμερικανών προέδρων» χρησιμοποιούσε εξαιρετικά προσβλητική γλώσσα για τα στελέχη της αμερικανικής «Επιτροπής Βοήθειας», λέγοντας ότι «αυτός ο θεσμός ηλιθίων που συναντήθηκε στο Λευκό Οίκο, θα πεθάνει από πίκρα και απογοήτευση» και αντιπροτείνοντάς τους «να αφιερώσουν καλύτερα το χρόνο τους πίνοντας ουίσκι και καπνίζοντας μαριχουάνα», φράση που λογοκρίθηκε από τα αμερικανικά ΜΜΕ.
Πάντως, όταν λίγο πριν επισκεφθούμε εμείς την Κούβα, ο τότε αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ανακοίνωνε την εφαρμογή ενός σχεδίου «ειρηνικής ανατροπής με χρονοδιάγραμμα» του καστρικού καθεστώτος, ο Φιντέλ απαντούσε σαρκαστικά ότι «ο σοσιαλισμός δεν κινδυνεύει», κι αφού θύμιζε ότι επέζησε «εννέα εχθρικών αμερικανών προέδρων» χρησιμοποιούσε εξαιρετικά προσβλητική γλώσσα για τα στελέχη της αμερικανικής «Επιτροπής Βοήθειας», λέγοντας ότι «αυτός ο θεσμός ηλιθίων που συναντήθηκε στο Λευκό Οίκο, θα πεθάνει από πίκρα και απογοήτευση» και αντιπροτείνοντάς τους «να αφιερώσουν καλύτερα το χρόνο τους πίνοντας ουίσκι και καπνίζοντας μαριχουάνα», φράση που λογοκρίθηκε από τα αμερικανικά ΜΜΕ.
Τι θα γίνει όμως στην Κούβα, τώρα που
έδυσε η ακτινοβολία του Φιντέλ Κάστρο; Πολλοί φοβούνται εμφύλιο πόλεμο. Το
σίγουρο πάντως είναι ότι η χώρα, με πληθυσμό όσο η Ελλάδα, χρειάζεται βαθιές
δημοκρατικές αλλαγές και ένα μεγαλύτερο άνοιγμα στην οικονομία της ελεύθερης
αγοράς για να μπορέσει να αναπτυχθεί και να σταματήσουν τα σοβαρά οικονομικά
προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζει.
Οι στερήσεις μπορεί να
ισχύουν για όλους τους Κουβανούς, αλλά δεν παύουν να είναι στερήσεις. Οι εκ
περιτροπής διακοπές της ηλεκτροδότησης είχαν γίνει καθημερινός πονοκέφαλος. Αν
και η Αβάνα κηρύχτηκε από την UNESCO ως πολιτιστική κληρονομιά της Ανθρωπότητας
για την ομορφιά των παλιών αποικιακών της σπιτιών, μοιάζει με εγκαταλελειμμένη
πόλη. Τα σπίτια της μένουν ασυντήρητα λόγω της έλλειψης οικοδομικών υλικών και
τα μπαλκόνια της καταρρέουν στις δυνατές βροχές. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς
είναι από ανύπαρκτα μέχρι περιορισμένα. Τα Κάντιλακ και τα Πλύμουθ της
δεκαετίας του '50, ή και τα πιο πρόσφατα Λάντα των ανατολικών δίνουν τη θέση
τους σε αμέτρητα κινέζικα ποδήλατα-ταξί λόγω της έλλειψης ανταλλακτικών και
κάποιες φορές και καυσίμων.
Σαν
παλιό ρολόϊ
Η πόλη σου δίνει την αίσθηση ότι το
ρολόι γύρισε στο '60 και που οι κάτοικοί της φαίνεται να περνούν το μεγαλύτερο
μέρος του 24ώρου τους στον δρόμο. Είναι απίστευτο πόσος κόσμος κυκλοφορεί στους
δρόμους και τις πλατείες μέρα και νύχτα. Από τις αυτοσχέδιες μπάντες που
παίζουν παντού, μέχρι τις μικρές πόρνες που πωλούν στους τουρίστες το κορμί
τους αλλά και τους υπέργηρους οι οποίοι προσπαθούν να σου πλασάρουν την
εφημερίδα του κόμματος ή το συλλεκτικό νόμισμα των 3 πέσος με τη μορφή του Τσε
Γκουεβάρα χαραγμένο επάνω του.
