Με πολλαπλά μηνύματα
για τις δύσκολες μέρες που περνά σήμερα ο ελληνικός λαός πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή στο δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης εκδήλωση τιμής για τους αγωνιστές της
Εθνικής Αντίστασης 1941-1944, έπειτα από ομόφωνη απόφαση του σώματος. «Σήμερα
τιμούμε την ιστορική μνήμη της πόλης», είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, Παναγιώτης Αβραμόπουλος. Η αίθουσα του
δημοτικού συμβουλίου ήταν κατάμεστη από περήφανους αγωνιστές, αλλά και
συγγενείς τους, που παρευρέθηκαν για να τιμηθούν για πρώτη φορά από το κορυφαίο
συλλογικό όργανο του δήμου Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης
προβλήθηκε ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της Πόπης Αστεριάδου σε μια παραγωγή του
ΤV100, ενώ συνοπτικά την ιστορία της εποχής περιέγραψε ο δημοσιογράφος και
συγγραφέας Σπύρος Κουζινόπουλος.
Οι περισσότεροι από
τους αγωνιστές που πήραν το λόγο υπογράμμισαν την ανάγκη οι Ελληνες ενωμένοι να
ανταπεξέλθουν στη σημερινή δύσκολη περίσταση. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια
ενός εξ αυτών: «Θέλαμε να δημιουργηθεί μια Ελλάδα που να αναπτύσσεται, να
προκόβει δημοκρατικά, να ευημερεί… Οι σημερινοί νέοι πρέπει να αγωνίζονται για
την ανεξαρτησία της πατρίδας μας, να φροντίσουν όμως κυρίως να μην μπλεχτούν σε
εμφύλιους πολέμους».
Η προσκείμενη στο ΚΚΕ
αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ δεν συμμετείχε στην εκδήλωση και ο πρόεδρος της ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ Κεντρικής
Μακεδονίας, Κώστας Σαπρανίδης,
αφού κατήγγειλε το πνεύμα της «εθνικής συνεννόησης» που υπήρχε από τους οργανωτές,
αποχώρησε καθώς όπως είπε ο ΕΔΕΣ, αγωνιστές του οποίου τιμήθηκαν με τους αγωνιστές
των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, δεν έδρασε στη Μακεδονία. Απαντώντας ο
Δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης και ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, Παναγιώτης Αβραμόπουλος,
δήλωσαν ότι ο δήμος δεν έχει πρόθεση να γράψει την ιστορία, τονίζοντας ότι τα
κόμματα πρέπει να μείνουν έξω από την εθνική αντίσταση καθώς και ότι σήμερα
παρά ποτέ είναι αναγκαία η εθνική συνεννόηση. «Την ιστορία της Εθνικής
Αντίστασης τη γράψατε εσείς οι αγωνιστές με τους αγώνες και τις θυσίες σας»,
είπαν.
Δημοσιεύουμε στη συνέχεια ολόκληρη την
κεντρική ομιλία στην εκδήλωση του Σπύρου Κουζινόπουλου:
Λαμπρές
σελίδες στη σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης
H
ηρωϊκή Εθνική Αντίσταση του ελληνικού λαού στα 3,5 χρόνια της τριπλής
Γερμανο-Ιταλο-Βουλγαρικής κατοχής, αποτέλεσε ένα έπος που γράφτηκε με τα πιο
χρυσά γράμματα στις σελίδες της σύγχρονης ιστορίας. Σημαντικό μερίδιο στο έπος
αυτό, κατέχει η πάλη του λαού της Θεσσαλονίκης. Ο οποίος όχι μόνο έδωσε
ποταμούς αίματος και δακρύων για την πολυπόθητη λευτεριά, αλλά μέσα στο αίμα
αυτό, φύτρωσε εδώ και ο σπόρος της αντίστασης, που μεγάλωσε στη συνέχεια κι
έγινε δέντρο το οποίο άπλωσε τα κλαδιά του σε ολόκληρη τη χώρα. Καθώς, όπως
ελάχιστοι γνωρίζουν, σε αυτή εδώ την πόλη, δημιουργήθηκε ένα μόλις μήνα μετά
την είσοδο των ναζί, η πρώτη σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τα γερμανικά
στρατεύματα Ευρώπη αντιστασιακή οργάνωση. Όπως επίσης, εδώ εκδόθηκε και η πρώτη
σε όλη την Ευρώπη παράνομη αντιστασιακή εφημερίδα για να σαλπίσει το μήνυμα
αποτίναξης του σκληρού χιτλερικού ζυγού.
Με την κήρυξη του πολέμου κατά της φασιστικής Ιταλίας,
στις 28 Οκτωβρίου 1940, χιλιάδες
Θεσσαλονικείς θα πολεμήσουν στην Πίνδο για την απόκρουση των επιδρομέων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, θα σκοτωθούν πολεμώντας
στα αλβανικά βουνά κατά των στρατευμάτων του Ντούτσε 658 Θεσσαλονικείς από τους
οποίους οι 165 ήταν Έλληνες Εβραίοι.
