Η Δώρα Κουλμανδά που κηδεύεται σήμερα Παρασκευή στις 13.00 στα νεκροταφεία του δήμου Ζωγράφου, πήρε ενεργό μέρος στους αγώνες του «114» πριν εξοριστεί στη Γυάρο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1969 στη «Δίκη των 17» του ΠΑΜ στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε και σπούδασε, καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο σε κάθειρξη 7 ετών για να αποφυλακιστεί με γενική αμνηστία το 1973.
Θέμα της ομιλίας ήταν "οι γυναίκες στον αντιδικτατορικό αγώνα" και στη διάρκειά της, είχε δώσει πειστικές απαντήσεις σε μερικά καίρια ερωτήματα που ισχύουν μέχρι σήμερα, όπως: Πως φτάσαμε στο πραξικόπημα του 1967, ποιοι υπέστησαν τη δικτατορία, ποιοί αντιστάθηκαν, πόσο μεγάλο ήταν το εύρος της αντίστασης στο συνολικό πολιτικό φάσμα. Κι επίσγς, τι κάνει επίσης έναν άνθρωπο βασανιστή.
Από αριστερά: Ασπασία Καρά, Γεωργία Σαρηγιαννίδου, Δώρα Κουλμανδά-Καλλιπολίτη |
Η ομιλία
Παραθέτουμε στη συνέχεια ολόκληρη την ομιλία που αποτελεί ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο:
Καλησπέρα, φίλοι και φίλες!
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί τι νόημα έχουν οι βιωματικές αναφορές, ύστερα από τόσα χρόνια. Θα ‘λεγε κανείς πως σαράντα χρόνια μετά μεγαλύτερη σημασία και χρησιμότητα έχουν άλλα πράγματα. Οι ιστορικές αναφορές, οι εκτιμήσεις για τα γεγονότα, πολιτικές και όχι μόνο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη συγκεκριμένη πολιτική εκτροπή, στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με κυρίαρχα τα ερωτήματα Πώς φθάσαμε ως εκεί, Πώς δε θα ξαναφτάσουμε, Ποιοι υπέστησαν τη δικτατορία, εκτός από την Ελλάδα την ίδια, φυσικά, Ποιοι αντιστάθηκαν, Πόσοι αντιστάθηκαν, Πόσο μεγάλο ήταν το εύρος της αντίστασης, όχι αριθμητικά αυτή τη φορά, αλλά στο συνολικό πολιτικό φάσμα; Τι κάνει επίσης έναν άνθρωπο βασανιστή, ποιες συνθήκες τον διαμορφώνουν, τι τον αφιονίζει και τι κάνει έναν άνθρωπο να λέει «Όχι! Δε θα μου πείτε πως θα ζήσω τη ζωή μου, πως θα ονειρευτώ.»;
Δεν αγνοώ και δεν παραβλέπω, βέβαια, τις πολιτικές πεποιθήσεις και την προσωπική ή συλλογική συμμετοχή του καθενός ή καθεμιάς, την ένταξη που δίνει στόχους και προοπτική. Μιλώ για την προσωπική αναμέτρηση με την επιβολή, την αναμέτρηση του καθενός και της καθεμιάς και δεν αναφέρομαι μόνο στα βασανιστήρια και τις όποιες ταλαιπωρίες.
Η διερεύνηση, η ανάδειξη όλων αυτών των παραμέτρων είναι ίσως η πιο σημαντική, έχει μεγαλύτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, μπορεί να οδηγήσει και σε κάποια συμπεράσματα. Αλλά, καταλήγω, συζητώντας με τον εαυτό μου: η προσωπική μαρτυρία έχει τη δική της σημασία, γιατί και αυτή, με τα σκληρά ή τα λιγότερο σκληρά στοιχεία, βοηθάει στη διατήρηση της μνήμης, της ιστορικής μνήμης, την οποία οφείλουμε να διαφυλάξουμε.
