Και ένα διήγημα του Γιώργου Ιωάννου για τον "Πρόεδρο Ταμέλη"
Εκδήλωση πραγματοποιείται
σήμερα Σάββατο 23 Απριλίου 2016, ώρα
6.30 μ.μ.,
στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Γρ. Λαμπράκη 4, πίσω από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), όπου, μεταξύ
άλλων θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ: Ο αντιδικτατορικός
αγώνας στη Θεσσαλονίκη. Την εκδήλωση διοργανώνει ο Σύνδεσμος
Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974. Επίκαιρο, είναι ένα διήγημα του Γιώργου
Ιωάννου για πώς έζησε ο ίδιος αλλά και οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς τη μέρα
του πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967 - Παρασκευή του Λαζάρου.
Πρόκειται
για το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου, Ο Πρόεδρος Ταμέλης (από τη συλλογή «Εφήβων και μη», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ,
1982) που το παραθέτουμε στη συνέχεια:
Ο Πρόεδρος Ταμέλης
Στις 21 Απριλίου 1967 το πρωί
στη Θεσσαλονίκη ήταν ήλιος και ωραίος καιρός. Όμως δεν ξέραμε ακόμα τι μας
γινότανε, ώστε να ψάλλουμε τον παλιό μας ύμνο «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και
χαμογελάει, πατέρα;». Κι έτσι αποδίδαμε τον καλό καιρό στην εποχή του και στο
ότι – άλλη λογική αυτή– σε εννιά μέρες ήτανε Πάσχα. Αυτή η μέρα, δηλαδή η
Παρασκευή, κι ακόμα μία, το Σάββατο των Βαΐων, απόμνεισκε για τα σχολεία. Μετά
κλείνανε για τις διακοπές και για δεκαπέντε μέρες ησυχάζαμε.
Ντυνόμουν, σινιαριζόμουνα, με
την ησυχία μου, δεν είχα μάθημα τις δύο πρώτες ώρες, μπορούσα να πάω λίγο
αργότερα. Τώρα, καθώς ετοιμάζομαι το πρωί βάζω το τρανζιστοράκι, για ν’ ακούω
τις ειδήσεις και να μαθαίνω τα νέα τραγούδια, να είμαι μέσα σ’ όλα, να μη μου
διαφεύγει τίποτα. Είναι, βέβαια, και η ευχαρίστηση. Τότε δεν έβαζα – δεν
βάζαμε, μάλλον – τίποτα. Θα πήγαινε πολύ να εξιστορούσα για ποιούς λόγους
αντιδρούσαμε ακόμα στα τρανζιστοράκια, αλλά μπορώ με συντομία να πω γιατί
μισούσαμε το ραδιόφωνο. Ήταν η εποχή των «αποστατών», που ακόμα και η σκέψη
τους μας έφερνε αναγούλα. Δεν μπορούσαμε, λοιπόν, να βάζουμε το ραδιόφωνο,
γιατί διόλου απίθανο να ακούγαμε ακόμα και τους ίδιους, που ήταν, ως γνωστό,
λαλίστατοι. Άλλωστε, περιμέναμε σε δυο τρεις μέρες και τον Παπανδρέου και
λέγαμε πως θα τους δίναμε ένα αλησμόνητο μάθημα.
Ανύποπτος, λοιπόν,
ετοιμάστηκα. Κατέβηκα από ένα στενοσόκακο, βγαίνω στην Καμάρα. Βλέπω στην
Εγνατία μια σειρά θωρακισμένα, από αυτά που έχουν ρόδες όχι ερπύστριες,
σταματημένα από τη μεριά της Καμάρας. Οι φαντάροι απάνω, ξεσκέπαστοι και
όρθιοι. Μερικοί τούς κοιτάζουν από απόσταση. Δεν κατάλαβα τίποτε. Προχωρώ για
να περάσω απέναντι. Εκεί που είναι τα απομεινάρια από τα τείχη του Θεοδοσίου,
ένα τανκ με λυμένες τις ερπύστριες, απλωμένες, και οι στρατιώτες δήθεν να τις
επισκευάζουν μες στο δρόμο. Κόσμος αρκετός κοίταζε, χωρίς να βγάζει άχνα. «Τί
χαζεύουν έτσι πρωινιάτικα;» συλλογίζομαι. Και ξαφνικά σαν να φωτίζομαι×
«Αλλού αυτά, λέω. Αλλού οι προκλήσεις. Θέλετε να μας τρομάξετε για τη
συγκέντρωση του Παπανδρέου και κάνετε πως χαλάσανε τα τανκς μέσα στους δρόμους,
και στο Συντριβάνι μάλιστα, μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Σας καταλάβαμε!».
