Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Π. Σκοτινιώτης: Οι Βολιώτες έγκλειστοι στο Γεντί Κουλέ

Οι ομιλητές στην εκδήλωση του Βόλου. Από αριστερά: ο καθηγητής ιστορίας Πολυμέρης Βόγλης, ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΘΣΤΕ-Ε, Δημήτρης Χορταργιάς, ο Σ. Κουζινόπουλος και ο νομικός και συγγραφέας Πάνος Σκοτινιώτης  
Σημαντικά στοιχεία για τον εγκλεισμό στο κάτεργο του Γεντί Κουλέ Βολιωτών πολιτικών κρατουμένων αλλά και την εκτέλεση στον «συνήθη τόπο» του Επταπυργίου του ήρωα της Εθνικής Αντίστασης Γραμμένου Στίνη, Γραμματέα της ΕΠΟΝ Βόλου στην κατοχή και υπεύθυνου της επονίτικης εημερίδας «Ιερολοχίτης», παρουσίασε ο διακεκριμένος νομικός και συγγραφέας, Πάνος Σκοτινιώτης, πρώην νομάρχης Μαγνησίας και δήμαρχος Βόλου, μιλώντας στην εκδήλωση που έγινε στον Βόλο για την παρουσίαση του βιβλίου του Σπ. Κουζινόπουλου «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης».

Ο Π. Σκοτινιώτης αναφέρθηκε στην περιγραφή για τον Στίνη που έκανε η αείμνηστη Νίτσα Κολιού, επί δεκαετίες πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας, στο πολύτιμο δίτομο έργο της "Άγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης 1941-44" χαρακτηρίζοντάς τον ως «πανέμορφο και επιβλητικό νέο που σαγήνευε τόσο με το παρουσιαστικό του όσο και με τις θαυμάσιες ομιλίες». Θυμίζοντας ότι στη θυσία του Γραμμένου Στίνη αναφέρθηκε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην ποιητική του συλλογή «Το Περιθώριο ’68-69». Ενώ στον κατάλογο των μελλοθανάτων του 1950, που δημοσιεύεται στο βιβλίο «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης», εντοπίζεται και το όνομα του 26χρονου, τότε, Χρήστου Παπαδούλη, που  γλύτωσε ευτυχώς τότε την εκτέλεση, πέρασε ωστόσο στη φυλακή και στην εξορία κοντά στις δυόμιση δεκαετίες. «Όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης τον υπέροχο αυτό σύντροφο, στέλεχος του ΚΚΕ στη Μαγνησία, διατηρούμε ζωντανή τη μνήμη του». Επισημαίνοντας ότι στον κατάλογο βλέπουμε, επίσης, το όνομα του 22χρονου, τότε, Θωμά Βασιλούλη, «που τον θυμάμαι κι αυτόν πάντα ενεργό και μάχιμο στη δημοκρατική παράταξη», όπως σημείωσε ο ομιλητής.

Δημοσιεύουμε στη συνέχεια ολόκληρη την εισήγηση του Πάνου Σκοτινιώτη στην παρουσίαση στον Βόλο του βιβλίου «Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης» που έχει ως εξής:



Η ομιλία Π. Σκοτινιώτη

«Διεισδυτικός, επίμονος και μεθοδικός ερευνητής ο Σπύρος Κουζινόπουλος, μάς προσφέρει ένα ακόμη βιβλίο με βαρύ ιστορικό φορτίο. Χρειάστηκε να ανατρέξει σε άπειρα ντοκουμέντα, σε δυσεύρετο αρχειακό υλικό, σε πλήθος μαρτυριών. Και κατάφερε  να ψηλαφίσει  με μεγάλη δεξιοτεχνία το υλικό της απαιτητικής  αυτής έρευνας, που την ξεκίνησε πριν  από μισό περίπου αιώνα. Το βιβλίο για τη διαβόητη φυλακή του  Γεντί Κουλέ  είναι ένα μάθημα Ιστορίας και δημοκρατικής μνήμης. Η γεφύρωση, μάλιστα, που επιχειρείται με τη φυλακή της Βαστίλης προσδίδει και έναν ισχυρό ιστορικό συμβολισμό.