"Οφείλουμε να πούμε αυτά που ζήσαμε"
Συνέβησαν χθες όλα αυτά, είναι στιγμές της δικής μου ζωής. Ορίζουν και καθορίζουν πλευρές της παρούσας κατάστασης, του σήμερα. Είναι αυτό που λέμε στα παιδιά των Γυμνασίων και των Λυκείων που επισκέπτονται τα γραφεία του Συνδέσμου στην Αθήνα. Οφείλουν να ξέρουν και κυρίως οφείλουμε να πούμε αυτά που ζήσαμε. Για να μη τα δούμε αύριο μεθαύριο ως ανύπαρκτα, ουδέποτε γενόμενα, ή σε μια εκδοχή που δε θα αναγνωρίζουμε τα γεγονότα ούτε καν τον εαυτό μας. Η προσωπική μαρτυρία μπορεί να σταθεί αντιμέτωπη στην απώλεια της μνήμης, στην απώθησή της, αντιμέτωπη στην παραχάραξη της ιστορικής μνήμης.
Η σύλληψη.
Η στιγμή της σύλληψης δεν έχει τίποτε το ηρωικό. Ένα απότομο σταμάτημα, μια ανακοπή της ζωής. Γι’ αυτό το σταμάτημα θέλω να μιλήσω κυρίως. Τι σημαίνει αυτή η βίαιη αναστολή της ζωής τόσων ανθρώπων, της κοινωνικής, της επαγγελματικής, της πολιτικής, της οικογενειακής τους ζωής; Τι σημαίνει αυτή η ανατροπή για χιλιάδες πολίτες, για χιλιάδες αγωνιστές, για χιλιάδες ανθρώπους, που είχαν πάρει και είχαν δώσει οι ίδιοι τα πάντα; Που κυνηγήθηκαν, που τους έθεσαν ή προσπάθησαν να τους θέσουν στο περιθώριο της ζωής; Που επιβίωσαν, που έζησαν μέσα στο άγριο μετεμφυλιακό κλίμα και προσπάθησαν να ξαναστήσουν τις ζωές τους, να ορθοποδήσουν, να ξαναελπίσουν να ζήσουν μέσα στη νομιμότητα;
Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η ανατροπή για ένα νέο άνθρωπο; Όταν με συνέλαβαν δεν είχα κλείσει τα είκοσι ένα. Κάτι σκεφτόμουνα, κάτι ήθελα να κάνω, είχα μιαν άποψη για τον κόσμο, στον οποίο ήθελα να ζήσω. Κουβαλούσα τις οικογενειακές μου καταβολές, τις μνήμες μιας δύσκολης όσο και ηρωικής περιόδου: Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος. Κουβαλούσα τις άμεσες συνέπειές τους , στην οικογένειά μου και σε μένα προσωπικά.
Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός πρόσφυγας. Τον γνώρισα στα τριάντα μου. Ήμουνα Λαμπράκισσα και τριτοετής φοιτήτρια στην Αγγλική Φιλολογία, υπότροφος. Είχα τα ενδιαφέροντά μου, τις ανησυχίες μου, τη συμμετοχή μου, τα όνειρά μου. Ξαφνικά αυτή η ανατροπή: βρέθηκα εξόριστη στη Γυάρο και μετά φυλακισμένη. Εξίμισι χρόνια! Εξίμισι χρόνια, και έξω ο κόσμος να εξακολουθεί να υπάρχει, να ζει, να κινείται. Γράφονται βιβλία, τραγούδια, γυρίζονται ταινίες, ξεσπούν κινήματα, κυκλοφορούν ιδέες. Νέα πράγματα σημαντικά και μη. Και συ μέσα, μακριά από όλα αυτά που συμβαίνουν έξω, πράγματα που σε ενδιαφέρουν και σε καίνε.
Το καλοκαίρι του ’67 θα πηγαίναμε με το Βασίλη[1] για δύο μήνες στο Εδιμβούργο. Όταν ήρθε η έγκριση της αίτησής ήμασταν στη Γυάρο. Τα γεγονότα τρέχουν, και συ είσαι μέσα. Μπορεί αν ήσουν έξω κάτι να έκανες και συ. Να συμμετείχες, να έπαιρνες μυρουδιά, μπορεί και όχι. Μπορεί σε κάτι απ’ όλα αυτά, μπορεί σε τίποτα. Αλλά θα το είχες αποφασίσει εσύ, με τη δική σου επιλογή και τις δυνατότητές σου.
