Μεθαύριο Πέμπτη, είναι στους κινηματογράφους η πρεμιέρα της ταινίας «Ουζερί Τσιτσάνης»: Μία εποχή, ένας συνθέτης, ένας έρωτας, που σκηνοθέτησε ο Μανούσος Μανουσάκης, σε σενάριο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Κι όπως λέει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης: "Γυρίζοντας αυτήν την ταινία στόχος μου είναι να θυμίσω εκείνα τα εγκλήματα σε όσους αποφάσισαν να τα ξεχάσουν και να τα μάθουν όσοι δεν τα γνωρίζουν. Εγκλήματα που έγιναν από ανθρώπους "της διπλανής πόρτας"
Με φόντο την υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη εκτυλίσσεται μία συγκλονιστική ιστορία αγάπης στο “Ουζερί Τσιτσάνης” του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Το βιβλίο μεταφέρεται τώρα στη μεγάλη οθόνη από το γνωστό σκηνοθέτη Μανούσο Μανουσάκη και κάνει πρεμιέρα σε λίγες ημέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Θεσσαλονίκη, 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης και παθιασμένη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά χρόνια του και συνθέτει τα πιο γνωστά τραγούδια του, ανάμεσα στα οποία και η καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή. Ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης με τη γνωστή μαεστρία του πλάθει γύρω από αυτόν τον καμβά μία μυθοπλασία βασισμένη σε γνωστά γεγονότα σε ένα βιβλίο με κυρίαρχο το άρωμα της Θεσσαλονίκης εκείνων των καιρών. “Η εποχή της Γερμανοβουλγαρικής Κατοχής στη Θεσσαλονίκη (Απρ.1941-Οκτ. 1944) έχει τις διαστάσεις μιας τεράστιας οδύνης, ταπείνωσης, εγκαρτέρησης και αντίστασης αλλά και τη μεγάλη πληγή του αφανισμού της εβραϊκής κοινότητας σε ποσοστό 98%, κάτι που δεν συνέβη σε άλλες πόλεις, τουλάχιστον σε τέτοιο μέγεθος”, σημειώνει ο συγγραφέας.
Το βιβλίο ιχνηλατεί μυθιστορηματικά, αποσπασματικά και όχι ως ευθύγραμμη βιογραφία τη ζωή του σημαντικού συνθέτη μέσα σε αυτή τη συνθήκη της πόλης και της χώρας. Παρακολουθεί “την αγωνία της επιβίωσης, το άγχος της δημιουργίας μέσα στη ζοφερή συγκυρία αλλά και τα διλήμματά του: η πατρίδα, η οικογένεια, η τιμή, ο έρωτας, η φιλία, η αντίσταση, οι κώδικες της αλληλεγγύης, η αλλοίωση που υφίσταται περνώντας μέσα από τις Συμπληγάδες, η καρτερία, η αυτοπραγμάτωση, η εξέγερση. Δρώντας καταρχήν ως ευαίσθητος καταγραφέας και συνείδηση του περίγυρου, κάτι που αντανακλάται στα τραγούδια του, στο τέλος υπό την πίεση και το αφόρητο των γεγονότων οδηγείται σε όλο και βαθύτερη συνειδητοποίηση, αλληλεγγύη και τελικά σε συμβολικά ένοπλη έγερση”, τονίζει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
Τώρα η πολυαναμενόμενη ταινία του Μανούσου Μανουσάκη εμπνεόμενη από το βιβλίο έχει κυρίως δύο άξονες, χωρίς να παραβλέπει τις λοιπές παραμέτρους: τη δύσκολη, δραματική ζωή και έγνοια του Τσιτσάνη να επιβιώσει αφενός, να δημιουργήσει αφετέρου, απαντώντας ταυτόχρονα στα πολλαπλά προαναφερόμενα διλήμματα, κυρίως όμως σε σχέση με το μείζον γεγονός της συντριβής και της τελικής εξόντωσης των Εβραίων της πόλης από τους Γερμανούς. “Οι σχέσεις του Τσιτσάνη με τους άλλους ήρωες της αφήγησης αναδεικνύουν ανάγλυφα μιαν ολόκληρη, αβάσταχτη εποχή κυρίως μέσα από τα βάσανα του αγνού αλλά και θανάσιμου έρωτα της Εβραίας με το Χριστιανό, που συμμετέχει στην αντίσταση, αλλά και βέβαια τις αφορμές και τις ωδίνες του τοκετού ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού έργου του συνθέτη, των τραγουδιών της Κατοχής, που και κατά ομολογία του ίδιου του Τσιτσάνη είναι τα καλύτερα που έγραψε, ζώντας καθημερινά στα όρια, δημιουργώντας μεταξύ ζωής, απόγνωσης, θανάτου και ελπίδας”, υπογραμμίζει ο συγγραφέας.
