Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Μια εξαιρετική εκδήλωση για τη συμμετοχή της Επανομής στην Εθνεγερσία του 1821

Με παράλληλη παρουσίαση σχετικού βιβλίου του Σπ. Κουζινόπουλου 


Μια εξαιρετική εκδήλωση για την συμμετοχή της Επανομής στην επανάσταση του 1821 και προς τιμή της επετείου από τον ξεσηκωμό του γένους για την αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς, πραγματοποιήθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Επανομής, με πρωτοβουλία του Δήμου Θερμαϊκού και της τοπικής κοινότητας Επανομής. Στην εκδήλωση, παρουσιάστηκε και το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Η συμμετοχή της Επανομής στην Επανάσταση του 1821 με ομιλητές τον συγγραφέα και τον ιστορικό του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης Θεοδόση Τσιρώνη.

Εντυπωσιακή ήταν η συμμετοχή δύο εξαιρετικών χορωδιών, του ΚΑΠΗ Επανομής με Χοράρχη την Αργυρή Τζίνα και του Πολιτιστικού Συλλόγου Επανομής με Χοράρχη την Ευτυχία Βογιατζή, οι οποίες έντυσαν μουσικά την εκδήλωση και πλημμύρισαν την αίθουσα με νότες και συγκίνηση!


Χαιρετίζοντας την εκδήλωση ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς Ιουστίνος αναφέρθηκε στην προσφορά του κλήρου για την επιτυχία της Επανάστασης και μίλησε ιδιαίτερα για την Επανομή που ήταν έδρα του Καπιτανικίου της Καλαμαρίας και των Επανομιτών οι οποίοι είναι απόγονοι Αγίων της Χριστιανοσύνης και ηρώων της πατρίδας μας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Ενώ επικρότησε την ιδέα για τη δημιουργία ενός Κέντρου Μελέτης της Ιστορίας του Θερμαϊκού αλλά και την ιδέα που διατύπωσε ο δημοτικός σύμβουλος Θερμαϊκού Γιώργος Νταβέλας για τη δημιουργία μνημείου στο χώρο του ναού του Αγίου Αργυρίου προς τιμή των Επανομιτών που συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821 και θυσιάστηκαν για την Ελευθερία.


Σημαντικός ήταν και ο χαιρετισμός του δημάρχου Θερμαϊκού Θοδωρή Τζέκου που έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη συμμετοχή της Επανομής και γενικά της υπαίθρου Θεσσαλονίκης στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για εθνική παλιγγενεσία, αλλά και στην προσωπικότητα του συγγραφέα του βιβλίου.

 


Η εισήγηση του Σπύρου Κουζινόπουλου

Κάθε 25η Μαρτίου, κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ σε όλους τους αγωνιστές της Εθνεγερσίας του 1821, που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Ιδιαίτερα όμως ο νους μας πηγαίνει στους ήρωες εκείνους που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση στη Μακεδονία. Κι ανάμεσά τους, στους Επανομίτες και τους άλλους Μακεδόνες που έδωσαν τα πάντα στον αγώνα για την εθνική μας ανεξαρτησία.

Γιατί όμως πρέπει να μαθαίνουμε την ιστορία; “Όλβιος όστις ιστορίης έσχεν μάθησιν”, δηλαδή τυχερός όποιος διδάχτηκε ιστορία, έλεγε πριν 2.500 χρόνια ο Αρχαίος τραγικός Ευριπίδης. Και σύμφωνα με ένα γνωμικό, “δεν μπορείς να ξέρεις πού πηγαίνεις, αν δεν ξέρεις από πού ήρθες”. Η ιστορία λοιπόν είναι που μας βοηθά στο να κατανοήσουμε τις αλλαγές και τα γεγονότα που μας οδήγησαν στο σήμερα, καθώς από το παρελθόν προκύπτει το παρόν και στη συνέχεια το μέλλον.

Η ιστορική εξέλιξη του ευλογημένου αυτού τόπου, όπως προκύπτει από τις αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή είναι μακρά. Αρχίζοντας από τα προϊστορικά χρόνια και συγκεκριμένα από την 6η π.Χ. χιλιετία, με τη ζωή στην περιοχή να συνεχίζεται αδιάσπαστη κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή μέχρι σήμερα.

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ ιδιαίτερα στη συμμετοχή των κατοίκων της Επανομής στην εθνεγερσία, που είναι και το θέμα της σημερινής επετειακής μας εκδήλωσης. Περισσότερα για το θέμα αυτό θα βρείτε στις σελίδες του βιβλίου μου.

Το σάλπισμα της παλιγγενεσίας βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Επανομή ο  πληθυσμός της οποίας καταπιέζονταν από τους Οθωμανούς όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά. Από ένα αυτοκρατορικό φιρμάνι που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη στον βεζύρη της Θεσσαλονίκης στις 20 Ιουνίου 1708, μαθαίνουμε ότι οι κάτοικοι του χωριού Επανομή που ανήκε στο δήμο Καλαμαριάς, σε αναφορά που υπέβαλαν, περιέγραφαν την άσχημη γι’ αυτούς κατάσταση που επικρατούσε εξαιτίας της δυσβάστακτης φορολογίας και τα άλλα σκληρά μέτρα της τουρκικής διοίκησης. Έτσι η φλόγα για αντίσταση στον Οθωμανικό ζυγό σιγόκαιγε στα σπλάχνα τους από καιρό. Και όταν ο Εμμανουήλ Παπάς έδωσε το σύνθημα για τον ξεσηκωμό της Χαλκιδικής, στον πατριωτικό αγώνα πήρε μέρος σύσσωμη η Επανομή. Στον αγώνα αυτόν για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας και την αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς, διακρίθηκαν αρκετοί από τους Επανομίτες, όπως οι αγωνιστές Γεώργιος Ιωάννου, ο οποίος ήταν πληρεξούσιος της Χαλκιδικής στην  Α΄ Εθνοσυνέλευση Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ο Χριστόδουλος Θεοδώρου, ο Βασίλειος Αντωνίου, ο Τριαντάφυλλος Κώστα, ο Αγγελής Λάμπρου, ο Αργύρης Βασιλείου κ.α.,

Η απόφαση για συμμετοχή της Επανομής στην Επανάσταση, πάρθηκε μετά την εξέγερση στον Πολύγυρο, στις 17 Μαίου 1821 και όταν πλέον είχαν εισέλθει η ανατολική ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης, η Χαλκιδική και το Άγιο Όρος, με αρχηγό τον Σερραίο οπλαρχηγό Εμμανουήλ Παπά.