Στην πανέμορφη αυτή πόλη, συναντήσαμε
τους πιο συμπαθείς και ανοιχτούς ανθρώπους που έχουμε δει ποτέ. Μπορεί η Κούβα
να υποφέρει ακόμα από την έλλειψη βασικών αγαθών, μπορεί το κεφάλι του Τσε (που
βρίσκεται παντού) να προσπαθεί να υπενθυμίσει σε όλους ότι η Επανάσταση
βρίσκεται ακόμα εν ζωή και ότι οι άνθρωποι ακόμα ελπίζουν, όμως τίποτα δεν
μπορεί να πείσει τον ξένο επισκέπτη ότι δεν υποφέρουν. Παρ' όλα αυτά κανένα
κομμάτι της ψυχής τους δεν έχει αφήσει τη μιζέρια να γίνει καθεστώς. Με
παραμονή μόλις μιας εβδομάδας, πριν δώδεκα χρόνια, είναι δύσκολο να αποφανθεί
κανείς αν η Επανάσταση ζει ή όχι, το σίγουρο όμως είναι ότι ακόμα χορεύει.
Είχα διαβάσει παλαιότερα ότι ο κόσμος
στην Κούβα έχει έναν περίεργο τρόπο να αντιδρά όταν φτάνει σε οριακές
καταστάσεις. Το διαπιστώνει κανείς βλέποντας τα εκατοντάδες γκρουπάκια να
παίζουν σε κάθε γωνιά της πόλης την κουβανέζικη σάλσα. Οι ίδιοι δρόμοι της
φτώχειας και της ζητιανιάς στην «Αβάνα Βιέχα», την Παλιά Αβάνα, μεταβάλλονται
πολύ γρήγορα σε δρόμους του κεφιού και του γλεντιού, με δεκάδες μικρά μουσικά
συγκροτήματα να παίζουν τα παραδοσιακά τους τραγούδια χορεύοντας σε κάθε
μικρομάγαζο, σε κάθε στενάκι. Οι ίδιοι «ενοχλητικοί» που σου κολλάνε στον δρόμο
με μια φωτογραφία του Τσε στο χέρι είναι ίσως οι άνθρωποι που αν κάτσεις να
πεις δυο κουβέντες μαζί τους θα διαπιστώσεις ότι είναι αξιαγάπητοι, φιλόξενοι,
ανοιχτοί και αντί να σου πουλήσουν τελικά θα σου χαρίσουν κάτι. Η Κούβα κέντησε
την ουτοπία στο δέρμα της, δεν γινόταν αλλιώς. Στα μπαράκια της Αβάνας,
πλανόδιοι μουσικοί παίζουν όταν τους το ζητούσαμε το τραγούδι του Τσε «Χάστα
σιέμπρε κομμαντάντε Τσε Γκεβάρα».
Στο
μπαρ του Χεμινγουέϊ
Στα μικρά, χαμένα μπαρ θα
δεις τις πιο ωραίες ορχήστρες. Μουσικοί του δρόμου που θυμίζουν τους παππούδες
του Buena Vista Social Club με κιθάρες, μπάσα και κρουστά και κάτι τραγούδια
που σε λιγώνουν και σε κάνουν να θέλεις να μάθεις τα βήματα της τίμπα, του ντανσόν,
του τσα τσα, της ρούμπα ή του μάμπο.Oι δρόμοι της Αβάνας σφύζουν από ζωή, τα πεζοδρόμιά της μοιάζουν με απέραντες αυλές και παιδικές χαρές. Τα κτίρια της απαράμιλλης και επιβλητικής ισπανικής αρχιτεκτονικής, αν και φθαρμένα από τον χρόνο και την εμφανή έλλειψη συντήρησης, δεν χάνουν καθόλου τη γοητεία τους. Η μουσική ξεχύνεται, απλώνεται σε κάθε γωνιά. Η ρούμπα σε δονεί και ο χορός ξυπνά κοιμισμένες αισθήσεις.
