Άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στην "Καθημερινή" με βάση την ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου "Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης".
Δημοσιεύουμε στη συνέχεια την ομιλία του δημοσιογράφοι, συγγραφέα και ποιητή Παντελή Μπουκάλα κατά την παρουσίαση στην Αθήνα, στις 21 Μαίου 2025 του βιβλίου μας «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης». Συμπύκνωση της ομιλίας αυτής, αποτέλεσε και τον κορμό άρθρου του Π.Μπουκάλα που δημοσιεύθηκε σήμερα Κυριακή 25 Μαίου στην εφημερίδα «Καθημερινή» υπό τον τίτλο «Αναστενάζει ο Γεντί Κουλές…».
Αναστενάζει ο Γεντί Κουλές...
Του Παντελή Μπουκάλα
Αρχίζω ανάποδα, από το τέλος. Από το
συμπέρασμα δηλαδή του δημοσιογράφου Σπύρου Κουζινόπουλου στο εκτενές πόνημά του
«Γεντί Κουλέ, η Βασίλη της Θεσσαλονίκης» (εκδ. Ιανός, 2025): «Για περισσότερο
από έναν αιώνα το Γεντί Κουλέ είχε συνδεθεί με μια από τις πιο μαύρες σελίδες
της ιστορίας και της μνήμης της Θεσσαλονίκης. Και αποτελεί ντροπή και όνειδος
για τον πολιτισμό μας που αυτό το κάτεργο, η “Βαστίλη της Θεσσαλονίκης”,
έκλεισε τελικά υπό το βάρος των αποκαλύψεων για τα σκάνδαλα που συνέβαιναν εκεί
μέσα και όχι από την ηθική υποχρέωση του κράτους να σέβεται τα ανθρώπινα
δικαιώματα και να αντιμετωπίζει με ισότητα και ισονομία τους πολίτες όλων των
κατηγοριών. Αντίθετα, οι φυλακές Επταπυργίου υπήρξαν το σημείο συνάντησης όπου
βρέθηκε στο αποκορύφωμά της η διαφθορά της εξουσίας, όπου τα οικονομικά και
πολιτικά συμφέροντα βάρυναν περισσότερο από τις ανθρώπινες ψυχές. Και στο
τέλος, αντί της επιβαλλόμενης κάθαρσης, επιβλήθηκε ο νόμος του ισχυρού, μια
“ομερτά”, ένα συστηματικό κουκούλωμα με την επικράτηση του φόβου και του
τρόμου».
Ο Κουζινόπουλος είναι επίμονος και
μεθοδικός ερευνητής της ιστορίας και καλός αφηγητής. Το μαρτυρούν τα βιβλία
του, δώδεκα μέχρι τώρα, όλα τους ιστορήματα. Από το πρώτο, ηλικίας μισού αιώνα
πλέον, για τον «Ηρωικό Μάη της Θεσσαλονίκης» (1976), έως το πλέον πρόσφατο, για
τη «Συμμετοχή της Επανομής στην Επανάσταση του 1821» (2021), αναζητεί
ντοκουμέντα και μαρτυρίες, ψηλαφεί το αρχειακό υλικό, άλλοτε πλούσιο και ταξινομημένο, άλλοτε φτωχό και
σκόρπιο, για να συνθέσει με ευκρίνεια και βάθος, και όσο γίνεται πιο πιστά, την
εικόνα κρίσιμων στιγμών ή περιόδων της νεοελληνικής ιστορίας, ιδιαίτερα της
βορειοελλαδικής. Στο προκείμενο βιβλίο
του, αποτέλεσμα πολύχρονης έρευνας και μελέτης, επισκοπεί την ιστορία του
Γεντικουλέ, αναδεικνύει τα μαρτύρια όσων βρέθηκαν μέσα από τα τείχη του, συχνά
χωρίς να έχουν διαπράξει τίποτε το έκνομο ή «αντεθνικό» και, σελίδα τη σελίδα, συνθέτει
ένα χρονικό ποικίλης βίας, υλικής και ψυχικής, απόλυτης αυθαιρεσίας, βαθιάς
διαφθοράς και περιφρόνησης όλων των αρχών και των αξιών που υποτίθεται ότι
ανθούν σε μια πολιτεία δικαίου.