Με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Δουμπιώτη, περισσότεροι από 120  Επανομίτες, οπλισμένοι με πρωτόγονα πολεμικά μέσα, ακόμη και με τσεκούρια και στυλιάρια, μαζί με αγωνιστές από τα Βασιλικά, κατευθύνθηκαν προς την χερσόνησο της Κασσάνδρας, όπου ήταν το κέντρο των επιχειρήσεων, με στόχο την περικύκλωση των τουρκικών μονάδων που στάθμευαν στην περιοχή. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της κωμόπολης, που τότε είχε 150-200 σπίτια  κτισμένα σε τέσσερις μαχαλάδες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, πλην των ανήμπορων γερόντων, άφησαν τις εστίες τους για να ακολουθήσουν τους συγχωριανούς τους πολεμιστές μέχρι την Ποτίδαια.

Όπως προκύπτει από τις πηγές, οι επαναστάτες από την Επανομή έδειξαν ιδιαίτερο ηρωϊσμό στις μάχες που ακολούθησαν. Για έξι από αυτούς, τον Βασίλειο Αντωνίου, Αγγελή Λάμπρου, Χριστόδουλο Θεοδώρου, Τριαντάφυλλο Κώστα, Αργύρη Βασιλείου και Γεώργιο Ρηγάδη, υπάρχει ειδικό αρχείο με τη δράση τους στην Εθνική Βιβλιοθήκη και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Αθήνα. Μάλιστα, επτά από τους Επανομίτες αγωνιστές τιμήθηκαν αργότερα με χρυσά και αργυρά μετάλλια από το ελληνικό κράτος για την ανδρεία τους.

Γρήγορα, οι Έλληνες μαχητές της Ελευθερίας θα βρεθούν σε δύσκολη θέση στην Ποτίδαια, αφενός μεν λόγω της έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδίων, κυρίως όμως εξ αιτίας της μεγάλης στρατιάς από 14.000 άνδρες που εκστράτευσε εναντίον τους.

Όταν στις 30 Οκτωβρίου 1821 οι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις διασπάσουν τις αραιές γραμμές των Ελλήνων υπερασπιστών και η Κασσάνδρα θα πέσει στα χέρια τους, θα ακολουθήσουν σφαγές Χριστιανών και καταστροφές των περιουσιών τους σε ολόκληρη τη Μακεδονία, σε ένα όργιο αίματος και λεηλασίας. Από τους  Επανομίτες αγωνιστές της Επανάστασης, πολλοί σώθηκαν μετά  την κατάπνιξη της εξέγερσης στη Μακεδονία και με την βοήθεια Σκοπελίτικων, Λημνιώτικων και Ψαριανών καραβιών, κατέληξαν στη Σκόπελο,  στη Σκιάθο, στην Εύβοια και άλλοι στη Θεσσαλία, όπου αρκετοί παρέμειναν ως μόνιμοι κάτοικοι.

Εκείνο ακριβώς το διάστημα, μια τουρκική φάλαγγα, πυρπόλησε την Επανομή και το Μεσημέρι.  Τότε κάηκε και η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου μαζί με όλο το χωριό. Όσοι από τους κατοίκους, που κυρίως ήταν γυναικόπαιδα, πρόλαβαν και έφυγαν έγκαιρα, σώθηκαν. Εκείνοι όμως που έμειναν στο χωριό, κάηκαν και σφάχτηκαν στην πλατεία κατά τον πιο άγριο τρόπο, όπως ακριβώς έγινε και στα χωριά της Χαλκιδικής.

 Ήταν η αποφράδα ημέρα της 24ης Ιουνίου 1821 που διαπράχθηκε η πυρπόληση της Επανομής, όπως περιέγραψε μία εβδομάδα αργότερα, στις 30 Ιουνίου 1821, ο Αμερικανός ιεραπόστολος Pliny Fisk σε έκθεση προς τους προϊσταμένους του στη Βοστώνη, με βάση την περιγραφή που είχε κάνει σε επιστολή του ένας Άγγλος ο οποίος βρισκόταν εκείνο τι διάστημα στη Θεσσαλονίκη.  Η πυρπόληση του ναού του Αγίου Γεωργίου, που ξαναχτίστηκε το 1835, αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για την προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας και των έργων τέχνης που είχαν συσσωρευθεί κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους και την τουρκοκρατία.

Οι Επανομίτες που σώθηκαν από την σφαγή, διασκορπίστηκαν μαζί με τους  Χαλκιδικιώτες στα νησιά Σκόπελο και Σκιάθο και άλλοι προς τα Άγραφα ή τη Φλώρινα και την Καστοριά.

Κάποιοι από τους αγωνιστές από την Επανομή ενσωματώθηκαν το 1828 στο στρατό του Καποδίστρια, στελεχώνοντας την 7η εκατονταρχία της 7ης χιλιαρχίας, με επικεφαλής τον αγωνιστής του '21 από τη Βάλτα (Κασσάνδρεια) Χαλκιδικής, Αθανάσιο Σαραφιανό.

Οι καταδιωκόμενοι,  άρχισαν δειλά-δειλά, να επιστρέφουν αργότερα στην Επανομή, με την αμνηστία που έδωσε ο Βαλής της Θεσσαλονίκης Μεχμετ-Πασάς. Καθοριστικό ρόλο, φαίνεται ότι έπαιξε τότε η παρέμβαση και το “μπαξίσι”  του Ισαάκ, ενός Εβραίου μεγαλεμπόρου μεταξιού από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είδε να αφανίζεται, μαζί με την Επανομή και η παραγωγή κουκουλιών, καθώς εκείνη την εποχή ήταν γεμάτη η περιοχή από μουριές που απέδιδαν μεγάλες ποσότητες εκλεκτού μεταξιού.

Τελικά, οι περισσότεροι Επανομίτες επέστρεψαν στο χωριό τους μετά το θάνατο, στα 1839, του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, όταν έγινε σουλτάνος ο Μετζίτ Α΄ που ήταν πιο διαλλακτικός και με φιρμάνι είχε χορηγήσει γενική αμνηστία, επιτρέποντας την ελεύθερη επιστροφή στα σπίτια τους όλων των κατά καιρούς φυγάδων.

