Τα
περισσότερα Ασφαλιστικά Ταμεία όλα τα προηγούμενα χρόνια που κυβερνούσαν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, είχαν φτάσει στο σημείο να αντιμετωπίζουν
έντονα οικονομικά προβλήματα με συνέπεια αντί για συντάξεις να δίνουν στους
απόμαχους της εργασίας κάποια «φιλοδωρήματα». Οι κατά καιρούς αρμόδιοι
υπουργοί των κυβερνήσεων αυτών, για να κατευνάσουν τις διαμαρτυρίες των συνταξιούχων, απέδιδαν τα
ελλείμματα στην εισφοροδιαφυγή, στην αυξημένη ανεργία που συντελεί στη μείωση
των ασφαλιστικών εισφορών, στους «μαϊμού» συνταξιούχους κ.λπ.
Σκόπιμα
αποσιωπούσαν την κυριότερη αιτία της κατάρρευσης του ασφαλιστικού μας συστήματος:
την καταλήστευση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων που έγινε επί εξήντα και πλέον χρόνια, από το 1950 έως το 2012.
Η κοινωνική
ασφάλιση των εργαζομένων, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1836 με τη
ίδρυση του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), προωθήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή (1911 –
1912) και καθιερώθηκε ως θεσμός κατά την τελευταία περίοδο του Μεσοπολέμου με
τη δημιουργία του «Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (1937), του μεγαλύτερου
Ασφαλιστικού Ταμείου. Με την πάροδο του χρόνου συγκροτήθηκαν πολλά Ταμεία
κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας, περίθαλψης κ.ά. Αποστολή τους είναι
η παροχή σύνταξης και πρόσθετου μερίσματος επί της συντάξεως, όταν οι
ασφαλισμένοι συνταξιοδοτηθούν, η παροχή εφάπαξ αποζημίωσης και η ιατροφαρμακευτική
και νοσοκομειακή περίθαλψη σε περίπτωση ατυχήματος ή ασθένειας των εργαζομένων
ή των συνταξιούχων. Τα έσοδά τους προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις εισφορές
των ασφαλισμένων και των εργοδοτών τους καθώς και από την αξιοποίηση των
αποθεματικών τους.
Η κατάθεση των αποθεματικών σε έντοκα
Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Οργανισμών τοποθετούνταν από τις Διοικήσεις τους σε έντοκους καταθετικούς λογαριασμούς εμπορικών Τραπεζών. Για παράδειγμα, το 1947 ανέρχονταν σε 50 περίπου δισεκατομμύρια δραχμές και ήταν κατά το πλείστον κατατεθειμένα στην Εθνική Τράπεζα με τόκο 2%. Λόγω της χαμηλής τραπεζικής τους απόδοσης, υποστηριζόταν από τις συνδικαλιστικές ενώσεις των εργαζομένων ότι θα έπρεπε με τα χρήματα αυτά να χτιστούν κατοικίες για τη στέγαση ασφαλισμένων εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων. Μάλιστα ορισμένα από τα Ασφαλιστικά Ταμεία διέθεσαν μέρος των αποθεματικών τους κεφαλαίων για την αγορά αστικών ακινήτων. Έτσι το 1947 αγοράστηκαν 10 ακίνητα συνολικής αξίας 15 δισεκατομμυρίων δραχμών (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 14ης Σεπτεμβρίου 1947).
Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Οργανισμών τοποθετούνταν από τις Διοικήσεις τους σε έντοκους καταθετικούς λογαριασμούς εμπορικών Τραπεζών. Για παράδειγμα, το 1947 ανέρχονταν σε 50 περίπου δισεκατομμύρια δραχμές και ήταν κατά το πλείστον κατατεθειμένα στην Εθνική Τράπεζα με τόκο 2%. Λόγω της χαμηλής τραπεζικής τους απόδοσης, υποστηριζόταν από τις συνδικαλιστικές ενώσεις των εργαζομένων ότι θα έπρεπε με τα χρήματα αυτά να χτιστούν κατοικίες για τη στέγαση ασφαλισμένων εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων. Μάλιστα ορισμένα από τα Ασφαλιστικά Ταμεία διέθεσαν μέρος των αποθεματικών τους κεφαλαίων για την αγορά αστικών ακινήτων. Έτσι το 1947 αγοράστηκαν 10 ακίνητα συνολικής αξίας 15 δισεκατομμυρίων δραχμών (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 14ης Σεπτεμβρίου 1947).