Το φρουριακό σύνολο του Επταπυργίου, βυζαντινής
κατασκευής, μάλλον της εποχής των Παλαιολόγων, άρχισε να χρησιμοποιείται ως
φυλακή από τους Τούρκους περί το 1896 και έκλεισε το 1989, στιγματισμένο από
τον απεχθή τίτλο της «δεύτερης μετά το Ανάπλι χειρότερης φυλακής του ελληνικού
χώρου». Για να κλείσει όμως χρειάστηκε να δώσουν έναν πεισματάτικο αγώνα
θάρρους, αυταπάρνησης, τιμιότητας και ευθύνης δύο εισαγγελείς, τα χρόνια
1984-1989: η Χρυσούλα και ο Κωνσταντίνος Λογοθέτης. Με τις έρευνές τους
αποκάλυψαν ότι το Επταπύργιο το λυμαινόταν μια ανελέητη πολυπλόκαμη μαφία. Οσα
περιέγραφε τη δεκαετία του 1920 ο Πέτρος Πικρός στα μνημειώδη ρεπορτάζ του στις
φυλακές της Κέρκυρας, του Ναυπλίου, της Τίρυνθας, της Πρέβεζας ωχριούν μπροστά
στην απάνθρωπη πλην κερδοφόρα για καμπόσους κατάντια του Γεντί Κουλέ.
Ας δούμε πόσο στάσιμος μπορεί να μείνει ο χρόνος ακόμα και στα
στοιχειώδη. Εγραφε για τις φυλακές της Κέρκυρας ο Πικρός στον τότε Ελεύθερο Τύπο, στις Απριλίου 1926: «Δεν
έχω απολύτως καμίαν δυσκολίαν να τονίσω ότι από τας φυλακάς τας οποίας μέχρι
σήμερον επεσκέφθην, είτε ως επισκέπτης είτε ως κρατούμενος, η τροφή που
παρέχεται εις τους κρατουμένους του Βίδο είναι... φαγώσιμος. Το φαγητόν έχει,
τέλος πάντων, όψιν φαγητού. Περιττόν να είπω ότι αυτό είναι πρωτοφανές εις τα
χρονικά των ελληνικών φυλακών. Μόνο εκείνος που έχει ευρεθή εις την σκληράν
ανάγκην να "τραφή" με τα αηδή νεροπλύματα της πατροπαραδότου
"καραβάνας" της φυλακής (και ο υποφαινόμενος είναι εις θέσιν να έχει
μίαν... "έγκυρον" γνώμη επ' αυτού), μόνο αυτός μπορεί να αντιληφθή
την ασύγκριτον διαφοράν της παρεχομένης εις το Βίδο τροφής».
Εξήντα χρόνια αργότερα, το 1984, η
Γιαταγάνα επισκέπτεται τις δικαστικές φυλακές του Επταπυργίου. «Μετά από
καταγγελίες κρατουμένων ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα το συσσίτιο
περιλαμβάνει σκουληκιασμένα φασόλια, στήνεται στην ουρά κρατώντας ένα τσίγκινο
πιάτο και ζητάει να της βάλουν φαγητό από το καζάνι. Ο μάγειρας την προτρέπει
να πάει στο γραφείο της και θα της στείλει εκεί μπιφτεκάκια με πατάτες. Οταν
αυτή επιμένει να της βάλει φαγητό από το καζάνι, τότε βλέπει στο πιάτο της ένα
πηχτό ζουμί στο οποίο επέπλεαν τρία-τέσσερα φασόλια γίγαντες και δύο-τρία
σκουλήκια. Μετά από αυτό ζητάει από τον αποθηκάριο να δει τα τιμολόγια αγορών
και έκπληκτη διαπιστώνει ότι έχουν παραληφθεί τενεκέδες λάδι, κρέας, μακαρόνια,
πατάτες και άλλα τρόφιμα. Οταν όμως μπαίνει στη αποθήκη, αυτή είναι τελείως
άδεια, εκτός από κάποια ρούχα στοιβαγμένα σε μία άκρη».
