Ένα
καλογραμμένο βιβλίο του γιατρού Γιώργου
Μαυρίδη με τίτλο “Και όμως νικήσαμε”,
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
“Στοχαστής” και αποτελεί μία προσωπική
μαρτυρία για το δράμα της χώρας και του
λαού μας κατά την Κατοχή, την Αντίσταση
και τον Εμφύλιο, παρουσιάστηκε το βράδυ
της Τετάρτης στον κατάμεστο από κόσμο,
όμορφο χώρο του βιβλιοπωλείου “Μαλλιάρης
Παιδεία”.
Την
παρουσίαση έκαναν ο αναπληρωτής καθηγητής
πολιτικής φιλοσοφίας και ιστορίας του
Πάντειου Πανεπιστημίου Αθηνών, Στέφανος
Δημητρίου, ο φιλόλογος και συγγραφέας
Αντώνης Σαχπεκίδης, ο φυσικός Άκης
Αναστασίου και ο βουλευτής Α΄Θεσσαλονίκης
του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστος Γιαννούλης, ενώ το
συντονισμό της εκδήλωσης είχε ο
δημοσιογράφος και συγγραφέας Σπύρος
Κουζινόπουλος
H
ιστορία που αφηγείται
με εξαιρετικό τρόπο ο Γιώργος Μαυρίδης
στο βιβλίο του "Και όμως νικήσαμε"
δεν περιγράφει μόνο την πορεία της δικής
του οικογένειας από τον ξεριζωμό της
Μικρασιατικής καταστροφής, τον αγώνα
των προσφύγων για επιβίωση στους νέους
τόπους εγκατάστασής τους κι αργότερα
τη συμμετοχή των πρωτοπόρων αγωνιστών
στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, το
"Νέο '21" όπως είχε αποκληθεί και η
υπέροχη συνεισφορά τους, γραμμένη πολλές
φορές με αίμα, όπως στην περίπτωση του
πατέρα του συγγραφέα.
Μπορούμε
να πούμε ότι μέσα από τη μαρτυρία του
Γιώργου Μαυρίδη, ξεπροβάλει και όλη η
φριχτή περιπέτεια που βίωσαν οι δεκάδες
και εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές του
Εαμικού Κινήματος σαν "ανταμοιβή"
για την ανιδιοτελή, γεμάτη αυταπάρνηση
και πατριωτικό μεγαλείο συμμετοχή τους
στον αγώνα για την απελευθέρωση της
χώρας από την τριπλή φασιστική Κατοχή:
Εκτελέσεις, κατατρεγμοί, εγκλεισμός σε
στρατόπεδα συγκέντρωσης, λεηλασία και
εμπρησμοί της περιουσίας τους από τους
χιτλερικούς κατακτητές,
Και
όταν αργότερα ρόδισε η ώρα της λευτεριάς
και ξεκουμπίστηκαν από την πατρίδα μας
οι ξένοι εισβολείς, αρχίζει ένας νέος
Γολγοθάς για τους νέους Κολοκοτρώνηδες
και Καραϊσκάκηδες και Μπουμπουλίνες
που είχαν ορθώσει το ανάστημά τους στους
κατακτητές και τους δωσίλογους, κατ'
όνομα μόνο "Έλληνες" συνεργάτες
τους, συμβάλοντας τα μέγιστα στο να
μείνει αδούλωτο το φρόνημα του ελληνικού
λαού.
Το
κυνηγητό που άρχισε κατά των αγωνιστών
της Εθνικής Αντίστασης και του ελληνικού
αριστερού και λαϊκού κινήματος αμέσως
μετά το τέλος του πολέμου από το ανώμαλο
μετεμφυλιακό κράτος, με την καθοδήγηση
των ξένων "προστατών" της χώρας,
δεν έχει το προηγούμενό του στη σύγχρονη
ιστορία και μπορεί να συγκριθεί μόνο
με τις αντίστοιχες διώξεις του χιτλερικού
καθεστώτος κατά των κομμουνιστών, των
Εβραίων και των άλλων αντιφρονούντων
στη ναζιστική Γερμανία.