Ωστόσο το κράτος θεώρησε σκόπιμο να
χρησιμοποιήσει τον ιδρώτα των εργαζομένων για την οικονομική του ανάπτυξη. Έτσι
την 30η Δεκεμβρίου 1950 δημοσιεύτηκε ο υπ’ αριθ. 1611
Αναγκαστικός Νόμος που καθόριζε ότι από την 1η Ιανουαρίου
1951 «όλα τα επενδυόμενα υπό μορφή εντόκου καταθέσεως κεφάλαια των Ασφαλιστικών
Ταμείων παρακατατίθενται υποχρεωτικώς εις την Τράπεζαν της Ελλάδος» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ,
φύλλο της 11ης Μαρτίου 1951).
Οι όροι της κατάθεσης ήταν δυσμενείς για τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Ένα μέρος από τα κατατεθειμένα χρήματά τους θα ήταν άτοκο, ενώ το υπόλοιπο τοκιζόταν με 6%. Η Τράπεζα της Ελλάδας θα παραχωρούσε τα χρήματα αυτά στις εμπορικές τράπεζες και αυτές με τη σειρά τους θα τα δάνειζαν σε βιομήχανους, σε εμπόρους και άλλους επιχειρηματίες με πολύ υψηλότερο τόκο.
Οι όροι της κατάθεσης ήταν δυσμενείς για τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Ένα μέρος από τα κατατεθειμένα χρήματά τους θα ήταν άτοκο, ενώ το υπόλοιπο τοκιζόταν με 6%. Η Τράπεζα της Ελλάδας θα παραχωρούσε τα χρήματα αυτά στις εμπορικές τράπεζες και αυτές με τη σειρά τους θα τα δάνειζαν σε βιομήχανους, σε εμπόρους και άλλους επιχειρηματίες με πολύ υψηλότερο τόκο.
Το 1952
κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο προβλεπόταν ο δανεισμός του
ελληνικού Δημοσίου από τα διαθέσιμα (τα άτοκα κεφάλαια) των Ασφαλιστικών
Ταμείων μέσω της Τράπεζας της Ελλάδας. Όμως ύστερα από την καθολική αντίδραση
των Διοικητικών Συμβουλίων τους αναγκάστηκε ο υπουργός Οικονομικών να αποσύρει
το σχετικό νομοσχέδιο (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 25ης Μαρτίου 1952).
Υπέρ της χρηματιστικής ολιγαρχίας
Γενικά οι κυβερνήσεις είδαν τα αποθεματικά των Ταμείων ως ένα κεφάλαιο, το οποίο θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελος της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Γι’ αυτό φρόντισαν να στελεχώσουν τις Διοικήσεις τους με κομματικούς τους φίλους, οι οποίοι δεν θα αντιδρούσαν στη λεηλασία των χρημάτων των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστική η οικονομική αιμορραγία των Ταμείων το 1978. Από το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στην Τράπεζα της Ελλάδας μόνο 38 δισεκατομμύρια τοκίζονταν με 6%, ενώ τα υπόλοιπα ήταν άτοκα, με την αιτιολογία ότι δήθεν χρησίμευαν ως «ταμείο κινήσεως» των Ασφαλιστικών Οργανισμών. Το τεράστιο αυτό κεφάλαιο απέφερε στα Ταμεία τόκο 2,3 δισεκατομμύρια δραχμές. Αν ληφθεί υπ’ όψη ότι το 1978 ο πληθωρισμός ανερχόταν σε 13,5% – 14%, γίνεται φανερό ότι ο λογαριασμός παρουσίασε ζημιά περίπου 8 δισεκατομμύρια δρχ. (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 30ης Νοεμβρίου 1978).
Την ίδια εποχή
(1978) η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προσανατολιζόταν στην επένδυση
των αποθεματικών σε χρηματιστηριακούς τίτλους (αγορά μετοχών και αμοιβαίων
κεφαλαίων). Με το δεδομένο ότι οι αποδόσεις των τίτλων αυτών την εποχή εκείνη
ήταν πολύ μικρές και ο πληθωρισμός μεγάλος ήταν πασιφανές ότι θα μειώνονταν
δραματικά τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων. Παρά το γεγονός αυτό με
κυβερνητική απόφαση, η οποία πάρθηκε ερήμην των εργαζομένων, καθοριζόταν ότι ως
το τέλος Δεκεμβρίου του 1978 ένα ποσό από τα αποθεματικά των Ταμείων θα
διοχετευόταν στο Χρηματιστήριο. Η απόφαση αυτή διαφημίστηκε από την τότε
κυβέρνηση ως προσπάθεια συμμετοχής των εργαζομένων στην ανάπτυξη της ελληνικής
οικονομίας και στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,
φύλλο της 8ης Δεκεμβρίου 1978).