Και
οι δυο εισαγγελείς κυνηγήθηκαν άγρια από το κυβερνών ΠΑΣΟΚ, από τις φυλλάδες
του αυριανισμού (τη Γιαταγάνα την καθύβριζαν σαν «τρελοδικαστίνα»,
ψευτοδικαστίνα» και «χοντροδικαστίνα»), από στελέχη της Δικαιοσύνης και βεβαίως
από τα άνομα συμφέροντα που δέσποζαν στον χώρο του Επταπυργίου. Πρόσφατα ο
Λογοθέτης κατέθεσε την εύγλωττη μαρτυρία του για τα γεγονότα αυτά με το βιβλίο
του «Γεντί Κουλέ: Ετσι έκλεισε το κάτεργο...» (εκδ. Μπαρμπουνάκης).
Εξιστορώντας το μπαράζ των πειθαρχικών διώξεων που εξαπέλυσαν εναντίον του
ανώτεροι δικαστικοί, στοιχειοθετεί μια εξαιρετικά δυσάρεστη εικόνα της
περίφημης «ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης».
Δεκάδες τα τραγούδια, τα ποιήματα, οι μαρτυρίες αλλά τα βιβλία για το περιβόητο Επταπύργιο, γράφει προλογικά ο Κουζινόπουλος. Στο άκουσμα του ονόματος του κάτεργου, το μυαλό ανακαλεί αυτόματα τους στίχους από ένα πασίγνωστο ρεμπέτικο τραγούδι του 1960 σε στίχους και μουσική του Σαράντη Κοτομάτη (το πρωτοείπαν η Ανθούλα Αλιφραγκή και ο Αντώνης Γουγούσης): «Αναστενάζει ο Γεντί Κουλές, / τι έχεις, παλικάρι μου, και κλαις. / “Θρηνώ τα μαύρα νιάτα μου στο κρύο το κελί μου, / μες στα βαριά τα σίδερα θ’ αφήσω το κορμί μου”». Θυμόμαστε επίσης ένα τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη, ερμηνευμένο από τον Στέλιο Καζαντζίδη: «Βράδιασε και στο Γεντί Κουλέ, / σωπάσανε τα σήμαντρα, σκοτάδι είναι βαθύ. / Κάποιος όμως, κάποιος που πονάει, / δεν μπορεί να κοιμηθεί. / Ελα, μανούλα μου, πριν με δικάσουνε, / κλάψε να μ’ απαλλάξουνε».
Και το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», όμως, αυτό
το διαμάντι που τεχνούργησε ο Απόστολος Καλδάρας το 1945, μετά τα Δεκεμβριανά,
στο Γεντί Κουλέ αναφέρεται. Νεαρότατος ακόμα ο Καλδάρας, σύμφωνα με όσα
αφηγήθηκε στον Παναγιώτη Κουνάδη, είδε ένα σούρουπο σιλουέτες φυλακισμένων του
Επταπυργίου και εμπνεύστηκε το σπαρακτικό τραγούδι. Αναγκάστηκε ωστόσο να
«λειάνει» τους στίχους του το 1947, όταν το δισκογράφησε με τη Στέλλα Χασκίλ,
για να περάσει τον σκόπελο της λογοκρισίας. «Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι
είναι βαθύ», αυτός είναι ο αυθεντικός πρώτος στίχος. Και το τρίτο δίστιχο, στην
πρώτη, αλογόκριτη μορφή του: «Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το
κλειδί, / τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή». Ετσι το
(ξανα)τραγουδάμε πια.
