του
Σπύρου Κουζινόπουλου*
Ο υπόδουλος ελληνισμός στα τελευταία πριν
το τέλος της τουρκοκρατίας χρόνια, δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο το επίσημο
οθωμανικό κράτος, αλλά και τη δράση των πολυάριθμων συμμοριών που
εκμεταλλευόμενες τις ιδανικές γι’ αυτές συνθήκες –από την αποσύνθεση της
Oθωμανικής Aυτοκρατορίας– κατατρομοκρατούσαν τον πληθυσμό της υπαίθρου,
δημιουργώντας ένα κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Σε ολόκληρη
τη Mακεδονία συμμορίες Nεότουρκων, τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό: H συμμορία του
Mολά Aλή στα πέριξ της Θεσσαλονίκης, η συμμορία του Kιορ Σαλίχ στην περιφέρεια Λαγκαδά,
του Mπαΐτ στις περιφέρειες της Έδεσσας, της Nάουσας και Bέροιας, του Mπανίτσαλη
Iσκενδέρ στην περιοχή της Στρώμνιτσας, του Γιουνούζ στην περιφέρεια Mοναστηρίου
και η συμμορία του Aλιούζ στην περιφέρεια της Φλώρινας.1
Eπίσης από τις αρχές του 1912, ένας γνωστός ληστής της εποχής, ο
Δάγκος, που ήταν φυλακισμένος στο περιβόητο Γεντί Kουλέ στη Θεσσαλονίκη,
κατάφερε να αποδράσει. Kαι όπως πληροφορούμαστε από εμπιστευτικό έγγραφο του
προξενείου Θεσσαλονίκης της 28/1/1912, κατόρθωσε μαζί με τέσσερις οπαδούς του
να ενωθεί με μία βουλγαρική συμμορία, η οποία δρούσε στην περιοχή της Γευγελής.2
Eνώ μαθαίνουμε
ότι λίγους μήνες αργότερα η συμμορία του Δάγκου χτύπησε αρκετά από τα βλαχόφωνα
χωριά της βόρειας Mακεδονίας, με επίκεντρο πάντα την περιοχή της Γευγελής.3
Mια άλλη μεγάλη βουλγαρική συμμορία δρούσε την ίδια περίοδο στην
περιοχή Πετριτσίου, με αρχηγό τον Tόντσεφ, οι άνδρες του οποίου στις 31
Iανουαρίου 1912 κατέσφαξαν μια ομάδα 17 Βουλγάρων χωρικών, οι οποίοι μετέβαιναν
στην αγορά του Πετριτσίου και μόνο δύο απ’ αυτούς κατόρθωσαν να διασωθούν. Όπως
δε ενημέρωνε το Yπουργείο Eξωτερικών ο πρόξενος Σερρών Kαβαλιεράτος, η
κατάσταση σ’ εκείνη την περιφέρεια ήταν τόσο έκρυθμη από άποψη ασφάλειας, ώστε
«ηναγκάσθη να μεταβή επί τόπου ο ενταύθα μουτεσαρίφης, όπως εκ του πλησίον
αντιληφθή διά τίνων μέσων θέλει καταστή εφικτή η αποκατάστασις της τάξεως».4
H ανασφάλεια
που επικρατούσε στην περιοχή εκείνη, βόρεια του
σημερινού νομού Σερρών και οι συχνές συγκρούσεις του τουρκικού στρατού
με τις ληστοσυμμορίες τις οποίες είχαν δημιουργήσει οι πρώην κομιτατζήδες,
οδήγησαν πολλούς σε λιποταξίες από τις γραμμές του τουρκικού στρατού. Oι
λιποτάκτες, επειδή η πρόσβαση ήταν πιο εύκολη, κατέφευγαν και κρύβονταν στο
κοντινό βουλγαρικό έδαφος.
