Στο χωριό Κοντοπούλι της Λήμνου όπου ο μεγάλος μας ποιητής έζησε εκτοπισμένος τα έτη 1948-1949, γράφοντας εκεί τις μεγάλες του δημιουργίες «Καπνισμένο Τσουκάλι» και «Ημερολόγια Εξορίας»
του Σπύρου Κιουζινόπουλου
Ετοιμόρροπο ερείπιο, απειλείται με κατάρρευση το οίκημα στο Κοντοπούλι της Λήμνου όπου πέρασε εξόριστος, μαζί με άλλους συγκρατουμένους του τα χρόνια 1948 και 1949 ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης», Γιάννης Ρίτσος και όπου έγραψε μερικές από τις πιο σημαντικές δημιουργίες του, όπως το «Καπνισμένο Τσουκάλι» αλλά και το «Ημερολόγιο Εξορίας. Δυστυχώς, παρά την ιστορική και συναισθηματική αξία του κτίσματος, κανείς, ούτε το υπουργείο Πολιτισμού, ούτε οι τοπικές αρχές δεν δείχνουν να νοιάζονται για τη διάσωση και την ανάδειξή του σε μουσείο, που θα μπορούσε να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές στο μεγάλο μας ποιητή αλλά και να προσελκύσει χιλιάδες επισκέπτες.
Καθώς η χώρα
φλέγεται από τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο, που τον προκάλεσαν οι ξένοι «προστάτες»
της, ο Γιάννης Ρίτσος που στο μεταξύ έχει εγκατασταθεί από την αγαπημένη του
Μονεμβασιά στην Αθήνα, συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στη Λήμνο, που ήταν τότε,
όπως σχεδόν και σήμερα, ένα απομονωμένο νησί, λόγω της γεωγραφικής του θέσης
στο βορειοανατολικό άκρο του Αιγαίου και είχε επιλεγεί, όπως πολλά ακόμη νησιά,
ως τόπος εξορίας.
Ο αριθμός των
εκτοπισμένων στη Λήμνο κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών της Αριστεράς αύξανε
συνεχώς εκείνα τα πέτρινα χρόνια. Τον Ιούλιο του 1947, σύμφωνα με τα
δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, οι εξόριστοι στη Λήμνο αριθμούσαν τους
1.180 από τους οποίους οι 19 ήταν γυναίκες και πολλοί γέροι και άρρωστοι. Οι
περισσότεροι είχαν συγκεντρωθεί στο Μούδρο και κοιμούνταν σε κάποια
εγκαταλειμμένα από τους Γερμανούς κατακτητές κτίρια, σε σκηνές, σε σπίτια, ενώ
κάπου 300 άτομα κοιμούνταν από έλλειψη στέγης στο ύπαιθρο ή σε υπόστεγα. (εφημερίδα
Ριζοσπάστης 31-7-1947)
Ένα μήνα αργότερα, οι εξόριστοι μόνο στο
Μούδρο, ανέρχονταν σε 1.300, ενώ υπήρχαν δεκάδες ακόμη εκτοπισμένοι στο Κoντοπούλι. Ένα χωριό στα Β.Α. της Λήμνου,
κοντά στην αρχαία Ηφαιστεία, που είχε ζωή ακόμη από τη βυζαντινή περίοδο και
είχε πάρει το όνομά του από τον γαιοκτήμονα
Κοντόπουλο, ο οποίος δώρισε μέρος των κτημάτων του στη μονή Μεγ. Λαύρας του
Αγίου Όρους.
Στο Μούδρο
εκείνη την περίοδο, είχαν εξοριστεί και πολλοί δημοσιογράφοι οι οποίοι με
έκκλησή τους, στις 19 Αυγούστου 1947 διεκτραγωδούσαν τις άθλιες συνθήκες
διαβίωσης των εκτοπισμένων και ζητούσαν από τους συναδέλφους τους να
διαμαρτυρηθούν για την κατάσταση της «ελευθεροτυπίας» στη χώρα. Ανάμεσά τους
ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας «Ανεξαρτησία» της Θεσσαλονίκης Δ. Δημητριάδης,
ο διευθυντής της εφημερίδας «Δημοκρατία» των Χανίων Ιωάννης Τσίβας, ο
διευθυντής της εφημερίδας «Νίκη» των Σερρών Γ. Μακρίδης, ο διευθυντής της
εφημερίδας «Ανόρθωσις» της Κομοτηνής Θ. Νούλιας, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας
«Λαϊκή Φωνή» της Θεσσαλονίκης Γιάννης Χαρατσίδης κ.α.