Θα ξεχώριζα, ευθύς εξαρχής, δύο θεμελιώδη, κατά τη γνώμη μου, στοιχεία που χαρακτηρίζουν το βιβλίο:

  (α) Ότι το ατομικό στοιχείο συνυφαίνεται διαρκώς με το συλλογικό και η μικροϊστορία με τη μεγάλη Ιστορία, ενθέτοντας το Γεντί Κουλέ στο ιστορικό πλαίσιο της κάθε εποχής. Πρωταγωνιστής, θα έλεγα, του βιβλίου δεν είναι τόσο οι φυλακές όσο οι φυλακισμένοι, και ιδίως οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι βασανισμένοι και οι μελλοθάνατοι. Με μεγάλη ευαισθησία, περιγράφει πολλές  ιστορίες ανθρώπων, άγνωστων σε αρκετές περιπτώσεις,  που έπαιξαν τελικά σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και ιδίως στην ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού.

(β) Μπορεί η αριστερή ματιά να είναι ευδιάκριτη όσο διατρέχουμε τις σελίδες του, δεν πρόκειται όμως για ένα στρατευμένο βιβλίο. Είναι, αντίθετα, προϊόν μιας συστηματικής έρευνας, με επιστημονική ανεξαρτησία και ευρύ φάσμα μεθοδολογικών εργαλείων.

Μέσα από την 100χρονη σχεδόν ιστορία του Γεντί Κουλέ, αυτό που, πρώτα απ’ όλα, φέρνει στο φως ο Κουζινόπουλος είναι η ντροπιαστική και απάνθρωπη εικόνα αυτού που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα.

Ο θεσμός της φυλακής υποτίθεται ότι στοχεύει στην ανάσχεση της εγκληματικότητας και στην επανένταξη όλων όσων αποκλίνουν από το ισχύον ποινικό σύστημα. Ο θεσμός όμως αυτός δεν εξελίσσεται εν κενώ, αλλά επηρεάζεται άμεσα ‒καθορίζεται, θα έλεγα‒ από τα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα κάθε χώρας και κάθε εποχής, όπως σημειώνει και ο Γιάννης Πανούσης.

Μόνον τυχαίο δεν είναι ότι στην Ελλάδα οι πρώτοι τόποι εγκλεισμού δεν κατασκευάστηκαν με τις προδιαγραφές ενός σωφρονιστικού ιδρύματος, αλλά  προέκυψαν από την όπως-όπως χρήση παλιών φρουρίων και οχυρών, με  τους φυλακισμένους κυριολεκτικά να στοιβάζονται σε στενόχωρους και ακατάλληλους για τη διαβίωσή τους χώρους. Πρώτο στη λίστα των κολαστηρίων, το Παλαμήδι του Ναυπλίου, όπου δύο προμαχώνες του κάστρου χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι κράτησης. Ακολουθεί το Γεντί Κουλέ, και από κοντά οι φυλακές της Κέρκυρας (έργο μάλιστα της  αγγλικής αρμοστείας) και οι φυλακές στο οθωμανικό φρούριο Ιτζεδίν των Χανίων. Και όπως έγραφε το 1928 ο εφέτης Ιωάννης Πετρουνάκος, σε έκθεσή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο σχετικά την κατάσταση των ελληνικών φυλακών, «αι πλείσται των φυλακών μας είναι τόσο σαθραί, υγραί, ανήλιοι και δυσανάλογοι προς τον αριθμόν των εν αυταίς κρατουμένων, ώστε και κτήνη να έκλειε τίς εντός αυτών, θα προεκάλει την αγανάκτησιν των φιλοζώων».


