του Μανόλη Λαμτζίδη
Γράφοντας το
κείμενο αυτό για τα «Απολυμαντήρια» της Καλαμαριάς, έναν τόπο ιστορικής μνήμης,
τόπο μαρτυρίου, ταπείνωσης και θανάτου, αισθάνομαι ότι ξεπληρώνω βαρύ χρέος προς τους
δύο πρόσφυγες παππούδες μου, το Μανόλη, από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης
και τον Κώστα από τον Πόντο και τις οικογένειές τους.
Ο Κώστας
Λαμψίδης (Λαμτσίδης ή Λαμτζίδης) ένα από τα πέντε παιδιά του Νεοκλή Λαμψίδη και
της Ουρανίας Μανουσακίδου. Τα υπόλοιπα ήταν η Ευφημία, ο Ευγένιος, ο Παναγιώτης,
ο Γεώργιος και ο Σωκράτης.
Μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια του Νεοκλή Λαμψίδη, από το Λιμάνι του
Βατούμ, με μία στάση στην Κωνσταντινούπολη έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά και
από εκεί στις 29 Μαϊου του 1920 αποβιβάστηκαν το Μικρό Καραμπουρνού.
Η υποδοχή στην ακτή
Στην ακτή,
τους περίμενε ένα μηχάνημα κοπής-κουρέματος, που προοριζόταν για τα μουλάρια
του στρατού. Όσοι κατέβαιναν περνούσαν από το μηχάνημα αυτό. Κάθονταν σε μία
σαπιοκαρέκλα, και ένας στρατιώτης που το χειριζόταν κινούσε με το πόδι του το
μηχανάκι και τους κούρευε «γουλί».
Οι γυναίκες
φώναζαν και έκλαιγαν, αλλά κανένας δεν έδινε σημασία.
Μετά το κούρεμα , η «απολύμανση»
Μετά το
κούρεμα δύο παράγκες είχαν σειρά, το «Λουτρό» και το «Απολυμαντήριο» για την
απολύμανση των ρούχων και των οικοσκευών.
Άλλωστε, η
περιοχή πήρε το όνομα από εκεί, αν και, κατά μία άλλη εκδοχή ονομάζονταν
«Λοιμοκαθαρτήρια», γιατί εκεί θα αντιμετωπίζονταν οι κίνδυνοι μετάδοσης
«λοιμωδών νόσων».
Οι πρόσφυγες
αυτής της κατηγορίας θεωρούνταν ως ύποπτοι
φορείς μετάδοσης λοιμωδών ασθενειών. Γι΄αυτό παρέδιναν τα ρούχα τους
στον κλίβανο και έμπαιναν στο λουτρό, όπου πλενόντουσαν με κρύο νερό, χωρίς σαπούνι,
μόνο με ένα υγρό καφέ χρώματος, με το οποίο αλείφονταν στο κεφάλι.
Από την άλλη
πλευρά τους περίμεναν τα ρούχα μισά καμένα, τα παπούτσια «σκεβρωμένα», άχρηστα,
οι ζώνες των παντελονιών το ίδιο. Σέρνονταν ξυπόλητοι άντρες και γυναίκες.
Οι άντρες
κρατούσαν τα παντελόνια τους, οι γυναίκες έσκυβαν τα κεφάλια τους ταπεινωμένες.
‘Όταν
νύχτωσε, έφτασαν στρατιωτικά καμιόνια και τους μετέφεραν σα ψωριασμένα ζώα
νηστικούς και εξαθλιωμένους από το Μικρό Καραμπουρνού στους θαλάμους της Καλαμαριάς,
στη συρματόφρακτη καραντίνα, στον τόπο του μαρτυρίου, της ταπείνωσης και τους
βασανιστικού θανάτου.
Η οικογένεια του γιατρού Κώστα Αλεξιάδη
Ο
γιατρός Κώστας Αλεξιάδης, που υπηρετούσε
σαν γιατρός στον Οθωμανικό στρατό το 1920 έρχεται στην Ελλάδα με την σύζυγό του
Μαρίκα κα τα δυο του παιδιά τον Ιωακείμ ( Μάκη) 5 ετών και τον Μενέλαο 2 ετών,
το γνωστό μετέπειτα Δήμαρχο Καλαμαριάς, και εμβληματική φυσιογνωμία της τοπικής
αυτοδιοίκησης, που πέθανε πρόσφατα.