Η Επανομή λοιπόν, όπως και η υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα είχε το δικό της μερτικό στην εθνεγερσία του 1821 και υποβλήθηκαν σε τεράστια θυσία σε έμψυχο και άψυχο υλικό οι κάτοικοί της, προκειμένου να υλοποιηθούν οι πόθοι του υπόδουλου Ελληνισμού για εθνική ανεξαρτησία. Σελίδες που γράφτηκαν με χρυσά γράμματα στην ιστορία του Έθνους. Και μπορεί οι επαναστατικές κινήσεις στη Βόρεια Ελλάδα να μην καρποφόρησαν σ’ εκείνη τη φάση και η εξέγερση στην περιοχή να καταπνίγηκε στο αίμα. Όμως δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το επαναστατικό κίνημα στη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη έσωσε την Εθνεγερσία στη Νότια Ελλάδα, αφού καθήλωσε στο Βορρά τις ετοιμοπόλεμες τουρκικές δυνάμεις που υπό τον Χατζή Μπαϊράμ πασά  βρίσκονταν καθ’ οδόν για να την καταπνίξουν. Έτσι, δόθηκε σημαντικός χρόνος στο Μοριά να εδραιώσει την επαναστατική εξουσία κατά τα πρώτα, τόσο κρίσιμα χρόνια του αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία.`

Όμως η ιστορία της περιοχής δεν εξαντλείται εδώ.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η Επανομή μαζί με τους Ζουμπάτες, δηλαδή τον Τρίλοφο και τους Καπουτζήδες, δηλαδή την Πυλαία, αποτελούσαν τα πιο βασικά κέντρα του Καζά της Θεσσαλονίκης, της περιφέρειας που κάλυπτε όλο το ανατολικό τμήμα του νομού Θεσσαλονίκης.

Φιλοπρόοδοι και δημιουργικοί οι Επανομίτες, έχοντας πάντα ως γνώμονα τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και την ανάπτυξη του χωριού τους, θα δημιουργήσουν αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό σειρά γεωργικών συνεταιρισμών και αγροτικών συλλόγων. Έτσι, το 1918 εμφανίζεται ο Γεωργικός Συνεταιρισμός Επανομής, που υπήρξε ένας από τους πρώτους που κάνουν την εμφάνισή τους στη Βόρεια Ελλάδα με ιδρυτές τους Νικόλαο Χαλιάπα και Πλαστήρα. Ο Χαλιάπας πρωτοστάτησε τον Οκτώβριο του 1922 και στην ίδρυση της Ομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης  που τον εξέλεξε πρώτο πρόεδρό της.

Τον Απρίλιο του 1919, ιδρύεται εδώ ο Σύνδεσμος Κτηνοτρόφων Επανομής από 48 ιδρυτικά μέλη και πρόεδρο τον Πολύζο Κατάκαλο, ενώ τον επόμενο χρόνο, το 1920 δημιουργείται ο Πρότυπος Αγροτικός Συνεταιρισμός Επανομής.

Οι προσπάθειες οργάνωσης του αγροτικού κόσμου για βελτίωση της ζωής του δεν σταμάτησαν εκεί. Έτσι τον Απρίλιο του 1922 κάνει την εμφάνισή του ο Αγροτικός Σύνδεσμος Επανομής, έχοντας 56 ιδρυτικά μέλη τα οποία σύντομα έγιναν 137. Πρόεδρος εκλέχθηκε ο Δημήτριος Σαμαράς και γραμματέας ο Χρήστος Γραμμένος. Επίσης, στις 18 Δεκεμβρίου 1922  θα συσταθεί η Εργατοαγροτική Ένωσις Διαφόρων Επαγγελμάτων Επανομής, που στη συνέχεια εγγράφεται στα σωματεία της δύναμης του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης. Πρόεδρος του σωματείου αυτού ήταν ο Κωνσταντίνιος Καβαρντίνας, γενικός γραμματέας ο Βασίλειος Τσακνάκης, ταμίας ο Βασίλειος Βουδούρης, ενώ στην εξελεγκτική επιτροπή μετείχαν οι Δημήτριος Κατσικίνης, Θεόδωρος Μπαλασάς και Γρηγόριος Σαμαράς.

Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί η Αγροτική Ένωσης Επανομής, που είχε αναγνωριστεί από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στις 15 Φεβρουαρίου 1929. Καρπός της συνεργασίας των γεωργικών συνεταιρισμών και αγροτικών συλλόγων του νομού, υπήρξε τη χρονιά εκείνη η δημιουργία του Γεωργικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης που πάσχιζε για την επίλυση των προβλημάτων του αγροτικού κόσμου, έχοντας ως Γενικό του Γραμματέα τον αμπελουργό από την Επανομή, Γεώργιο Καραγκιόζη.

Και όταν λίγο αργότερα ήρθαν τα μαύρα χρόνια της επίθεσης κατά της πατρίδος μας από τη φασιστική Ιταλία και της χιτλερικής κατοχής από τα γερμανικά στρατεύματα, οι Επανομίτες εξάντλησαν όλα τα αποθέματα αλτρουϊσμού και αλληλεγγύης που διέθεταν, φιλοξενώντας στα σπίτια τους δεκάδες Θεσσαλονικείς που είχαν φύγει από την πόλη για να γλυτώσουν από τους ανελέητους βομβαρδισμούς από τα αεροπλάνα του Μουσολίνι και στη συνέχεια δίνοντας ψωμί στους πεινασμένους στα μαύρα χρόνια της Κατοχής.

Η Επανομή δεν έμεινε αδιάφορη και με το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης που αναπτύχθηκε για την απελευθέρωση της χώρας μας από το ναζιστικό ζυγό. Όταν η βοήθεια των Επανομιτών στις δυνάμεις της Αντίστασης καταδόθηκε στους κατακτητές, οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο στο χωριό στις 7 Αυγούστου 1944 και 300 άνδρες, ηλικίας από 16 έως 40 ετών, τους συνέλαβαν, οδηγώντας τους πεζούς από την Επανομή στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά».

Τελικά, μετά από δεκαήμερη φυλάκιση τους περισσότερους τους άφησαν ελεύθερους, όμως 17 Επανομίτες τους οδήγησαν με βαγόνια μεταφοράς ζώων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη Γερμανία, όπου βίωσαν επί ένα ακριβώς έτος, απίστευτες καταστάσεις, με φοβερή πείνα, απάνθρωπες στερήσεις, αρρώστιες και άλλες κακουχίες. Οι ίδιοι, επέστρεψαν στην Ελλάδα στις 24 Αυγούστου 1945 σκελετωμένοι, καταβεβλημένοι, άρρωστοι, έχοντας σημαδευτεί ανεπανόρθωτα από την απανθρωπιά που έζησαν στα χέρια των χιτλερικών δημίων τους. Χωρίς να χάσουν όμως την αγάπη τους για την πατρίδα και κυρίως, δίχως να απωλέσουν την αγωνιστικότητα που τους διέκρινε και την ανθρωπιά τους.

Όμως η έρευνα για την μακραίωνη πορεία της Επανομής στο χρόνο, δεν εξαντλείται εδώ, καθώς η άμμος στην κλεψύδρα της ιστορίας της είναι ανεξάντλητη. Γιαυτό και σε μία συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου του δήμου μας, το 2019, διατύπωσα την πρόταση για τη δημιουργία ενός "Κέντρου Μελέτης της Ιστορίας Θερμαϊκού".