Σε αναγκάζουν να ζεις στο κενό
Σε βάζουνε στην άκρη. Σε αναγκάζουν να ζεις κάποια χρόνια τη ζωή σου στο κενό, ερήμην του κόσμου, στον οποίο εσύ ανήκεις. Ε, αυτό το δικαίωμα δεν το είχαν! Δεν είχαν κανένα δικαίωμα να «βάλουν τη χώρα στον πάγο», δεν είχαν κανένα δικαίωμα να αναστείλουν τις ζωές μας, να μας «βάλουν στον πάγο». Θα δανειστώ, για να κλείσω αυτό το θέμα, ένα σχόλιο της Νατάσσας[2]για το ποίημά της «Κατάσταση Πολιορκίας», το οποίο χαρακτηρίζει ένα πολιτικό ξέσπασμα. Το θέμα του ποιήματος είναι η απώλεια: η απώλεια του αγαπημένου προσώπου, της ελευθερίας, της καθημερινής ευτυχίας, του Παραδείσου. Θέματα βασικά για την ανθρώπινη υπόσταση.
Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω να πω ότι τα χρόνια της κράτησης ήταν χαμένα. Ήταν χρόνια γεμάτα συντροφικότητα αλλά και κάποιων εντάσεων, λιγότερο στις γυναικείες φυλακές. Οργανώσαμε τη ζωή μας, βοηθήσαμε η μία την άλλη, κάναμε τα μαθήματά μας, τραγουδούσαμε, γνωριστήκαμε, είχαμε τις πλάκες μας, τα μικρά καθημερινά προβλήματα, αγαπηθήκαμε, δεθήκαμε. Ήταν χρόνια γεμάτα, ήταν τα χρόνια που ο καθένας και η καθεμιά επιβεβαίωνε τη δική του, τη δική μας πια προσωπική αντίσταση στην επιβολή, ήταν ο τρόπος να πολεμήσεις τον εγκλεισμό ως φρονηματισμό. Ήταν η προσπάθεια που έκανε ο καθένας, είτε μέσα από τη συλλογικότητα είτε μέσω κάποιου απομονωτισμού, να συμμετέχει στα μέσα και στα έξω. Ήταν ο τρόπος να απαντήσουμε στη βία, οι «ανθρώπινες» στιγμές μας, για να μη δεχτούμε το «σταμάτα!».
Δυο λόγια για την ιστορία. Θέλω να πω ότι μιλώ ως κρατούμενη ανεξαρτήτως φύλου. Το γυναικείο στοιχείο θα φανεί στην πορεία, ως κρατούμενη, ως Δώρα, ως δρων πολιτικό άτομο, που συνελήφθη και πέρασε κάποια χρόνια στη φυλακή. Γιατί για τους κρατούντες κατ’ αρχήν δεν υπήρχε διαχωρισμός.
Το ξάφνιασμα
Όταν έγινε η δικτατορία, την οποία δεν περιμέναμε, μας βρήκε ένα ξάφνιασμα. Και θα έλεγα ένα ξάφνιασμα όχι μόνο για τους παλιούς αλλά και για τους πιο νέους ανθρώπους, που είχαμε τη συμμετοχή μας τη συγκεκριμένη αλλά και κουβαλούσαμε διάφορα ακούσματα και εμπειρίες από το παρελθόν. Γίνεται λοιπόν η δικτατορία. Και ακούμε, εκεί που ήμασταν μες στην καλή χαρά και στη νομιμότητα και στη συγκεκριμένη μας δράση την πολιτική, τη συνδικαλιστική, τις ασχολίες μας, ότι έγινε δικτατορία και ότι άρχισαν οι συλλήψεις: «πιάσαν τον τάδε, πιάσαν το τάδε…». Διάχυτες μέσα μας η απορία του τι γίνεται και η αμηχανία του τι κάνουμε .
