του Νίκου Φαλαγκάρα*
Η Βαστίλη, διαβάζουμε στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, ήταν φρούριο στο Παρίσι. Πρόκειται για οκτώ πύργους που έχτισε το 1370, κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς πολέμου, ο Ούγος Ομπριό κοντά στο προάστιο Σεν-Αντουάν. Έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στις διαμάχες στο εσωτερικό της Γαλλίας και κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της χρησιμοποιήθηκε ως κρατική φυλακή από τους βασιλείς της Γαλλίας. Πυρπολήθηκε από τον γαλλικό λαό στις 14 Ιουλίου 1789, γεγονός που αποτέλεσε την απαρχή της Γαλλικής Επανάστασης και έκανε τη Βαστίλη ένα σημαντικό σύμβολο του κινήματος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Αργότερα κατεδαφίστηκε και αντικαταστάθηκε από την Πλατεία της Βαστίλης.
Η διαβόητη φυλακή της Βαστίλης, ως εμπειρία και σύμβολο, ανήκει στην πιο σκοτεινή πλευρά της, όχι μόνο γαλλικής, αλλά και της παγκόσμιας Ιστορίας. Συνέδεσε και εξέφρασε, με τον πιο εύγλωττο τρόπο, το δεσποτικό πρόσωπο της εξουσίας που αντιπροσώπευε και εφάρμοζαν εις βάρος του γαλλικού λαού η δυναστεία των Βουρβόνων και η τάξη που εκπροσωπούσε. Όποιος περνούσε την πύλη αυτής της φοβερής φυλακής σπάνια έβλεπε την έξοδο στη ζωή και την ελευθερία. Σε όση, βέβαια, έκταση της επιτρεπόταν να υπάρχει ζωή και ελευθερία. Κατά κανόνα το νήμα της ζωής του το έκοβε η φοβερή γκιλοτίνα.
Η πτώση της
Βαστίλης, το 1789, με την έκρηξη της πολλά υποσχόμενης Γαλλικής Επανάστασης,
δεν σήμανε απλώς την κατάλυσή της και την αλλαγή σελίδας στην Ιστορία, αλλά
συγχρόνως έδειξε, με τον πειστικότερο τρόπο, ότι η τυραννία ούτε αιώνια είναι
αλλά ούτε και ακαταμάχητη. Όμως, για να συμβεί αυτό, δηλαδή να καταλυθεί μαζί
με τα μισητά της φρούρια και σύμβολα που τη ζωντανεύουν, χρειάζεται ο άνθρωπος,
όπου γης και σε κάθε εποχή, να πάρει στα χέρια του την υπόθεση της ελευθερίας
και της αξιοπρέπειάς του. Δηλαδή να επαναστατήσει. Ξεκινώντας βέβαια (την
επανάσταση) πρώτα από τη συνείδησή του και στη συνέχεια να είναι αποφασισμένος
και έτοιμος να συγκρουστεί σε όλα τα επίπεδα με όσα τον κρατούν δέσμιο της
τυραννίας. Εννοείται με συλλογικό και οργανωμένο τρόπο και με βάση αξίες και
προγραμματικές αρχές που οραματίζονται και δρομολογούν το μέλλον. Διαφορετικά,
είναι περίπου μοιραίο να επιστρέψει στο σκοτάδι της προϊστορικής του
κατάστασης.