Από τις πιο σκληρές φυλακές το Γεντί Κουλέ

Το Επταπύργιο, ένα από τα ελάχιστα βυζαντινά φρουριακά συγκροτήματα που διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση, μετατράπηκε σε φυλακή στα τέλη του 19ου αιώνα, με τη Θεσσαλονίκη να είναι ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία. Το 1912 κληροδοτήθηκε στο ελληνικό κράτος.

Από τις πιο  σκληρές ποινικές φυλακές, σύντομα αποτέλεσε  τόπο εγκλεισμού και αντιπάλων του εκάστοτε καθεστώτος. Η αρχή έγινε με το εργατικό κίνημα που αναπτύχθηκε δυναμικά μετά το 1908 στη Θεσσαλονίκη, την πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά πόλη των οθωμανικών Βαλκανίων, με πρωταγωνιστικό τον ρόλο της Φεντερασιόν και του ηγέτη της, Αβραάμ Μπεναρόγια. Τα επόμενα χρόνια πήραν σειρά οι «κόκκινοι στρατιώτες», δηλαδή οι δεκάδες στρατιώτες που φυλακίζονταν και βασανίζονταν, επειδή εναντιώνονταν στη Μικρασιατική εκστρατεία. Μετά ήρθε η ώρα των κομμουνιστών που διώκονταν εξαιτίας της ευθυγράμμισης, τότε, του ΚΚΕ με τη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για «ανεξάρτητη πολυεθνική Μακεδονία», θέση που συνδεόταν με την προοπτική της δημιουργίας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Ακολούθησε το περιβόητο «Ιδιώνυμο» του 1929, που στόχευε ευθέως στη δίωξη του κομμουνισμού. Στο Επταπύργιο μεταφέρθηκαν και πολλοί από του 500 συλληφθέντες μετά τη δολοφονική επίθεση της χωροφυλακής κατά των απεργών της Θεσσαλονίκης, στις 9 Μαΐου 1936 ‒ την εξέγερση του Μάη του ’36 πραγματεύεται ο Κουζινόπουλος στο πρώτο βιβλίο του, που έγραψε το 1976. 

Με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, στο Επταπύργιο μεταφέρονταν οι συλληφθέντες, πριν οδηγηθούν στις «στρατιωτικές φυλακές κράτησης κομμουνιστών», στην Ακροναυπλία. Από τον Μάιο του 1938 οι φυλακές του Γεντί Κουλέ γέμισαν και πάλι από πολιτικούς κρατούμενους. Στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, στο Γεντί Κουλέ στοιβάζονταν από τους Ναζί, δίπλα στους ποινικούς, όχι μόνο οι ύποπτοι για αντιστασιακή δράση, αλλά πολλές φορές ακόμη και για την πιο ασήμαντη αφορμή. Κάποιοι οδηγούνταν και για εκτέλεση, δεμένοι ανά δύο με χειροπέδες ή με σχοινί.

Την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας, μετά τη Βάρκιζα, γέμισαν και πάλι ασφυκτικά τα φοβερά κελιά του Γεντί Κουλέ, αφού εκεί μεταφέρονταν οι συλληφθέντες ύστερα από τα κρατητήρια της Ασφάλειας. Το παράδοξο είναι ότι στη ίδια φυλακή κρατούνταν και κάποιοι που είχαν κατηγορηθεί  για συνεργασία με τους κατακτητές, μέχρι βέβαια οι δωσίλογοι να ενσωματωθούν στο μεταβαρκιζιανό κράτος και στη θεσμική Δεξιά, «φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης», όπως έχει γράψει ο Μάνος Χατζηδάκις.