Εμένα με συνέλαβαν τη δεύτερη μέρα. Τη δεύτερη μέρα λοιπόν στο κρατητήριο είδα και αυτό που έλεγε και ο Βασίλης στην ταινία που είδαμε στο βίντεο, ότι σε κάποια τμήματα, όπως στο Εύοσμο, είχανε κτυπήσει κρατούμενους. Και ήτανε πάλι το κενό αυτό που κυριαρχούσε, θέλω να δώσω ένα προσωπικό στοιχείο, δεν ήταν οι συλλήψεις μόνο. Τι γίνεται; Πού πάει; Πόσο πάει; Πού σε πάνε; Τι θα σε κάνουνε; Και αυτό νομίζω είναι γενικό και κάτι περισσότερο για ένα νέο άνθρωπο.
Κάποια στιγμή, σε μία βδομάδα, έρχεται η κλούβα και μας κατευθύνουν προς τα αρματαγωγά. Εγώ, ως κρατούμενη μέχρι εκείνη την ώρα στο κρατητήριο, είχα δει δέκα ανθρώπους. Στο ίδιο κρατητήριο και η φίλη μου και συμφοιτήτριά μου η Λίτσα. Πηγαίνοντας προς το αρματαγωγό με την κλούβα καταφθάσανε ταυτόχρονα και κλούβες από άλλα μέρη της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας. Θυμάμαι, όπως έβγαινα εγώ, ανέβαινε στο αρματαγωγό ο Παναγιώτης, που τον αναγνώρισα από πίσω.
Στο αρματαγωγό
Μέσα στο αρματαγωγό, ένα κενό απίστευτο. Επίσης η πρώτη αίσθηση της έκτασης των συλλήψεων. Διότι εκεί έκαναν τον διαχωρισμό οι κρατούντες, π.χ. τα γυναικόπαιδα και οι αναξιοπαθούντες στις κουκέτες. Και βρίσκεσαι πρώτη φορά με την έκταση και το εύρος των συλλήψεων. Βλέπεις ανθρώπους μεγάλους, υπέργηρους από την επαρχία, με την όποια πολιτική συμμετοχή, γυναίκες χτυπημένες επίσης, κοπέλες που τις είχαν συμβουλέψει παλιότερα στα κρατητήρια να βάλουν διπλά και τριπλά εσώρουχα, γιατί δεν ήξεραν πότε θα μπορέσουν να πλυθούν. Πράγματα που τα ακούγαμε, τα είχαμε διαβάσει, αλλά τότε τα βλέπαμε για πρώτη φορά.
Και αρχίζει και το ψου-ψου των παλαιότερων. Στην αρχή από ένα φως που έμπαινε, από μιαν αχτίδα, «σαν να πηγαίνουμε ανατολικά», ύστερα « πάμε δυτικά, τη γλιτώσαμε, πάμε Αϊ –Στράτη!». Τα πρώτα σκιρτήματα αισιοδοξίας μέσα μα πως τα πράματα δε θα είναι τόσο άσχημα. Λάθος. Πηγαίναμε στις Ελευθερές, στο λιμάνι, για να πάρουμε και άλλους από Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Μετά ρότα προς το νότο. Πάμε Γιούρα, πάμε Μακρόνησο; Τελικά φθάνουμε, στα Γιούρα, βέβαια. Φθάνουμε και βλέπουμε μπροστά-μπροστά δύο καλούς συντρόφους, που βρέθηκαν ως δια μαγείας μπροστά για να προλάβουνε ως πιο έμπειροι το πρώτο «πατιρντί» αντιμετώπισής μας από τις Αρχές.
Στη Γυάρο
Στη Γυάρο λοιπόν. Όταν έπεσε ο καταπέλτης, είδαμε τη Γυάρο. Η πρώτη εικόνα που έχω από το νησί είναι τα ανθισμένα μπούζια, αυτά τα παχύφυλλα φυτά που βγάζουν το μοβ το ανθάκι και φυτρώνουν παντού. Ένα μαβί πράγμα πέρα ως πέρα. Και μετά, όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε, ψηλά είναι άλλοι, οι Αθηναίοι, που είχαν φθάσει πριν από μας. Κι εμείς να προσπαθούμε να δούμε κάποιους γνωστούς.