Μάλιστα ασκήθηκαν πιέσεις στα
Διοικητικά Συμβούλια των Ασφαλιστικών Ταμείων να τοποθετήσουν μέρος των
αποθεματικών τους σε μετοχές της Ελληνικής Εταιρείας Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου,
θυγατρικής της Ε.Τ.Β.Α.. Σε επιστολή που έστειλε ο υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών
Γ. Αποστολάτος στα Συμβούλια όλων των Ταμείων της δικής του αρμοδιότητας
υπενθύμιζε ότι:
1. Οι
επενδύσεις σε εταιρείες Χαρτοφυλακίου και Αμοιβαίων Κεφαλαίων απαλλάσσονταν από
τη φορολογία και
2. Η συνολική μέση απόδοση της μετοχής
της Ελληνικής Εταιρείας Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Α.Ε. ήταν 19, 13% (εφημερίδα
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 30ης Μαΐου
1979).
Γρήγορα όμως
διαφάνηκαν οι απώλειες που είχαν τα αποθεματικά των εργαζομένων.
Μια ερώτηση τριών βουλευτών
Τρεις βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ο Ε. Βερυβάκης, ο Ι. Κρητικός και ο Ι. Σκουλαρίκης, τον Ιούνιο του 1979 κατέθεσαν επερώτηση στον υφυπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών για το ζήτημα αυτό. Υποστήριξαν ότι τα διαθέσιμα των Ασφαλιστικών Ταμείων το Δεκέμβριο του 1978, τα οποία ήταν κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδας, ανέρχονταν περίπου σε 38 δισεκατομμύρια δραχμές. Υπήρχαν επίσης 20 δισεκατομμύρια σε χρεόγραφα και ακίνητη περιουσία αξίας 10 δισεκατομμυρίων. Τα διαθέσιμα αυτά επί μονίμου βάσεως τοκίζονταν με χαμηλό τόκο 6% και υφίσταντο τη μάστιγα του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τρόπος αναπλήρωσης των απωλειών ή εκμετάλλευσής τους. Επίσης είπαν ότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να έχουν γνώμη για την τύχη των αποθεματικών που ήταν χρήματά τους. Όμως άλλοι έκριναν για το πώς θα «αξιοποιούνταν», χωρίς να ερωτώνται οι εργαζόμενοι.
Το αποτέλεσμα της διασπάθισης των χρημάτων ήταν αφενός οι χαμηλές συντάξεις και αφετέρου η απαράδεκτη νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ τα περισσότερα από τα Ταμεία θα μπορούσαν να διαθέσουν κάτι περισσότερο για τις παραπάνω ανάγκες των ασφαλισμένων , αν γινόταν ορθή διαχείριση των αποθεματικών τους. Οι επερωτώντες βουλευτές κατέληξαν με την πρόταση ότι ήταν επιβεβλημένη η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των καταθέσεων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως άλλωστε γινόταν σε άλλα κράτη (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 13ης Ιουνίου 1979).
Μια ερώτηση τριών βουλευτών
Τρεις βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ο Ε. Βερυβάκης, ο Ι. Κρητικός και ο Ι. Σκουλαρίκης, τον Ιούνιο του 1979 κατέθεσαν επερώτηση στον υφυπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών για το ζήτημα αυτό. Υποστήριξαν ότι τα διαθέσιμα των Ασφαλιστικών Ταμείων το Δεκέμβριο του 1978, τα οποία ήταν κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδας, ανέρχονταν περίπου σε 38 δισεκατομμύρια δραχμές. Υπήρχαν επίσης 20 δισεκατομμύρια σε χρεόγραφα και ακίνητη περιουσία αξίας 10 δισεκατομμυρίων. Τα διαθέσιμα αυτά επί μονίμου βάσεως τοκίζονταν με χαμηλό τόκο 6% και υφίσταντο τη μάστιγα του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τρόπος αναπλήρωσης των απωλειών ή εκμετάλλευσής τους. Επίσης είπαν ότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να έχουν γνώμη για την τύχη των αποθεματικών που ήταν χρήματά τους. Όμως άλλοι έκριναν για το πώς θα «αξιοποιούνταν», χωρίς να ερωτώνται οι εργαζόμενοι.