Δρασκελώ τις ερπύστριες, περνώ
την Εγνατία, πάω στον πάγκο των εφημερίδων. Το «Βήμα», λέω. Με κοιτάει ο
εφημεριδοπώλης σαν χαζός. «Δεν ήρθε ακόμη; γιατί άργησε;» ρωτώ. Ήταν η εποχή
που οι αθηναϊκές εφημερίδες έρχονταν απ’ το πρωί στη Σαλονίκη. «Όχι, κύριε» μου
λέει. Και σαν να παρατόνισε εκείνο το «κύριε». Τώρα, βέβαια, βρίσκω πως το
τονισμένο αυτό «κύριε» σήμαινε «κοιμισμένε», «απληροφόρητε» ή και τίποτε
χειρότερο, αλλά τότε πού να καταλάβω. «Έχουμε τη ‘Μακεδονία’, μου λέει, κύριε».
Και πήρα. Η «Μακεδονία», ήταν εντάξει, τα είχε όλα. Λόγο του Ανδρέα σε
προεκλογική μικροσυγκέντρωση της Αθήνας, δηλώσεις διαφόρων, λόγους αλλουνών,
πού να καταλάβεις;
Ανύποπτος προχωρώ, διαβάζοντας
τη «Μακεδονία». Κατεβαίνω την Εθνικής Αμύνης. Κοντά στον Λευκό Πύργο, έξω απ’
τα δικαστήρια, συναντώ ένα δικηγόρο γνωστό μου, δεξιό στα φρονήματα. «Να δεις
προκλήσεις που κάνουνε, του λέω για να τον πικάρω, να σκάσεις στα γέλια. Θέλουν
να σταθούν ώρα έξω από το Πανεπιστήμιο και για να το δικαιολογήσουν, απλώσανε
κάτω τις αλυσίδες από ένα τανκ, που δήθεν χάλασε». Αυτός με κοίταξε για λίγο
και μετά, «Την κάνανε», μου λέει. «Ποιαν κάνανε;» του λέω. «Τη δικτατορία.
Πιάσανε τους υπουργούς, τον Κανελλόπουλο, όλους». «Αμάν, μια καρέκλα, του λέω,
λίγο νερό». Με πάει στο άθλιο καφενείο των δικαστηρίων. Υπήρχε σούσουρο, εδώ,
και πολύ πηγαινέλα.
Λέω του γνωστού μου: «Δεν πάω
εγώ στη δουλειά. Ο Ανδρέας είπε, αν γίνει κάτι τέτοιο, να φύγουμε από τις
δουλειές και να κατεβούμε στους δρόμους. Θα πάω σπίτι ν’ αφήσω την τσάντα και
θα κατεβώ στην πλατεία Αριστοτέλους». Εκεί θα γινόταν η συγκέντρωση του πατρός
Παπανδρέου, εκεί φανταζόμουν ότι θα μαζευτεί ο κόσμος.
Πάω σπίτι για την τσάντα μου,
αλλά και για να τους το πω. Μισοακούω από ένα καφενείο την ανακοίνωση για την
αναστολή των άρθρων του Συντάγματος. Στο τέλος, κατά την εντύπωσή μου, ο
εκφωνητής είπε: «Ο πρόεδρος Ταμέλης». «Ποιος διάολος είναι αυτός ο Ταμέλης;»
συλλογίζομαι. Φεύγω, πάω σπίτι, ξυπνώ τον αδερφό μου, που κοιμόταν μακαρίως.
Μόλις είχε έρθει, για λίγες μέρες, από μια «Δημοκρατία» της Αφρικής. «Πες
αλεύρι», του λέω. «Αλεύρι» μουρμουρίζει αυτός. «Ο πρόεδρος Ταμέλης σε γυρεύει».
«Τί θα πει Ταμέλης;» μου κάνει. «Ταμέλης θα πει Ταμέλης, του λέω. Ξέρω εγώ
ποιος διάβολος είναι αυτός πάλι;». Και του εξιστορώ όσα ήξερα περί Ταμέλη και
των κατορθωμάτων του. «Λες να μου πάρουν το διαβατήριο;» μου λέει. «Ας βάλουμε
το ραδιόφωνο», του λέω.