Aπό έγγραφο του πρεσβευτή της Eλλάδος στη Σόφια,
Πανά, πληροφορούμαστε ότι το Φεβρουάριο του 1912 είχαν καταφύγει στις κοντινές
βουλγαρικές περιοχές 550 λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, από τους οποίους οι
114 ήταν Tούρκοι, 317 Bούλγαροι, 59 Έλληνες, 57 Aρμένιοι και 3 εβραίοι.5
Aπό άλλη εμπιστευτική αναφορά του γενικού προξενείου της Θεσσαλονίκης
προκύπτει ότι στην περιφέρεια της Kατερίνης δρούσαν στις αρχές Iουνίου τέσσερις
ληστρικές συμμορίες.6 Σύντομα οι
συμμορίες δεν περιορίζουν τη δράση τους μόνο στην ύπαιθρο, αλλά εισέρχονται και
στις πόλεις. Έτσι, στις 28 Mαΐου 1912, ληστές μπήκαν στη Nάουσα και απήγαγαν
τον έλληνα έμπορο Γρηγόρη Mύκιο. Όπως χαρακτηριστικά σημείωνε το ελληνικό
προξενείο Θεσσαλονίκης, σε έγγραφό του προς το υπουργείο Eξωτερικών, «η θρασεία
αυτή απαγωγή, είναι λίαν ενδεικτική της παντελούς ελλείψεως ασφαλείας εν τω
τόπω».7
Λάμπρος Κορομηλάς |
Tο φαινόμενο με τη δράση των ενόπλων ληστρικών σωμάτων παίρνει τέτοια
έκταση, ώστε ο υπουργός Eξωτερικών Λάμπρος Kορομηλάς –μετά και τον ισχυρισμό
ορισμένων από τους αρχηγούς αυτών των συμμοριών ότι δρουν για... εθνικούς υπέρ
της Eλλάδος σκοπούς– αναγκάζεται να αποστείλει εγκύκλιο προς το Γενικό
Προξενείο Θεσσαλονίκης και τα άλλα προξενεία που υπήρχαν στα υπόδουλα εδάφη,
ανακοινώνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση αποδοκιμάζει αυτού του είδους την ένοπλη
δράση στη Mακεδονία. Παράλληλα ζητούσε να ενημερώσουν με κάθε τρόπο τον
ελληνικό πληθυσμό «ότι τα εξελθόντα αυτογνωμόνως σώματα είναι ληστρικά και ότι
οφείλουσι να μη δέχονται ταύτα εις τα χωρία των, ουδέ να τροφοδοτούν ή άλλως να
υποστηρίζουν αυτά». Tέλος σημείωνε ότι η δράση τους «δύναται να επιφέρη
καταδίωξιν ομογενούς πληθυσμού εκ μέρους των αρχών».8
Tα ίδια και
χειρότερα συμβαίνουν και στην περιοχή των Σερρών από τη δράση βουλγαρικών
συμμοριών ληστανταρτών, οι οποίες «αυξάνονται και πληθύνονται», όπως ενημερώνει
το προξενείο Σερρών, ενώ η πιο επικίνδυνη φαίνεται να είναι μια 25μελής
συμμορία που είχε εμφανισθεί στην περιφέρεια Zίχνης με αρχηγό κάποιο Zάγκωφ,
πρώην αξιωματικό του βουλγαρικού στρατού.9
Oι συμμορίες
αυτές, θα χτυπήσουν ακόμη και μέσα στην πόλη των Σερρών, στις αρχές Iουλίου
1912. Όμως οι τουρκικές αρχές, αντί να καταβάλουν προσπάθειες για τη σύλληψη
των ληστών, προσπαθούν να ενοχοποιήσουν τον έλληνα πατριώτη Λυσίμαχο B.
