της Εκτελεστική Γραμματεία της Κίνησης Πολιτών Θεσσαλονίκης για την Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς
«Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επι τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον». Το παρόν δημοσίευμά μας αφορμάται από το άρθρο της κ. Αγγελικής Κώττη που δημοσιεύεται στη LIBERAL. Θέμα: ο πολύπαθος Σταθμός Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και η σκληρή τύχη του αρχαιολογικού χώρου, για την οποία διαλαμβάνει η δημοσιογράφος λεπτομερώς τιτλοφορώντας τη διαδικασία ως «τελική ευθεία».
Επιχειρηματολογεί, λοιπόν, η κ. Κώττη για το ορθόν της κατ΄ εξακολούθηση, ακατάπαυστης και γενικευμένης απόσπασης των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου και μάλιστα υποστηρίζει ότι όλα γίνονται «με όλες τις αρχαιολογικές προδιαγραφές και πρακτικές που απαιτούνται». Εικάζουμε, λοιπόν, ότι στο εξής όλες οι ανασκαφές θα πρέπει να ακολουθούν την πρακτική της απόσπασης των αρχαιοτήτων που ανευρίσκονται, εφόσον … έτσι «προδιαγράφεται και απαιτείται», πέρα από την υφιστάμενη νομοθεσία, τις διεθνείς συμβάσεις, τις καλές πρακτικές, αλλά και τις εξαιρετικές δυνατότητες που μας έχει επιδαψιλεύσει η τεχνολογία (βλ. Σταθμός Μοναστηράκι στην Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως στην Αθήνα) ώστε να αποφεύγονται ανάλογες απαρχαιωμένες μέθοδοι που επιλέχθηκαν για τη … μικρή μας πόλη.
Επανερχόμενη σε μία παλιά της εικασία η κ. Κώττη επαναλαμβάνει ότι ο λόγος της ισχυρής αντίδρασης κατά της απόσπασης οφείλονταν σε «κάποιους αρχαιολόγους από τη Θεσσαλονίκη» (αχ, αυτή η «συμπρωτεύουσα» με τους μπαγιάτηδές της!) που «επέμεναν πως τα κατάλοιπα της ελληνιστικής πόλης δεν έφταναν μέχρι (sic) τον Σταθμό Βενιζέλου» και συνεχίζοντας υποστηρίζει πως, επειδή οι ανασκαφές έδειξαν ότι έφταναν, «τεχνηέντως ξεσηκώθηκε ένα ολόκληρο κίνημα ώστε να μην προχωρήσουν οι ανασκαφές πιο κάτω από τη Βυζαντινή Μέση Οδό» (!) Παραλείπουμε ως ασχολίαστη την αναφορά της σε συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα. Αφήνουμε στην κ. Κώττη και στους ομοίους της τη βαριά ευθύνη της κομματικοποίησης ενός καθαρά επιστημονικού, τεχνικού και βαθύτατα πολιτισμικού ζητήματος που ορθώς διεθνοποιήθηκε από «κάποιους αρχαιολόγους από τη Θεσσαλονίκη» και όχι μόνο… Στεκόμαστε στο άτοπο της σκέψης της και της υπόθεσης ότι αρχαιολογικές έριδες και επιστημονικές διαφωνίες προσδιόρισαν το επίπεδο συνέχισης ή μη της ανασκαφής και όχι η ανάγκη ανάδειξης έξι άθικτων, συνεχόμενων και ιδιαίτερα σημαντικών αιώνων της ιστορικής ζωής και της φυσιογνωμίας της πόλης. Η ανάγκη, δηλαδή, να σταματήσει ο χρόνος σε αυτό το πολύτιμο παρελθόν, γιατί η Αρχαιολογία είναι μία βουτιά στον χρόνο με σκάφανδρο την αναζήτηση της γνώσης και την αλώβητη απόδοσή της. Προφανώς αγνοεί η κ. Κώττη ότι δυνάμει των ορθών ανασκαφικών πρακτικών οι ανασκαφικές έρευνες δεν φτάνουν «μέχρι να βρεις … πετρέλαιο». Ότι υπάρχει συγκεκριμένος ορίζοντας, οργανωμένο σκεπτικό, σχέδιο διατήρησης και ανάδειξης των φάσεων που υποδηλώνουν την πλέον ισχυρή αρχαιολογική φυσιογνωμία ενός τόπου. Και ειδικά για τη Θεσσαλονίκη η φυσιογνωμία της καθορίζεται διεθνώς από τα 15 μνημεία UNESCO που χρονολογούνται από τον 4ο έως και τον 14ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή σε όλη την χρονική πορεία του βυζαντινού κράτους και πολιτισμού. Κάτω από αυτά τα μνημεία σαφώς και υπόκεινται οι αρχαιότερες φάσεις της ρωμαϊκής και της ελληνιστικής πόλης. Είναι γνωστό σε όλους τους μελετητές της πόλης εδώ και ενάμιση αιώνα. Αλλά μήπως θα έπρεπε να κατεδαφίσουμε (ή να αποσπάσουμε;) την Αχειροποίητο για να αποκαλύψουμε τις διαπιστωμένες προγενέστερες φάσεις ή την Αγία Σοφία για την προηγούμενη πεντάκλιτη βασιλική ή την Παναγία Χαλκέων για να βρούμε τον «πριν βέβηλον τόπον»; Η στοιχειώδης γνώση και πρακτική υπαγορεύουν τη διατήρηση και ανάδειξη της πλέον χαρακτηριστικής και μνημειώδους φάσης με παράλληλο φωτισμό και των άλλων φάσεων ή χρήσεων. Και το γνωρίζουμε καλά ότι στον Σταθμό Βενιζέλου είχαν ήδη διερευνηθεί και φωτιστεί και οι προγενέστερες φάσεις πολύ πριν την απόσπαση των αρχαιοτήτων. Και αυτό που υπήρχε (γιατί δεν υπάρχει πλέον) και είχε επιλεγεί για ανάδειξη ήταν ένα μνημειώδες τμήμα αυτής της πόλης στις πιο σημαντικές στιγμές της.
