Το βράδυ της 24ης Μαρτίου 1944, την παραμονή της μεγάλης εθνικής εορτής, οι ναζί προέβησαν στη μαζική σύλληψη των Εβραίων της Καστοριάς. Όλος ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης, 763 άτομα κάθε ηλικίας οδηγήθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από αυτούς, επέστρεψαν μόνο οι 35. Έτσι χάθηκε η εβραϊκή κοινότητα της πανέμορφης πολιτείας της Δυτικής Μακεδονίας.
Οι Εβραίοι της Καστοριάς, αξιοποιώντας τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει η οθωμανική διοίκηση, είχαν έντονη παρουσία και σημαντική συμβολή στη ζωή της ακριτικής αυτής πόλης. Επί μακρόν λειτουργούσαν συναγωγές, ισραηλιτικό σχολείο και εβραϊκό νεκροταφείο, ενώ οι Σεφαραδίτες Εβραίοι μοιράζονταν με τα μέλη των υπόλοιπων κοινοτήτων της Καστοριάς χαρές και λύπες, ζούσαν μαζί τους πολέμους, καταστροφές και οικονομικές κρίσεις. Ενώ την ίδια στιγμή, τα κρούσματα αντισημιτισμού εξαιτίας οικονομικών ανταγωνισμών ή εθνικιστικών εξάρσεων, ήταν ελάχιστα.
Οι πρώτες γραπτές αναφορές της παρουσίας των Εβραίων στην πόλη της Καστοριάς, αναφέρουν την εγκατάσταση των πρώτων οικογενειών στην περιτειχισμένη πόλη, την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, δηλαδή κατά τον 6ο αιώνα. Τον 12ο αιώνα, την εποχή των Κομνηνών, μαρτυρείται η ύπαρξη μιας ανθούσας ελληνόφωνης κοινότητας Εβραίων. Μετά την άφιξη Σεφαρδιτών Eβραίων κυρίως από την Ισπανία κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας τον 17ο αιώνα, ορισμένοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Καστοριάς. Επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο ζωής των υπαρχόντων Εβραίων της πόλης, λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης και της μόρφωσής τους. Ενίσχυσαν την χρήση της δικής τους γλώσσας, ίδρυσαν τους δικούς τους χώρους λατρείας και ενίσχυσαν τις εμπορικές δραστηριότητες των μελών της κοινότητας.
Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής η περιοχή της Καστοριάς περιήλθε στο ιταλικό τμήμα της τριχοτομημένης ελληνικής επικράτειας, γεγονός που προκάλεσε σχετικό εφησυχασμό στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης, η οποία αριθμούσε τότε περί τα χίλια μέλη.
Το σκηνικό άλλαξε πλήρως μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το Σεπτέμβριο του 1943, και τον ερχομό των Γερμανών στην Καστοριά. Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά και ποσότητες χρυσού στον κατακτητή, ο οποίος φρόντισε να αποκρύψει αρχικά τις πραγματικές προθέσεις του.
Τελικά, το βράδυ της 24ης Μαρτίου 1944, οι Γερμανοί κατακτητές προέβησαν στη μαζική σύλληψη των Εβραίων της Καστοριάς.
Ελάχιστοι από αυτούς κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη, είτε δραπετεύοντας είτε καταφεύγοντας λάθρα σε οικίες χριστιανών.
Αναφέρονται τα ονόματα τεσσάρων Καστοριανών Εβραίων, του Ιακώβ Αράρ (Χαραρί), του Γεουδά Χαραρί, του Νατάν Χονέν και του Αλμπερτίκο Σάκο που κατάφεραν να ξεφύγουν, ανέβηκαν στο βουνό και εντάχθηκαν στους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Η διαφυγή από την Καστοριά εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς ο "λαιμός", ο ισθμός δηλαδή που συνδέει την πόλη με τη στεριά φυλασσόταν αυστηρά και άλλη χερσαία διέξοδος δεν υπήρχε. Το γεγονός άλλωστε ότι στην πλειοψηφία τους οι Εβραίοι της Καστοριάς ήταν συγκεντρωμένοι σε ορισμένους δρόμους γύρω από τις συναγωγές, συντέλεσε στο να καταβάλουν τόσο βαρύ φόρο αίματος.