Βάζουμε το ραδιόφωνο, έπαιζε
δημοτικά τραγούδια με νταούλια και πίπιζες. Ανατριχιαστικά πράματα. Ξαφνικά
κάποιος με γλυκιά φωνή λέει: «Μην τηλεφωνείτε όλοι μαζί, θα επιφέρετε βλάβες
στο τηλεφωνικό κέντρο». Κι εμάς κανένας κερατάς δεν μας είχε πάρει στο
τηλέφωνο. Ήταν κάπως καινούριο, αλλά αρκετοί ξέρανε το νούμερο. Από το ράδιο
ακούγεται μια μακαρονοειδής ανακοίνωση. Πάνω σ’ αυτό έρχεται η μάνα μας μ’ ένα
κοντάρι. Από πίσω της μια γειτόνισσα κι αυτή με κοντάρι. Το ξέρανε κιόλας. «Τί
συμβαίνει; Γιατί με τα κοντάρια;» λέμε. «Θα βάλουμε τις σημαίες. Έτσι θέλουν
αυτοί». «Ποιοί αυτοί; Ο πρόεδρος Ταμέλης;». «Δεν ξέρω πώς διάβολο τον λένε,
αλλά πρέπει να βάλουμε σημαίες, θα μας κάνουν κανένα κακό». «Αυτό δεν θα το
κάνεις», λέω. Και για να την πείσω της εξηγώ πως από το δρόμο κάτω απ’ όπου θα
κοιτάξουν, αν κοιτάξουν, δεν μπορούν να καταλάβουν σε μια τόσο μεγάλη
πολυκατοικία ποιος έχει σημαία και ποιος δεν έχει. «Αυτό ποτέ», λέω με το
κοντάρι στο χέρι. Απάνω εκεί ακούμε όλοι από το ραδιόφωνο: «Ο πρόεδρος
Ταμέλης». «Ού που να σας πάρει ο διάβολος!» λέμε.
Φωνάζω από το μπαλκόνι,
απέναντι σ’ έναν παλιό χωροφύλακα, που μπορεί να ήξερε: «Τί εστί Ταμέλης;».
«Δεν ξέρω, απαντάει. Μήπως Νταβέλης;». «Νταβέλης και χειρότερα, αλλά, πάντως,
Ταμέλης υπογράφει». «Κανένας καραβανάς θα ‘ναι», μου κάνει. Ήταν
ευθυγραμμισμένος. Η χωροφυλακή, κατ’ αντίθεση προς την αστυνομία, είχε
αντιδράσει κάπως. «Είναι πολλοί, μου φωνάζει, δεν είναι ένας ο Νταβέλης». Απάνω
εκεί μια γειτόνισσα αρχίζει να ξεφωνίζει «Βαγγέλη! Βαγγέλη!» και διακόψαμε λόγω
ομοιοκαταληξίας.
Έκλεισα το ραδιόφωνο, δεν
μπορούσα ν’ ακούω τις αηδίες τους. Κάθισα και σκεφτόμουνα το χάλι μας. «Τί θα
γίνει τώρα; πώς θα τα βγάλουμε πέρα; κι αν δεν μπορέσει να φύγει ο μικρός; κι
αν γίνει τίποτα και πάρουνε τον γαμπρό φαντάρο;» Είχαμε γάμο σε λίγες μέρες.
Και καθόμουνα κρατώντας το μάγουλό μου, όπου προχτές στη συγκέντρωση της
Αριστεράς – ο Θεός να την πει συγκέντρωση, όλο χαφιέδες ήτανε γεμάτη – ένας
αξιωματικός μου είχε δώσει μια με τα γάντια του στα μούτρα που μου τα άναψε. «Ο
μπουρτζόβλαχος είχε μάθει να κρατάει και γάντια, από τον Βλαχοδήμο μάλιστα!».
Πάνω εκεί ακούμε ομαδικές κραυγές απ’ την Κασσάνδρου: «Δεν περνά ο φασισμός!».
Θα φώναξαν καμιά εικοσαριά φορές, δεν πρέπει να ’ταν πάνω από πενήντα άτομα.
Πρέπει να φύγω.
Χαλασμένο το ασανσέρ,
κατεβαίνω τις σκάλες. Μέγας αναβρασμός στα φοιτητικά διαμερίσματα. Μπαίνουν,
βγαίνουν, μεταφέρουν δέματα. Άλλοι κατεβαίνουν τις σκάλες τρέχοντας. Κι αυτοί
τώρα παίρνουν χαμπάρι, δεν έχουν τηλέφωνα ούτε και ραδιόφωνα. Μερικοί τους δεν
έχουν ούτε καθρέφτη. Προχτές, ξεβίδωσαν και έκλεψαν τον καθρέφτη του ασανσέρ.