Το αποτέλεσμα της διασπάθισης των χρημάτων ήταν αφενός οι χαμηλές συντάξεις και αφετέρου η απαράδεκτη νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ τα περισσότερα από τα Ταμεία θα μπορούσαν να διαθέσουν κάτι περισσότερο για τις παραπάνω ανάγκες των ασφαλισμένων , αν γινόταν ορθή διαχείριση των αποθεματικών τους. Οι επερωτώντες βουλευτές κατέληξαν με την πρόταση ότι ήταν επιβεβλημένη η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των καταθέσεων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως άλλωστε γινόταν σε άλλα κράτη (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 13ης Ιουνίου 1979).
Παρά τις
αντιδράσεις τόσο της Αντιπολίτευσης όσο και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των
εργαζομένων η λεηλασία των αποθεματικών των Ταμείων συνεχίστηκε. Έτσι με αφορμή
απεργιακές κινητοποιήσεις που έγιναν από συνταξιούχους το 1980 με αίτημα την
αύξηση των συντάξεών τους εκπρόσωποι της Γενικής Συνομοσπονδίας τους με
συνέντευξη που παραχώρησαν στον ημερήσιο τύπο τόνισαν ότι κατά την εξαετία 1974
– 1980 χάθηκαν πολλά δισεκατομμύρια δραχμές λόγω: 1.του πολύ χαμηλού τόκου των
καταθέσεων σε συνδυασμό με τον καλπάζοντα πληθωρισμό, 2. της δέσμευσης από την
Τράπεζα της Ελλάδας μεγάλου χρηματικού ποσού, το οποίο δεν τους αποφέρει τόκο.
3. της μείωσης των τιμών των χρηματιστηριακών τίτλων που είχαν αγοράσει τα
Ασφαλιστικά Ταμεία (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 18ης Οκτωβρίου 1980).
Μια προσπάθεια
για την αξιοποίηση των αποθεματικών έγινε τη 19η Ιανουαρίου
1983, όταν ο υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ε. Βερυβάκης ανακοίνωσε τη σταδιακή
αύξηση των επιτοκίων τους. Έτσι το στοιχειωμένο 6% έπαψε να υπάρχει (εφημερίδα
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 20ης Ιανουαρίου 1983).
Πραγματική καταλήστευση
Κατά τις επόμενες δεκαετίες και κυρίως κατά τις αρχές του 21ου αιώνα έγινε πραγματική καταλήστευση των Ασφαλιστικών Ταμείων. Οι κυβερνήσεις, διορίζοντας ως Διοικητές τους διάφορους πολιτευτές, είχαν τη δυνατότητα να δανείζονται από αυτά μεγάλα χρηματικά ποσά με αντάλλαγμα «τοξικά» ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Είναι χαρακτηριστική η υπόθεση των «δομημένων ομολόγων», που θεωρήθηκε σκάνδαλο από τα Μ.Μ.Ε. και απασχόλησε τόσο την εξεταστική επιτροπή της Βουλής όσο και τη Δικαιοσύνη. Αφορούσε επενδύσεις τμήματος των αποθεματικών ορισμένων Ταμείων Επικουρικών Συντάξεων σε σύνθετα επενδυτικά προϊόντα. Στο διάστημα 2005 – 2007 οκτώ δομημένα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, συνολικής αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, αγοράστηκαν από ελληνικά Ασφαλιστικά Ταμεία. Το μόνο θετικό της υπόθεσης αυτής ήταν το γεγονός ότι με αφορμή τη δημοσιοποίησή της ψηφίστηκε στις 10 Ιουλίου 2007 ο νόμος 3586/2007 που καθόριζε «το θεσμικό πλαίσιο επενδύσεων και αξιοποίησης της περιουσίας των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης». Ένα μέρος του απολεσθέντος κεφαλαίου επιστράφηκε στα Ταμεία κι έτσι δεν είναι γνωστή η ακριβής ζημιά που υπέστησαν.
Όμως είναι γνωστή η ζημιά που
υπέστησαν το Μάρτιο του 2012 με το P.S.I., ελληνιστί το
«κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ο τότε υπουργός
Οικονομικών το παρουσίασε ως επιτυχία του. Τότε έχασαν 13 δισεκατομμύρια ευρώ (
το 53% της αξίας των ομολόγων του Δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους).Τώρα
απειλούνται με νέες απώλειες, αν συμμετάσχουν «εθελοντικά» στο νέο πρόγραμμα
επαναγοράς ομολόγων, προκειμένου να εφαρμοστεί η απόφαση
του Euro group για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Σ’ αυτή
την περίπτωση, έχασαν το 65% των αποθεματικών τους και τους απέμειναν μόνο 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ (εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, φύλλο της 30ηςΝοεμβρίου 2012), γεγονός που σήμαινε την
πλήρη κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος.
Πηγή: chronontoulapo.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.