Κάθε κοινωνία
και σε κάθε εποχή, αποβλέποντας στην αυτοπροστασία της απέναντι στο κακό και το
άδικο, όπως κάθε φορά και ανάλογα με τους διαμορφωμένους συσχετισμούς των
πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων η ίδια το προσδιορίζει, είχε, έχει θα έχει
χώρους όπου θα περιορίζει τους ανεπιθύμητους κι επικίνδυνους για την ειρηνική
συμβίωση εχθρούς της. «Στον αιώνιο και τον ασταμάτητο, τον υπέροχο και τόσο
ωραίο πόλεμο του Δίκιου προς το Άδικο, του Καλού προς το Κακό, της Αλήθειας
προς το Ψέμα που διεξάγει η Δικαιοσύνη», γράφει ο αείμνηστος εισαγγελέας Παύλος
Δελαπόρτας στο βιβλίο του «ΤΟ ΛΙΘΑΡΙ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ», εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, «οι
πολεμιστές ας μην ειπούν πως θα βρουν μια στιγμή ησυχία, γιατί μόλις νικήσουν
με επικράτηση του δίκιου σε μια φάση της μάχης, αμέσως το άδικο, που δεν
κατατροπώνεται οριστικά, σπάει τη γραμμή του μετώπου της νομιμότητας σε άλλα
σημεία και χρειάζεται να τρέξουν γρήγορα εκεί δυνάμεις για να εξουδετερώσουν
τον εχθρό και να εξασφαλίσουν τη νόμιμη τάξη…Ο μαχητής μοιάζει τον Σίσυφο που
κυλάει το βαρύ λιθάρι προς την κορυφή και μόλις το φτάσει και το στηρίξει,
εκείνο ξανακυλάει και πέφτει κάτω…».
Ο Διαφωτισμός,
καθώς και άλλα κατά καιρούς απελευθερωτικά και δημοκρατικά κινήματα υποσχέθηκαν
στους λαούς που τα αγκάλιασαν και τα στήριξαν, δικαιώματα και ελευθερίες σε όλα
τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Διατυπωμένα σε επίσημα και αυξημένης τυπικής ισχύος
κείμενα (π.χ. Συντάγματα, διεθνείς συμβάσεις), έτσι ώστε ο κοινός νομοθέτης να
μην έχει τη δυνατότητα να περιορίσει ή, το χειρότερο, να τα καταργήσει, εν όλω
ή εν μέρει. Φορείς τέτοιων δικαιωμάτων δεν είναι δυνατόν να μην θεωρούνται και
οι φυλακισμένοι. Δικαιολογημένη μεν η στέρηση της ελευθερίας τους, αλλά ο
περιορισμός τους στον χώρο της φυλακής δεν μπορεί να σημαίνει την υπονόμευση
και την κατάλυση της αξιοπρέπειάς τους.
Ωστόσο η ρητή
θέσπισή τους μαζί με τη δικαστική τους προστασία δεν εξασφαλίζει κιόλας παντού
και πάντοτε και τη δίκαιη και συνεπή εφαρμογή τους. Είναι σε κάθε περίπτωση
ζήτημα συσχετισμών αν και σε ποιον βαθμό θα ισχύουν. Από το πόσο στερεωμένο και
διευρυμένο είναι το κράτος δικαίου. Επομένως ο θεσμός της φυλακής σε μια
συντεταγμένη πολιτεία είναι αναγκαίος και προορισμένος να συμβάλλει στην
εύρυθμη λειτουργία της. Και ας «μοιάζει με παραλογισμό που πρέπει να τον
χωνέψει η λογική σου… και πάντα θάνατος οριστικός, όσο και ο άλλος και όταν
βγεις ζωντανός (όπως συνήθως συμβαίνει), πάντα είναι μέσα σου κάτι πεθαμένο.
Παρ’ όλους τους πολέμους και τις ανατροπές υπάρχουν παντού φυλακές. Και πάντα
υπάρχει μία όξω από την πόρτα της φυλακής», γράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος στο
εμβληματικό του βιβλίο «ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΜΕ» από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. Επομένως το
ζήτημα δεν είναι αν θα έχουν οι σύγχρονες κοινωνίες φυλακές, αλλά τι είδους
φυλακές. Δηλαδή φυλακές όπου οι κρατούμενοι θα έχουν εξασφαλισμένα τα ανθρώπινα
δικαιώματα ή κολαστήρια.