Από
τα μπουντρούμια του Επταπυργίου πέρασε και άντεξε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Είχε συλληφθεί τον Αύγουστο του 1948, στα 23 χρόνια του, μαζί με άλλα 68 μέλη
της ΕΠΟΝ, με την κατηγορία της συνωμοτικής δράσης. Παραθέτω από Το Φως, ημερήσια πρωινή εφημερίδα της
Θεσσαλονίκης:
«Πυκνόν ακροατήριον συνέρρευσε χθες εις την αίθουσαν του
εκτάκτου στρατοδικείου διά να ακούση τον βασιλικόν επίτροπον κ. Σπυρόπουλον
αναπτύσσοντα την κατηγορίαν επί της υποθέσεως των δικαζομένων από δεκαημέρου 69
επονιτών. [...] Εις ένα σημείον του λόγου του ο κ. Σπυρόπουλος αναλύων την
ψυχολογίαν των δικαζομένων νεαρών εγκληματιών και δη των μαθητριών και μαθητών,
λέγει τα εξής:
»"Η προκειμένη υπόθεσις δεν είναι τόσον απλή όσον
αφορά την περίπτωσιν του κολασμού της. Χρειάζεται μακράν προοπτικήν, φωτεινόν
λογισμόν και φρόνησιν. Δικάζονται νέοι. Εις το πλαίσιον της πολυταράχου εποχής
μας, θα πρέπει ν’ αντικρύσετε την ζοφεράν εικόνα του εγκληματίσαντος [sic]
μαθητού εις μίαν τραγικήν εκδήλωσιν. [...] Το δικαζόμενον αδίκημα είνε ένα
παθολογικόν κοινωνικόν φαινόμενον, είνε εν πολλοίς αποτέλεσμα των ρευμάτων και
της δίνης, και θα είνε αρτία η απόφασίς σας, εάν τα πορίσματά της, απαλλαγαί ή
ποιναί, αποβούν φάρμακα θεραπευτικά διά την καταπολέμησιν
της κοινωνικής ασθενείας του εγκλήματος τούτου. [...] Εχω δι’ ελπίδος [sic], ότι πολλοί των κατηγορουμένων, όσοι ήνθεξαν, ανθιστάμενοι και
αντιδρώντες αυτοί ούτοι οι ίδιοι με τας ιδέας και τους λόγους που εξεπορεύθησαν
από την μεταστραφείσαν νοοτροπίαν των, αποβώσι παραδείγματα καλών Ελλήνων. Διά
της αποφάσεώς σας να διδάξετε, κ. στρατοδίκαι. Να διδάξετε τιμωρούντες. Να
διδάξετε συγχωρούντες».
Και
αφού τίποτα διδακτικότερο από τον θάνατο, στην πρότασή του ο βασιλικός
επίτροπος ζήτησε να καταδικαστούν 13 εις θάνατον (τετράκις, τρις, δις ή άπαξ),
τρεις σε ισόβια και 16 «εις διαφόρους ποινάς». Ο Αναγνωστάκης καταδικάστηκε δις
εις θάνατον. Λέει στο βιβλίο «Είμαι αριστερόχειρ
ουσιαστικά» (2011), που στεγάζει μια συνομιλία του με τον Μισέλ Φάις: «Εμεινα
κρατούμενος μόνο τρία χρόνια, και λέω μόνο
γιατί άλλοι είχαν μείνει πολλά περισσότερα, ήμουν και νεότερος, και μετά βγήκα». Και ο
Αλέκος Αργυρίου: «Υστερα ήρθε η καταδίκη εις θάνατον με 3-2, ευτυχώς το ’49,
γιατί στη Θεσσαλονίκη, αντίθετα με τη βιτρίνα Αθήνα, το 3-2 ακόμη, έως το ’48,
συνεπαγόταν απαραιτήτως και μουσκέτο. Κατά τα στοιχεία της Ασφάλειας, που
κατατέθηκαν στο στρατοδικείο, ο Αναγνωστάκης, όπως και ο Γιώργος (Αποστολίδης),
ήταν τελευταίοι στον κατάλογο των "ενόχων": και μόνο η άρνηση της
"αποκήρυξης" τους ανέβασε στο "προσκήνιο", σύμφωνα με τη
λογική των ημερών εκείνων ότι "αφού δεν αποκηρύσσουν, λογικά συμπεραίνεται
ότι ανήκουν σε υψηλά κλιμάκια και απλώς μας λείπουν τα στοιχεία" - μια
λογική που καταργούσε περισσότερο εαυτήν και λιγότερο τη δικονομία. Δεν
βαριέσαι. Τα κεφάλια που κόβονταν ήταν από χαρτί».