![]() |
Στο καίκι καθώς μεταφέρονται οι εξόριστοι στον τόπο εκτόπισής τους. Σχέδιο του Γιάννη Ρίτσου στις 14-9-1948
Τον Μάιο του 1946, λίγο μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη επανενεργοποίησε τον νόμο του 1926 που προέβλεπε τη διοικητική εκτόπιση ατόμων που θεωρούνταν ύποπτα για πράξεις οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο «την Δημοσίαν τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της χώρας». Τα χρόνια του Εμφυλίου, ο αριθμός των πολιτικών εξορίστων αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο που θα φτάσουν τον αριθμό 20.000 το καλοκαίρι του 1947. Όπως έγραφαν οι πολιτικοί εξόριστοι σε ένα υπόμνημά τους το 1950: «Ο διωγμός μας, «οφείλεται σε καθαρά πολιτικά ελατήρια. Στο πρόσωπό μας, η κυβέρνηση τιμωρεί όχι τους παραβάτες κανενός ιδιαίτερου νόμου, αλλά τους πολιτικούς της αντιπάλους»Ως ένας από τους επικίνδυνους «δια την Δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν» θα θεωρηθεί και ο ήδη γνωστός τότε για τις σπουδαίες ποιητικές του συλλογές Γιάννης Ρίτσος που θα συλληφθεί στην Αθήνα για να εκτοπιστεί στη συνέχεια σιδηροδέσμιος στη Λήμνο. Καθ’ οδόν προς τον τόπο εκτόπισης, αρχικά στο Τμήμα Μεταγωγών και στη συνέχεια στο καράβι που μεταφέρει τους εξόριστους, ο Ρίτσος σχεδιάζει μια ομάδα ανθρώπων με τα φτωχοπάνερά τους, τις αρβύλες, τ’ αμπέχωνο, τη φλοκάτη, τα νεανικά σώματα, τις γεροντικές φιγούρες, τη συνομιλία ή τη ζωντανή χειρονομία της στιγμής.
Η πρώτη του γνωριμία με το ακριτικό νησί θα γίνει με το Μούδρο όπου μεταφέρεται αρχικά. Στη Λήμνο, που αποτελούσε μία από τις τέσσερις Ναυτικές Διοικήσεις των Γερμανών στο Αιγαίο είχαν εγκατασταθεί κάπου 15.000 στρατιώτες των κατακτητών, ενώ στο λιμάνι του Μούδρου έδρευε το Ναυαρχείο και το Γερμανικό Διοικητήριο. Στο εσωτερικό της κωμόπολης δύο κτίρια είχαν επιταχθεί και χρησιμοποιούνταν από την Γκεστάπο για ανακρίσεις και βασανιστήρια. Πολλοί κάτοικοι του Μούδρου και των γειτονικών χωριών δούλευαν σκληρά στα νταμάρια και σε άλλα δύσκολα πόστα, για να εξασφαλίσουν λίγο λάδι, όσπρια, αλεύρι, σταφίδες και να συντηρήσουν τις οικογένειές τους.
Οι κάτοικοι στη
συμπαθητική αυτή κωμόπολη που είχε γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη κατά την περίοδο
του μεσοπολέμου, είχαν αγκαλιάσει από την
πρώτη στιγμή με αγάπη και στοργή
τους εξόριστους οι οποίοι τους έλυναν και σοβαρά προβλήματα. Καθώς είχαν θέσει
σε λειτουργία την ηλεκτροπαραγωγική μηχανή ώστε να δει ο Μούδρος ηλεκτρικό
ρεύμα, διόρθωσαν το υδραγωγείο, εξωράϊσαν το νεκροταφείο, δημιούργησαν πάρκο,
έκαναν γήπεδο κ.α. Οι αρχές, βλέποντας με εχθρικό μάτι τις καλές σχέσεις των
εκτοπισμένων με τους κατοίκους, προσπαθούσαν να τους βάλουν μύρια όσα εμπόδια.