Ανατρέχοντας
στη σύγχρονη Ιστορία της πατρίδας μας, θα βρεθούμε μπροστά σε φυλακές που
θυμίζουν τη Βαστίλη, αφού ο κοινός παρονομαστής είναι οι μεσαιωνικές συνθήκες
διαβίωσης εκεί των κρατουμένων. Τα παραδείγματα, εντελώς ενδεικτικά αλλά
χαρακτηριστικά: η φυλακή του Γεντί Κουλέ, της Ακροναυπλίας, της Αίγινας, της
Κέρκυρας. Όπως επίσης μπροστά και σε φοβερούς τόπους εξορίας (Μακρόνησος,
Γυάρος, Άγιος Ευστράτιος, Τρίκερι, Ικαρία κ.λπ.), προορισμένους για τους
αριστερούς, για να γίνουν «καλοί Έλληνες», όπως θα έλεγε κι ένα πνευματικό
τέκνο του δικτάτορα Παπαδόπουλου και σημερινός κορυφαίος υπουργός…
Σήμερα εμείς
εδώ συζητούμε για τη φυλακή του Γεντί Κουλέ και την αφορμή μας τη δίνει ο
δημοσιογράφος και πολυγραφότατος -κυρίως ιστορικών βιβλίων- συγγραφέας ο Σπύρος
Κουζινόπουλος, που, βέβαια, δεν χρειάζεται τις δικές μου συστάσεις, με το νέο
του βιβλίο «Γεντί Κουλέ – Η ΒΑΣΤΙΛΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ». Το ζήτημα αυτό με τη
φυλακή του Γεντί Κουλέ που για τον τίτλο του πολύ εύστοχα την ονόμασε Βαστίλη
της Θεσσαλονίκης, τον απασχόλησε -βασάνισε θα έλεγα- για πολλά χρόνια μέχρι να
το ολοκληρώσει και να το παραδώσει στο αναγνωστικό κοινό.
Μέσα από έναν
μεγάλο αριθμό μαρτυριών, ντοκουμέντων και πλούσιου και σπάνιου αρχειακού
υλικού, στο βιβλίο προσπαθεί, μετά από επίμονες και επίπονες έρευνες, να
παρουσιάσει το χρονικό της φυλακής αυτής, από τότε που άνοιξε ως φυλακή, γύρω
στο 1896, και μέχρι το 1989, οπότε έπαψε να λειτουργεί. Σ’ αυτή τη φυλακή
ευδοκιμούσαν όλα τα άνθη του κακού: άθλιες συνθήκες διατροφής και υγιεινής,
συστηματικά και άγρια βασανιστήρια εις βάρος των ανυπεράσπιστων κρατουμένων,
διακίνηση ναρκωτικών, βιασμοί και ό,τι άλλο φοβερό και τρομερό μπορεί να
φανταστεί ο ανθρώπινος νους.
Όπως ιστορεί ο
συγγραφέας, από τη φυλακή του Γεντί Κουλέ πέρασαν πολλοί καταδικασμένοι
πατριώτες και πολιτικοί κρατούμενοι, που οδηγήθηκαν στο θάνατο για τον
πατριωτισμό τους και τις ιδέες τους, αφενός από τους Γερμανούς κατακτητές και
αφετέρου τις εγχώριες εξουσίες για τη διαφορετική τους πολιτική και ιδεολογική
τοποθέτηση. Κάθε πρωί σχεδόν οι δεσμοφύλακες άνοιγαν οι σιδερένιες πόρτες των
κελιών και οδηγούσαν τους μελλοθάνατους «εις τον συνήθη τόπον των εκτελέσεων» ή
τον «κρανίου τόπον». Αυτές τις μνήμες ανακαλεί στο ποίημα «Το Πρωί» ο ποιητής
Μανόλης Αναγνωστάκης, έγκλειστος και θανατοποινίτης ο ίδιος:
Το πρωί/ στις 5/ ο ξηρός/μεταλλικός
ήχος./
Ύστερα τα φορτωμένα καμιόνια
που θρυμματίζουνε τις πόρτες του
ύπνου
και το τελευταίο αντίο της
παραμονής
και οι τελευταίοι βηματισμοί στις
υγρές πλάκες
και το τελευταίο σου γράμμα
στο παιδικό τετράδιο της
αριθμητικής
σαν του μικρού παραμυθιού το δίχτυ
που τεμαχίζει με κάθετες μαύρες
γραμμές
του πρωινού χαρούμενου ήλιου της
παρέλαση.