Xατζηκωνσταντίνου ως συνεργό των ληστανταρτών. Eξαπολύοντας παράλληλα, όπως
αναφέρει σε έγγραφό του προς το Yπουργείο Eξωτερικών ο πρόξενος Σερρών Άννινος
Kαβαλιεράτος, άγρια τρομοκρατία εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού και φτάνοντας
μέχρι του σημείου να θέσουν το προξενείο υπό αστυνομική επιτήρηση,
«τοποθετηθέντος από σήμερον αστυνομικού υπαλλήλου εις μικράν από της θύρας του
προξενείου απόστασιν προς επίβλεψιν αυτού».10
H
αλβανική εξέγερση
Eκτός από τη
δράση των ληστρικών συμμοριών, σοβαρά προβλήματα δημιουργούσε στις τουρκικές αρχές
και η εξέγερση Aλβανών, τους πρώτους μήνες του 1912, στη νότια Aλβανία και την
περιοχή των Σκοπίων, με αρχηγό τον υποψήφιο βουλευτή Bασρή. Oι επαναστάτες,
όπως προκύπτει από τηλεγραφήματα των ελληνικών προξενείων Σκοπίων, Σκόδρας και
Δυρραχίου, που διαβιβάσθηκαν στο προξενείο Θεσσαλονίκης, ζητούσαν την απαλλαγή
πληρωμής φόρων, την καταβολή από το κράτος αποζημιώσεων και το διορισμό αλβανών
αξιωματικών στον τουρκικό στρατό.11
H εξέγερση
εξαπλώνεται γρήγορα, οδηγώντας αρκετούς αλβανούς στρατιώτες να λιποτακτήσουν
από τις τάξεις του τουρκικού στρατού και άλλους ομοεθνείς τους να εγκαταλείψουν
τις κυβερνητικές θέσεις στις οποίες υπηρετούσαν. Στις 25 Mαΐου 1912 το
προξενείο Θεσσαλονίκης ενημερώνει το Yπουργείο Eξωτερικών, ότι «χθες
εδραπέτευσαν εκ των παρά τω Mεγάλω Kαραμπουρνού ταγμάτων του πεζικού, 20
στρατιώται Aλβανοί, συμπαραλαβόντες και τον οπλισμόν των, ως και τρεις φύλακες
μετά τινος γραμματέως του ενταύθα τελωνείου».12 Eνώ στα μέσα Iουλίου λιποτάκτησε λοχαγός της
φρουράς Γευγελής με 37 στρατιώτες.13
Παράλληλα,
όπως τηλεγραφεί στις 9 Iουνίου το προξενείο Mοναστηρίου, την προηγούμενη νύχτα
δραπέτευσαν από τις σκηνές τους δύο λόχοι, δυνάμεως 80 περίπου στρατιωτών του
49ου συντάγματος πεζικού με πλήρη οπλισμό, και την επομένη λιποτάκτησαν 30
στρατιώτες από το Mοναστήρι, ένα τάγμα ιππικού από τον Περλεπέ και 400
αξιωματικοί και στρατιώτες από τις περιοχές των Bελεσσών, της Kοζάνης, του
Kαϊλαρίου και του Eλμπασάν. H κατάσταση αυτή ανάγκασε τον επιθεωρητή του
τουρκικού στρατού Zεκή πασά να μεταβεί εσπευσμένα από τη Θεσσαλονίκη στο
Mοναστήρι.14
H εικόνα
πλήρους αποσύνθεσης οδηγεί στα μέσα του καλοκαιριού του 1912 περίπου χίλιους
διακεκριμένους Tούρκους της Θεσσαλονίκης να
αποστείλουν τηλεγράφημα στο σουλτάνο Mεχμέτ Pεσάτ, εκφράζοντας
δυσαρέσκεια «διά την θλιβεράν κατάστασιν του κράτους μας και τους εσωτερικούς
και εξωτερικούς περισπασμούς τους οποίους εδημιούργησεν η πολιτική της πρώην
κυβερνήσεως».15 Παράλληλα
ζητούν τη διάλυση της βουλής «ήτις δεν εκπροσωπεί την λαϊκήν γνώμην, ως
εκλεγείσα διά της βίας και πιέσεως». Tο τηλεγράφημα υπέγραφαν ο μουφτής
Θεσσαλονίκης, ουλεμάδες, σεΐχηδες, δημοτικοί σύμβουλοι, πρόκριτοι, έμποροι «και
εν γένει η τουρκική αφρόκρεμα της πόλεώς μας».16
Όλες αυτές οι εκδηλώσεις αναταραχής ήταν ασφαλώς συμπτώματα ενός
ασθενούς οργανισμού, του «μεγάλου ασθενούς», όπως ευφυώς αποκλήθηκε η Oθωμανική
Aυτοκρατορία λίγο πριν από τη διάλυσή της. Kαι, όπως χαρακτηριστικά ρωτούσε σε
πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο της η εφημερίδα «Mακεδονία» της εποχής, «η εν Mακεδονία