Οι
βομβαρδισμοί
Καθώς η πόλη μας βρισκόταν σχετικά κοντά στο θέατρο των
πολεμικών επιχειρήσεων, τα βομβαρδιστικά του Μουσολίνι θα πραγματοποιήσουν
πολλές αεροπορικές επιδρομές κατά της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη επιδρομή έγινε την
1η Νοεμβρίου 1940, ενώ σε έναν από τους επόμενους βομβαρδισμούς οι
Ιταλοί θα χτυπήσουν ακόμη και τον τρούλο της Αγίας Σοφίας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ερυθρού Σταυρού, από την έναρξη
του πολέμου μέχρι τη μεγάλη αεροπορική επιδρομή της 9ης Φεβρουαρίου
1941, είχαν σκοτωθεί στη Θεσσαλονίκη από τους βομβαρδισμούς 232 άτομα, ενώ άλλα
871 τραυματίστηκαν, το 1/7 από αυτά παιδιά.
Ότι δεν κατάφεραν να πετύχουν οι Ιταλοί, το κατόρθωσαν οι
στρατιές του Γ’ Ράϊχ, που κατανικώντας
την αντίσταση των Ελλήνων μαχητών, εισήλθαν στη χώρα μας, βυθίζοντάς την στο
σκοτάδι, στο πένθος και στη δυστυχία.
Η
είσοδος των κατακτητών
Οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη το πρωί της 9ης
Απριλίου 1941 και στην επίσημη παράδοση της πόλης, που έγινε στην οδό
Μοναστηρίου, ο τότε δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μερκουρίου, που είχε
διοριστεί στη θέση αυτή από τη δικτατορία Μεταξά το 1937, προσφωνώντας τον
επικεφαλής γερμανό στρατηγό, εξέφρασε την πεποίθηση ότι με τους ναζί κατακτητές
στη Θεσσαλονίκη «η εν γένει ασφάλεια και
η ησυχία αυτής θα είναι εγγυημέναι και ο βίος των πολιτών ομαλός και άνετος».
Πράγματι, οι κατακτητές εξασφάλισαν στην πόλη μας
«ησυχία», μόνο που αυτή ήταν ησυχία νεκροταφείου. Καθώς και βίο άνετο πάνω στα
καροτσάκια του δήμου τα οποία κάθε πρωί μάζευαν από τους δρόμους τα πτώματα των
πολιτών που είχαν πεθάνει το βράδυ από την ασιτία και το κρύο. Tα λόγια εκείνα του Μερκουρίου, τα
μετέφραζε στους εισβολείς ένα άλλο άτομο που μετείχε στην επιτροπή υποδοχής των
δυνάμεων του Ράϊχ, και απασχόλησε πρόσφατα το δημοτικό σας συμβούλιο, ο
γερμανόφιλος καθηγητής του πανεπιστημίου Περικλής Βιζουκίδης.
Την ίδια ώρα που γινόταν εκείνη η τελετή, οι πολίτες της
Θεσσαλονίκης ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, εκδηλώνοντας με την απουσία τους
την αποδοκιμασία στους εισβολείς. Ενώ από τις πρώτες κιόλας μέρες της κατοχής,
οι Γερμανοί θα διαπιστώσουν ένα εχθρικό κλίμα από τους Θεσσαλονικείς, καθώς
είναι πολλά τα περιστατικά αποδοκιμασίας και χλευασμού στρατιωτικών του Γ΄
Ράϊχ, με αποτέλεσμα η γερμανική διοίκηση
να εκδώσει αλλεπάλληλες ανακοινώσεις, απειλώντας με βαριές τιμωρίες. Αντιθέτως,
οι κάτοικοι της πόλης επευφημούσαν τους βρετανούς αιχμαλώτους, όταν οι
κατακτητές τους περνούν σε πομπή μέσα από την πόλη.
Οι
απαγορεύσεις
Οι απαγορεύσεις έρχονταν απανωτά η μία μετά την άλλη.
Απαγορεύονταν η κατοχή ραδιοφώνων, απαγορεύονταν η είσοδος στο σιδηροδρομικό
σταθμό χωρίς άδεια, απαγορεύονταν η κατοχή γραφομηχανών, απαγορεύονταν οι
πολίτες να μιλούν ή να περπατούν στο δρόμο περισσότεροι από τρεις,
απαγορεύονταν τα τραγούδια και οι φωνές.
Ενώ ακόμη έφτασαν στο σημείο να απαγορεύσουν
τον Οκτώβριο, όταν πλησίαζε η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, τις πομπές και τις
συγκεντρώσεις, για να μην γίνει η λιτάνευση της εικόνας του Πολιούχου της
Θεσσαλονίκης.
Από το καλοκαίρι του 1941 και μετά, αρχίζουν να
καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη κύματα προσφύγων από τις βουλγαροκρατούμενες
περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, όπου οι σύμμαχοι των Γερμανών,
Βούλγαροι φασίστες κατακτητές είχαν επιδοθεί σε μία εκστρατεία βίαιης
αφομοίωσης και εκβουλγαρισμού του ελληνικού πληθυσμού. Η φυγή των προσφύγων
εντάθηκε μετά τα αντίποινα των Βουλγάρων για την εξέγερση της Δράμας τον
Σεπτέμβριο του 1941.