Η Μαλεκόν, ίσως η μεγαλύτερη παραλιακή λεωφόρος στον κόσμο, από το ένα άκρο ως το άλλο είναι γεμάτη κόσμο μέρα - νύχτα. Βλέπουν τα κύματα του Ατλαντικού να σπάνε στα βράχια, νιώθουν την αλμύρα στα χείλη και στο σώμα. Σημείο συνάντησης των ερωτευμένων. Από εδώ παρακολουθούν το μεγαλοπρεπές ηλιοβασίλεμα που κοκκινίζει τα πάντα.
Μόνο οι τουρίστες συνωθούνται
στην παλιά πόλη της Αβάνας και θέλουν να δουν τα μπαρ που σύχναζε ο Χεμινγουέϊ,
τα «La Bodequita del Medio» και το «El Floridita». Στο «Floridita» μάλιστα,
σερβίρεται και το ποτό «Πάπα Χεμινγουέϊ, ένα κοκτέιλ από ρούμι, χυμό από γκρέιπ
φρουτ, λεμόνι και τριμμένο πάγο. Όμως αυτό που τέρπει το λαρύγγι σου, είναι το
φημισμένο «μοχίτο», το κοκτέϊλ με ρούμι και κοπανισμένα φύλλα δυόσμου.
Η Κούβα σε εξημερώνει και
σε εξανθρωπίζει. Χωρίς ούτε μία διαφήμιση στους δρόμους της Αβάνας, αλλά με ένα
τεράστιο φωτεινό πανώ με τον Τσε και τις τελευταίες λέξεις του για τους
Κουβανούς: "Ηasta la victoria siempre! Ρatria o muerte! " (Μέχρι τη
νίκη για πάντα! Πατρίδα ή θάνατος!).
Η Κούβα όμως παράλληλα
δείχνει έντονη την ανάγκη των επιβαλλόμενων αλλαγών. Για μια πιο ομαλή
δημοκρατική πορεία. Για πλουραλισμό και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και
των ελευθεριών. Αλλαγές που επιβάλλονται
για να παραμείνει άσβηστο το όνειρο και να μη μετατραπεί η Κούβα σε «μπανανία»,
όπως το επιθυμούν κάποιοι αυτοεξόριστοι στο Μαϊάμι αλλά και ισχυρά συμφέροντα.
Οι Έλληνες στην Κούβα
Ατή τη στιγμή, ζουν στην Κούβα περίπου
35 ελληνικές οικογένειες, αν και παλιά, πριν την επανάσταση, υπήρχαν πάνω από
5.000 ομογενείς μας, πάρα πολύ εκ των οποίων ήταν μικρασιάτες. Είχαν φτάσει στο
νησί με την προοπτική να πάνε κάπου στην Αμερική, αγνοούσαν ότι μεταξύ Κούβας
και Αμερικής υπήρχε θάλασσα, και παρέμειναν στην Κούβα.
«Οι ομογενείς της Κούβας», όπως μας
εξηγούσε ο τότε Έλληνας Πρέσβης στην Αβάνα, Γιώργος Κωστούλας, «είχαν
δημιουργήσει μια ανθηρή παροικία και μάλιστα ήσαν αυτοί οι οποίοι φτιάξανε το
πρώτο ναό, τον περίφημο ναό των Αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης, ο οποίος αργότερα μετατράπηκε σε θέατρο.
Οι Κουβανοί έχουν την εντύπωση ότι
έλκουν την καταγωγή τους από την Ελλάδα, απ’ τους Έλληνες. Αυτό έχει κάποια
σχετική αλήθεια. Διότι οι Κουβανοί έχουν μεγαλώσει, έχουν ανατραφεί με
κλασσικές σπουδές. Σημειωτέον ότι από τον προηγούμενο αιώνα, το 1897, είχαν
δημιουργηθεί κλασσικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Κούβας. Οι οποίες
συνεχίζονται μέχρι πρότινος και μάλιστα τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε και Τμήμα
μοντέρνας ελληνικής ιστορίας, και διδασκαλίας της νέας ελληνικής γλώσσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.