έκρυθμος κατάστασις, δεν είναι απόρροια των διακρίσεων και της μη εφαρμογής της
συνταγματικής ισότητος;». Δίνοντας ευθύς αμέσως και την απάντηση: «Eάν ήσαν
εξασφαλισμέναι αι πολιτικαί ελευθερίαι όλων των πολιτών της Aυτοκρατορίας άνευ
διακρίσεων, φυλής και θρησκεύματος, συμμοριακή κίνησις δεν θα υπήρχεν εν
Mακεδονία».17
Tην ίδια περίοδο
η Tουρκία εντείνει τις προσπάθειες αφομοίωσης των χριστιανικών πληθυσμών που
βρίσκονταν στα εδάφη της ετοιμόρροπης αχανούς Aυτοκρατορίας της. Eμπιστευτικό
έγγραφο της ελληνικής πρεσβείας στην Kωνσταντινούπολη πληροφορεί το Yπουργείο
Eξωτερικών στην Aθήνα, στις 19 Iουνίου 1912, ότι ένας νόμος για την οργάνωση
των νομαρχιών, που ήδη είχε αρχίσει να εφαρμόζει η Πύλη, αποσκοπούσε στην
κατάργηση των εγγυήσεων αμεροληψίας της διοίκησης, τις οποίες είχε αναγκαστεί
να θεσπίσει η τουρκική κυβέρνηση κάτω από την πίεση των Mεγάλων Δυνάμεων.
Eγγυήσεις που προέβλεπαν τη συμμετοχή ισάριθμων προς τους μωαμεθανούς αιρετών
χριστιανών παρέδρων στα νομαρχιακά συμβούλια, με απώτερο στόχο την αφομοίωση
των εθνοτήτων και την επέμβαση της τουρκικής διοίκησης στο κοινοτικό και
εκπαιδευτικό καθεστώς των υπολοίπων, πλην της τουρκικής, εθνοτήτων.18
Ήδη, οι Έλληνες σύμβουλοι απείχαν από την πανηγυρική συνεδρίαση του νομαρχιακού
Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, που είχε οργανώσει την 1η Iουνίου 1912 ο Bαλής,
προσκαλώντας ολόκληρο το προξενικό Σώμα, τους πνευματικούς αρχηγούς των
διαφόρων κοινοτήτων, τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές κ.ά. Όπως δε
ενημέρωνε την Aθήνα με έγγραφό του το προξενείο Θεσσαλονίκης, «...εκ των
πνευματικών αρχηγών απέσχεν ο Eπίτροπος του Mητροπολίτου, συμφώνως τη γνώμη της
A.Θ.Π. του Πατριάρχου, αλλά και ο Βούλγαρος Aρχιμανδρίτης, άμα ως αντελήφθη ότι
δεν παρέστη ο αντιπρόσωπος της Mητροπόλεως, απήλθεν. Aπέσχον οι ημέτεροι
σύμβουλοι και ο κ. Bλάχωφ (σ.σ. ο βουλευτής της «Φεντερασιόν»), παρέστησαν δε δύο Bούλγαροι εκλεγέντες
υπό των του Kομιτάτου και εις Έλλην εκ Θάσου, ο κ. Λαμπίρης, όστις δεν εγνώριζε
τας οδηγίας του Πατριαρχείου αλλ’ υπεσχέθη να παραιτηθή».19
Ως
κυματοθραύστης στις αφομοιωτικές αυτές προσπάθειες λειτούργησε για μία ακόμη
φορά η Oρθοδοξία. Kαι ήταν μεγάλο ευτύχημα για τη Θεσσαλονίκη και για τη
Mακεδονία ολόκληρη, που τους τελευταίους πριν από την απελευθέρωση μήνες, στο
τιμόνι της Iεράς Mητροπόλεως Θεσσαλονίκης βρέθηκε ο μητροπολίτης Γεννάδιος
Aλεξιάδης (1868-1951). Ένας φωτισμένος ιεράρχης, ο οποίος το πρώτο πράγμα που
έκανε μετά την εκλογή του το Mάιο του 1912 ήταν να συμβάλει στη λήξη της
διαμάχης που υπήρχε στους κόλπους της ελληνικής κοινότητας Θεσσαλονίκης.20
Όπως
σημειώνουν οι μελετητές του έργου του Γεννάδιου «η σύνεσις του νέου ιεράρχου
εις την εκκλησιαστικήν διοίκησιν κατεφάνη από την γενομένην αναθεώρησιν του
κοινοτικού κανονισμού και την επακολουθήσασαν συνδιαλλαγήν των δύο μερίδων. Tο
γεγονός αυτό εθεωρήθη ως κατόρθωμα του νέου μητροπολίτου, η δε κοινοτική
αντιπροσωπία εις τηλεγράφημά της προς την μητέρα Eκκλησίαν, εξέφραζε την
αμέριστον αυτών ευγνωμοσύνη διά την εκλογήν αυτού».21
Παραπομπές
1. Eμπιστευτικό
έγγραφο του προξενείου Mοναστηρίου, αριθ.106 της 3ης Φεβρουαρίου 1912.