Η πρόταση αυτή εγκρίθηκε τότε ομόφωνα από όλες τις δημοτικές παρατάξεις, χωρίς όμως να υλοποιηθεί αν και πέρασαν έξι χρόνια. Θέλω να πιστεύω ότι η διοίκηση του δήμου Θερμαϊκού και ο δήμαρχος Θοδωρής Τζέκος θα προχωρήσει επιτέλους άμεσα στην υλοποίηση αυτού του τόσο απαραίτητου για τη διαφύλαξη και ανάδειξη της ιστορίας της περιοχής μας εργαλείου.  Και στη δημιουργία του Κέντρου Μελέτης Ιστορίας Θερμαϊκού δικαιωματικά η Επανομή και η ιστορία της θα έχουν πρωτεύουσα θέση.

 

Η εισήγηση του ιστορικού Θεοδόση Τσιρώνη

Αξιολογώ ως πολύ σημαντική την ευκαιρία που μου δίνεται να συμμετέχω στην παρουσίαση του βιβλίου «Η συμμετοχή της Επανομής στην Επανάσταση του 1821. Η ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης στην Παλιγγενεσία» και να συγχαρώ όσους και όσες είχαν την πρωτοβουλία για την υλοποίησή της και εργάστηκαν για αυτήν Επιτρέψτε μου όμως επίσης να ξεκινήσω και αυτοαναφορικά, καθώς ξαναβρίσκομαι, ως επισκέπτης πλέον, και φιλοξενούμενος, σε χώρους γνώριμους από την προγενέστερη εργασιακή μου ιδιότητα και αντικρίζω πρόσωπα γνώριμα και μέρη οικεία.

Η σημερινή μας συνάντηση αποτελεί μία εξαιρετική ευκαιρία και μας παρέχει τη δυνατότητα για την ανταλλαγή προβληματισμών και τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας σχετικά με το ιστορικό παρελθόν της Επανομής, σε μία κρίσιμη καμπή της πορείας του τόπου μας, δηλαδή της Επανάστασης του 1821, που σηματοδότησε τη ρήξη με την περίοδο της μακρίωνης σκλαβιάς και εξέφρασε τον πόθο της ελευθερίας.

Αρχικά, θέλω να αναφερθώ περιγραφικά στην ιδιότητα του συγγραφέα και στη δομή και ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του ανά χείρας βιβλίου. Ο κ. Κουζινόπουλος είναι έμπειρος και καταξιωμένος δημοσιογράφος, έχει υπηρετήσει το λειτούργημά του από πλήθος θέσεων και θεσμικών ιδιοτήτων, έλαβε στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του πρωτοβουλίες, ενδεικτικά και μόνον, αναφέρω τη δημιουργία του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, το 1991, έχει τιμηθεί με πολύ σημαντικές διακρίσεις και έχει επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο, με πλέον πρόσφατο, το: «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε και αναμένουμε με ενδιαφέρον να το  μελετήσουμε. Δεν σταματά όμως εδώ η ενασχόλησή του με τη συγγραφή: υπάρχουν ακόμα δύο υπό έκδοση έργα του, τα «Ρινίσματα Ιστορίας, Μία Απόβαση των Συμμάχων που δεν έγινε ποτέ» και η Τριλογία «Η Θεσσαλονίκη του Πολέμου, της Αντίστασης και της Απευθέρωσης». Με όλη την εργογραφία του, ο συγγραφέας μας αποδεικνύει την αγάπη του για την ιστορία, και τη βαθειά γνώση πολλών και διαφοερτικών του πτυχών, τις οποίες καταγράφει και τις κάνει οικείες με εύληπτο τρόπο στο αναγνωστικό του κοινό.

Θέλω όμως να επισημάνω και την ιδιότητα του, του ενεργού πολίτη, με ενδιαφέρον για τα κοινά, την προάσπιση του περιβάλλοντος και την, με προοδευτικό πρόσημο και προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, άσκηση της δημόσιας παρουσίας του και ενασχόλησής του με την πολιτική.

Ας έρθω στο σημείο αυτό στο βιβλίο του σχετικά με την Επανομή και τον ρόλο της στα συγκλονιστικά γεγονότα της Εθνεργεσίας του 1821. Πρόκειται για μία έκδοση 142 σελίδων, αποτελούμενη, από τα Περιεχόμενα, τον Πρόλογο, γραμμένο από τον Δρ. Βασίλειο Παππά, Πρόεδρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής, την Εισαγωγή, και τρία εκτενή κεφάλαια. Ακολουθεί ένα Παράρτημα και το, πολύ χρήσιμο, ευρετήριο ονομάτων και τοποθεσιών. Τα κεφάλαια έχουν επιμέρους θεματικές ενότητες και πλαισιώνονται από 8 φωτογραφίες, 11 πίνακες και γκραβούρες, 5 γεωγραφικούς χάρτες και 12 αντίγραφα εγγράφων. Παράλληλα, η εις βάθος γνώση του θέματος και η τεκμηρίωσή του στηρίζονται στις 230 συνολικά παραπομπές και υποσημειώσεις και στην αξιοποίηση 90 διαφορετικών βιβλιογραφικών έργων.

Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας μας εισάγει στο προεπαναστατικό κλίμα στην υπόδουλη Μακεδονία. Αναφέρεται στη διοικητική διάρθρωση των οθωμανοκρατούμενων περιοχών σε: νομούς (βιλαέτια)-διοικήσεις (σαντζάκια)-υποδιοικήσεις (καζάδες) και καντόνια (ναχιγιέ/ναχιέδες). Η Επανομή υπαγόταν στον Ναχιγιέ της Καλαμαριάς, αποτελούμενος από χωριά, ανατολικά της Θεσσαλονίκης και δυτικά της Χαλκιδικής. Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ήταν η διάχυτη καταπίεση των υπόδουλων από κατώτερους οθωμανούς αξιωματούχους, και τους γενίτσαρους, με καταπατήσεις περιουσιών, δυσβάσταχτη φορολογία, αρπαγές νέων, άσκηση φυσικής και ψυχολογικής βίας και εξισλαμισμούς, δηλαδή τη με βία ή δολιόητα εγκατάλειψη της χριστιανικής πίστης. Το ζήτημα αυτό αποκτούσε σε εκείνες τις συγκυρίες ευρύτερη ταυτοτική διάσταση: η αλλαγή θρησκείας συνεπαγόταν και τη μετάβαση από την ιδιότητα του ραγιά σε εκείνη του Οθωμανού, γεγονός κρίσιμο, αφού το κράτος και η κοινωνία ήταν δομημένα στον θεσμό των μιλλέτ, των προνεοτερικών δηλαδή κοινοτήτων, βασικό γνώρισμα των οποίων ήταν η ένταξη σε μία θρησκεία. Κορυφαία παραδείγματα απόπειρας εξισλαμισμών σε τοπικό επίπεδο αποτελούν οι περιπτώσεις δύο νεομαρτύρων, του Αναστασίου, κάλφα σε ράπτη, που μαρτύρησε το 1794 και του Αργυρού από την Επανομή, που μαρτύρησε το 1806.