Το χειμώνα του 1941-42 η Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει τη
μεγάλη πείνα, καθώς υπήρξε παντελής σχεδόν έλλειψη σε αλεύρι, ελαιόλαδο,
δημητριακά, ζάχαρη και σαπούνι που τα άρπαζαν οι κατακτητές για την τροφοδοσία
των στρατευμάτων τους. Είναι συγκλονιστική η περίπτωση του Ντίνου
Χριστιανόπουλου, που παιδί τότε, το χειμώνα του 1942, μαζί με τη μητέρα του,
έπεσαν σε μία γωνιά της οδού Παπαναστασίου να πεθάνουν, καθώς ήταν εξαντλημένοι
από την πείνα και το κρύο. Και ευτυχώς πρόλαβαν και τους έσωσαν κάποιοι περαστικοί.
Η
μεγάλη πείνα
Εκείνο το χειμώνα, ο χάρος θα απλώσει με τραγικό τρόπο τις
μαύρες φτερούγες πάνω από τη χώρα. Σύμφωνα με στοιχεία του Ληξιαρχείου
Θεσσαλονίκης, το 1942 σημειώθηκαν στην πόλη 1.785 θάνατοι από πείνα και
εξάντληση σε μία περίοδο που ο δήμος Θεσσαλονίκης είχε πληθυσμό 220.000
κατοίκους. Όμως ο αριθμός αυτός δεν απεικονίζει την πραγματικότητα της εποχής,
καθώς ένας μεγάλος αριθμός νεκρών δεν δηλώνονταν και αφήνονταν στο δρόμο ή έξω από
τα νεκροταφεία ως «αγνώστου ταυτότητας», για να μην στερηθούν οι συγγενείς του από
τα δελτία σίτισης του νεκρού.
Κι ενώ οι θάνατοι αυξάνονταν με ταχύτητα στην κατοχική
Θεσσαλονίκη, μειώνονταν δραματικά οι γεννήσεις. Και από έναν σταθερό αριθμό
5.500 περίπου γεννήσεων ετησίως που καταγράφονταν στο Ληξιαρχείο, περιορίστηκαν
σχεδόν στο μισό στα χρόνια της κατοχής, για να πέσουν το 1941 στις 2.928
γεννήσεις. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι όχι μόνο δεν μειώνονταν αλλά
τελούνταν πιο συχνά γάμοι. Και από 1.012 που ήταν το 1940, ανήλθαν το 1943 οι
γάμοι στους 2.433, με προίκα τις περισσότερες φορές λίγα τρόφιμα.
Ήταν τέτοια η έλλειψη τροφίμων, ώστε στα λαϊκά συσσίτια
που οργανώθηκαν στη Θεσσαλονίκη το χειμώνα και την άνοιξη του 1941-42, ο
αριθμός των σιτιζόμενων να κυμανθεί από 70.000 ως 130.000. Όμως παρά εκείνη την
άγρια πείνα, ελάχιστοι Θεσσαλονικείς παρασύρθηκαν από τις σειρήνες της
Βουλγαρικής Λέσχης που είχε δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη και η οποία υπόσχονταν
δελτία τροφίμων και πλούσια γεύματα σε όσους δέχονταν να απαρνηθούν την
ελληνική και να πάρουν τη βουλγαρική υπηκοότητα.
Δυστυχώς, δεν ήταν μόνο η πείνα και το κρύο, αλλά
εξαιτίας της έλλειψης φαρμάκων, εμφανίστηκαν και διάφορες μολυσματικές
ασθένειες. Έτσι, μόλις τέλειωσε ο βαρύς χειμώνας του 1941-1942, εκδηλώθηκε μία
επιδημία ελονοσίας που διήρκεσε από τον Ιούνιο μέχρι τον Νοέμβριο του 1942.
Συνολικά ο αριθμός των θυμάτων της κατοχής στη Θεσσαλονίκη από τις έμμεσες
αιτίες, όπως η πείνα και οι ασθένειες, ξεπέρασε τους 5.000 νεκρούς.
Κοντά στα άλλα δεινά που προκάλεσαν οι κατακτητές στη
Θεσσαλονίκη, ήρθε να προστεθεί και η επίταξη πολλών σημαντικών εργοστασίων της
πόλης στον τομέα των τροφίμων, όπως η αλευροβιομηχανία «Μύλοι Αλλατίνι», το εργοστάσιο ζυμαρικών ΑΒΕΖ, η ζυθοποιία
ΦΙΞ, τα δύο εργοστάσια σαπωνοποιίας, η κλωστοϋφαντουργία ΥΦΑΝΕΤ κ.α., που πλέον
παρήγαγαν μόνο για τις ανάγκες του γερμανικού στρατού.
Το
ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
Σα να μην έφτανε η βαθμιαία εξόντωση του λαού της
Θεσσαλονίκης, ήρθε και το ολοκαύτωμα, με τον αφανισμό ενός από τα εκλεκτότερα
κομμάτια της, της ιστορικής εβραϊκής κοινότητας.