Φτάνοντας στο σημείο να απαγορεύσουν σε έναν εξόριστο ψάλτη να ψάλει στο ναό
της Ευαγγελίστριας. Ενώ με διαταγή του διοικητή χωροφυλακής Λήμνου, ταγματάρχη
Τζαβέλα, απαγορεύτηκε στους εξόριστους να παίζουν ποδόσφαιρο και να λειτουργούν πολιτιστική λέσχη, θέατρο αλλά και σχολείο αγράμματων! (εφημερίδα
Ριζοσπάστης 31 Ιουλίου 1947)
Όταν έφτασε ο
Ρίτσος στο ακριτικό νησί και οδηγήθηκε στο Μούδρο, υπήρχε ήδη εκεί ένας
υπερβολικά μεγάλος αριθμός εξόριστων, ενώ τα οικήματα στη ναυτική βάση του
Μούδρου, που χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση των εκτοπισμένων ήταν υπερπλήρη. Έτσι, προκειμένου να υπάρξει
αποσυμφόρηση, ο ποιητής με αρκετούς ακόμη συνεξόριστους θα προωθηθεί στο χωριό
Κοντοπούλι, 10 χιλιόμετρα βορειότερα από το Μούδρο και 33 χιλιόμετρα από την
πρωτεύουσα της Λήμνου, τη Μύρινα.
![]() |
Το οίκημα (παλιό σχολείο, αποθήκη και σπίτι) στο Κοντοπούλι της Λήμνου όπου έζησε εξόριστος μαζί με άλλους συντρόφους του ο Γιάννης Ρίτσος την περίοδο 1948-49
Εκεί, στην είσοδο του χωριού, ένα οίκημα που χρησιμοποιούνταν παλιότερα ως σπίτι- αποθήκη αλλά και είχε στεγάσει για ένα διάστημα το σχολείο του χωριού, περιφραγμένο με συρματόπλεγμα και με σκοπιές χωροφυλάκων στις άκρες την περίοδο του Εμφυλίου, θα εγκατασταθούν μέσα σε πρωτόγονες συνθήκες οι πολιτικοί εξόριστοι, κάπου 20-30 τον αριθμό. Ενώ κάποιοι άλλοι που δεν χωρούσαν εκεί, θα μεταφερθούν σε σπίτια στο Κοντοπούλι το οποίο κατοικούνταν από προοδευτικούς νησιώτες οι οποίοι είχαν υποστεί τα πάνδεινα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από τους άνδρες της γερμανικής στρατιωτικής μονάδας που στάθμευε εκεί. Μάλιστα από το Κοντοπούλι κατάγονταν και ένα γνωστό αργότερα στέλεχος της Αυτοδιοίκησης, ο Νίκος Παξιμαδάς που είχε διατελέσει επί πέντε τετραετίες δήμαρχος Πετρούπολης Αττικής και είχε υπάρξει στέλεχος του ΚΚΕ και υποψήφιος της ΕΔΑ στο νομό Λέσβου.
Από το
περιφραγμένο φρουρούμενο με χωροφύλακες οίκημα στο Κοντοπούλι οι εξόριστοι
έβγαιναν λίγες μόνο ώρες καθημερινά για να γεμίσουν τις στάμνες που είχαν με
φρέσκο νερό από την κοινόχρηστη βρύση του χωριού, να προμηθευτούν από το
μπακάλικο κάποια είδη για τη διατροφή τους ή να μαζέψουν χόρτα από τα γύρω
χωράφια για να τα βράσουν σε ένα τσουκάλι τοποθετημένο πάνω σε μια πυροστιά.
Από το τσουκάλι αυτό, ο Γιάννης Ρίτσος εμπνεύστηκε την ποιητική του συλλογή
αλλά και τον τίτλο της «Καπνισμένο Τσουκάλι» που την έγραψε στο Κοντοπούλι την
περίοδο 1948-1949, όπως και τα «Ημερολόγια Εξορίας».
Ακούραστος αλλά
και πολύπλευρος ο Ρίτσος στην εξορία δεν το βάζει κάτω. Καθώς εκτός από το
γράψιμο, πολλές φορές πάνω σε πακέτα τσιγάρων ή σε μικρά σημειωματάρια, ζωγραφίζει
επίσης, σκαλίζει πέτρες και κόκκαλα ζώων και είναι σε άμεση επαφή με τους συντρόφους
του, βοηθώντας τους σε ότι έχουν ανάγκη, συμμετέχει τις καθημερινές αγγαρείες, δεν επιτρέπει στον
εαυτό του μια στιγμή ανάπαυλας.