Διορίζεται
επαρχιακός γιατρός στην Νάξο, όπου γεννιέται τρίτος γιος τους Ορέστης και παίρνει μετάθεση στη Θεσσαλονίκη, όπου
αναλαμβάνει γιατρός της προσφυγιάς στο Προσφυγικό Ιατρείο του Συνοικισμού της
Καλαμαριάς και από τα μέσα του 1921 Διευθυντής του «Λοιμοκαθαρτηρίου» (“Kαραντίνας”) του Μικρού Εμβόλου.
Η
οικογένεια Αλεξιάδη διαμένει τον
ελεύθερο χρόνο στο ειδικό σπίτι για τον Διευθυντή του Λοιμοκαθαρτηρίου. Τα τρία
παιδία της οικογένειας έζησαν από κοντά το δράμα των προσφύγων.
Η ιστορία του Έλληνα
διπλωμάτη Θωμά , και του έρωτα της κόρης
του Βαλεντίνης με τον Ουϊλλιαμ
Από
αφηγήσεις των ντόπιων σώζεται η ιστορία του διπλωμάτη Θωμά της Βαλεντίνης και του Ουϊλλιαμ.
Η
Βαλεντίνη μετά τον ερχομό της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη από το Λονδίνο, όπου
εργαζόταν ο πατέρας της οικογένειας, το 1920,
καθώς γνώριζε τρείς ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά)
προσλήφθηκε στα «Απολυμαντήρια» ως υπάλληλος.
Ο Γεώργιος Λαμψίδης |
Με
την ιδιότητά της αυτή εργάστηκε εκεί με συνέπεια, μεθοδικότητα και πολλή αγάπη
για τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες, όταν κατέφταναν με τα πλοία κατά
εκατοντάδες.
Σε
έγγραφό της που απηύθυνε στην Ελληνική κυβέρνηση, η Βαλεντίνη ανέφερε ότι από τα «Απολυμαντήρια» είχαν
περάσει 260.000 ψυχές από τον Πόντο, 50.000 ψυχές από την Ανατολική Τουρκία,
και 25.000 ψυχές από τα παράλια της Τουρκίας, όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι, δηλαδή
σύνολο 335.000 άτομα !
Στα
«Απολυμαντήρια» συνάντησε τον παλιό της έρωτα από το Λονδίνο, τον ταγματάρχη
Ουίλλιαμ, αξιωματικό του Βρετανικού Στρατού, με τον οποίο παντρεύτηκε και έφυγε
για το Λονδίνο.
Τον
Αύγουστο του 1970 με τα τρία παιδιά τους το ζευγάρι επισκέφτηκε τον τόπο, όταν
άρχισε η κατεδάφιση των «Απολυμαντηρίων» και πήρε σα «σουβενίρ» το γραφείο, όπου
εργαζόταν η Βαλεντίνη, όπως και έγινε.
Έτσι,
το ίδιο χρονικό διάστημα, στα «Απολυμαντήρια», τρείς διαφορετικές οικογένειες,
οι Αλεξιάδηδες, οι Λαμψιδαίοι και η οικογένεια του Διπλωμάτη Θωμά έγραψαν τις
δικές τους προσωπικές ιστορίες. Πολύ πιθανόν να είχαν συναντηθεί, να είχαν
συνεργαστεί, να είχαν βοηθήσει ο ένας τον άλλο!
«Καραντίνα» ή
«Απολυμαντήρια»: Ιστορική διαδρομή
Η
“Kαραντίνα”
–διαφορετικό όνομα των «Απολυμαντηρίων»- μέχρι το 1916 λειτουργούσε στην περιοχή του
Μπαξέ Τσιφλίκι (σήμερα Νέοι Επιβάτες), όταν και μεταφέρθηκε στο μικρό
Καραμπουρνού.
Η
μετεγκατάσταση θεωρήθηκε σκόπιμη για καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών των
στρατευμάτων της «Ανταντ» που πολεμούσαν στο Μακεδονικό Μέτωπο, στον Α
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από
το 1920 μέχρι τον Αύγουστο του 1922 Έλληνες Πόντιοι (Καυκάσιοι) επιβιβάστηκαν
από το Βατούμ – μεταξύ των οποίων και η οικογένεια του παππού μου – και ήρθαν
με πλοία στην Ελλάδα.
Καραβιές
προσφύγων καταφθάνουν στο σημείο εκείνο και περιμένουν να αποβιβάσουν τους
εξαθλιωμένους πρόσφυγες.
Τεράστιες
ξύλινες μαούνες κατασκευασμένες από κορμούς δέντρων , με χωρητικότητα πάνω από
200 άτομα μετέφεραν τους πρόσφυγες από τα πλοία στο κεφαλόσκαλο της «σκάλας»
των Απολυμαντηρίων. Εκεί σε ένα σιδερένιο βάθρο έδεναν οι μαούνες προκειμένου
να διευκολύνεται η αποβίβαση προσώπων και οικοσκευών.