Τον Φεβρουάριο του 1943, οι λοχαγοί των Ες-Ες Ντίτερ
Βισλιτσένι και Αλόϊς Μπρούνερ που έρχονται στη Θεσσαλονίκη, θα οργανώσουν το
σχέδιο της μαζικής εξόντωσης των Εβραίων της πρωτεύουσας της Μακεδονίας. Αρχικά
θα υποχρεωθούν να φορέσουν στο πέτο το κίτρινο αστέρι του Δαυίδ και να
περιοριστούν στο γκέτο Χιρς, στην περιοχή του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού. Και
από τις 15 Μαρτίου 1943 αρχίζει η μεταφορά τους με τα τρένα του θανάτου στα
κρεματόρια του Άουσβιτς Μπιρκενάου. Μέσα σε δύο μήνες, μέχρι τον Μάϊο του 1943
είχαν μεταφερθεί στα χιτλερικά στρατόπεδα 43.300 Θεσσαλονικείς Εβραίοι, ενώ
λεηλατήθηκαν και οι περιουσίες τους που ανέρχονταν περίπου σε 80 εκατομμύρια
δολάρια της εποχής. Συνολικά 52.185 Εβραίοι από τη Βόρεια Ελλάδα θα βρουν
φριχτό θάνατο στα στρατόπεδα των ναζί.
Οι
εκτελέσεις
Στο μαρτυρολόγιο της Θεσσαλονίκης της κατοχής, εκτός από
τον αφανισμό του εβραϊκού πληθυσμού και τους θανάτους από πείνα, πρέπει να
προστεθούν και οι εκατοντάδες πατριώτες που εκτελέστηκαν από τους κατακτητές,
σε μία προσπάθεια να καταπνιγεί το κίνημα αντίστασης που φούντωνε διαρκώς.
Μία από τις πρώτες εκτελέσεις, ήταν του Γιώργου
Πολυχρονάκη τον Αύγουστο του 1941 στο Επταπύργιο, με την κατηγορία της
απόκρυψης άγγλων αιχμαλώτων και όπλων. Μεταξύ των εκτελεσμένων πατριωτών, ήταν και
οι αξιωματικοί της
Χωροφυλακής Ευστάθιος Βαμβέτσος και Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος, που
τουφεκίσθηκαν στα τέλη του 1941 γιατί μετέδιδαν με ασύρματο από τη Θεσσαλονίκη
πληροφορίες στους συμμάχους.
Ακολούθησαν
οι εκτελέσεις των ασυρματιστών
αξιωματικών της αεροπορίας Παναγιώτη Παπανικολάου από τη Φούρκα
Χαλκιδικής και Χρήστου Παπαδήμα από τα Τρίκαλα, που λειτουργούσαν μυστικό
σταθμό ασυρμάτου στη Θεσσαλονίκη, καθώς και του ηρωϊκού Υπολοχαγού Αστέριου
Σιάπκα, που υπέστη φοβερά βασανιστήρια από τα Ες-Ες για να μαρτυρήσει
συνεργάτες του, χωρίς όμως να τους αποκαλύψει.
Οι περισσότερες εκτελέσεις Θεσσαλονικέων και άλλων
Ελλήνων, έγιναν στις φυλακές Επταπυργίου, στο αεροδρόμιο Μίκρας, το «κόκκινο
σπίτι», στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά», στη Μίκρα και αλλού. Για να φτάσουμε στη
μεγαλύτερη εκτέλεση 101 πατριωτών στην περιοχή των Διαβατών, στις 2 Ιουλίου
1944, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν κομμουνιστές που κρατούνταν στο
«Παύλου Μελά». Σύμφωνα με στοιχεία του Ληξιαρχείου Θεσσαλονίκης, τα θύματα από
εκτελέσεις Ελλήνων πολιτών στην πόλη μας στα χρόνια της κατοχής, έφτασαν τα
850, σε ένα σύνολο 1.570 θανάτων από πυροβόλο όπλο.
Στο ίδιο μαρτυρολόγιο, πρέπει να εντάξουμε το μπλόκο της
Καλαμαριάς στις 13 Αυγούστου 1944, την εκτέλεση 23 πατριωτών στο Ασβεστοχώρι
στις 27 Ιουλίου 1944 αλλά επίσης και το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη στις 2
Σεπτεμβρίου 1944, όταν τα ανθρωπόμορφα τέρατα του Γ΄ Ράϊχ εκτέλεσαν ή έκαψαν
ζωντανούς στον φούρνο του Γκουραμάνη 149 κατοίκους του μαρτυρικού χωριού το
οποίο στη συνέχεια κατέστρεψαν ολοσχερώς.
Αρχίζει
η αντίσταση
Από την πρώτη ώρα που πάτησαν το πόδι τους οι κατακτητές
στη Θεσσαλονίκη, αρχίζουν να εκδηλώνονται μεμονωμένες αντιστασιακές ενέργειες,
οι οποίες στη συνέχεια θα φουντώσουν και θα πάρουν μορφή καταιγίδας κατά των
κατακτητών.