Μετά το Γ΄ Ψήφισμα, τον Ιούνιο του 1946, που στρεφόταν κατά του ΚΚΕ και απειλούσε με την ποινή του θανάτου τα μέλη και τους οπαδούς του, και στη συνέχεια τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, με τον οποίον το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και η Εθνική Αλληλεγγύη τέθηκαν εκτός νόμου, τα έκτακτα στρατοδικεία μετατράπηκαν εν πολλοίς σε θανατοδικεία. Στη Θεσσαλονίκη άφησε εποχή ο βασιλικός επίτροπος Θεμιστοκλής Ταμβακάς, ο οποίος μάλιστα στις εκλογές του 1951 επιβραβεύτηκε για τις «υπηρεσίες» του, αναδεικνυόμενος βουλευτής Ευβοίας με τον Συναγερμό του Παπάγου.

Στα χρόνια του Εμφυλίου, το κάτεργο του Γεντί Κουλέ έφτασε σε κατάσταση ασφυξίας. Σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε ως φυλακή μελλοθανάτων. Από τα στοιχεία που παραθέτει ο Κουζινόπουλος, φαίνεται ότι οι μελλοθάνατοι έμεναν στη φυλακή 3-4 μέρες, ίσα-ίσα μέχρι να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σημειώστε ότι το εμφυλιοπολεμικό νομικό οπλοστάσιο εφαρμόστηκε με ιδιαίτερο ζήλο στη Μακεδονία και στη Θράκη, με οδηγό και το νέο, τότε, δόγμα του «από βορράν κινδύνου». Ο Βόλος, πάντως, είναι η πόλη στην οποία καταγράφηκε το μεγαλύτερο ποσοστό εκτελεσμένων θανατικών ποινών σε σχέση με τις καταδικαστικές αποφάσεις (43,6%). Ο Βόλος πλήρωσε πολύ ακριβά τη μαζική συμμετοχή στην εαμική Αντίσταση, όπως και το 70% που έφτασε το ποσοστό της «πολιτικής αποχής» στις εκλογές του 1946 ‒ το υψηλότερο πανελλαδικά μετά από αυτό της Νάουσας.


Γραμμένος Στίνης

Συγκλονιστικό ντοκουμέντο ο μακρύς κατάλογος με τα ονόματα των εκτελεσμένων

Ο μακρύς κατάλογος με τα ονόματα των εκτελεσμένων πολιτικών κρατουμένων, σε απόσταση αναπνοής από το Γεντί Κουλέ, τον οποίο με εντυπωσιακή επιμέλεια επεξεργάστηκε ο Κουζινόπουλος,  αποτελούν ένα πραγματικά συγκλονιστικό ντοκουμέντο. Διαβάζουμε τους εκτελεσμένους ανά έτος, από το 1946 έως το 1954,  καθώς και τους θανατοποινίτες που το 1950 γλύτωσαν την εκτέλεση λόγω των μέτρων ειρήνευσης και επιείκειας του Πλαστήρα που εφαρμόστηκαν εκείνη τη χρονιά.  Μεταξύ των περίπου 400 εκτελεσμένων, ήταν και ο Βολιώτης Γραμμένος Στίνης, 29χρονος τότε,  μέλος του  πανθεσσαλικού γραφείου της ΕΠΟΝ στη διάρκεια της Κατοχής και υπεύθυνος της εφημερίδας «Ιερολοχίτης», που ήταν το δημοσιογραφικό της όργανο ‒ «πανέμορφο και επιβλητικό νέο που σαγήνευε τόσο με το παρουσιαστικό του όσο και με τις θαυμάσιες ομιλίες» τον χαρακτηρίζει η Νίτσα Κολιού στο βιβλίο της για τις άγνωστες πτυχές τη Κατοχής και της Αντίστασης. Στη θυσία του Στίνη αναφέρθηκε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην ποιητική του συλλογή «Το Περιθώριο ’68-69». Θυμάμαι με συγκίνηση τον αδελφό του, τον Λάκη Στίνη, γραμματέα της οργάνωσης του ΚΚΕ στον Βόλο τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, να μιλάει για τον Γραμμένο και την πολύπλευρη μόρφωσή του, τη μνημειώδη αγόρευσή του στο  Στρατοδικείο και τη λεβέντικη στάση που κράτησε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στον κατάλογο των μελλοθανάτων του 1950 βλέπουμε και το όνομα του 26χρονου, τότε, Χρήστου Παπαδούλη ‒ αυτός γλύτωσε ευτυχώς την εκτέλεση, πέρασε ωστόσο στη φυλακή και στην εξορία κοντά στις δυόμιση δεκαετίες. Όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης τον υπέροχο αυτό σύντροφο, στέλεχος του ΚΚΕ στη Μαγνησία, διατηρούμε ζωντανή τη μνήμη του. Στον κατάλογο βλέπουμε, επίσης, το όνομα του 22χρονου, τότε, Θωμά Βασιλούλη, που τον θυμάμαι κι αυτόν πάντα ενεργό και μάχιμο στη δημοκρατική παράταξη.