Η Ιρλανδικής
καταγωγής Αμερικανίδα συγγραφέας Άμυ Μίμς, που ασχολήθηκε με το έργο του
Ρίτσου, σε μια επίσκεψή της στο Κοντοπούλι το 1996, έξι χρόνια μετά το θάνατο
του ποιητή, είχε συναντήσει τον εβδομηντάρη τότε ταχυδρόμο του χωριού, Αντώνη
Παξιμαδά ο οποίος είχε την ευκαιρία να τον γνωρίσει και να θαυμάσει τον ωραίο
γραφικό χαρακτήρα του. Όπως είχε αφηγηθεί τότε ο συνταξιούχος ταχυδρόμος, ο
Ρίτσος με τα ωραία βυζαντινά γράμματά του, συνέτασσε τα ταχυδρομικά δελτάρια
και τα γράμματα των εξόριστων προς τους οικείους τους, τα οποία στη συνέχεια
έφταναν στα χέρια του κυρ-Αντώνη για να τα στείλει στους παραλήπτες τους.
Μάλιστα θυμόταν κιόλας ότι εκείνα τα δελτάρια κι εκείνες οι επιστολές,
περνούσαν πρώτα από το τοπικό αστυνομικό τμήμα για να λογοκριθούν δεόντως.
![]() |
| Σε μια πόρτα στο Κοντοπούυλι απόσπασμα από ποίημα του Γιάννη Ρίτσου: "Εμείς άλλον εχθρό δεν έχουμε παρά μονάχα εκείνον που δεν σέβεται τον άνθρωπο". |
Τις δυσκολίες
και τα βάσανα της εκτόπισης στο Κοντοπούλι, τις βασανιστικές και απελπισμένες
ώρες του στα βουβά χρόνια της εξορίας, ο ποιητής τα αποτυπώνει στους στίχους
των «Ημερολόγιων Εξορίας», έναν κύκλο ποιημάτων που έχουν ημερολογιακό
χαρακτήρα, καταγράφοντας τη βαρβαρότητα των στρατοπέδων. Ο ποιητής αισθάνεται
την ανάγκη να μιλήσει για τη Λήμνο, για τους εξόριστους, για τις συνήθειές
τους, τα κοινά τους βιώματα, τους κοινούς τους φόβους.
Όταν περνούν το συρματόπλεγμα οι νύχτες
αφήνουν μικρά κουρέλια απ᾿ τη φούστα
τους.
Σημειώνει ο
ποιητής στις 27 Οκτωβρίου 1948.Και δύο μέρες αργότερα, στις 29 Οκτωβρίου 1948
δίνει την εικόνα που επικρατεί στο οίκημα του Κοντοπουλίου τα βράδια:
Κοιμόμαστε λίγο - δε μας φτάνει.
Όλη νύχτα ροχαλίζουν οι εξόριστοι -
κουρασμένα παιδιά, κουρασμένα.
Απ᾿ όξω είναι τ᾿ αστέρια - πολύ μεγάλα
αστέρια
κουρεμένα αστέρια που οι τρίχες τους
φυτρώνουν άγριες
σαν το κεφάλι τ᾿ Άη-Γιάννη του Προδρόμου
Και την 1η
Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο Ρίτσος περιγράφει τις συνθήκες φωτισμού του τόπου
κράτησης των εξόριστων στο Κοντοπούλι:
Οι λάμπες του θαλάμου είναι δύο.
Παστρεύουμε μ' εφημερίδες τα γυαλιά τους
τόνα εσύ, τ᾽ άλλο εγώ
–
είμαστε της υπηρεσίας σήμερα.
![]() |
| Έτοιμο να καταρρεύσει το σπίτι όπου ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το "Καπνισμένο τσουκάλι" και "Ημερολόγια εξορίας" |
Οι εξόριστοι πρέπει να βρίσκουν διαρκώς τρόπο ώστε να ξεπερνούν τις δυσκολίες της κράτησής τους και να προσαρμόζονται στις συνθήκες. Ζωγραφίζει με τους στίχους του ο ποιητής στις 4 Νοεμβρίου 1948:
Πολλά πράματα μας δυσκολεύουνε. Πολλά.