Ήδη στις 8 Απριλίου 1941, με την είσοδο των Γερμανών στην
Ελλάδα, ο Αλέξανδρος Ζάννας, ηγετικό στέλεχος του βενιζελικού κόμματος, μαζί με
τον βρετανό ταγματάρχη Μένζις, μεταβαίνουν με καϊκι στην περιοχή της Τούζλας,
όπου μαζί με τον διοικητή του «Οχυρού του Μεγάλου Εμβόλου» Ιωάννη Τούμπα, ανατίναξαν
τα δύο φρούρια της περιοχής, στην Τούζλα και το Καραμπουρνού, για να μην
μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν από τους κατακτητές. Την ίδια μέρα, τρία στελέχη
του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, οι Απόστολος Τζανής, Σίμος Κερασίδης και
Μωϋσής Πασχαλίδης, οργανώνουν την απόδραση από το σανατόριο Ασβεστοχωρίου 12
κρατούμενων κομμουνιστών, που θα αποτελέσουν και τη μαγιά για την ανάπτυξη του
αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή μας.
Η
οργάνωση «Ελευθερία»
Όπως είπα και στην αρχή, ένα λαμπρό γεγονός, που έχει
γραφτεί πλέον με χρυσά γράμματα στις δέλτους της Ιστορίας, είναι και το μεγάλο
προνόμιο που είχε αυτή η πόλη, να ιδρυθεί εδώ η πρώτη σε ολόκληρη την κατεχόμενη
από τους ναζί Ευρώπη αντιστασιακή οργάνωση, η εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση
«Ελευθερία». Η οποία μάλιστα, υπακούοντας στις ανάγκες της εποχής για εθνική
ενότητα και ομοψυχία, αποτελούνταν από στελέχη που εξέφραζαν όλο το πολιτικό
φάσμα της εποχής.
Το πρωτόκολλο για
την ίδρυση της οργάνωσης «Ελευθερία», είχαν υπογράψει στις 15 Μαίου 1941 ο Απόστολος Τζανής εκ μέρους του Μακεδονικού
Γραφείου του ΚΚΕ, ο γιατρός Γιάννης
Πασσαλίδης εκ μέρους του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο δικηγόρος Θανάσης Φείδας από το Αγροτικό Κόμμα, ο
Γιώργος Ευθυμιάδης από τη
Δημοκρατική Ένωση, ο Σίμος Κερασίδης
από την ΟΚΝΕ και ο συνταγματάρχης Δημήτριος
Ψαρρός, που ανέλαβε στρατιωτικός υπεύθυνος της οργάνωσης.
Στα πρώτα στελέχη
της οργάνωσης, ήταν και ο μηχανικός της βιομηχανίας «Αλλατίνι», Νίκος Δηλαβέρης, μετέπειτα Γραμματέας
του ΕΑΜ Μακεδονίας, καθώς επίσης ο κομμουνιστής Αναστάσιος Αναγνωστόπουλος που μόλις είχε αποδράσει από το
Σανατόριο Ασβεστοχωρίου. Ο Αναγνωστόπουλος, μαζί με τον νέο Χατζηθωμά Χορμούζη, θα πραγματοποιήσουν
στις 20 Μαίου 1941 το πρώτο σαμποτάζ κατά των κατακτητών στην κατεχόμενη Ελλάδα,
καταστρέφοντας τις μηχανές αρκετών φορτηγών αυτοκινήτων των Γερμανών στο
Κορδελιό και ανατινάζοντας τις εγκαταστάσεις καυσίμων της Βέρμαχτ κοντά στο
σιδηροδρομικό σταθμό. Οι Γερμανοί κατόρθωσαν αργότερα να συλλάβουν τον
Αναγνωστόπουλο και να τον εκτελέσουν στις 31 Δεκεμβρίου 1941. Νωρίτερα, εκτέλεσαν
στις 13 Νοεμβρίου 1941 τους 23χρονους φοιτητές Ηλία Καπέση και Σωκράτη
Διορινό που υπήρξαν από τα πλέον δραστήρια στελέχη της οργάνωσης
«Ελευθερία» στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Η
εφημερίδα που σάλπιζε το μήνυμα της «Ελευθερίας»
Ένα μήνα μετά την ίδρυσή της, η οργάνωση εξέδωσε και την
εφημερίδα «Ελευθερία» που υπήρξε επίσης η πρώτη αντιστασιακή εφημερίδα κατά των
ναζί σε όλη την Ευρώπη. Οργανωτής του μυστικού εκδοτικού μηχανισμού της
«Ελευθερίας», ήταν ο νεαρός τότε φοιτητής της νομικής Γιάννης Κανάκης. Αρχικά η έκδοση ήταν πολυγραφημένη και γίνονταν σε
ένα γραφείο επί της οδού Ερμού 19, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε στον ανθόκηπο του Παντελή Μορφόπουλου, στην Ξηροκρήνη.