Από τα κελιά
του Γεντί Κουλέ, ανάμεσα σε τόσους κρατούμενους, γνωστού και αγνώστους, πέρασε
ο Άρης Βελουχιώτης, ως Θανάσης Κλάρας, πολύ πριν γίνει ο αρχικαπετάνιος του
ΕΛΑΣ και μέλος του ΚΚΕ. Επίσης από την αυλή της φυλακής δραπέτευσε ο αργότερα
γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Στα ίδια κελιά του κρατήθηκαν οι
τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974, αρκετοί
από τους οποίους περιέγραψαν αργότερα τις άθλιες συνθήκες κράτησης, τα ανήλια
κελιά, την απομόνωση.
Το 1984, η
αείμνηστη εισαγγελέας Χρυσούλα Γιαταγάνα, στο πλαίσιο των υπηρεσιακών της
καθηκόντων, επισκέφτηκε τις δικαστικές φυλακές του Επταπυργίου. Με τις έρευνές
της αποκάλυψε ότι στη φυλακή του Γεντί Κουλέ είχε εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς
πρωτοφανούς ανομίας κι ασυδοσίας. Όσα περιέγραφε τη δεκαετία του 1920 ο Πέτρος
Πικρός για τις φυλακές της Κέρκυρας, του Ναυπλίου, της Τίρυνθας, της Πρέβεζας
ωχριούν μπροστά σ’ αυτά συνέβαιναν στη
φυλακή του Γεντί Κουλέ.
Η συγκλονιστική
έκθεση της Γιαταγάνα όχι μόνο δεν βρήκε ευήκοα ώτα στο υπουργείο Δικαιοσύνης,
αλλά εχθρική στάση, ενώ κάποια φαιοκίτρινα έντυπα της εποχής την καθύβρισαν με
ανοίκειους και χυδαίους χαρακτηρισμούς όπως: «τρελοδικαστίνα», ψευτοδικαστίνα»
και «χοντροδικαστίνα» και υπέστη πειθαρχικές και ποινικές διώξεις. Την ίδια
άθλια αντιμετώπιση (μαζί με πειθαρχικές και ποινικές διώξεις) είχε και ο άλλος
εισαγγελέας που ερεύνησε τη φυλακή του Γεντί Κουλέ, Κώστας ο Λογοθέτης, ώσπου,
απαυδισμένος και απογοητευμένος,
παραιτήθηκε από τον εισαγγελικό κλάδο. Πρόσφατα κατέθεσε τη μαρτυρία του για τα
γεγονότα αυτά με το βιβλίο του «Γεντί Κουλέ: Έτσι έκλεισε το κάτεργο...» (από
τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκης).
Οι δύο
εισαγγελείς δεν ήταν γενναίοι, ήταν απλώς έντιμοι και ευσυνείδητοι λειτουργοί
που εκπλήρωσαν το καθήκον τους. Κι όπως γράφει ο αείμνηστος εισαγγελέας Παύλος
Δελαπόρτας, στο βιβλίο του το σημειωματάριο ενός πιλάτου (σελίδες 21-22),
εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, η εκπλήρωση του καθήκοντος είναι ομαλή λειτουργία της κάθε
τίμιας συνείδησης και όποιος το εκπληρώνει δεν αξίζει ούτε βιογραφίες ούτε να
επισύρει επαίνους και εγκώμια, μια και είναι κάτι το φυσιολογικό και το πρέπον.