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ “ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ”
Πρόκειται για την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του γνωστού σκηνοθέτη. “Η ιδέα υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο. Ήταν ένα από τα ωραιότερα αναγνώσματα που έχουν πέσει στα χέρια μου και είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία. Κι έτσι έγινε. Με τράβηξε η ουσία του βιβλίου. Το γεγονός ότι μέσω μιας ερωτικής ιστορίας και ενός μεγάλου λαϊκού συνθέτη μπορούσαμε να καταδείξουμε τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και την πραγματική φύση του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού σε κάθε του μορφή”, επισημαίνει ο Μανούσος Μανουσάκης.
Δούλευε το φιλμ μαζί με τους σεναριογράφους εδώ και τρία-τέσσερα χρόνια, μελετώντας το θέμα του με ιστορικούς συμβολισμούς αλλά και με ανθρώπους που έχουν επιβιώσει από τα γεγονότα και γνωρίζουν εκτός από την ιστορία και την καθημερινότητα της εποχής. Έτσι δημιουργήθηκε μία κοινωνία που δεν υπάρχει πια, η ζοφερή και κατοχική Θεσσαλονίκη του 1942, με τον Τσιτσάνη, έναν παρατηρητή της εποχής του, να ανοίγει το Ουζερί Τσιτσάνης, μία πράξη του που φαντάζει σαν ένα διάλειμμα ψυχής. “Η γερμανική κατοχή και μία απαγορευμένη ερωτική σχέση βρίσκονται στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ρυθμού, που τίθεται από τη μουσική που συνθέτει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου: ο εμβληματικός Βασίλης Τσιτσάνης”, τονίζει ο σκηνοθέτης.
Η μουσική του λαϊκού δημιουργού αφέθηκε στα χέρια του Θέμη Καραμουρατίδη. “Ανέλαβε να κάνει την ταινία μουσικά σύγχρονη, με νέες ενορχηστρώσεις παλιών τραγουδιών, με σεβασμό στον αυθεντικό ήχο αλλά και με καινούργια κομμάτια που θα χαράξουν τη δική τους πορεία”, προσθέτει ο Μανούσος Μανουσάκης.
Ωστόσο δίνει έμφαση στο γεγονός ότι η ιστορία παρά τη χρονική τοποθέτησή της εμβαθύνει σε σύγχρονα γεγονότα, όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, ο νεοναζισμός, που ελλοχεύουν απειλητικά στην ελληνική και διεθνή κοινωνία. “Γυρίζοντας αυτήν την ταινία στόχος μου είναι να θυμίσω εκείνα τα εγκλήματα σε όσους αποφάσισαν να τα ξεχάσουν και να τα μάθουν όσοι δεν τα γνωρίζουν. Εγκλήματα που έγιναν από ανθρώπους ‘της διπλανής πόρτας’”, καταλήγει ο σκηνοθέτης.
Τον εμβληματικό δημιουργό υποδύεται ο ηθοποιός Ανδρέας Κωνσταντίνου (Μικρά Αγγλία), ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσαρκώνουν ο Χάρης Φραγκούλης (Γιώργος), η Βασιλική Τρουφάκου (Λέλα) και η πρωτοεμφανιζόμενη Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη (Εστρέα). Το μωσαϊκό των χαρακτήρων συμπληρώνουν οι Γιάννης Στάνκογλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μαρία Καβουκίδου, Μιχάλης Αεράκης, Ξανθή Γεωργίου, Γιάννης Αϊβάζης, Θοδωρής Αντωνιάδης, Λάκης Κομνηνός και Αλμπέρτο Εσκενάζη.