Εκεί, θαμμένοι ζωντανοί επί τριάμιση χρόνια, πέντε φλογεροί δημοσιογράφοι και
τυπογράφοι τύπωναν την εφημερίδα αλλά και προκηρύξεις για να μεταφερθεί το
σάλπισμα του αγώνα όχι μόνο στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης αλλά και στην
υπόλοιπη υπόδουλη Μακεδονία .
Ένα άλλο μυστικό τυπογραφείο του αγώνα, που είχε στηθεί
από στελέχη του ΚΚΕ ακόμη από τον περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά στο
υπόγειο του σπιτιού του Ιωακείμ Μπελλίδη,
στο Κουλέ-Καφέ, τύπωνε σε όλη τη διάρκεια της κατοχής άλλες ΕΑΜικές αντιστασιακές
εφημερίδες και προκηρύξεις. Ενώ τέλος σε ένα τρίτο μυστικό τυπογραφείο, στο
Φίλλυρο, τυπώνονταν η εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», όργανο του Μακεδονικού Γραφείου
του ΚΚΕ.
Αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1942, όταν θα ιδρυθεί το
Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, η οργάνωση «Ελευθερία» θα προσχωρήσει στο ΕΑΜ,
αποτελώντας τη ραχοκοκκαλιά της Παμμακεδονικής Επιτροπής του ΕΑΜ.
Οι
μεγάλες κινητοποιήσεις του ΕΑΜ
Το ΕΑΜ θα οργανώσει, μεταξύ άλλων τις μεγάλες
κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη το 1942 κατά της πολιτικής επιστράτευσης και το
1943 κατά της βουλγαρικής επέκτασης στη Μακεδονία.
Όταν θα δημιουργηθεί η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων,
θα αγκαλιάσει μεγάλα τμήματα της εργαζόμενης και της φοιτητικής νεολαίας της
πόλης. Η ΕΠΟΝ του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της οποίας είχε αναλάβει
το 1943 ο πρύτανης του ΑΠΘ Δημήτριος
Καβάδας, αδελφός του πατριάρχη Αθηναγόρα, δημιούργησε στο πανεπιστήμιο τον τελευταίο
χρόνο της κατοχής και τον «Εκπολιτιστικό Όμιλο» που εξέδιδε το λογοτεχνικό
περιοδικό «Ξεκίνημα», με επικεφαλείς τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, τους συγγραφείς Θανάση Φωτιάδη και Γιώργο
Καφταντζή και άλλους.
Οι ΕΑΜικές οργανώσεις συσπείρωναν στις γραμμές τους όχι
μόνο τη συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών αλλά και των καθηγητών. Μεταξύ αυτών
που είχαν οργανωθεί στο ΕΑΜ, συγκαταλέγονταν ο καθηγητής της Φιλοσοφίας Γιάννης Ιμβριώτης, ο καθηγητής Διεθνούς
Δικαίου Γιάννης Τενεκίδης, ο
καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας Χαράλαμπος
Θεοδωρίδης, ο καθηγητής της Παλαιολογίας Αντώνης Σιγάλας και πάρα πολλοί άλλοι.
Η πατριωτική
διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943
Μία από τις συγκλονιστικότερες φοιτητικές εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν
στη Θεσσαλονίκη τα χρόνια της κατοχής, ήταν η διαδήλωση της 25ης
Μαρτίου 1943, όταν εκατοντάδες φοιτητές και άλλοι νέοι, μετά τη δοξολογία για
την εθνική επέτειο στην Αγία Σοφία, με σημαιοφόρους δύο φοιτητές-κληρικούς, παρέλασαν
προς την παραλία και το Λευκό Πύργο. Εκεί, στην προτομή του ναυάρχου Βότση,
κατέθεσε στεφάνι ο γραμματέας της ΕΠΟΝ πανεπιστημίου, φοιτητής της Νομικής Άνθιμος Χατζηανθίμου, ενώ όλοι μαζί,
μέσα σε κλίμα εθνικής συγκίνησης και πατριωτικής έξαρσης έψαλλαν τον εθνικό
ύμνο. Είχε προηγηθεί η πορεία που πραγματοποίησαν πάλι οι οργανωμένοι στο ΕΑΜ
φοιτητές στις 28 Οκτωβρίου 1942 από την πλατεία της Αγίας Σοφίας προς το
Διοικητήριο, φωνάζοντας «κάτω ο φασισμός».
Παράλληλα με την οργανωμένη αντίσταση μέσα στην πόλη,
αρχίζει η εμφάνιση ανταρτικών ομάδων στην περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Έτσι
τον Σεπτέμβριο του 1941 σημειώνεται η πρώτη σε όλη την Ελλάδα επίθεση από ομάδα
ανταρτών της «Ελευθερίας» εναντίον τμήματος των κατοχικών δυνάμεων, στον δρόμο
Θεσσαλονίκης-Σερρών, με θύματα δύο άντρες του γερμανικού στρατού, ενώ τον
επόμενο μήνα, η ομάδα του συνταγματάρχη Μερκουρίου,
που ανήκε στην «Ελευθερία» θα επιτεθεί κατά γερμανικού αυτοκινήτου στο
Καλόκαστρο Σερρών.