Πρέπει να πλύνουμε τα πιάτα μας, τα
ρούχα μας
να κουβαλήσουμε νερό απ᾿ τη βρύση με τις
μεγάλες στάμνες
να σκουπίσουμε το θάλαμο δυο και τρείς
φορές τη μέρα
να μπαλώσουμε καμμιά κάλτσα και τα λόγια
μας -
Τρυπάνε γρήγορα κι οι χτεσινές κουβέντες
τα πρόσωπα αλλάζουν όσο τα κοιτάζεις
Παρότι το
οίκημα-στρατόπεδο βρίσκεται σε έναν ελεγχόμενο χώρο, ακριβώς στην είσοδο του
χωριού, εντούτοις τα όργανα της εξουσίας δεν παραλείπουν να κάνουν κάθε στιγμή
έντονη την παρουσία τους. Σύμφωνα με την καταγραφή που κάνει με στίχους ο
Γιάννης Ρίτσος στις 5 Νοεμβρίου:
Ένα κλαδί μου ξύνει με το νύχι του το
μάγουλο.
Έχει λοιπόν ακόμη ρίζες ἡ χαρά.
Η σκιά του χωροφύλακα πέφτει στο συρματόπλεγμα.
![]() |
| Σχέδιο του Ρίτσου στο Κοντοπούλι για συνεξόριστό του |
Άλλες αναφορές
που συναντάμε στο «Ημερολόγιο Εξορίας» του Ρίτσου για το στρατόπεδο
εκτοπισμένων κομμουνιστών στο Κοντοπούλι:
-4 Νοεμβρίου
1948: Ο μαστρο-Θανάσης λέει θα μου σιάξει ένα σκαμνί: «Να μην κάθεσαι, γιέ μου,
κάτου στο χώμα και λερώνεται το παντελόνι σου».
-6 Νοεμβρίου: Είναι
στενά τα λόγια, στενά τα κρεββάτια, δεν μπορείς να γυρίσεις απ᾿ τ᾽ άλλο πλευρό.
Ώς τώρα λέγαμε: σα θα δουλεύουμε όλοι στο κουβάλημα της πέτρας, η μέσα πέτρα θάλιωνε.
Τίποτα.
-6 Νοεμβρίου: Βράδι.
Το καμπανάκι του βραδινού συσσίτιου. Φωνές απ᾿ τα παιδιά που παίζουν
ποδόσφαιρο.
-7 Νοεμβρίου: Βράδι.
Η Κυριακή πέρασε ήσυχα. Τα παιδιά παίξαν μπάλα. Ζωγράφισα ένα κλωναράκι μυγδαλιά
σε μια ξύλινη ταμπακιέρα…Ακούω κάτι κουδούνια. Είναι απ᾽ τα πρόβατα που βόσκουν
πιο κάτου στο χωράφι.
-8 Νοεμβρίου: Κοντεύουμε
να συνηθίσουμε το συρματόπλεγμα, τα πρόσωπα, τ᾽ αγκάθια. Δε χρειάζεται να
ξυριζόμαστε τόσο συχνά. Αργούν οι μέρες και τα χέρια. Συνηθίσαμε….. Εχτές το
βράδι μας πήραν και τη μπάλα. Το γήπεδο με το φλισκούνι είναι έρημο. Μονάχα ο αγέρας
δίνει κουτουλιές στο φεγγάρι.
-12 Νοεμβρίου: Τ’
απόγευμα κουβαλήσαμε πέτρα. Γρήγορη δουλειά από χέρι σε χέρι. Ο χειμωνιάτικος ήλιος,
το συρματόπλεγμα, οι στάμνες, η σφυρίχτρα του χωροφύλακα. Εδώ τελειώνει η μέρα.
Το βράδι βάζει ψύχρα.
-17 Νοεμβρίου: Ανάψαμε
φωτιά με κάτι ξερόκλαδα, ζεστάναμε νερό, πλυθήκαμε ολόγυμνοι έξω στον αέρα. Φυσούσε.
Κρυώναμε. Γελούσαμε. Δεν είταν ίσως απ᾿ το κρύο. ᾿Αργότερα απόμεινε μια πίκρα.
-18 Νοεμβρίου
1948: Κοντοπούλι-Μούδρος. Λίγη ώρα. Ένα μεγάλο ταξίδι Το φορτηγό μες στη βροχή.