Όταν βγήκαμε όλοι από το αρματαγωγό πια, φάνηκε ο όγκος αυτών των πρώτων συλλήψεων. Και μετά ήρθαν και τα άλλα αρματαγωγά, κόσμος πολύς. Ένα νούμερο που λέγαμε τότε, ίσως υπερβολικό, κοντά στους 10.000. Δεν ξέρω αν ήταν δέκα, αν ήταν οκτώμισι, αν ήταν εξίμισι. Ήταν όμως άνθρωποι όλων των ηλικιών, το κράτος και το παρακράτος είχαν δουλέψει καλά. Ανασύρανε στην επιφάνεια τους καταλόγους των κομμουνιστών, των «συμμοριτών», των ψηφοφόρων, των «αντεθνικώς δρώντων», των Λαμπρακισσών με τις μαύρες κάλτσες. Γνωστά στελέχη της αριστεράς αλλά και παππούληδες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας, κυρίως από την περιφέρεια, από την ύπαιθρο. Υπέργηροι, άρρωστοι, αρκετοί διπλωμένοι στα δυο. Άνθρωποι που είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση, είχανε ψηφίσει Αριστερά κι εμείς από τη Μακεδονία με τους περισσότερους νεολαίους ανάμεσά μας. «Οι κοπέλες!», μας έλεγαν οι Αθηναίοι, και μας έμεινε το όνομα αυτό. Ακόμη και σήμερα , όταν συναντιέμαι με παλιές συνεξόριστες, με ρωτούν : «είσαι από τις κοπέλες της Θεσσαλονίκης;». Η Λίτσα, η Νίνα, η Έλλη, η Αλίκη, δε θέλω να πω ονόματα, τα ξέρουν αρκετές. Είχαμε και ένα παιδάκι στη Γυάρο, μη το ξεχνάμε, εξόριστο και αυτό, το Μάκη. Το μικρό γιο της Άννας Σολωμού, που προσπαθούσε να καταλάβει πώς τόσοι άνθρωποι, τόσοι παππούδες και τόσες γιαγιάδες βρεθήκανε όλοι μαζί.
Τη ίδια μέρα ή την άλλη μας μαζέψανε σε μια αλάνα, εκεί κοντά που μας είχε αδειάσει το αρματαγωγό, όπου μας περίμεναν στρώματα και άχυρα, για να τα γεμίσουμε . Οι αρχές είχαν κάνει το κουμάντο τους, είχαν προετοιμαστεί. Ήταν και η πρώτη αίσθηση ότι μας είχαν φέρει για να μας κρατήσουν. Η πρώτη κίνηση, των παλαιότερων ήταν να αξιοποιήσουν ένα από τα κτίρια για το πρόχειρο αναρρωτήριο. Εκεί ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την τραγική κατάσταση αρκετών συγκρατουμένων μας: άρρωστοι, ανήμποροι, ξαφνιασμένοι ακόμα, άπλυτοι από τα κρατητήρια, κάποιοι αρκετοί κτυπημένοι. Μην ξεχνάτε ήμασταν τότε πολύ μικρές. Και θέλω να δώσω εδώ και το γυναικείο στοιχείο, όλες οι κοπέλες αυτές τρέξαμε ως πρώτη δύναμη να ψιλοπεριθάλψουμε, να ψιλοκαθαρίσουμε τους μεγαλύτερους και πιο ηλικιωμένους.
Η ζωή στο στρατόπεδο
Και μετά άρχισε η ζωή του στρατοπέδου: συλλογικότητα, καθημερινότητα, προσαρμογή, προσπάθεια αξιοποίησης της χρόνου, συζητήσεις, εκτιμήσεις κτλ. Όλα αυτά μέσα στον αρκετά δύσκολο χειμώνα, κρύο από άποψη καιρικών συνθηκών, στο νησί. Κάθε φορά που σκέφτομαι τη Γυάρο, η εικόνα με τα ανθισμένα μπούζια είναι η πρώτη που μου έρχεται στο νου. Είδα πρόσφατα μια παλιά εξαιρετική εκπομπή της ΕΤ2 για τη Γυναίκα στην Αντίσταση, στη σειρά «Γεννήθηκα Γυναίκα». Μια συντρόφισσα από τις παλιές, μιλώντας για τη σύλληψη, τις ανακρίσεις και όλα τα σχετικά λέει κάπου: «Με πήγαν στο ιταλικό στρατοδικείο, στην Πατησίων. Θυμάμαι στο παρκάκι είχαν ανθίσει οι βιολέτες. Η εικόνα της ζωής που θέλει να κυριαρχήσει στην Αθήνα , να δώσει ελπίδα, να παραμείνει ανέπαφη και ισχυρή, κυρίαρχη και στενή.».