Η ταινία θα προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από τις 3 Δεκεμβρίου.
Πηγή: εφημερίδα Μακεδονία
Με φόντο την υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη εκτυλίσσεται μία συγκλονιστική ιστορία αγάπης στο “Ουζερί Τσιτσάνης” του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Το βιβλίο μεταφέρεται τώρα στη μεγάλη οθόνη από το γνωστό σκηνοθέτη Μανούσο Μανουσάκη και κάνει πρεμιέρα σε λίγες ημέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Θεσσαλονίκη, 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης και παθιασμένη ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά χρόνια του και συνθέτει τα πιο γνωστά τραγούδια του, ανάμεσα στα οποία και η καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή. Ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης με τη γνωστή μαεστρία του πλάθει γύρω από αυτόν τον καμβά μία μυθοπλασία βασισμένη σε γνωστά γεγονότα σε ένα βιβλίο με κυρίαρχο το άρωμα της Θεσσαλονίκης εκείνων των καιρών. “Η εποχή της Γερμανοβουλγαρικής Κατοχής στη Θεσσαλονίκη (Απρ.1941-Οκτ. 1944) έχει τις διαστάσεις μιας τεράστιας οδύνης, ταπείνωσης, εγκαρτέρησης και αντίστασης αλλά και τη μεγάλη πληγή του αφανισμού της εβραϊκής κοινότητας σε ποσοστό 98%, κάτι που δεν συνέβη σε άλλες πόλεις, τουλάχιστον σε τέτοιο μέγεθος”, σημειώνει ο συγγραφέας.
Το βιβλίο ιχνηλατεί μυθιστορηματικά, αποσπασματικά και όχι ως ευθύγραμμη βιογραφία τη ζωή του σημαντικού συνθέτη μέσα σε αυτή τη συνθήκη της πόλης και της χώρας. Παρακολουθεί “την αγωνία της επιβίωσης, το άγχος της δημιουργίας μέσα στη ζοφερή συγκυρία αλλά και τα διλήμματά του: η πατρίδα, η οικογένεια, η τιμή, ο έρωτας, η φιλία, η αντίσταση, οι κώδικες της αλληλεγγύης, η αλλοίωση που υφίσταται περνώντας μέσα από τις Συμπληγάδες, η καρτερία, η αυτοπραγμάτωση, η εξέγερση. Δρώντας καταρχήν ως ευαίσθητος καταγραφέας και συνείδηση του περίγυρου, κάτι που αντανακλάται στα τραγούδια του, στο τέλος υπό την πίεση και το αφόρητο των γεγονότων οδηγείται σε όλο και βαθύτερη συνειδητοποίηση, αλληλεγγύη και τελικά σε συμβολικά ένοπλη έγερση”, τονίζει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
Τώρα η πολυαναμενόμενη ταινία του Μανούσου Μανουσάκη εμπνεόμενη από το βιβλίο έχει κυρίως δύο άξονες, χωρίς να παραβλέπει τις λοιπές παραμέτρους: τη δύσκολη, δραματική ζωή και έγνοια του Τσιτσάνη να επιβιώσει αφενός, να δημιουργήσει αφετέρου, απαντώντας ταυτόχρονα στα πολλαπλά προαναφερόμενα διλήμματα, κυρίως όμως σε σχέση με το μείζον γεγονός της συντριβής και της τελικής εξόντωσης των Εβραίων της πόλης από τους Γερμανούς. “Οι σχέσεις του Τσιτσάνη με τους άλλους ήρωες της αφήγησης αναδεικνύουν ανάγλυφα μιαν ολόκληρη, αβάσταχτη εποχή κυρίως μέσα από τα βάσανα του αγνού αλλά και θανάσιμου έρωτα της Εβραίας με το Χριστιανό, που συμμετέχει στην αντίσταση, αλλά και βέβαια τις αφορμές και τις ωδίνες του τοκετού ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού έργου του συνθέτη, των τραγουδιών της Κατοχής, που και κατά ομολογία του ίδιου του Τσιτσάνη είναι τα καλύτερα που έγραψε, ζώντας καθημερινά στα όρια, δημιουργώντας μεταξύ ζωής, απόγνωσης, θανάτου και ελπίδας”, υπογραμμίζει ο συγγραφέας.