Οσοι πολέμησαν τους κατακτητές και βρέθηκαν μετά τον εμφύλιο σε φυλακές και σε ξερονήσια, σπάνια μιλούσαν για τα κλεμμένα χρόνια. Στον Αναγνωστάκη η εμπειρία του εγκάθειρκτου βίου που του «πρόσφερε» η μητριά πατρίδα, πέρασε διηθημένη και αφομοιωμένη στα γραπτά του. Η συλλογή του «Εποχές 3», που τυπώθηκε το 1951 στη Θεσσαλονίκη, απαρτίζεται από ποιήματα γραμμένα στη φυλακή, τη διετία 1949-1950. «Μ’ αν πρέπει τ ώ ρ α να πεθάνουμε, το ξέρεις, / πρέπει γατί αύριο δε θα ’μαστε πια νέοι» καταλήγει με πικρή αυταπάρνηση το ποίημά του «Τώρα...», αφιερωμένο στον συγκρατούμενό του Γιώργο Αποστολίδη, και οφείλουμε εδώ να σκεφτόμαστε πάντα ότι δεν πρόκειται για «λογοτεχνική» εικασία ή υπερβολή αλλά για βιωμένη κυριολεξία.
Λίγοι στίχοι αρκούν, αν είσαι μάστορας, για να εικονογραφηθεί με
συγκλονιστική πληρότητα ο κόσμος της φυλακής, ο κόσμος του θανάτου: «Οι
ρυθμικοί βηματισμοί στις υγρές πλάκες /
-του ρολογιού χτυπήματα στην τελεσίδικη ώρα- / φωνές πίσω απ’ τη μνήμη
μικρόχαρων στιγμών / τα χαραγμένα μάταια γράμματα στους τοίχους» («Οι ρυθμικοί
βηματισμοί...»). «Το πρωί / Στις 5 / Ο ξηρός / μεταλλικός ήχος / ύστερα από τα
φορτωμένα καμιόνια / που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου. / / Και το
τελευταίο “αντίο” της παραμονής / Και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές
πλάκες / Και το τελευταίο σου γράμμα στο παιδικό τετράδιο της αριθμητικής / σαν
του μικρού παραθυριού το δίχτυ / που τεμαχίζει με κάθετες μαύρες γραμμές / του
πρωινού χαρούμενου ήλιου την παρέλαση» («Το πρωί...»). «Γράψανε τ’ όνομά του
στη σιδερένια πόρτα / Εμεινε μια φωτογραφία μικρή, στη λάσπη, που κρατούσε /
Μοιράσανε τα ρούχα του στους οπλισμένους στρατιώτες / Δε μίλησε -“Τετέλεσται”-
Είπε μονάχα τ’ όνομά του» («Γράψανε τ’ όνομά του...»).
Και μία εγγραφή από το βιβλίο του Αναγνωστάκη «Το περιθώριο ’68-’69»
(2000): «Οταν ήμουνα με τυφοειδή πυρετό στο Αναρρωτήριο, κάθε πρωί, στις πέντε,
περνούσαν κάτω από τα παράθυρα οι φάλαγγες των μελλοθανάτων, κι εμείς στα
κρεβάτια μας ακούγαμε τα τραγούδια, τις ζητωκραυγές, τις βλαστήμιες. Εκείνο το
πρωί νόμισα πως ξεχώρισα τη φωνή του Φαρμάκη, έναν τόνο πιο πάνω από τις άλλες
- ύστερα κατάλαβα πως ήτανε για μένα τον άρρωστο, ένα τελευταίο μήνυμά του, ο
αποχαιρετισμός».