Εκτελέσεις συνεχίστηκαν και μετά τον Εμφύλιο ‒ σημειώνω τη συγκλονιστική ιστορία της Κούλας Ελευθεριάδου  ή του πρωτομάρτυρα της ειρήνης, Νίκου Νικηφορίδη, για την υπόθεση του οποίου ο Κουζινόπουλος έγραψε βιβλίο το 1988. Μετά τον θάνατο του Παπάγου, τον Οκτώβριο του 1955, και την ανάδειξη στην πρωθυπουργία του Καραμανλή, δεν σταμάτησαν μεν να επιβάλλονται θανατικές ποινές, δεν έγινε όμως καμία εκτέλεση. Οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι απολύθηκαν τελικά έντεκα χρόνια μετά, το 1966, όταν, με τον Ν. 4496/1966 οι καταδίκες σε θάνατο ή ισόβια μετατράπηκαν σε  κάθειρξη 20 ετών. Υπήρξαν κομμουνιστές που μπήκαν στη φυλακή το 1945 ή το 1946 και ξαναείδαν «ήλιο» το 1964, το 1965 ή το 1966.

Και τον Απρίλη του 1967, ξανά από την αρχή.  Από το 1967 έως το 1971, στο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκαν δώδεκα μεγάλες δίκες αντιστασιακών, καταδικάστηκαν πάνω από 100 αγωνιστές – οι πιο πολλοί με τον αναγκαστικό νόμο του Εμφυλίου, τον 509/1947. Τον Μάιο του 1969, μεταξύ των καταδικασθέντων στη δίκη των 39 μελών του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου, συναντάμε και δύο δικούς μας, Βολιώτες, τον Λάκη Προγκίδη (καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλάκιση) και τον αείμνηστο Θωμά Οικονόμου (καταδικάστηκε σε 2,5 χρόνια εκτόπιση).

Τον Απρίλιο του 1974, οι πολιτικοί κρατούμενοι του Γεντί Κουλέ   μεταφέρθηκαν πλέον στις νέες στρατιωτικές φυλακές που εν τω μεταξύ είχαν δημιουργηθεί στα Διαβατά – περιττό να πω ότι ένιωσαν σαν να πήγαν σε πεντάστερο.  Μεταξύ αυτών και ο αγαπημένος σύντροφος  Γεράσιμος Μπετσιμέας, που έχει φύγει κι αυτός από τη ζωή, ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς στη Θεσσαλία, μια περίοδο και στον Βόλο.

Τα επόμενα χρόνια, ο έλεγχος της φυλακής πέρασε στα χέρια  αδίστακτων μαφιόζικων κυκλωμάτων. Η διαφθορά ‒για να επικαλεστώ και πάλι τον Γιάννη Πανούση‒  είναι γνήσιο τέκνο του σωφρονιστικού συστήματος, διότι ζει και συμβιώνει μαζί του και τρέφεται από τις αδυναμίες του. Να μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η κοινωνία της φυλακής κυριαρχείται πλέον από σκληρά στοιχεία του οργανωμένου εγκλήματος,  Έλληνες και αλλοδαπούς. Από κει και πέρα αρχίζουν οι συναλλαγές, στη λογική “give and take”, μεταξύ των σκληρών της φυλακής με κρίσιμους κρίκους της σωφρονιστικής διοίκησης. Όσο για τους υπόλοιπους κρατούμενους, η απομόνωση, η απόγνωση, ο ιδρυματισμός σχηματίζουν μια θηλιά στο λαιμό τους, που κλείνει ασφυκτικά τα περιθώρια επανένταξης.