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ “ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ”
Πρόκειται για την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του γνωστού σκηνοθέτη. “Η ιδέα υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο. Ήταν ένα από τα ωραιότερα αναγνώσματα που έχουν πέσει στα χέρια μου και είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία. Κι έτσι έγινε. Με τράβηξε η ουσία του βιβλίου. Το γεγονός ότι μέσω μιας ερωτικής ιστορίας και ενός μεγάλου λαϊκού συνθέτη μπορούσαμε να καταδείξουμε τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και την πραγματική φύση του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού σε κάθε του μορφή”, επισημαίνει ο Μανούσος Μανουσάκης.
Δούλευε το φιλμ μαζί με τους σεναριογράφους εδώ και τρία-τέσσερα χρόνια, μελετώντας το θέμα του με ιστορικούς συμβολισμούς αλλά και με ανθρώπους που έχουν επιβιώσει από τα γεγονότα και γνωρίζουν εκτός από την ιστορία και την καθημερινότητα της εποχής. Έτσι δημιουργήθηκε μία κοινωνία που δεν υπάρχει πια, η ζοφερή και κατοχική Θεσσαλονίκη του 1942, με τον Τσιτσάνη, έναν παρατηρητή της εποχής του, να ανοίγει το Ουζερί Τσιτσάνης, μία πράξη του που φαντάζει σαν ένα διάλειμμα ψυχής. “Η γερμανική κατοχή και μία απαγορευμένη ερωτική σχέση βρίσκονται στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ρυθμού, που τίθεται από τη μουσική που συνθέτει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου: ο εμβληματικός Βασίλης Τσιτσάνης”, τονίζει ο σκηνοθέτης.
Η μουσική του λαϊκού δημιουργού αφέθηκε στα χέρια του Θέμη Καραμουρατίδη. “Ανέλαβε να κάνει την ταινία μουσικά σύγχρονη, με νέες ενορχηστρώσεις παλιών τραγουδιών, με σεβασμό στον αυθεντικό ήχο αλλά και με καινούργια κομμάτια που θα χαράξουν τη δική τους πορεία”, προσθέτει ο Μανούσος Μανουσάκης.
Ωστόσο δίνει έμφαση στο γεγονός ότι η ιστορία παρά τη χρονική τοποθέτησή της εμβαθύνει σε σύγχρονα γεγονότα, όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, ο νεοναζισμός, που ελλοχεύουν απειλητικά στην ελληνική και διεθνή κοινωνία. “Γυρίζοντας αυτήν την ταινία στόχος μου είναι να θυμίσω εκείνα τα εγκλήματα σε όσους αποφάσισαν να τα ξεχάσουν και να τα μάθουν όσοι δεν τα γνωρίζουν. Εγκλήματα που έγιναν από ανθρώπους ‘της διπλανής πόρτας’”, καταλήγει ο σκηνοθέτης.
Τον εμβληματικό δημιουργό υποδύεται ο ηθοποιός Ανδρέας Κωνσταντίνου (Μικρά Αγγλία), ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσαρκώνουν ο Χάρης Φραγκούλης (Γιώργος), η Βασιλική Τρουφάκου (Λέλα) και η πρωτοεμφανιζόμενη Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη (Εστρέα). Το μωσαϊκό των χαρακτήρων συμπληρώνουν οι Γιάννης Στάνκογλου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μαρία Καβουκίδου, Μιχάλης Αεράκης, Ξανθή Γεωργίου, Γιάννης Αϊβάζης, Θοδωρής Αντωνιάδης, Λάκης Κομνηνός και Αλμπέρτο Εσκενάζη.
Η ταινία θα προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από τις 3 Δεκεμβρίου.
Πηγή: εφημερίδα Μακεδονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.