Όσον αφορά στην προετοιμασία του Αγώνα στον ελλαδικό χώρο, ο συγγραφέας κάνει ιδιαίτερη μνεία στην επίδραση από την Επανάσταση των Σέρβων, το 1804, αλλά και από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, το 1789, και στην ένταξη χωριών της Θεσσαλονίκης στο δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας. Θέλω να σταθώ και σε ένα επιμέρους στοιχείο: στον ρόλο των, απαγορευμένων από τις Οθωμανικές Αρχές, πατριωτικών τραγουδιών του Ρήμα Φεραίου. Το τραγούδι αναδεικνύεται ως μέσο αντίστασης, μεταφέρει και αναπαράγει, πολλαπλασιάζοντάς το μήνυμα της ελευθερίας, δημιουργώντας μία ηρωική παράδοση, που συνεχίστηκε μέχρι και την περίοδο της πρόσφατής μας Επτάχρονης Δικτατορίας (1967-1974). Η δε λογοκρισία επιχειρεί από τότε, ιδιαίτερα σε περιόδους αυταρχικότητας της νεότερης ιστορίας μας, να καταπνίξει το ελεύθερο φρόνημα όσων αντιστέκονται!

Κατά την περίοδο εκείνη, φτάνουν οι πρώτοι Φιλικοί στη Μακεδονία, και μυούνται ανώτεροι κληρικοί, τοπικοί οπλαρχηγοί, έμποροι και Χριστιανοί πρόκριτοι. Κατά το ξέσπασμα της Επανάστασης ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του Εμμανουηλ Παππά, πλούσιου εμπόρου και τραπεζίτη από τη Δοβίστα Σερρών. Μας δίνεται η περιγραφή της προσωπικότητας, της δράσης και του ρόλου που διαδραμάτισε στην Επανάσταση στη Μακεδονία. Η απάντηση των Οθωμανών ήταν αμείλικτη: φυσική εξόντωση των εξεγερμένων, εξανδραποδισμός των γυναικόπαιδων, λεηλασίες περιουσιών, και απόδοση χαρακτήρα ιερού πολέμου στα αντίποινά τους. Πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις προκρίτων της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, ομηρίες εκατοντάδων πολιτών, κληρικών και μοναχών και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ειδικά, η πόλη της Θεσσαλονίκης βίωσε καθεστώς τρομοκρατίας με βιαιοπραγίες και φυλακίσεις αμάχων και σφαγές στο Καπάνι στη Μητρόπολη, στον ναό του Αγίου Αθανασίου, αλλά και σε περιοχές-τοπόσημα της πόλης: στην περιοχή των τωρινών εγκαταστάσεων της Διεθνούς Έκθεσης, στον Λευκό Πύργο, στην Εγνατία πλησίον της Καμάρας, στο Συντριβάνι και αλλού

Ως συνέπεια, υπήρξε η εξουδετέρωση κάθε απελευθερωτικής δράσης εντός της Θεσσαλονίκης και η διαφυγή αρκετών Ελλήνων κατοίκων της σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας και μερικών από αυτούς στη Χαλκιδική. Ακολουθεί στο η περιγραφή της σκληρής μάχης στα Βασιλικά και τα αντίποινα των κατακτητών.


Στο δεύτερο κεφάλαιο, αφού μας έχει δοθεί το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, εστιάζεται πλέον η προσοχή των αναγνωστών στην Επανομή και τη συμβολή των κατοίκων της στα επαναστατικά γεγονότα του 1821. Περιγράφεται επίσης η κοινοτική της οργάνωση στα χρόνια της οθωμανικής περιόδου και μας δίνονται στοιχεία σχετικά, τόσο με την ετυμολογική προέλευση της ονομασίας της, όπως και με την τοπιογραφία της ευρύτερης περιοχής και με τον πόθο των Επανομιτών για μόρφωση που αντικατοπτρίζεται στη λειτουργία της στοιχειώδους εκπαίδευσης, της αλληλοδιδακτικής και της Αστικής Σχολής. Η Επανομή πλήρωνε και αυτή το μερίδιό της στις καταπιεστικές φορολογικές υποχρεώσεις προς την Οθωμανική Διοίκηση, με ιδιαίτερο όμως χαρακτηριστικό την άνιση κατανομή των βαρών.

Κατά την προσχώρηση των κατοίκων της στην Επανάσταση, συγκροτήθηκε ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα και επικεφαλής των επαναστατημένων Επανομιτών τέθηκε ο Κωνσταντίνος Δουμπιώτης.

Η μοίρα πολλών από αυτούς τους Αγωνιστές και των οικογενειών τους και η αντιμετώπισή τους στη συνέχεια από το ελληνικό κράτος, ανακαλούν στη μνήμη μας τους στίχους από το πολύ γνωστό ποίημα «Ματρόζος» του Γεώργιου Στρατήγη (1860-1938). Το ποίημα αποτελεί έναν ύμνο στους αγωνιστές του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και έχει ως εξής:

«Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,

μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,

εκείνους πού ’χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα

στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά…

-Εδώ τι θέλεις, γέροντα; ρωτά τον καπετάνο

στο υπουργείον εμπροστά κάποιος

θαλασσινός ντυμένος στα χρυσά.

-Παιδί μου, είναι πάνω ο Κωνσταντής;.

-Ποιος Κωνσταντής;.

-Αυτός... ο Ψαριανός.

-Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,

να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!»

 Οι Επανομίτες αγωνιστές της ελευθερίας, μαζί με τους συμπολεμιστές τους, πολέμησαν δίχως επάρκεια πολεμοφοδίων, πολλές φορές «μόνον με τα ξύλα εις το χέρι…», όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά σε επιστολή των προκρίτων των χωριών της Καλαμαριάς προς τον Εμμανουήλ Παπά, στις 2 Ιουνίου 1821. Η ένδεια των πολεμικών μέσων οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα για τους εξεγερμένους. Η Επανομή πυρπολήθηκε στις 24 Ιουνίου 1821. Όσοι κάτοικοί της είχαν ακολουθήσει τους ένοπλους συμπατριώτες τους, διέφυγαν σε άλλα μέρη, ενώ οι υπόλοιποι που είχαν παραμείνει στις εστίες τους, αιχμαλωτίστηκαν. Τους μεν περίμενε ο ξεριζωμός, τους δε οι φυλακές. Οι Επανομίτες μαχητές, με τις οικογένειές, διεσπάρησαν σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου και από εκεί συνέχισαν να διακρίνονται για την αγωνιστικότητά τους. Η επιστροφή τους κατέστη δυνατή, και πάλι όχι για όλους, μετά τις 27 Δεκεμβρίου 1821, όταν για λόγους οικονομικού συμφέροντος, τους παραχωρήθηκε αμνηστία και ιδιαίτερα, από το 1839 και μετά. Η καταστροφή εκείνη της Επανομής άφησε το αποτύπωμά της στην ιστορία της σε βάθος χρόνου. Από εκείνα τα γεγονότα, καταστράφηκε και η εκκλησία του χωριού, μαζί με τα τεκμήρια, έγγραφα και άλλα έργα τέχνης, που αποτελούσαν πολύτιμα τεκμήρια της ιστορίας της. Από τότε επίσης, ανάγονται έθιμα και παραδόσεις που αντιστέκονται στο πέρασμα του χρόνου, όπως το έθιμο του «Θρόνου», του ιδιαίτερου στολισμού δηλαδή του Επιταφίου με λεμόνια και πορτοκάλια για τον αγιασμό των υδάτων στα Θεοφάνεια, στο οποίο γίνεται επίσης μνεία στο βιβλίο.

Στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται η άδοξη κατάληξη της Επανάστασης στη Χαλκιδική, και γενικότερα στη Μακεδονία, και οι συνέπειές της για τους Επανομίτες. Η εξέγερση στην Κεντρική Μακεδονία είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 1822. Το τέλος της σηματοδοτήθηκε με την άλωση της Νάουσας στις 12-13 Απριλίου 1822 και τη μαζική σφαγή και αιχμαλωσία των υπερασπιστών της στις 21 Απριλίου 1822. Πολλοί Επανομίτες πρόσφυγες της Σκιάθου και της Σκοπέλου δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους, από τον φόβο των αντιποίνων, αλλά εντάχτηκαν στα άτακτα σώματα Μακεδόνων οπλαρχηγών και άλλοι συμμετείχαν σε μάχες του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Άλλοι πάλι, μετά την έλευση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, εντάχτηκαν στον νεοσύστατο ελληνικό στρατό.

Η εξέλιξη αυτών των πολεμικών γεγονότων προκάλεσε τη δημογραφική κατάρρευση της Επανομής, την καταστροφή των περιουσιών των κατοίκων της, βίαιους εξισλαμισμούς και εξανδραποδισμούς των γυναικόπαιδων. Τα αντίποινα στην ευρύτερη περιοχή ήταν οργανωμένα, σημειώθηκαν ληστρικές επιδρομές, φόνοι, προληπτικές και εκτεταμένες σφαγές, φυλακίσεις, εκτελέσεις και βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών. Η πόλη της Θεσσαλονίκης οδηγήθηκε σε παρακμή και η ύπαιθρός της σε μαρασμό.

Ο συγγραφέας δεν προβαίνει σε απλή όμως καταγραφή των γεγονότων. Τον ενδιαφέρει επίσης να τα ερμηνεύσει και να παρουσιάσει τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Έτσι λοιπόν, ετιμά ότι το «άδοξο» τέλος της Επανάστασης στη Μακεδονία οφείλεται σε μία σειρά παραγόντων, όπως ήταν η έλλειψη έμπειρης στρατιωτικής ηγεσίας, η απουσία συντονισμού και συνεργασίας των επαναστατημένων, η απουσία εφεδρειών, ο ανεπαρκής τους οπλισμός, τα λιγοστά πολεμοφόδια και οι υπέρτερες δυνάμεις και ο καλά εξοπλισμός του ετοιμοπόλεμου στρατού του αντιπάλου. Οι συνέπειες ήταν τόσο δριμείες, που μπορούν να αποδοθούν σε αυτές χαρακτηριστικά εθνοκάθαρσης, με στόχο τη δραστική μείωση της δημογραφικής, κοινωνικής και οικονομικής δυναμικής του ελληνισμού και ην εν γένει συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου. Από την άλλη πλευρά όμως, η Επανάσταση στη Μακεδονία και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική, απασχόλησε πολεμικά, κρίσιμες αριθμητικά ένοπλες δυνάμεις των οθωμανών, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στην Επανάσταση στη Νότια Ελλάδα να εδραιωθεί, κατά τα δύο πρώτα κρίσιμα χρόνια (1821-1822).

Η ιστορική πραγματικότητα έχει πολλαπλές παραμέτρους και αυτό το γνωρίζει ο κ. Κουζινόπουλος. Έτσι λοιπόν, το τέλος της εξέγερσης στη Μακεδονία δεν ήταν το επιθυμητό για τους πρωταγωνιστές της και τους κατοίκους αυτών των εδαφών, που άργησαν να αντικρίσουν το φως της Ελευθερίας, περίπου εννέα (9) δεκαετίες σε σχέση με τους ομοεθνείς τους στη Νότια Ελλάδα, το 1912. Οι προσπάθειές τους αυτό το διάστημα δεν σταμάτησαν. Οι εξεγέρσεις στη Μακεδονία συνεχίστηκαν, αντικατοπτρίζοντας τον διακαή πόθο της αποτίναξης της σκλαβιάς. Τα ιστορικά γενονότα όμως δεν «δικαιώνονται» μόνον εκ του αποτελέσματος και η αξία τους δεν μειώνεται από την αποτυχημένη εξέλιξή τους, αλλά πολλές φορές αυτή η τελευταία είναι που διατρανώνει τον ηρωισμό των ιστορικών προσώπων.

Ποια ήταν όμως τα πρόσωπα αυτά; Με το ζήτημα αυτό ασχολείται ιδιαίτερα το Παράρτημα του βιβλίου. Ασφαλώς, επρόκειτο για πολλαπλάσιους ανώνυμους, συγκριτικά με όσων τα ονόματα διασώθηκαν και καταγράφηκαν στις αρχειακές πηγές. Ήταν απλοί κάτοικοι με τις οικογένειές τους, που έχοντας ριζωμένη την αγάπη για την πατρίδα τους, θυσίασαν τις περιουσίες τους, πολλές φορές ακόμα και τη ζωή τη δική τους και των οικογενειών τους για τον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Η Ιστορία επομένως δεν «γράφεται» μόνον από όσους χαρακτηρίζονται, καταχρηστικά ως «επώνυμοι», αλλά ως πρωταγωνιστές της μπορούν να αναδεικνύονται ο κάθε ένας και η κάθε μία από εμάς! Αυτό άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση της επαναστατημένης Επανομής!  