Οι υπόλοιποι, περισσότεροι από 760, κλείστηκαν στο γυμνάσιο θηλέων της πόλης, όπου υπέστησαν βιαιοπραγίες από τους ναζί. Ακολούθως, μεταφέρθηκαν με φορτηγά στη Θεσσαλονίκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι Εβραίοι της Βόρειας Ελλάδας.
Τελικός προορισμός τους ήταν το διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου, όπου έφθασαν στοιβαγμένοι σε βαγόνια. Εκεί εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι, στους θαλάμους αερίων και στα κρεματόρια του θανάτου. Από τις εκατοντάδες παιδιά κανένα δεν επέζησε.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μόλις 35 Εβραίοι κατάφεραν να επιστρέψουν στην Καστοριά, αριθμός που καταδεικνύει την ανείπωτη θηριωδία που υπέστη η εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Εκεί βρήκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα και τη συνοικία τους έρημη, χωρίς συγγενείς και φίλους, χωρίς ζωή.
Σταδιακά όλοι τους εγκατέλειψαν την Καστοριά και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο Ισραήλ και στην Αμερική.
Η μαρμάρινη στήλη που υπάρχει στην οδό 15ης Μεραρχίας, υπενθυμίζει τα τραγικά γεγονότα του Μαρτίου του 1944 στην Καστοριά και το ολοκαύτωμα της εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
Ο Λεόν Κοέν στο συγκλονιστικό βιβλίο του "Από την Ελλάδα στο Μπιρκενάου", που κυκλοφόρησε το 2017 περιέγραψε: «Τέλος, μπήκαμε σε μια ειδική αίθουσα, όπου μας έδωσαν αριθμούς ταυτότητας. Η ταυτότητα ήταν ένα ολόκληρο τελετουργικό, το οποίο εκτελούνταν από δέκα κρατούμενους που χάραζαν στο αριστερό μας μπράτσο έναν αριθμό με μια αιχμηρή, υποδόρια βελόνα, τοποθετημένη πάνω σε ένα στυλό. Στη συνέχεια διέγραφαν αυτό τον αριθμό από τις λίστες τους. Ο δικός μου αριθμός ήταν ο 182492.». Και λίγο παρακάτω συμπληρώνει: «Όταν ξυπνήσαμε την επόμενη μέρα, τα χέρια μας ήταν πρησμένα. Τότε συνειδητοποιήσαμε τη σημασία των αριθμών ταυτότητας. Το οίδημα διαρκούσε δεκαπέντε έως είκοσι μέρες, ανάλογα με την κατάσταση της υγείας μας. Είχαμε πλέον αποκτήσει ένα μόνιμο τατουάζ, ενθύμιο για την υπόλοιπη ζωή μας».
Οι Εβραίοι της Καστοριάς, αξιοποιώντας τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει η οθωμανική διοίκηση, είχαν έντονη παρουσία και σημαντική συμβολή στη ζωή της ακριτικής αυτής πόλης. Επί μακρόν λειτουργούσαν συναγωγές, ισραηλιτικό σχολείο και εβραϊκό νεκροταφείο, ενώ οι Σεφαραδίτες Εβραίοι μοιράζονταν με τα μέλη των υπόλοιπων κοινοτήτων της Καστοριάς χαρές και λύπες, ζούσαν μαζί τους πολέμους, καταστροφές και οικονομικές κρίσεις. Ενώ την ίδια στιγμή, τα κρούσματα αντισημιτισμού εξαιτίας οικονομικών ανταγωνισμών ή εθνικιστικών εξάρσεων, ήταν ελάχιστα.
Αίτηση για αποζημίωση Εβραίου Καστοριάς που επέζησε |
Το σκηνικό άλλαξε πλήρως μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το Σεπτέμβριο του 1943, και τον ερχομό των Γερμανών στην Καστοριά. Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά και ποσότητες χρυσού στον κατακτητή, ο οποίος φρόντισε να αποκρύψει αρχικά τις πραγματικές προθέσεις του.