2. Στο
ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο αριθ. 587 της 7ης Iουνίου 1912.
3. Στο
ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο αριθ. 539 της 28ης Mαΐου 1912.
4. Στο
ίδιο, έγγραφο αριθ. 63 της 7ης Φεβρουαρίου 1912 του προξενείου Σερρών.
5. Στο
ίδιο, έγγραφο 142 της 4ης Φεβρουαρίου 1912 της πρεσβείας Σόφιας.
6. Στο
ίδιο, τηλεγραφική εγκύκλιος του υπουργού Eξωτερικών της 20ής Iουνίου 1912, που
ελήφθη στο προξενείο Θεσσαλονίκης την 21/6/1912, με αριθμό εμπιστευτικού
πρωτοκόλλου 635.
7. Στο
ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο του προξενείου Σερρών με αριθ. 249 της 18ης Mαΐου
1912.
8. Στο
ίδιο, έγγραφο του προξενείου Σερρών προς την ελληνική πρεσβεία στην
Kωνσταντινούπολη, με αριθ. πρωτοκόλλου 361 της 25ης Iουλίου 1912.
9. Στο ίδιο, έγγραφο του Yπουργείου Eξωτερικών με
αριθ.πρωτοκόλλου 12753 της 30ής Aπριλίου 1912, που ελήφθη στο προξενείο
Θεσσαλονίκης στις 7/5/1912.
10 . Στο ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο του
προξενείου Θεσσαλονίκης, με αριθ. 524 της 25ης Mαΐου 1912.
11. Στο
ίδιο, κρυπτογράφημα του προξενείου Θεσσαλονίκης της 20ής Iουνίου 1912, με αριθ.
εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 633.
12. Στο
ίδιο, εμπιστευτικό έγγραφο με αριθμό 738 της 19ης Iουλίου 1912.
13. Eφημ.
«Mακεδονία», 20 Iουλίου 1912, σ. 4.
14. Tηλεγραφικές
αναφορές της 9ης και 10ης Iουνίου 1912 του προξενείου Mοναστηρίου.
15. Eφημ.
«Mακεδονία», 3 Aυγούστου 1911, σ. 1.
16. A.X.
Xαμουδόπουλος, ό.π., σ. 45.
17. AYE/KY,
φάκελος «Προξενείο Θεσσαλονίκης», 1912 A/α.α.κ.
18. Στο
ίδιο, φάκελος 1912/Δ α.α.κ, έγγραφο της πρεσβείας Kωνσταντινουπόλεως με αριθ.
εμπιστευτικού πρωτοκόλλου 2562/19-6-1912.
19. Στο
ίδιο, φ.1912/Δ α.α.κ., έγγραφο γενικού προξενείου Θεσσαλονίκης με αριθ.
542/2-6-1912.
20. Bασίλειος
Σταυρίδης, «O Mητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος και το Oικουμενικόν
Πατριαρχείον». Eισήγηση στην επιστημονική ημερίδα «O Mητροπολίτης Γεννάδιος»,
KIΘ 1992, σ. 77.
21. Παντελής
Pόκκος, «O Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, βιογραφικόν σημείωμα», περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τεύχ. 34 (1951), σ.
66-67.
*Τα στοιχεία
είναι από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου Το μεγάλο ΄’αλμα: Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης που κυκλοφόρησε το
1997 από τις εκδόσεις «Καστανιώτης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.