Βλογιοκομμένα τοπία πίσω απ᾿ το βρεγμένο τζάμι…. Χρειάζεται να χαμηλώσω ακόμα κι άλλο, για να μπαίνω στ' αντίσκηνα
του Μούδρου, ν᾿ ανεβαίνω στο ψήλος των ματιών τους, να σκουπίζω τη βροχή απ᾿ τα
μάγουλά τους
![]() |
| Εξόριστος σ' αυτό το οίκημα ο Γιάννης Ρίτσος μαζί με δεκάδες άλλους συνεξόριστους την περίοδο 1948-1949 με συρματοπλέγματα τριγύρω και σκοπιές χωροφυλάκων |
Η
καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι
που
μπήκε πολλές φορές στη φωτιά
που
μαγέρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς
για
τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες
για
τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους
για
τον πεινασμένον ήλιο, για τον κόσμο — ναι, για όλο τον κόσμο
—
ένα φτωχό, καπνισμένο, μαυρισμένο τσουκάλι που κάνει
καλά
τη δουλειά του
που
βράζει άγρια ραδίκια του βουνού κι αριά και που κάνα
κοψίδι
κρέας
κι
από κάτου συδαυλίζουν τη φωτιά τα πεινασμένα αδέρφια μου
—
καθένας βάζει και το ξύλο του
καθένας
καρτεράει το μερτικό του.
Και στο τέλος ο
σπουδαίος ποιητής μας, κάνει εκ νέου αναφορά στο πήλινο μαγειρικό σκεύος που
βοηθούσε τους εκτοπισμένους να κορέσουν την πείνα τους
[…]
Ένα τσουκάλι λοιπόν. Τίποτ’ άλλο. Πήλινο,
μαυρισμένο τσουκάλι, βράζοντας, βράζοντας και τραγουδώντας, βράζοντας πάνω στου
ήλιου τη φωτιά και τραγουδώντας.
[…]
Γιατί εμείς
δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, από τον κόσμο εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.
![]() |
| Άλλο ένα σχέδιο του Γιάννη Ρίτσου με συνεξόριστό του στο Κοντοπούλι της Λήμνου |
Για το κλίμα
συντροφικότητας και αδελφοσύνης που επικρατούσε ανάμεσα στους εξόριστους, ο
Ρίτσος περιγράφει:
[…]
Εδώ δεν είναι να 'μαι εγώ πάνω από σένα,
ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να 'ναι ο καθένας μας
πάνω από τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδελφικό,
που τρέχει σαν ποτάμι
δίπλα στον μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε
ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε,
το 'να μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ'
την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.
Όμως αναφορές
για την περίοδο που έμεινε ο Ρίτσος εξόριστος στη Λήμνο, συναντάμε και σε άλλες
δημιουργίες του μεγάλου μας ποιητή. Έτσι στην «Καντάτα για τη Μακρόνησο» όπου
θα αποσταλεί ο ποιητής μετά τη Λήμνο, αναφέρεται στον «σκύλο μας τον Ντικ, της
ομάδας του Μούδρου, που τον σκοτώσανε οι χωροφυλάκοι γιατί αγάπαγε πολύ τους
εξόριστους». Ενώ στα «Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» θα γράψει για την
κοντινή προς το Κοντοπούλι Αλυκή της Λήμνου: «Στο γιαλό μαζεύουνε τ’ αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ- το πέλαο δεν το βλέπουν»
Από αυτά τα
ποιήματα που γράφονται στην εξορία ξεπηδάει όλος ο αγώνας των πολιτικών
εξόριστων για επιβίωση, ο ηθικός κώδικας και η συμπεριφορά, αλλά και η
αντίστασή τους απέναντι στη στυγνή βία που εφαρμόζουν οι κρατούντες, μέσα στις
συνθήκες της ήττας που αρχίζει να διαφαίνεται, για να τους συντρίψουν και να
τους κάνουν να υποταχτούν. Παρά την κακομεταχείριση που υφίστανται, τις έντονες
πιέσεις για να υπογράψουν «δήλωση μετανοίας», την σκληρή τους απομόνωση από τον έξω κόσμο, δεν
αφήνουν το όραμά τους για μια καλύτερη κοινωνία να ξεθωριάσει.
Εκεί στο
Κοντοπούλι, πέρα από το «Καπνισμένο Τσουκάλι» και «Τα ημερολόγια Εξορίας», ο
ποιητής θα αρχίσει να ζωγραφίζει ακουαρέλες και να κάνει σκίτσα συγκρατουμένων,
ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει και αλληλογραφία με την Καίτη Δρόσου, που στη
συνέχεια, λόγω της λογοκρισίας που βρίσκεται στο φόρτε της θα γίνουν δελτάρια,
με λίγες λέξεις. Ενώ παράλληλα θα αρχίσει αλληλογραφία και με την αδελφή του
Λούλα.