Τώρα τους συμπαθώ, όπως τους βλέπω ταραγμένους, προχτές ήμουνα πυρ και μανία.
Νοικοκυρές με τις ρόμπες τρέχουν στους διαδρόμους με τα κοντάρια στο χέρι. Θα
βάλουν σημαίες, θεωρείται σταμπαρισμένο το σπίτι. Λαϊκή πολυκατοικία,
τρομακτικό συνονθύλευμα.
Κάτω στην είσοδο δυο τρεις
κολλούν στην πόρτα του ασανσέρ μια ανακοίνωση. Αλλάζει το συμβούλιο της
πολυκατοικίας και προσλαμβάνεται νέος θυρωρός. Η παλιά θυρωρός είχε παιδιά στο
παραπέτασμα, ο νέος αυτός είναι απόστρατος χωροφύλακας. Από καιρό μας πίεζε ο κύριος
διοικητής. Ανάμεσα σ’ αυτούς που κολλούν είναι και ο επίσημος χαφιές της
πολυκατοικίας. Προχτές ακόμα έλεγε στη συνέλευση πως αισθάνεται μεγάλη
ευχαρίστηση να έχει σχέσεις με το τμήμα. Δεν του μίλησε κανείς. Μάλλον όμως δεν
στεκότανε καλά στα μυαλά του. Τώρα, όλοι αυτοί, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν,
βάλανε για πρόεδρο έναν ταγματάρχη, που καθότανε σε κάποιο από τα
διαμερισματάκια. Βάλαν, βέβαια, και τον εαυτό τους στην επιτροπή. Αλλά δεν
κράτησε, γιατί όταν ο ταγματάρχης γύρισε από την επιφυλακή, αρνήθηκε τις τιμές
και τις δόξες. «Ποιος είναι ο Ταμέλης;», ρωτώ τους έγκυρους αυτούς κύκλους.
Ούτε κι αυτοί γνωρίζανε.
Προχωρώ, μπαίνω στο λεωφορείο.
Ο οδηγός με τη στολή και το πηλήκιο, ο εισπράκτορας το ίδιο. Ο κόσμος
φοβισμένος κρέμεται από τα τσιγκέλια. Μόλις ο εισπράκτορας βγάζει φωνή, όλοι
σπεύδουν να συμμορφωθούν. Μόλις λέγει «Προχωρείτε μπρος!», όλοι τρέχουνε σαν τα
ζωντανά. Θέλουν να δείξουν καλή διαγωγή ίσως. Περπατώ στην Τσιμισκή, οι
διαβάτες ελάχιστοι. Γωνία Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας βάφω σε λούστρο τα
παπούτσια μου, για να καθυστερήσω κάπως. Δεν παρατηρώ κίνηση. Μόνο η ηθοποιός
Αλέκα Κατσέλη περπατάει αργά έξω από το ξενοδοχείο «Αστόρια» και σαν να
περιμένει κι αυτή να γίνει κάτι. Φοράει μαύρα. Μαύρη μπλούζα, μαύρο εφαρμοστό
παντελόνι. Είναι πανέτοιμη, αλλά μόνη.
Περνάει η στρατιωτική μπάντα.
Από το μπαλκόνι μιας εφημερίδας χειροκροτούν. Είναι ο πρύτανης του
πανεπιστημίου και άλλοι παρόμοιοι. Πάω στα γραφεία του «Βήματος». Τα διευθύνει
ο φίλος μου Βίκτωρ Νέτας, που σε λίγες μέρες θα συλληφθεί και θα εξοριστεί. Είναι
εδώ ακόμα και ο δημοσιογράφος Δημήτρης Τσαλίδης. Είναι ακόμα ως επισκέπτης και
κάποιος άλλος, που αργότερα επρόκειτο να λυγίσει και να κάνει κακό στη
«Δημοκρατική Άμυνα». Αυτός είναι ο πιο δριμύς: «Τι περιμένεις από γιό
συφιλιδικής;», λέει. Έχω την εντύπωση ότι κινδυνεύω, θα γίνει κανένα “ντου” και
θα μας πιάσουν. «Ποιος είναι ο πρόεδρος Ταμέλης;». «Δεν υπάρχει κανένας
πρόεδρος Ταμέλης, μου λένε. Θα κάνεις λάθος». «Πώς δεν υπάρχει;», λέω εγώ και
φεύγω.