Έτσι εκπληρούμενο το καθήκον, μοιάζει με τη λειτουργία μερικών οργάνων του
ανθρωπίνου σώματος, που τα θέτει σε ενέργεια, χωρίς τη γνώση και τη θέλησή μας,
το αυτόνομο νευρικό σύστημα, ώστε αυτή η λειτουργία τους να μη θεωρείται κάτι
το ξεχωριστό και το σπουδαίο κατόρθωμα, άξιο για εγκώμια και επαίνους. Έτσι,
καθώς δεν επαινούμε έναν γιατί λειτουργεί καλά το πάγκρεας ή το συκώτι του,
άλλο τόσο δεν πρέπει να επαινούμε κι όποιον εκτελεί το καθήκον του.
Στα Παραρτήματα
του βιβλίου του Ο συγγραφέας παραθέτει καταλόγους εκτελεσμένων στην Κατοχή και
τον Εμφύλιο. Πρόσφατα, πίσω από τις φυλακές, κατά την εκτέλεση έργων,
εντοπίστηκαν σκελετοί εκτελεσμένων του εμφυλίου που θάβονταν εκεί γυμνοί σε
ομαδικούς τάφους, αντί οι σοροί τους να παραδοθούν στους οικείους τους. Κι ενώ,
όπως έγραψε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος «το 2022» η ισπανική
κυβέρνηση με ένα νόμο για τη “Δημοκρατική Μνήμη” αναγνώρισε την ευθύνη της
πολιτείας στον εντοπισμό, στην ταυτοποίηση και στην απόδοση των νεκρών που
βρίσκονται σε μαζικούς τάφους ως έμπρακτη περιφρούρηση της σύγχρονης
Δημοκρατίας μέσα από την αναγνώριση της τραυματικής της καταγωγής και την
απόδοση δικαιοσύνης, συμβολικής πλέον, για όλους», το δικό μας υπουργείο Πολιτισμού,
ανακοίνωσε ότι «δεν εντοπίστηκαν νεότερα στρώματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
παρά μόνο ομαδικοί τάφοι με 34 νεκρούς, οι οποίοι ανήκουν σε ταφές νεοτέρων
χρόνων (20ού αι.) και ως εκ τούτου δεν συνιστούν αρχαιολογικό εύρημα».
Μεγαλύτερη ασέβεια και προσβολή της ανθρώπινης αξίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει
από ένα υπουργείο που υποτίθεται ότι υπηρετεί τον πολιτισμό με ό,τι αυτός
συνάπτεται και εκφράζει.
Τέλος, όπως
σημειώνει ο συγγραφέας σε πρόσφατο δημοσίευμά του, διάφοροι, ακροδεξιοί κύκλοι,
μετά την συνταρακτική ανακάλυψη των ομαδικών τάφων στις Συκιές και το σοκ που
προκλήθηκε στην κοινή γνώμη, προσπάθησαν-μάταια βέβαια- να υποβαθμίσουν το
γεγονός και να αιτιολογήσουν τις εκατοντάδες εκτελέσεις που έγιναν στο Γεντί
Κουλέ την περίοδο του Εμφυλίου. Έτσι, εφηύραν ερμηνείες τραβηγμένες από τα
μαλλιά, όπως ότι δεν πρόκειται για εκτελεσμένους κομμουνιστές ή ότι πρόκειται
για τέτοιους που όμως καλώς εκτελέστηκαν αφού δικάστηκαν από στρατοδικείο
επειδή συνεργάστηκαν με τους Βουλγάρους
στην Κατοχή και στη συνέχεια έστρεψαν τα όπλα κατά της πατρίδος.
Πρόκειται για τα γνωστά -εμφυλιοπολεμικής κοπής- φληναφήματα.
Κλείνοντας θα
έλεγα ότι ο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου, καλογραμμένο και φροντισμένο και
αισθητικά, δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να γίνει κοινωνός και συνομιλητής
της σύγχρονης Ιστορίας. Και μόλις ολοκληρώσει την ανάγνωση, δικαιολογημένα
αισθάνεται σοφότερος.
*Το κείμενο
αυτό είναι η εισήγησή μου που εκφωνήθηκε στη βιβλιοπαρουσίαση που έγινε στη
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών στις 02/06/2025.
ΝΙΚΟΣ ΕΠ.
ΦΑΛΑΓΚΑΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.