Συνέντευξη του Σπ. Κουζινόπουλου στο σημερινόι φύλλο της εφημερίδας «Τα Νέα» και στον δημοσιογράφο Δημήτρη Μανιάτη
του Δημήτρη Μανιάτη
Εξήντα χρόνια δημοσιογράφος, 13 ιστορήματα - βιβλία, 50 χρόνια έρευνα. Ο δημοσιογράφος Σπύρος Κουζινόπουλος εγγράφεται πια στους καλύτερους ερευνητές συγγραφείς με θρησκευτική προσήλωση στην αναζήτηση αρχείων, στη διασταύρωση και στον τρόπο που φωτίζει ανεξερεύνητες όψεις της νεότερης ιστορίας. Οπως τώρα με την εξαντλητική του έρευνα- βιβλίο για τις φυλακές του Γεντί Κουλέ που, εκτός του ότι φέρουν μια εφιαλτική μνήμη, τροφοδότησαν αενάως και την τέχνη. Τον ακούμε.
Η 50ετής σας έρευνα για το Γεντί Κουλέ που σήμερα είναι πια βιβλίο, συνέπεσε με την αποκάλυψη οστών εκτελεσμένων κομμουνιστών από τον Εμφύλιο στο μέρος. Τι συναισθήματα σας δημιούργησε η είδηση (κάτι που προφανώς είχατε εκτιμήσει λόγω γνώσης πως θα συμβεί κάποια στιγμή).
To
βιβλίο μου «Γεντί Κουλέ, η
Βαστίλη της Θεσσαλονίκης», ήταν ήδη στο τυπογραφείο και στον εκδοτικό οίκο
ΙΑΝΟΣ περίμεναν την εντολή μου «τυπωθήτω» για να προχωρήσουν στην εκτύπωση,
όταν μου τηλεφώνησε ένα βράδυ ο δήμαρχος Νεάπολης-Συκεών Σ. Δανιηλίδης και με
ενημέρωσε ότι βρέθηκαν δύο ανθρώπινοι σκελετοί στη μικρή πλατεία Εθνικής
Αντίστασης των Συκεών. Ρωτώντας με αν τα οστά αυτά μπορεί να είχαν σχέση με τις
εκτελέσεις του Εμφυλίου. Του απάντησα με
βεβαιότητα «Ναι». Και παρά το μακάβριο του πράγματος και τη θλίψη για το χαμό
τόσων ανθρώπων, ένιωσα ικανοποίηση. Καθώς το εύρημα αυτό και στη συνέχεια οι
έξι ομαδικοί τάφοι με τους επιπλέον 34 σκελετούς που εντοπίστηκαν,
επιβεβαιώνουν πλήρως τα όσα αναφέρω στο βιβλίο μου για τον «συνήθη τόπον
εκτελέσεων» και τον προσδιορισμό του σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο.
Πώς ξεκινάει η
δική σας έρευνα για τις φυλακές αυτές και ποια τα πρώτα ερεθίσματα; Ως
σαλονικιός προφανώς έχετε και μνήμες από το Γεντί..
Για μένα το
βιβλίο αυτό είναι έργο ζωής, καθώς ξεκίνησα την έρευνα για το Γεντί Κουλέ λίγο
μετά τη μεταπολίτευση, το 1974, όταν έπεσε στα χέρια μου η χειρόγραφη
εφημεριδούλα «Εφταπυργίτης» που εκδίδονταν από τους κομμουνιστές πολιτικούς
κρατούμενους την περίοδο 1945- αρχές 1947 και είμαι ευτυχής που έχω στο αρχείο
μου το μοναδικό φύλλο της εφημερίδας αυτής που σώζεται από τα περίπου 60 που
είχαν εκδοθεί. Από κει άρχισα να την ψάχνω την υπόθεση των φυλακών και ευτυχώς
πρόλαβα εν ζωή και κατέγραψα τις μαρτυρίες δεκάδων δεσμωτών όλων των σκοτεινών
περιόδων λειτουργίας του κολαστήριου Επταπύργιο: Μεσοπόλεμος, δικτατορία
Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος, ανώμαλη μετεμφυλιακή περίοδος, δικτατορία της
χούντας. Αλλά και σοβαρών υποθέσεων όπως ο «Δράκος του Σέϊχ Σου» και το
«κουκούλωμα» των ερευνών που είχαν διενεργήσει οι θαρραλέοι εισαγγελείς Γιαταγάνα
και Λογοθέτης.
Παρά το γεγονός
ότι και άλλες φυλακές της χώρας είχαν διακριθεί για τη σκληρότητά τους απέναντι
στους φυλακισμένους και τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί (Ακροναυπλία,
Κέρκυρα, Ναύπλιο, Ιτζεδίν κ.α.), εντούτοις θεωρώ ότι το Επταπύργιο, στον ένα
αιώνα της λειτουργίας του ως φυλακής, υπήρξε ο πρωταθλητής της καταπίεσης και
της βαρβαρότητας, ιδιαίτερα απέναντι στους πολιτικούς κρατουμένους διαχρονικά.
Και μόνο το γεγονός ότι γράφτηκαν περισσότερα από 15 τραγούδια για το φοβερό
αυτό κάτεργο, όσα για καμιά άλλη ελληνική φυλακή, αποδεικνύει του λόγου το
αληθές. Και οι εφιαλτικές εκτελέσεις της Κατοχής και του Εμφυλίου, 500 στη μία
περίπτωση και 400 στην άλλη, επιβεβαίωσαν πλήρως όσους κατά καιρούς
χαρακτήρισαν το Γεντί Κουλέ ως «αποθήκη ψυχών», «κάτεργο» «κολαστήριο», «υγρό
τάφο» αλλά και ως «τάφο των ζωντανών».