Ένα
χειροκίνητο βαγονέτο «ΝΤΕΚΟΒΙΛ» ένωνε το κεφαλόσκαλο με τους κλιβάνους και με
αυτό γινόταν η μεταφορά από εκεί μέχρι τους κλιβάνους απολύμανσης.
Στο
τέλος της σκάλας , τέσσερα μέτρα από την ακτή ήταν οι τουαλέτες.
Αυτές
ήταν μεγάλοι πάσσαλοι μπηγμένοι στο βυθό της θάλασσας στα ρηχά, στους οποίους
στηρίζονταν ένα ξύλινο δάπεδο με 4 χωρίσματα.
Ο
χώρος των «Απολυμαντηρίων» ήταν περιφραγμένος με σύρμα , ενώ από το μέρος του
γιαλού είχε αφεθεί μία ελεύθερη ζώνη («κοινοχρησία») για τους πολίτες γενικά
και τους λουόμενους γενικότερα. Τα «Απολυμαντήρια» κατεδαφίστηκαν το 1970.
Ήταν
εποχές που εισέβαλε ο νεοπλουτισμός και η ιστορική μνήμη αμβλυνόταν και κάθε τι
που θύμιζε «προσφυγιά» και «δυστυχία» έπρεπε να εξαφανιστεί!
Μέχρι
τότε λειτουργούσαν σαν απολυμαντήρια του Υπουργείου Υγείας , χωρίς να
παρουσιάζουν ιδιαίτερη κίνηση. Ο τελευταίος που εκτελούσε καθήκοντα φύλακα στην
περιοχή και χειριστή των κλιβάνων ήταν ο μπαρμπα-Αναστάσης Αναστασιάδης από την
Προύσα
Το δράμα των προσφύγων
διασταυρώνεται με το δράμα των Ελλήνων Εβραίων
Το
καλοκαίρι του 1942, στην καρδιά της Γερμανικής κατοχής, οι γερμανικές αρχές
μάζεψαν χιλιάδες Εβραίους της Θεσσαλονίκης, 40.000 με 45.000, άνδρες, γυναίκες
και παιδιά , τους οδήγησαν πεζούς φορώντας το κίτρινο άστρο του Δαβίδ στο πέτο,
μέσα από την οδό Κουρί-Κατιρλί (τη σημερινή Ιωάννη Πασαλίδη) στα
«Απολυμαντήρια».
Εκεί
τους απολύμαναν, τους ανάγκασαν να επιστρέψουν πεζοί στην πόλη, και «καθαρούς»
τους φόρτωσαν από τον παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, στα τρένα με προορισμό τα
γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ή και τους τόπους εκτέλεσης καταναγκαστικών
έργων στη Μακεδονία!
«Λίγο κιχ, λίγο κιχ» :
Τραύμα ανεπούλωτο
Η
αρρώστια που θέριζε τότε ήταν η τρομερή ελονοσία, ο «ψύχον», όπως έλεγαν οι Πόντιοι
. Άρχιζε με έντονη τρεμούλα, αίσθηση
ψύχους και , στη συνέχεια, ανέβαινε , ο πυρετός στους 38,39 ή και 40 βαθμούς,
που έκανε τους ασθενείς να παραμιλάνε και στο τέλος να πεθαίνουν.
Η
ειρωνεία της τύχης είναι ότι κάθε τόσο τους απολύμαιναν για να μη μεταδώσουν
τις ασθένειες που πιθανόν έφερναν μαζί τους οι πρόσφυγες, αλλά πέθαιναν
εξαιτίας των αδιανόητων συνθηκών «φιλοξενίας» στην πατρίδα.
Σε
κάθε θάλαμο ακούγονταν βογκητά. Κάθε οικογένεια είχε και ένα θύμα τουλάχιστον .
Οι νεκροί, τυλιγμένοι σε κουβέρτες , μεταφέρονταν από τους συγγενείς ή από τους
«συγκατοίκους» στο «νεκροδωμάτιο» , που ήταν στην άκρη του στρατοπέδου .
Κάθε
πρωί και κάθε μεσημέρι έρχονταν ένα κάρο της Δημαρχίας και φόρτωνε τις σορούς
για άγνωστο προορισμό. Ένας σαραβαλιασμένος θάλαμος με βρώμικα κρεβάτια και
κουβέρτες έπαιζε το ρόλο του νοσοκομείου.