Γυρίζω σπίτι. Στο δρόμο
συναντώ ένα φίλο μου μαζί με τον μακαρίτη Παπακώστα τον εκδότη του «Ηριδανού».
Εγώ δεν τον ήξερα ακόμα. «Δεν έχει ούτε ταυτότητα μαζί του», μου λέει ο κοινός
φίλος μας. Στεκόταν παράμερα, με κείνα τα μεγάλα μάτια του, μελαγχολικός και
ήρεμος. Σαν να αποφασίζαμε για την τύχη του. Δυστυχώς, μόνο συμβουλές μπορούσα,
σαν γνώστης του τόπου, να τους δώσω. Αυτά γίνονταν στην οδό Αγίας Σοφίας με
Καστριτσίου, όπου μόλις είχε ανοίξει βιβλιοπωλείο ο εκδοτικός οίκος της Αθήνας
«Θεμέλιο». Το βιβλιοπωλείο διηύθυνε ο γνωστός ζωγράφος Κώστας Λαχάς. Την
προηγούμενη το βράδυ είχα πάρει την νεοαφιχθείσα «Αμερική» του Κάφκα και τα
«Ανεμοδαρμένα ύψη», που ήθελα να τα έχω ως νεανικό μου ανάγνωσμα. Τα βιβλία τα
είχα πάρει βερεσέ, δεν κρατούσα λεφτά μαζί μου. Ακόμα τα χρωστώ, είναι η
αλήθεια. Άλλωστε, σε λίγες μέρες πιάσαν τον Λαχά και κατάσχεσαν όλα τα βιβλία.
Διαπιστώνω πως η νέα ευχή
είναι «Καλή Ανάσταση». Στα μπακάλικα σκοτωμός, μολονότι η μέρα μοιάζει σαν
Κυριακή. Παίρνω τυρί από κάπου και κάνω ένα τηλέφωνο. «Καλή Ανάσταση», λέω κι
εγώ δυνατά. Πετιέται ως απάνω ο τυράς, δεξιός έμοιαζε. Η κίνηση είχε πέσει
κιόλας, ο κόσμος μαζευόταν στα σπίτια του. Άλλωστε είχαν αρχίσει να περιτρέχουν
την πόλη με ταχύτητα τανκς και θωρακισμένα. Ο καιροφυλακτών Ζωιτάκης, διοικητής
του Γ’ Σώματος Στρατού, είχε για καλά προσχωρήσει. Περνάει ένα τζιπ της ΕΣΑ
ξεσκέπαστο. Πίσω, ανάμεσα σε δυο φρουρούς, ένας υψηλόκορμος ασπρομάλλης με
χειροπέδες. Κρατάει το κεφάλι του ψηλά και τα μαλλιά του ανεμίζουν. Το τζιπ
τρέχει προς την Έκθεση όπου μαζεύανε τους πολίτες.
Πηγαίνω, βάζω ξανά το ραδιόφωνο.
Προσέχω πιο πολύ. Δεν λέει «Ο πρόεδρος Ταμέλης», λέει «Ο πρόεδρος, τα μέλη»,
χωρίς ονόματα. Αυτό το βρίσκω ακόμα χειρότερο. Δεν ξέρουμε, λοιπόν, τίποτε
απολύτως. Είναι σκοτάδι.
Κατά το απόγευμα ανακοινώθηκαν
μερικά ονόματα. Σε όσους παρακολουθούσαν εφημερίδες εκείνον τον καιρό, τα
ονόματα του Κόλια και του Παπαδόπουλου είναι γνωστά. Αλλά του Μακαρέζου και του
Παττακού όχι. Του Παττακού κάνει την πιο πολύ εντύπωση. Μας φαίνεται αστείο.
«Αυτός είναι, λέμε. Ο Παττακός! Αχ, τι μας έκανες βρωμόπαιδο, λέμε για τον
βασιλιά. Ο Παττακός!».
Κι όπως μέσα στην έρημη νύχτα
περιτρέχουν «κύκλω» την πόλη τα τανκς και τα κάρριερς, εμείς κλεισμένοι
κατεβάζουμε το ένα μετά το άλλο τα ποτήρια με το ουίσκυ, από αυτό που έφερε ο
αδερφός μου, το αφορολόγητο, και κάθε τόσο λέμε: «Ακούς Παττακός! Τι θα πει,
Παττακός; Καλύτερα να ήτανε Ταμέλης, πιο στρωτό ερχότανε, λιγότερο επίφοβο.
Άντε, καλή Ανάσταση!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.