Τελικά ο Ρίτσος
θα φύγει από τη Λήμνο τον Μάϊο του 1949, καθώς μεταφέρεται στο κολαστήριο της
Μακρονήσου, όπου από τον Νοέμβριο του 1948, είχε δημιουργηθεί το «Δ΄ Τάγμα»,
στο βόρειο άκρο του νησιού και στο οποίο αρχίζουν να συγκεντρώνονται πολιτικοί
εξόριστοι. Τα χειρόγραφα της Μακρονήσου διασώθηκαν από τον Μάνο Κατράκη σε
μπουκάλια που θάφτηκαν στη γη. Τα πήρε μαζί του έπειτα, στον Άη Στράτη. 
Να γίνει μουσείο το οίκημα στο Κοντοπούλι
Όπως είπαμε και
στην αρχή, το οίκημα στο Κοντοπούλι είναι πλέον ετοιμόρροπο, διατρέχοντας τον
κίνδυνο να καταρρεύσει οποιαδήποτε στιγμή. Γιαυτό και χρειάζεται η άμεση
παρέμβαση τόσο του υπουργείου Πολιτισμού όσο και του Δήμου Λήμνου για τη
διάσωση και την αξιοποίησή του ως μουσειακού χώρου που θα θυμίζει ότι από εκεί
πέρασε και δημιούργησε ο μεγάλος ποιητής της Ρωμιοσύνης.
Και δεν είναι
λίγες οι φωνές που διατυπώνουν επιτακτικά αυτό το αίτημα, δεδομένου ότι θα
μπορούσε να αποτελέσει έναν ακόμη πόλο προσέλκυσης επισκεπτών στο ακριτικό
νησί, δεδομένου ότι ο Γιάννης Ρίτσος και το τεράστιο ποιητικό του έργο είναι
ιδιαίτερα αγαπητά στο κοινό.
Ήδη, εδώ και
πάνω από δύο χρόνια ο πρόεδρος της γειτονικής κοινότητας Καλλιθέας, Παλαιολόγος
Κυριαζής, ζήτησε από τον Δήμο Λήμνου με επιστολή του να τιμήσει τον ποιητή,
δημιουργώντας μουσείο Γιάννη Ρίτσου. Όπως τόνιζε σ’ εκείνη του την πρόταση ο
κοινοτάρχης: «Ο Γιάννη Ρίτσος ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της
νεότερης ελληνικής ποίησης με διεθνή φήμη. Βρέθηκε εξόριστος στο νησί μας για
ένα διάστημα στο Κοντοπούλι και το Μολύδρο. Πιστεύω ότι πρέπει να τιμηθεί η
παρουσία του με έναν χώρο-μουσείο ο οποίος θα εμπλουτίσει την πολιτιστική
κληρονομιά του νησιού μας. Το σπίτι του στη Μονεμβασιά έγινε μουσείο, ενώ το
σπίτι που έμεινε στο Κοντοπούλι είναι ερείπιο».
Ο κ. Παλαιολόγος Κυριαζής με τον οποίο
επικοινωνήσαμε, δήλωσε ότι επιμένει στο αίτημά του, το οποίο ετοιμάζεται να
επαναδιατυπώσει με νέα του επιστολή προς τη δήμαρχο Λήμνου κ. Ελεονώρα Γεώργα.
Αναζητήσαμε τη
δήμαρχο η οποία όμως απουσίαζε. Η αντιδήμαρχος διοικητικών υπηρεσιών κ.
Ελπίδα-Ιωάννα Διαματάρη μας είπε ότι είναι λίγο μπερδεμένο το θέμα καθώς
υπάρχουν ιδιοκτησιακά και κληρονομικά προβλήματα. Υποσχέθηκε πάντως ότι θα
ερευνήσει το θέμα και θα μας ενημερώσει. Επομένως, περιμένουμε την απάντησή
της.
ΠΗΓΗ: Το κείμενο αυτό του Σπύρου Κουζινόπουλου δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών το Σαββατοκύριακο 8-9 Νοεμβρίου 2025









Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.