Διακρίνονται από αριστερά, στην πρώτη σειρά οι, Στεφ. Ιωακειμίδης, Αλέξ. Δοϊτσίνης, Γιάννης Γκίνης, Αλεξ. Γκαγκιανάρας, Ασπασία Καρρά, Μιχάλης Γλερίδης, Αλέξ. Ιωσηφίδης, στη δεύτερη σειρά, Αθαν. Καλαϊτζής, Δημ. Γιαννούσης, Χρίστος Νέικος, Αδάμ Δράγας, Χάρης Κουτσουράς, Σταύρος Νάσκος, Σίμος Σελίδης και στην τρίτη οι, Αριστ. Κορσαβίδης, Γεωργία Σαρηγιαννίδου και Δώρα Κουλμανδά. |
Η νέα σύλληψη, τα βασανιστήρια και η φυλάκιση
Μετά το διάλειμμα από τη Γυάρο, που μας άφησαν τις νεολαίισσες και τους νεολαίους τέλη Γενάρη, των Τριών Ιεραρχών, και κάποιο διάστημα ελευθερίας μέσα στη Χούντα, ήρθε η νέα σύλληψη, αυτή τη φορά όχι χωρίς λόγο, τον Αύγουστο. Τα γνωστά. Δε θα σταθώ σε αυτά: Ασφάλεια, απομόνωση, Γ΄ Σώμα Στρατού, ηλεκτροσόκ, απομόνωση, κρατητήριο. Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις, η Ασφάλεια, κατά τη συνήθη πρακτική της, θέλησε να έχει τις τρεις γυναίκες της υπόθεσης που είχαν στήσει, την Ασπασία, τη Γεωργία και εμένα, χωριστά. Η Ασπασία μετήχθη στις Επανορθωτικές Φυλακές, η Γεωργία στο Μεταγωγών, κι εγώ, δεν υπήρχε άλλος χώρος μετά το κρατητήριο, με την κλούβα στα ψηλά-ψηλά, στο Επταπύργιο. Ο λόγος που το αναφέρω ήταν πρώτα η ταραχή του Αρχιφύλακα, καθώς δεν είχε γυναικείο τμήμα: «Πάρτε την από δω!»
Μπαίνοντας στο Επταπύργιο, το πρώτο πράμα που μου ήρθε στο νου ήταν η σκηνή όταν, πέντε, έξι επτά χρονών, με πήγαινε η μάνα μου επισκεπτήριο στο θειο μου. Δεν είχε αλλάξει το Επταπύργιο.
Θέλω ακόμη να πω δυο λόγια, που ίσως είναι και τα μόνα από μια άποψη που έχουν πιο άμεση σχέση με αυτό που λέμε «διαφορά γυναίκας» ή «το γυναικείο ζήτημα» ή «γυναίκα κρατούμενη». Και δε θα το πω για τις πολιτικές κρατούμενες. Θα το πω για τις ποινικές. Διότι η συνεύρεση που είχαμε, η συμβίωση στις φυλακές της Κασσάνδρου, στις Επανορθωτικές στη Θεσσαλονίκη και, με κάποια πρόφαση, σε χωριστές πτέρυγες στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού, ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Ένα πολύ μεγάλο «Ευχαριστώ!» γι’ αυτές τις γυναίκες, για τη βοήθεια που μας πρόσφεραν, όπου και όσο μπορούσαν, για την αγάπη, για την εκτίμηση και για το σεβασμό που μας έδειξαν . Σεβασμό που η πολιτεία πάρα πολύ άργησε να τον δείξει, όσο τον έδειξε.