Οι άλλες
αντιστασιακές οργανώσεις
Εκτός του ΕΑΜ, δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο
του 1941 και η οργάνωση «Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος», με επικεφαλείς
συντηρητικούς αξιωματικούς, κυρίως για την αντιμετώπιση του βουλγαρικού
κινδύνου. Η Υ.Β.Ε. τον Μάϊο ή Ιούνιο του
1943 θα μετονομαστεί σε ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση), κυρίως για να
ξεφύγει από την προηγούμενη σύνδεση του ονόματός της για συνεργασία με
δοσιλογικές αρχές και ιδιαίτερα με μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, τον Γενικό
Επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιο Χρυσοχόου. Η δράση της ΥΒΕ εντοπιζόταν
κυρίως στη φυγάδευση συμμάχων και Ελλήνων και στη στελέχωση δικτύων κατασκοπίας
που δημιουργούσαν οι Άγγλοι στη Βόρεια Ελλάδα.
Είναι αξιομνημόνευτη επίσης η δράση του δικτύου
κατασκοπίας «Ζευς» που είχαν στήσει
στη Θεσσαλονίκη από τον Αύγουστο του 1942 ο αστυνομικός Γεώγιος Μαργέτης με τον
ασυρματιστή Σπύρο Βρεττό, μεταδίδοντας επί δύο χρόνια πολύτιμες πληροφορίες
στους συμμάχους. Στο δίκτυο αυτό λέγεται ότι είχαν στρατολογηθεί 130 πράκτορες
από τους οποίους οι 43 ήταν αξιωματικοί.
Η
δράση των τμημάτων του ΕΛΑΣ
Όμως η εθνικοπαπελευθερωτική οργάνωση που κυριαρχούσε
στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, με δεκάδες χιλιάδες μέλη στο κέντρο της πόλης
και τις συνοικίες, ήταν το ΕΑΜ, ενώ παράλληλα δρούσαν στην περιφέρεια τα
οργανωμένα ανταρτικά τμήματα του ΕΛΑΣ.
Με σημαντικότερο το 31ο Σύνταγμα της Β΄ μεραρχίας του ΕΛΑΣ,
που αναπτύσσονταν στον ορεινό όγκο του Χορτιάτη. Οι δυνάμεις του 31ου
Συντάγματος, από το καλοκαίρι του 1944 αρχίζουν σιγά-σιγά να περισφίγγουν τον
κλοιό γύρω από τη Θεσσαλονίκη, μαζί με το
19ο Σύνταγμα Νιγρίτας, που κάλυπτε τον βορειανατολικό τομέα μέχρι το Επταπύργιο
και το 3ο Τάγμα του 13ου Συντάγματος Κιλκίς, που κάλυπτε την περιοχή από το
Επταπύργιο μέχρι και την οδό Λαγκαδά, ενώ η νότια πλευρά της πόλης καλύπτονταν
από τμήματα του 50ου και του 16ου Συντάγματος.
Αυτά τα τμήματα, εισήλθαν
από διάφορες κατευθύνσεις στη Θεσσαλονίκη στις 30 Οκτωβρίου 1944, όταν νωρίτερα
είχαν αποτύχει οι προσπάθειες για διαπραγματεύσεις από στελέχη του ΕΑΜ, με επικεφαλής τον μητροπολίτη
Κοζάνης Ιωακείμ, για την άνευ όρων παράδοση όλων των γερμανικών στρατευμάτων
και των συνεργατών τους στη διοίκηση του ΕΛΑΣ, προκειμένου να μην υπάρξει
αιματοχυσία αλλά και καταστροφές.
Τα γερμανικά τμήματα που έβλεπαν ότι είναι
αδύνατη πλέον η παραμονή τους στη Θεσσαλονίκη, πριν υποχωρήσουν από την πόλη,
το πρωί της 30ης Οκτωβρίου, προχώρησαν σε δυο ανατινάξεις στο χώρο
του λιμανιού.
Πως
ο ΕΛΑΣ έσωσε τη Θεσσαλονίκη
Επιχείρησαν επίσης να
ανατινάξουν το παγιδευμένο κεντρικό υδραγωγείο της πόλης στην περιοχή της
Παναγίας Φανερωμένης και την Ηλεκτρική Εταιρία. Τους πρόλαβε όμως ομάδα του 3ου
Τάγματος και τους αναχαίτισε, σώζοντας έτσι το υδραγωγείο και την Ηλεκτρική,
εξασφαλίζοντας την υδροδότηση και ηλεκτροδότηση της Θεσσαλονίκης. Ενώ
παράλληλα, ο λόχος του εφεδρικού ΕΛΑΣ μυλεργατών, που αποτελούνταν από 120
άτομα, κύκλωσε γερμανικό τμήμα που είχε υπονομεύσει με δυναμίτιδα τις
σιταποθήκες και τους αλευρόμυλους Αλλατίνι και ετοιμάζονταν να τα ανατινάξουν.
