Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά. Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη. Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους.
Τις επόμενες ημέρες προσέφερε έως και 500 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους. Ένα μήνα μετά η ζωή στο χωριό είχε γίνει πολύ δύσκολη. Χωρίς τα γαϊδούρια τους οι χωριανοί ήταν αναγκασμένοι να φορτώνονται οι ίδιοι τα εργαλεία τους και να κουβαλούν στην πλάτη τις πραμάτειες τους. Η κούραση τους ήταν μεγάλη.
Τότε στο χωριό εμφανίστηκε ένας άλλος άνδρας, ο συνεταίρος του άνδρα με την γραβάτα, με το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοραστεί ένα μήνα πριν και την εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κατακουρασμένοι κάτοικοι, έχοντας μεγάλη πλέον ανάγκη αλλά και βλέποντας την δυνατότητα για μερικούς να κερδίσουν 100 ευρώ, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.
Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές στην Καραϊβική, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.
Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο. Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου. Ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων.
Ο δήμος όμως βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση. Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους!!...
Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι. Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.
Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα ιδιόκτητο νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες. Εσύ τι θα έκανες στην θέση τους? Τι θα κάνεις εσύ? (Μετάφραση από το ιταλικό κείμενο το οποίο ήταν μετάφραση του γαλλικού και πάει λέγοντας. Φυσικά τα κείμενα αυτά είναι μεταφρασμένα σε όλες τις γλώσσες γιατί ως γνωστό στην ιστορία αυτή εμπλέκονται επιχειρηματίες, τραπεζίτες, δημοτικές αρχές και φουκαράδες χωρικοί όλου του κόσμου καθώς όλος ο πλανήτης υπόκειται στους «κανόνες της αγοράς» των γαιδάρων.) Το βρήκαμε και σας το μεταφέρουμε γιατί σε εμάς θυμίζει κάτι. Σε εσάς;
Τις επόμενες ημέρες προσέφερε έως και 500 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους. Ένα μήνα μετά η ζωή στο χωριό είχε γίνει πολύ δύσκολη. Χωρίς τα γαϊδούρια τους οι χωριανοί ήταν αναγκασμένοι να φορτώνονται οι ίδιοι τα εργαλεία τους και να κουβαλούν στην πλάτη τις πραμάτειες τους. Η κούραση τους ήταν μεγάλη.
Τότε στο χωριό εμφανίστηκε ένας άλλος άνδρας, ο συνεταίρος του άνδρα με την γραβάτα, με το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοραστεί ένα μήνα πριν και την εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κατακουρασμένοι κάτοικοι, έχοντας μεγάλη πλέον ανάγκη αλλά και βλέποντας την δυνατότητα για μερικούς να κερδίσουν 100 ευρώ, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.
Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές στην Καραϊβική, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.
Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο. Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου. Ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων.
Ο δήμος όμως βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση. Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους!!...
Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι. Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.
Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα ιδιόκτητο νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες. Εσύ τι θα έκανες στην θέση τους? Τι θα κάνεις εσύ? (Μετάφραση από το ιταλικό κείμενο το οποίο ήταν μετάφραση του γαλλικού και πάει λέγοντας. Φυσικά τα κείμενα αυτά είναι μεταφρασμένα σε όλες τις γλώσσες γιατί ως γνωστό στην ιστορία αυτή εμπλέκονται επιχειρηματίες, τραπεζίτες, δημοτικές αρχές και φουκαράδες χωρικοί όλου του κόσμου καθώς όλος ο πλανήτης υπόκειται στους «κανόνες της αγοράς» των γαιδάρων.) Το βρήκαμε και σας το μεταφέρουμε γιατί σε εμάς θυμίζει κάτι. Σε εσάς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.