Στοιχεία για αυτούς τους ανθρώπους είναι αποθησαυρισμένα σε αρχειακές συλλογές που έχει μελετήσει και παρουσιάσει ο ερευνητής, κ. Νικόλαος Παπαοικονόμου στο εξαιρετικό έργο του: «Προσωπογραφία αγωνιστών του 1821 από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη», το οποίο εκδόθηκε το 2016 από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Βασίζεται δε σε έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Αρχείον Φιλήμονος του Μητρώου Αγωνιστών της Εθνεγερσίας του 1821, που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το Ιστορικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία  Ελλάδος και το Αρχείο του Ιωάννη Κωλέττη της Ακαδημίας Αθηνών. 

Από το έργο αυτό, ο συγγραφέας εντόπισε και παραθέτει τα στοιχεία αγωνιστών που τους κατατάσσει σε επιμέρους κατηγορίες, ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους. Από την Επανομή καταγράφονται 30 Αγωνιστές, από το Νεοχώρι της Επανομής, 8 Αγωνιστές, από το Μεσημέρι, 2 Αγωνιστές και από την περιοχή της Θεσσαλονίκης, με πιθανό τόπο καταγωγής τους την Επανομή, άλλους 5 Αγωνιστές. Επιτέψτε μου να διαβάσω τα ονόματά τους. Το θεωρώ κρίσιμο. Η συμβολική δύναμη της διατήρησης της μνήμης τους πρέπει να συνεχίσει να παραμένει ισχυρή. Η αναφορά των ονομάτων τους αποτελεί ένδειξη τιμής για όσα προσέφεραν και όσα θυσίασαν, ενδεχομένως δε, κάποιοι και κάποιες από το ακροατήριο να εντοπίσουν συγγενικούς δεσμούς μαζί τους. Αυτοί ήταν οι: Αντώνιος Αθανασίου, Γρηγόριος Αθανασίου ή Θέμελης, Δημήτριος Αθανασίου, Ιωάννης Αθανασίου, Στέριος Αθανασίου, Βασίλειος Αντωνίου, Κροστάλης Αποστόλου, Μιχαήλ Αποστόλου ή Αποστολάρας, Αργύριος Βασιλείου, Γεώργιος Βασιλικού, Δημήτριος Γεωργίου, Αργύριος Δημητρίου, Λάμπρος Επανομίτης, Μπεκιάρης Επανομίτης, Παναγιώτης Επανομίτης, Σύρος Επανομίτης, Χριστόδουλος Θεοδώρου, Γεώργιος Ιωάννου, Τριαντάφυλλος Κωνσταντίνου ή Κώστα, Αγγελής Λάμπρου, Ευάγγελος Λιόλιου, Βασίλειος Μιχαήλ ή Μιχαήλου, Στέριος Μόσχου ή Μοσχόπουλος, Ιωάννης Πανταζής, Δημήτριος Πέγιος, Γεώργιος Ρήγας ή Ρηγάδης, Δημήτριος Ρήγας, Αντώνιος Σακελλαρόπουλος, Αντώνιος Στάμος ή Σταμούδης, Γεώργιος Στυλιανού, Αλέξιος Δημητρίου, Μπόζης Δημητρίου, Ρήγας Δημητρίου, Στόικος Δημητρίου, Χριστόδουλος Δημητρίου, Κωνσταντίνος Ιωάννου, Αργύρης Κωνσταντίνου, Δημήτριος Λάμπρου, Δημήτριος Βασιλείου ή Αράπης, Γεώργιος Ιωάννου, Στέριος Αθανασίου, Γεώργιος Αποστόλου, Σύρος Δούκας, Γεώργιος Λιόλιος, και Αναστάσιος Σακελλαρίου.

Όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, αποτελούν ένα μικρό μόνο τμήμα των τεκμηρίων που ήταν απαραίτητα και χρήσιμα για να αναγνωριστεί, δικαίως, η Επανομή ως «Ιστορική Έδρα του Δήμου Θερμαϊκού». Η πρώτη δε μεταπελευθερωτική μνεία της Επανομής ως έδρας της ομώνυμης Κοινότητας εντοπίζεται στο ΦΕΚ 152Α της 9ης Ιουλίου 1918! Η δε αναγνώρισή της ως «Ιστορικής Έδρας» του σημερινού Δήμου Θερμαϊκού έγινε με το υπ’ αριθμ. 2742 ΦΕΚ, της 31ης Αυγούστου 2016, το οποίο προέκυψε κατόπιν της υπ’ αριθμ. 284/2014 Απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θερμαϊκού και του υπ’ αριθμ. 26/2016 πρακτικού Συνεδρίασης του Συμβουλίου Τοπωνυμιών, που την επικύρωσε. Στη διαδικασία αυτή, είχα την τιμή να συμβάλλω και εγώ, με την τεκμηρίωση της σχετικής πρότασης αυτής, το Φθνόπωρο του 2014.

Η μελέτη του κ. Κουζινόπουλου πηγάζει από την αγάπη του για την ιστορία, τη διάθεσή του να προσφέρει στον τόπο του και απαίτησε, όπως πιστεύω ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό, πολύ κόπο και χρόνο για την ολοκλήρωσή της και την επιστημονική της τεκμηρίωση με τις απαραίτητες βιβλιογραφικές αναφορές και τη χρήση πρωτογενών πηγών. Ορμώμενος από τα ίδια κίνητρα, έχει καταθέσει και την πρότασή του, πριν 6 χρόνια, για τη δημιουργία από τον Δήμο Θερμαϊκού, του «Κέντρου Μελέτης της Ιστορίας του Θερμαϊκού». Πιστέψτε με, και απευθύμαι κυρίως στα μέλη της Διοίκησης του Δήμου Θερμαϊκού, γνωρίζω τις δυσκολίες του εγχειρήματος, που αφορούν σε μία σειρά γραφειοκρατικών διαδικασιών, στελέχωσης με ανθρώπινο δυναμικό, ανεύρεσης των οικονομικών πόρων και προμήθειας της υλικοτεχνικής υποδομής. Προσωπικά, εκτιμώ ότι δεν είναι ανέφικτη η προσπάθεια, αλλά αρκετά περίπλοκη και προφανώς, χρονοβόρα, σίγουρα όμως θα συμβάλλει στον «ιστορικό εγγραματισμό» των δημοτών και κάθε φιλίστορα πολίτη. Και αυτό, διότι η γνώση του παρελθόντος είναι απαραίτητη για την κατανόηση του παρόντος. Επί της ουσίας δηλαδή, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το παρόν αν δεν γνωρίζουμε σε βάθος και δεν ερμηνεύουμε το ιστορικό παρελθόν. Η γνώση επομένως της Ιστορίας αποτελεί μια πράξη αυτογνωσίας, μια πράξη γνώσης για τον συλλογικό μας εαυτό, απαραίτητη για να καταλάβουμε τον πολιτισμό μας και συνολικά τη ζωή μας. Ο «ιστορικός εγγραματισμός» στον οποίο μόλις αναφέρθηκα αποτελεί μία πρόκληση, μας καλεί να αναμετρηθούμε μαζί του, με τους ίδιους μας τους εαυτούς.