Ήταν
διαρκώς γεμάτος από άρρωστους, σκελετωμένους και κατακίτρινους ασθενείς , που
σε λίγες μέρες πέθαιναν για να δώσουν τη θέση τους στους επόμενους.
Από
τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1920 είχαν αποδεκατιστεί από τον «ψύχω» ολόκληρες
οικογένειες . Οι στατιστικές αναφέρουν ότι στην Καλαμαριά πέθαναν 20.000 με
22.000 άνθρωποι .
Ένα
πένθιμο πρωινό, η οικογένεια Λαμψίδη μετέφεραν το μικρότερο παιδί της
οικογένειας, το Σωκράτη , αθώο θύμα της ανήκουστης τραγωδίας των θαλάμων της
Καλαμαριάς.
Είχε
αποσκελετωθεί από τον πυρετό της ελονοσίας, είχε μείνει «μια φούχτα κόκκαλα»
και πονούσε φοβερά από δύο μολυσμένες ενέσεις κινίνης που του είχαν γίνει.
Ο
Σωκράτης σφάδαζε από τους πόνους όλη τη νύχτα και μαζί του ξενυχτούσε όλη η
οικογένεια. «Λίγο κιχ, λίγο κιχ» έλεγε κάθε τόσο και εννοούσε το κρέας. Μετά, ‘έσβησε.
Η
μητέρα του τον τύλιξε σε μία κουβέρτα . Τον μετέφεραν στο «νεκροδωμάτιο» . Όταν
μισάνοιξαν την πόρτα είδαν αμέτρητους νεκρούς. Στοιβαγμένους, που είχαν φράξει
την είσοδο . Η σορός του Σωκράτη εναποτέθηκε πάνω στις σορούς. Κανένας, ποτέ
δεν έμαθε που θάφτηκε ο Σωκράτης , όπως και τόσοι άλλοι νεκροί.
Γράφει
, ο επιζήσας αδελφός του Γεώργιος Λαμψίδης (δημοσιογράφος και συγγραφέας του «Τοπάλ Οσμάν»), αδελφός
του παππού μου Κωνσταντίνου:
«…Οι
θάλαμοι της Καλαμαριάς, τόσα χρόνια μετά με κυνηγούν σαν τραύμα ανεπούλωτο, μου
ταράζουν τη γαλήνη καρφωμένοι στο μυαλό μου….»
Επίλογος
Ο
κάθε ένας και η κάθε μία ας κάνει το χρέος του, όπως μπορεί απέναντι στους
ανθρώπους αυτούς, τους πρόσφυγες του τότε, έχοντας το μυαλό μας και στους
πρόσφυγες του σήμερα μη λησμονώντας ότι την προσφυγιά τη γεννάει ο πόλεμος.
Αλλά
είναι επιτακτικό καθήκον τον τόπο αυτό, που σήμερα εκτείνεται στα δυτικά της
«Πλάζ Αρετσούς» και του Δημοτικού Κινηματογράφου «Αργώ» - προς την πλευρά της
Θεσσαλονίκης- να τον ανακηρύξουμε τόπο ιστορικής μνήμης, ένα «Έλις Αϊλαντ» της
Καλαμαριάς, να ανεγείρουμε ένα μνημείο αφιερωμένο στους πρόσφυγες, να κτίσουμε
ένα Μουσείο και ένα εκθετήριο , επισκέψιμα από
όλους τους πολίτες και ιδιαίτερα από τους μικρούς μαθητές , ώστε να μην
ξεχνούν μέσα από πόσες δυσκολίες, πόσο πόνο και πόση δυστυχία γεννήθηκε η
σημερινή Ελλάδα και να διδάσκονται πως ο πόλεμος δεν είναι «πατήρ πάντων», αλλά
πατέρας της απέραντης δυστυχίας και ανείπωτης φρίκης.
Το
άρθρο αυτό στηρίχθηκε σε πολύτιμες μαρτυρίες και πληροφορίες του Ηρακλή Μαστρογιαννάκη, Προέδρου του
Συλλόγου Κατιρλιωτών «’Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», του Βλάση Κελεμένη , που έγραψε το πόνημα «Στο Μικρό Καραμπουρνάκι
κτισθήκανε τα Απολυμαντήρια το 1916» και της Ουρανίας Λαμψίδου (Λαμτζίδου ή Λαμτσίδου) , κόρης του Γεώργιου,
και συγγραφέα του Βιβλίου «Η
αυτοβιογραφία του πατέρα μου» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης ,Αθήνα 2014).
Τους ευχαριστώ πολύ!
δρομοι που περασα δρομοι
ΑπάντησηΔιαγραφή