Ποιο στοιχείο από την πολυετή σας έρευνα σας συγκλόνισε πιο πολύ;
Είναι πολλά που
με συντάραξαν όσον προχωρούσα την μακροχρόνια κοπιαστική έρευνα για τις φυλακές
Επταπυργίου και συνέθετα τις ψηφίδες που οδήγησαν στο βιβλίο μου αυτό. Με
συγκλόνισε στην κυριολεξία η δύναμη ψυχής που διέθεταν οι μελλοθάνατοι κομμουνιστές
πολιτικοί κρατούμενοι, μετά την καταδίκη τους σε θάνατο από το Έκτακτο
Στρατοδικείο, περιμένοντας υπομονετικά κάθε βράδυ, επί πολλές μέρες, εβδομάδες,
μήνες ή και χρόνια μερικοί από αυτούς μήπως θα είναι αυτοί που θα τους πάρουν
το επόμενο ξημέρωμα για εκτέλεση. Θα μπορούσαν να γλυτώσουν το θάνατο, αν
έβαζαν την υπογραφή τους σε ένα τόσο δα χαρτάκι που θα έγραφε τις λέξεις
«μετανοώ» ή «αποκηρύσσω». Δεν το έκαναν για να μην προδώσουν τα ιδανικά τους,
τα πιστεύω τους. Έτσι βάδισαν προς τον θάνατο με διαβατήριο την προσδοκία για
καλύτερη ζωή.
Σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα το Γεντί και τι θα γίνει με τις πρόσφατες ανακαλύψεις;
Δυστυχώς το
υπουργείο Πολιτισμού και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο διαχρονικά, από
τότε που έκλεισε η φυλακή το 1989, επιμένουν πεισματικά ότι προέχει μόνο η
ανάδειξη του βυζαντινού χαρακτήρα του φρουρίου και όχι η προβολή του ως τόπου
μνήμης και μαρτυρίου. Εξάλλου με την ίδια λογική λειτουργεί και η υπουργός
Πολιτισμού που αρνείται τον χαρακτηρισμό ως ιστορικού τόπου του σημείου όπου
βρέθηκαν οι ομαδικοί τάφοι των εκτελεσμένων του Γεντί Κουλέ. Μια προσπάθεια που
γίνεται εδώ και χρόνια, είναι να δημιουργηθεί σε ένα τμήμα του Γεντί Κουλέ «Μουσείο
των φυλακών Επταπυργίου, των κοινωνικών αγώνων και της Εθνικής Αντίστασης», για
να φιλοξενηθεί εκεί μεταξύ άλλων και το πολύ πλούσιο αρχείο που διαθέτω. Προκειμένου
να το επισκέπτονται οι συμπολίτες μας, κυρίως οι νέοι και να φεύγουν από εκεί
με την ευχή «ποτέ πιά». Και φυσικά, απαιτείται να προχωρήσει από την Πολιτεία η
εξέταση DNA
των οστών που βρέθηκαν, με
αντίστοιχο έλεγχο όσων συγγενών εκτελεσμένων το επιθυμούν, προκειμένου
επιτέλους μετά από οκτώ δεκαετίες να αποκτήσουν οι σκελετοί ταυτότητα.
Έχετε συγγράψει
13 συν 1 βιβλία. Τα περισσότερα ιστορήματα. Πχ τις Πολιτικές Δολοφονίες της
Σαλονίκης κτλ. Πώς τέμνονται η Ιστορία με την Δημοσιογραφία που υπηρετήσατε
τόσα χρόνια και τι προτιμάτε;
Η έμφαση που
έδινα πάντα στο ρεπορτάζ, στην αναζήτηση και διασταύρωση των στοιχείων και την
καταγραφή μαρτυριών, στα 60 και πλέον χρόνια της ενάσκησης μου με το
δημοσιογραφικό λειτούργημα, με οδήγησαν βαθμιαία στην ερευνητική δημοσιογραφία,
την ιστορική έρευνα. Κυρίως όταν έκπληκτος διαπίστωνα ότι για πάρα πολλά
σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στην Βόρεια Ελλάδα, υπήρξε κανονικό «μπάζωμα», για
να χρησιμοποιήσω μια λέξη της εποχής. Αν
και πέρασε ένας και πλέον αιώνας από τότε, δεν μάθαμε μέχρι σήμερα ποιος όπλισε
το χέρι του δολοφόνου του βασιλιά Γεώργιου, ποιος παγίδευσε και σκότωσε τον αμερικανό
δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ, ποιος οργάνωσε τη δολοφονία του Γιάννη Ζεύγου, ποιος
κατέστρωσε το σχέδιο δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη και τόσα άλλα.
Υποψιαζόμαστε διάφορα, αλλά δεν υπάρχουν τα αποδεικτικά στοιχεία. Φρόντισαν γι’
αυτό πολιτικοί κύκλοι και άνομα συμφέροντα, όπως συνέβη και με το «θάψιμο» των
εκθέσεων των εισαγγελέων Γιαταγάνα και Λογοθέτη για τα σκάνδαλα στο Γεντί
Κουλέ. Και είναι αυτονόητο ότι ποτέ δεν μπήκα στο δίλημμα να επιλέξω μεταξύ
Ιστορίας και Δημοσιογραφίας, καθώς φροντίζω με την ίδια ζέση να υπηρετώ και τα
δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.