Οι γυναίκες πολιτικές κρατούμενες
Οι γυναίκες αυτές, πέρα από τη βοήθεια που πρόσφεραν στο μυαλό μας, στην ψυχή μας, στις αναλύσεις μας, χωρίς να ξέρουν βέβαια οι ίδιες ότι την πρόσφεραν, μας ώθησαν να έρθουμε σε επαφή με καταστάσεις τις οποίες δεν ξέραμε. Ακόμη και όσες, στην όποια σύντομη ή πιο μακροχρόνια ενασχόλησή τους με τα κοινωνικά προβλήματα, με τα πολιτικά , είχαν σχέση με τέτοια ζητήματα, ωφελήθηκαν από αυτήν την άμεση ανθρώπινη επαφή με γυναίκες που δεν είχαν πολιτικά ενδιαφέροντα, που δεν είχαν πολιτικό περίγυρο , που δεν είχαν ενδιαφέροντα κοινωνικά, αλλά η καταπίεση από την κοινωνία, το κράτος τη θρησκεία, το σύζυγο, το νόμο, την εξουσία, την πολιτική, τα πάντα, τις οδήγησε στη συντριβή. Μολονότι μικρή, ήμουν σπουδαγμένη κοπέλα, φοιτούσα στο Πανεπιστήμιο. Όμως αν μου έλεγε κανείς ότι έτσι φθάνει κάποιος στον παραβατισμό, έτσι φθάνει μια γυναίκα στο φόνο, έτσι αντιδρά στο φόνο και στην καταδίκη, δε θα τον πίστευα. Αργότερα, όταν είδα την Αναπαράσταση του Αγγελόπουλου, τη θεώρησα τη σημαντικότερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.
Θα κλείσω επιστρέφοντας στο δικό μου πρόβλημα. Ποια αξία έχουν οι προσωπικές μαρτυρίες; Την έχουνε, την έχουνε και για μας, την έχουνε και για τους νεότερους. Πριν από λίγο αναφέρθηκα στην επίσκεψη των μαθητών των Γυμνασίων και των Λυκείων στα γραφεία του Συνδέσμου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αντιστασιακών, δηλαδή στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου βρίσκονται τα γραφεία του Συνδέσμου μας. Βλέπω πως και αυτά τα παιδιά έχουν την ανάγκη να μάθουνε, έχω κι εγώ την ανάγκη να τους πω ότι αυτά και αυτά γίνανε και πρέπει να τα ξέρετε.
Πριν από δέκα ή δεκαπέντε μέρες, ήρθε ένα Γυμνάσιο από δω, από τη Θεσσαλονίκη[3], επίσκεψη στα γραφεία του Συνδέσμου. Τα παιδιά ήταν κουρασμένα, είχαν πάει στην Ακρόπολη κτλ, δεν έγινε η συζήτηση που θα θέλαμε όλοι, αυτά εμείς και οι συνοδοί τους, οι εκπαιδευτικοί. Θα σας πω τι κρατώ από αυτή την επίσκεψη. Ένα από τα παιδιά, αγόρι ή κορίτσι δεν το είδα, έγραψε στο βιβλίο: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, for ever rock!». Δεν ξέρω πόσο ξέρει ότι το ροκ ήταν και είναι κίνημα αμφισβήτησης, αρκεί να το αισθάνεται, και θέλω να πω σ’ αυτόν το μαθητή ή σ’ αυτή τη μαθήτρια: «Είσαι μέσα! Κι εμείς θα είμαστε εκεί για να τα λέμε, τις μνήμες, τα καθημερινά και τα σημερινά…»
__________________________________________
[1] Εννοεί το Βασίλη Καλλιπολίτη, το γνωστό δικηγόρο που έφυγε τόσο πρόωρα απ’ τη ζωή, συμφοιτητή-συναγωνιστή και σύζυγό της.
[2] Εννοεί την ποιήτρια Νατάσσα Χατζηδάκη, την ποιητική σύνθεση της οποίας «Κατάσταση Πολιορκίας» μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
[3] 4ο Γυμνάσιο Συκεών Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.