Ο Κουζινόπουλος καταγράφει όνομα
του Κωνσταντίνου Φαρμάκη στον Κατάλογο εκτελεσμένων του Εμφυλίου που παραθέτει
στο Παράρτημα του βιβλίου του, μετά τους δύο Καταλόγους με εκατοντάδες ονόματα
εκτελεσμένων στην Κατοχή. Οι κατάλογοι αυτοί συγκροτούν ένα συγκλονιστικό
ντοκουμέντο, ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Διαβάζεις τα ονόματα, μαζί και τα λιτά
βιογραφικά των θυμάτων της ναζιστικής θανατομηχανής, και είναι σαν να ψηλαφείς
το θερμό σώμα της μνήμης.
Πόσοι σκελετοί εκτελεσμένων του εμφυλίου
θα εντοπιστούν άραγε στους ομαδικούς τάφους που εντοπίστηκαν πίσω από τις
φυλακές; Πόσοι συγγενείς θα νιώσουν τη
μακάβρια λύτρωσε ενταφιάζοντας ανθρώπινα τους ανθρώπους του έπειτα από ογδόντα
χρόνια; Στην «Καθημερινή της Κυριακής», 18.5.2025, ο ιστορικός Κωστής
Καρπόζηλος μνημονεύει το εξαιρετικά ντοκιμαντέρ «Η σιωπή των άλλων» ιστορεί τις
τελεσφόρες προσπάθειες ενός κινήματος πολιτών να αναγνωριστούν τα εγκλήματα του
Φράνκο. «Το 2022», γράφει, η ισπανική κυβέρνηση με ένα νόμο για τη “Δημοκρατική
Μνήμη” αναγνώρισε την ευθύνη της πολιτείας στον εντοπισμό, στην ταυτοποίηση και
στην απόδοση των νεκρών που βρίσκονται σε μαζικούς τάφους. Δεν πρόκειται μόνο
για ένα φόρο τιμής προς τη δημοκρατική Ισπανία που ηττήθηκε από το φασιστικό
πραξικόπημα. Αφορά την έμπρακτη περιφρούρηση της σύγχρονης Δημοκρατίας μέσα από
την αναγνώριση της τραυματικής της καταγωγής και την απόδοση δικαιοσύνης, συμβολικής
πλέον, για όλους».
Εδώ; Εδώ το υπουργείο Πολιτισμού,
αποστασιοποιούμενο, ανακοινώνει ότι «δεν εντοπίστηκαν νεότερα στρώματα
αρχαιολογικού ενδιαφέροντος παρά μόνο ομαδικοί τάφοι με 34 νεκρούς, οι οποίοι
ανήκουν σε ταφές νεοτέρων χρόνων (20ού αι.) και ως εκ τούτου δεν συνιστούν
αρχαιολογικό εύρημα». Επιπλέον, όπως κατήγγειλε ο Κουζινόπουλος, μετά την
τυχαία ανεύρεση των ομαδικών τάφων το υπουργείο Πολιτισμού και το ΚΑΣ αποφάσισαν
να αυξηθεί το εισιτήριο για το Γεντί Κουλέ από 2-3 ευρώ σε δέκα. Κι όχι για να
αβγατίσουν τα έσοδα αλλά για να αποτρέψουν τις πολλές επισκέψεις. «Μα γιατί να
τα σκαλίζουμε τώρα;» Τις πληγές της ιστορίας μας όμως οφείλουμε να τις
σκαλίζουμε συνεχώς. Αλλιώς το πάθος δεν θα γίνει ποτέ μάθος.
Παντελής
Μπουκάλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.