Αυτή, λοιπόν, η μοναδική ευκαιρία για την αδιατάρακτη διαχρονία της πόλης χάθηκε ανεπιστρεπτί. Της ξέφυγε της κ. Κώττη και χαρακτήρισε τη θέση ως «αρχαιολογικό χώρο», ορολογία που μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους και ομολογουμένως αποτελεί μία ευχάριστη πρόοδο, πλην όμως τώρα πλέον αλυσιτελή (όπως τα μνημόσυνα λ.χ.). Επίσης της ξέφυγε η ομολογία ότι «ο αρχαιολογικός χώρος … αποτελεί μία διαχρονική μαρτυρία της πολεοδομικής οργάνωσης που παρέμεινε αναλλοίωτη για 17 αιώνες». Σας έχουμε νέα κ. Κώττη: ΑΛΛΟΙΩΘΗΚΕ, κόπηκε, διαλύθηκε, εκριζώθηκε από τα σπλάχνα της και μεταφέρθηκε αλλού. Σας παραπέμπουμε στα λεξικά για τη σημασία και την ετυμολογία της λέξης «αναλλοίωτος».
Το δημοσίευμα μάς πληροφορεί επίσης ότι «η ανώτερη βυζαντινή φάση (sic) θα διατηρηθεί σχεδόν εν συνόλω με «νησίδες» κατώτερων στρωμάτων, δηλαδή κάποια σημεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον». Σχεδόν, νησίδες, κάποια, κάπου, κάποτε … Παράλληλα πληροφορούμαστε και από άλλα δημοσιεύματα ότι τα αρχαία κατάλοιπα που χρονολογούνται από τον 2ο αι. π.Χ. έως τον 3ο αι.. μ.Χ. «θα μεταφερθούν και θα εκτεθούν σε άλλο χώρο» καθώς έτσι εξασφαλίζεται η προστασία και ανάδειξη τους! Φαίνεται πως αυτά δεν θα ενταχθούν στις «νησίδες»… Να θυμίσουμε ότι με την κατά χώραν διατήρηση οι υποκείμενες αρχαιότητες δεν θα διαταράσσονταν, δεν θα αποσπώνταν και θα διατηρούνταν όλος ο αρχαιολογικός ορίζοντας άθικτος. Ώστε σε επόμενες γενιές –σαφώς καλύτερες από τη δικιά μας- και με εμπνευσμένες πρακτικές θα ήταν δυνατή η αρχαιολογική ενοποίηση όλης της Εγνατίας και η δυνατότητα αναδείξεων ποικίλων φάσεων (βλ. πρακτικές που εφαρμόζονται ήδη στην Αίγυπτο). Αναρωτιόμαστε, εάν αυτή η επιλεκτική ανάδειξη κατόπιν ποικίλων αποσπάσεων, εγκιβωτισμών και «σχεδόν» επανατοποθετήσεων θα δώσει την εικόνα που αναδιαμορφώθηκε στο νότιο τμήμα του Σταθμού της Αγίας Σοφίας, δηλαδή την ανακατασκευή ενός αδιάγνωστου και ακρωτηριασμένου χώρου, όπου δεν πραγματοποιήθηκε επ+ανα+τοποθέτηση, καθώς απουσιάζει και το «επί» και το «ανά».
Τέλος, άγιες μέρες που είναι, σημειώνουμε την ειρωνική διάθεση της κ. Κώττη έναντι του θυμικού των θεσσαλονικέων, καθώς αναφέρεται στον πολιούχο της πόλης και τον δυνητικό συσχετισμό του με τον decumanus maximus. Είναι προφανές ότι αγνοεί και την αγιολογία (διαχρονικά) και την τοπογραφία της πόλης και για αυτό την καλούμε να μην ασχημονεί. Άλλωστε πέτυχε και με το παραπάνω αυτό που επιθυμούσε και λογικά θα πρέπει να είναι πανευτυχής. Σε εμάς απομένει ο Επιτάφιος Θρήνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.