Ακόμα και αν καθυστερήσει όμως η πραγματοποίηση αυτής της πρότασης, υπάρχουν προπαρασκευαστικά βήματα που μπορούν να γίνουν προς την κατεύθυνση αυτή. Ενδεικτικά, αναφέρω τη ψηφιοποίηση των Πρακτικών των Συνεδριάσεων και των Βιβλίων Αποφάσεων των Κοινοτικών και των Δημοτικών Συμβουλίων όλων των Δημοτικών Κοινοτήτων που συναποτελούν σήμερα τον Δήμο Θερμαϊκού, ήδη από την έκδοση σε ΦΕΚ της συστατικής Πράξης της κάθε μίας από αυτές. Θα μπορούσε επίσης ο Δήμος Θερμαϊκού να αναλάβει την πρωτοβουλία για την αντίστοιχη πρωτοβουλία της ψηφιοποίσης των τόμων, μέχρι και τη δεκαετία του 1950 τουλάχιστον, από τα Πρακτικά των Ενοριακών Συμβουλίων των εκκλησιών, και των αντίστοιχων Τόμων από τα Πρακτικά των Σχολικών Επιτροπών, των Συνεδριάσεων του Διδακτικού Προσωπικού των Σχολικών Μονάδων και των Μαθητολογίων, μαζί με τα Βιβλία Πρωτοκόλλου, και τα λυτά έγγραφα της εισερχόμενης και εξερχόμενης αλληλογραφίας. Η διάσωσή τους αρχικά μέσω της ψηφιοποίησης και στη συνέχεια, η ελεύθερη διάθεσή στους στην έρευνα θα ρίξουν νέο και άπλετο φως σε άγνωστες, αλλά σημαντικές πτυχές της τοπικής, πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής ιστορίας του σημερινού Δήμου Θερμαϊκού, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Επανομής.

Προς αυτήν την κατεύθυνση είχαν αναληφθεί πρωτοβουλίες και παλαιότερα. Δεν γνωρίζω κατά πόσο είναι γνωστό το έργο που υλοποίησε το Γραφείο Ψηφιοποίησης της Δημοτικής Κοινότητας Επανομής, με παραδοτέο σαράντα (40) ολόκληρους τόμους με Πρακτικά και Αποφάσεις από το Ιστορικό Αρχείο της Κοινότητας Επανομής, που αναφέρονται στην ερίοδο 1912-1954. Το ψηφιοποιημένο αρχειακό υλικό, 10.000 σελίδες (!), είναι ακόμα αναρτημένο από τις 30 Ιουνίου 2014 στη σελίδα της στο Facebook. Αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να συνεχιστεί, να συστηματοποιηθεί και να συμπεριλάβει ολόκληρο τον Δήμο Θερμαϊκού.

Επιγραμματικά και μόνον, για να γίνει κατανοητή η σημασία αυτών των αρχειακών τεκμηρίων, θα αναφερθώ στις ακόλουθες, μεμονωμένες συνεδριάσεις από τα Πρακτικά του Κοινοτικού Συμβουλίου της Επανομής, που αντανακλούν το περιρρέον ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου έλαβαν χώρα:

- η Συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 1919, πραγματοποιήθηκε στον «Μεγάλο Ιερό Ναό ‘Παναγία’, χάριν ευρυχωρίας» και συμμετείχε πλήθος κατοίκων της Επανομής. Η συνεδρίαση ήταν επεισοδιακή, με εκατέρωθεν αντεγκλήσεις ανάμεσα σε γεωργούς-καλλιεργητές των γαιών και κτηνοτρόφους, τα συμφέροντα των οποίων συγκρούονταν. Στη συζήτηση έγιναν επικλήσεις του προγενέστερου, οθωμανικού καθεστώτος χρήσης και κυριότητας των κτημάτων και του συναφούς οθωμανικού δικαίου. Εκεί σημειώνεται πως: «αυτή δε η τότε Τουρκική Κυβέρνησις ανεγνώριε το εκ των πραγμάτων κυρούμενον θείον και αιώνιον αξίωμα ‘ότι η γη ανήκει εις τους καλλιεργητάς αυτής’ και δια της παραδόσεως, της ιστορίας και των εθίμων έφθασε μέχρις ημών το δικαίωμα του κολλίγου, καλλιεργητού της γης, πάλαι δε ποτέ και κυρίου αυτής, να έχη μέσα στο χωράφι που καλλιεργεί απαραβίαστο δικαίωμα κατοικίας (κανείς δεν μπορεί να βγάλη τον κολλίγον) και να βόσκη τα ζώα του». Οι δε, επί της ουσίας, ταξικές αντιθέσεις των κατοίκων ονομάζονται «γκρίνια», είχαν λάβει εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα και ανάγονται ήδη στην περίοδο πριν την απελευθέρωση της Επανομής, δίνοντάς μας μία εικόνα «ιστορικής συνέχειας» των προβλημάτων και των ανταγωνισμών πριν και μετά το 1912.  

-Λίγα χρόνια αργότερα, στην έκτακτη συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 1923, πληροφορούμαστε ότι, κατόπιν εγγράφου του Γενικού Διευθυντή Εποικισμού, ζητήθηκε από τον Πρόεδρο της Κοινότητας Επανομής να εμποδίσει τους κατοίκους της Κοινότητας να καλλιεργήσουν τις οθωμανικές γαίες του χωριού Ουζούν-Αλή (το σημερινό χωριό Πλαγιάρι του Δήμου Θέρμης) και του χωριού Ζουμπάτη (το σημερινό χωριό Τρίλοφος του Δήμου Θέρμης).

-Με το ίδιο περιεχόμενο συνεδρίασε, εκτάκτως πάλι, το Κοινοτικό Συμβούλιο και στις 13 Οκτωβρίου 1924. Σε εκείνη τη συνεδρίαση γίνεται επίσης αναφορά στις γεωργικές εκτάσεις του κτήματος Χατζή-Μπαλή και στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι, που έως τότε καλλιεργούσαν οι κάτοικοι της Επανομής.

-Τέλος, το επόμενο έτος, στις 20 Δεκεμβρίου 1925, η Νομαρχία Θεσσαλονίκης ζήτησε να χορηγήσει η Κοινότητα Επανομής ποσό 6.000 δρχ. «δια τους αναξιοπαθούντας πρόσφυγας του συν/μού Περαίας», αποτυπώνοντας τις επείγουσες ανάγκες των ανταλλάξιμων προσφυγικών πληθυσμών της περιοχής.

Φίλες και φίλοι, κύριε Κουζινόπουλε, σας ευχαριστώ για την προσοχή και την υπομονή σας και εύχομαι το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα να είναι καλοτάξιδο!   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.