Η εκτέλεση Παγκρατίδη και οι δύο θαρραλέοι εισαγγελείς

Βρέθηκαν, ευτυχώς, δύο θαρραλέοι εισαγγελείς, η Χρυσούλα Γιαταγάνα και ο Κώστας Λογοθέτης,  που ξεσκέπασαν το βρομερό κύκλωμα που λιμαινόταν τον Γεντί Κουλέ, όπως και τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης (βιασμοί, ξυλοδαρμοί, άλλα βασανιστήρια, διακίνηση ναρκωτικών). Δέχθηκαν του κόσμου τις απειλές, συκοφαντήθηκαν και κυνηγήθηκαν ανελέητα από τα μαφιόζικα συμφέροντα που εγκαταβιούσαν στο Γεντί Κουλέ, από τα ρυπαρά έντυπα του αυριανισμού, αλλά δυστυχώς  και από κάποιους παράγοντες του κυβερνώντος τότε  ΠΑΣΟΚ. Τελικά ο αγώνας των δύο εισαγγελέων δικαιώθηκε, και το 1989 το κάτεργο του Γεντί Κουλέ έκλεισε, έχοντας εγγραφεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη ‒ επί έναν περίπου αιώνα, χιλιάδες ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι γνώρισαν εκεί τη φρίκη και την κτηνωδία. Ανάμεσά τους, ο Θανάσης Κλάρας (ο μετέπειτα θρυλικός Άρης Βελουχιώτης), ο Ανδρέας Τζήμας (ο Βασίλης Σαμαρινιώτης του ΕΛΑΣ), ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Μάρκος Βαφειάδης, αλλά και ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Χρόνης Μίσσιος και τόσοι άλλοι. Μια «αποθήκη ψυχών» που ενέπνευσε  δεκάδες ποιήματα, διηγήματα και πονεμένα ρεμπέτικα τραγούδια.

Το βιβλίο καταπιάνεται και με την τραγική υπόθεση Παγκρατίδη (του υποτιθέμενου, δηλαδή,  Δράκου του Σέιχ Σου), που έπεσε θύμα μιας απίστευτης δικαστικής και αστυνομικής πλεκτάνης, την οποία ενορχήστρωσε το αδίστακτο παρακράτος.

Είναι ευτύχημα που η έκδοση του βιβλίου συνέπεσε με ένα αδιάσειστο πειστήριο του εγκλήματος ‒ με το τυχαίο, δηλαδή, εύρημα των ομαδικών τάφων στο Επταπύργιο, το οποίο μας υπενθυμίζει ότι στην Κατοχή, στον Εμφύλιο και στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν δίχως να αφήσουν το ίχνος τους στον ιστορικό χρόνο, όπως έγραψε ο Κωστής Καρπόζηλος. Αλλά και μας υπενθυμίζει ότι υπήρξαν σε αυτή τη χώρα άνθρωποι που κράτησαν όρθια την κοινωνία, όταν όλα γύρω έμοιαζαν να λυγίζουν.

Αγαπητέ Σπύρο, χαίρομαι ειλικρινά που βρισκόμαστε ξανά μετά από πολλά-πολλά χρόνια, με αφορμή αυτό το σπουδαίο έργο σου. Σε συγχαίρω από καρδιάς και ευχαριστώ θερμά το Μορφωτικό Ίδρυμα της Ένωσης Συντακτών και τον ΣΙΜΕΑ για την ευκαιρία που μου έδωσε να μιλήσω γι’ αυτό. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.