Τελικά, το βράδυ της 24ης Μαρτίου 1944, οι Γερμανοί κατακτητές προέβησαν στη μαζική σύλληψη των Εβραίων της Καστοριάς.
Ελάχιστοι από αυτούς κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη, είτε δραπετεύοντας είτε καταφεύγοντας λάθρα σε οικίες χριστιανών.
Αναφέρονται τα ονόματα τεσσάρων Καστοριανών Εβραίων, του Ιακώβ Αράρ (Χαραρί), του Γεουδά Χαραρί, του Νατάν Χονέν και του Αλμπερτίκο Σάκο που κατάφεραν να ξεφύγουν, ανέβηκαν στο βουνό και εντάχθηκαν στους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Η διαφυγή από την Καστοριά εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς ο "λαιμός", ο ισθμός δηλαδή που συνδέει την πόλη με τη στεριά φυλασσόταν αυστηρά και άλλη χερσαία διέξοδος δεν υπήρχε. Το γεγονός άλλωστε ότι στην πλειοψηφία τους οι Εβραίοι της Καστοριάς ήταν συγκεντρωμένοι σε ορισμένους δρόμους γύρω από τις συναγωγές, συντέλεσε στο να καταβάλουν τόσο βαρύ φόρο αίματος.
Οι υπόλοιποι, περισσότεροι από 760, κλείστηκαν στο γυμνάσιο θηλέων της πόλης, όπου υπέστησαν βιαιοπραγίες από τους ναζί. Ακολούθως, μεταφέρθηκαν με φορτηγά στη Θεσσαλονίκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι Εβραίοι της Βόρειας Ελλάδας.
Τελικός προορισμός τους ήταν το διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου, όπου έφθασαν στοιβαγμένοι σε βαγόνια. Εκεί εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι, στους θαλάμους αερίων και στα κρεματόρια του θανάτου. Από τις εκατοντάδες παιδιά κανένα δεν επέζησε.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μόλις 35 Εβραίοι κατάφεραν να επιστρέψουν στην Καστοριά, αριθμός που καταδεικνύει την ανείπωτη θηριωδία που υπέστη η εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Εκεί βρήκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα και τη συνοικία τους έρημη, χωρίς συγγενείς και φίλους, χωρίς ζωή.
Σταδιακά όλοι τους εγκατέλειψαν την Καστοριά και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο Ισραήλ και στην Αμερική.
Η μαρμάρινη στήλη που υπάρχει στην οδό 15ης Μεραρχίας, υπενθυμίζει τα τραγικά γεγονότα του Μαρτίου του 1944 στην Καστοριά και το ολοκαύτωμα της εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
Ο Λεόν Κοέν στο συγκλονιστικό βιβλίο του "Από την Ελλάδα στο Μπιρκενάου", που κυκλοφόρησε το 2017 περιέγραψε: «Τέλος, μπήκαμε σε μια ειδική αίθουσα, όπου μας έδωσαν αριθμούς ταυτότητας. Η ταυτότητα ήταν ένα ολόκληρο τελετουργικό, το οποίο εκτελούνταν από δέκα κρατούμενους που χάραζαν στο αριστερό μας μπράτσο έναν αριθμό με μια αιχμηρή, υποδόρια βελόνα, τοποθετημένη πάνω σε ένα στυλό. Στη συνέχεια διέγραφαν αυτό τον αριθμό από τις λίστες τους. Ο δικός μου αριθμός ήταν ο 182492.». Και λίγο παρακάτω συμπληρώνει: «Όταν ξυπνήσαμε την επόμενη μέρα, τα χέρια μας ήταν πρησμένα. Τότε συνειδητοποιήσαμε τη σημασία των αριθμών ταυτότητας. Το οίδημα διαρκούσε δεκαπέντε έως είκοσι μέρες, ανάλογα με την κατάσταση της υγείας μας. Είχαμε πλέον αποκτήσει ένα μόνιμο τατουάζ, ενθύμιο για την υπόλοιπη ζωή μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.