Το μεσημέρι, η Θεσσαλονίκη
είναι πλέον ελεύθερη ενώ ο καπετάνιος της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ,
Μάρκος Βαφειάδης, στέλνει στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ τηλεγράφημα που άρχιζε
ως εξής: «Τμήματά μας εισήλθον
Θεσσαλονίκην σήμερον 3ην μετά μεσημβρίαν. Λαός Θεσσαλονίκης έξαλλος
από ενθουσιασμόν διατρέχει οδούς πόλεως εναγκαλιζόμενους αντάρτες».
Η
συγκλονιστική περιγραφή από τον Γιώργο Ιωάννου
Την ξεχωριστή αυτή εθνική έξαρση περιγράφει ο Γιώργος Ιωάννου ο οποίος
έζησε ως παιδί τη μεγάλη μέρα. Να τι έγραψε:
«Από την οδό της Αγίας Σοφίας κατέβαιναν, σαρώνοντας τις
γειτονιές, τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακρόπολης, της
Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη
Βενιζέλου. Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν, ξιπόλητη, ρακένδυτη, πειναλέα,
σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο παλιός Σταθμός, η
Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα, από ανατολικά κατάφταναν μέσα σε
σκόνη και αλαλαγμό, με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα, η Αγία
Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμα και η τόσο μακρινή Καλαμαριά.
Πλημμύρισαν δρόμοι και πλατείες. Πανζουρλισμός. Φιλιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν,
χαϊδευόμασταν, δεν ξέραμε τι λέγαμε από την ταραχή μας. Λέγαμε «Χριστός
Ανέστη», λέγαμε «Ελευθερία», «Ποτέ ξανά». Σάμπως να ’ταν στο χέρι μας, αλλά
έτσι νομίζεις σε τέτοιες στιγμές...», κατέληγε
η περιγραφή του Γιώργου Ιωάννου.
Και μία αξιομνημόνευτη εθνική πρωτοβουλία: Μία
από τις πρώτες διαταγές που εκδίδει ο στρατιωτικός αρχηγός της Ομάδας Μεραρχιών
Μακεδονίας του ΕΛΑΣ, στρατηγός Ευριπίδης Μπακιρτζής, κατά την είσοδό του στη
Θεσσαλονίκη, είναι να διατάξει τα τμήματα του ΕΛΑΣ στη δυτική και κεντρική
Μακεδονία να ενισχύσουν τις φρουρές στα σύνορα, ώστε να εισέρχονται στο
ελληνικό έδαφος προπαγανδιστές από την περιοχή των Σκοπίων.
Η
Θεσσαλονίκη δεν ξεχνά
Πέρασαν 67 χρόνια από τότε. Η Θεσσαλονίκη αυτό
το διάστημα γνώρισε ευχάριστες αλλά και δύσκολες στιγμές. Πέρασε τον
αδελφοκτόνο εμφύλιο, είδε πολιτικές δολοφονίες, υπέστη τις συνέπειες της
στρατιωτικής δικτατορίας και προσπαθούσε από τη μεταπολίτευση και μετά να
ακολουθήσει ένα δρόμο ανάπτυξης και προόδου. Όμως ποτέ, όλο αυτό το διάστημα,
δεν ξέχασε τα πέτρινα χρόνια της κατοχής και τις μεγαλειώδεις στιγμές της
απελευθέρωσης. Παρά τις προσπάθειες κάποιων να παραχαράξουν τα γεγονότα και να
σβήσουν την ιστορική μνήμη.
Τα διδάγματα της κατοχής και της απελευθέρωσης
της Θεσσαλονίκης της περιόδου 1941-44 παραμένουν όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρα τις
τραγικές στιγμές που περνάει σήμερα η χώρα και ο λαός της. Καθώς τον φόβο, την
ανασφάλεια για το αύριο, την μεμψιμοιρία και την απόγνωση, μπορούν να τα
διαδεχθούν η εθνική ανάταση και η αγωνιστική διάθεση των συμπολιτών μας. Για να
υπάρξει όμως κάποια διέξοδος, σήμερα που βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού και
μπροστά σε μία οικονομική κατοχή, απαιτείται να υπάρξει ενότητα, συστράτευση
αλλά και μία αγωνιστική προοπτική για να σωθεί η χώρα. Μήπως και μπορέσουμε να
περισώσουμε την αξιοπρέπειά μας, μήπως καταφέρουμε κάτι καλύτερο για τα παιδιά
μας τουλάχιστον, για τις επόμενες γενιές.
Από την άλλη, το έπος της Εθνικής Αντίστασης,
στέλνει και ένα ηχηρό μήνυμα στους ισχυρούς της γης, στους εντός και εκτός
εισαγωγικών «προστάτες» της χώρας. Κοιτάξτε, μην ζορίζετε και άλλο τον ελληνικό
λαό που τον φέρατε ήδη στα όρια της πείνας, της φτώχειας και της απόγνωσης, μην
προσπαθήσετε να του φορτώσετε και νέα δυσβάστακτα βάρη. Γιατί αυτός ο λαός, εάν
ο σημερινός θυμός του φτάσει στο κόκκινο, μετατραπεί σε οργή και ξεσπάσει, τότε
τίποτα δεν θα μπορεί να τον συγκρατήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.