Φυλακίσεις,
εξορίες στα Μακρονήσια και τα άλλα
ξερονήσια του Αιγαίου, εκτελέσεις,
βασανιστήρια, διαπομπεύσεις, μετακινήσεις
πληθυσμών και πολλά άλλα περίμεναν τους
μαχητές του απελευθερωτικού αγώνα. Και
κοντά σ' αυτά, πιστοποιητικά κοινωνικών
φρονημάτων, φακελώματα, απολύσεις από
τις δουλειές τους όχι μόνο των δημοκρατικών
στο φρόνημα δημοσίων, αλλά και ιδιωτικών
υπαλλήλων, παρακολουθήσεις από τα όργανα
της Ασφάλειας και χίλια δύο ακόμη δεινά.
Οικογενειακή φωτογραφία της οικογένειας Μαυρίδη που τραβήχτηκε το Σεπτέμβριο του 1940, ένα μήνα πριν
την κήρυξη του πολέμου: Ο πατέρας Γιάννης, η μητέρα Σεβαστή, η αδελφή Σμαρώ και ο μικρός Γιωργάκης
|
Η
εκτέλεση του πατέρα
Το
πιο δυνατό σημείο του βιβλίου, όπως
αναφέρθηκε στην παρουσίαση, είναι η
περιγραφή των άγριων βασανιστηρίων και
της εκτέλεσης του Γιάννη Μαυρίδη, του
πατέρα του συγγραφέα στις 17 Φεβρουαρίου
1944, από τους Γερμανούς κατακτητές και
τους δωσίλογους συνεργάτες τους στην
πλατεία του χωριού Καλλίπολη Πέλλας,
όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια
Μαυρίδη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Οι
χιτλερικοί που συνέλαβαν τον πατέρα
Μαυρίδη όταν πληροφορήθηκαν την
αντιστασιακή του δράση ως στελέχους
του ΕΑΜ νομού Πέλλας, αφού τον βασάνισαν
φριχτά στη Γκεστάπο, τον μετέφεραν στη
συνέχεια σιδηροδέσμιο στην πλατεία του
χωριού του όπου συνέχισαν τα βασανιστήρια,
πιέζοντάς τον να αποκαλύψει τα ονόματα
των συντρόφων του. Κι όταν αυτός αρνήθηκε,
τον θέρισαν με ένα πολυβόλο.
Ο
μικρός τότε Γιωργάκης που παρακολούθησε,
μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του
Σεβαστή και την αδελφή του Σμαρώ, όπως
και όλο το χωριό, με πόνο ψυχής τον
βασανισμό και την εκτέλεση του πατέρα,
περιγράφει το πως τον αντίκρυσε νεκρό
στο σπίτι τους όπου τον μετέφεραν οι
συγγενείς και οι συγχωριανοί για να
ετοιμάσουν την κηδεία του:
“Εγώ
μικρός, έξι χρονών ήμουν τότε, κυκλοφορούσα
ανάμεσα στο πλήθος χωρίς κανείς να
ασχολείται μαζί μου. Κάποια στιγμή,
μπαίνω μέσα στο σπίτι και πηγαίνω στο
δωμάτιο, όπου είχαν βάλει τον πατέρα
μου. Εκεί αντικρίζω έναν κλοιό γυναικών
και αντρών να θρηνεί γύρω από το άψυχο
σώμα του. Στα αυτιά μου φθάνουν κλάματα,
φωνές, τσιρίδες, ουρλιαχτά, κατάρες.
Χώνομαι ανάμεσα απ' τους όρθιους ανθρώπους
και βρίσκομαι μπροστά στο νεκρό πατέρα
μου. Ήταν ολόγυμνος πάνω στο άσπρο
σεντόνι, ενώ οι γυναίκες τον έπλεναν
για να καθαρίσουν τα αίματα από το κορμί
του.
Εκείνο
που αντίκρισαν τα παιδικά μου μάτιασ
και δεν μπορεί να φύγει απ' το μυαλό μου,
ήταν το κατατρυπημένο κορμί του. Αργότερα
έμαθα πως οι μαχαιριές εκείνες ήταν από
ξιφολόγχες. ......
Έφυγα
απο κει με τον ίδιο τρόπο που είχα μπει,
αόρατος ανάμεσα στους ανθρώπους που
θρηνούσαν. Βγαίνοντας απ' την πόρτα του
δωματίου είδα στον απέναντι τοίχο να
στέκεται ο θείος μου ο Παναγιώτης,
αδελφός του πατέρα μου και να κλαίει με
αναφιλητά.
Αυτή
είναι η τελευταία ανάμνηση που έχω απ'
τον πατέρα μου. Αυτή η ανάμνηση σημάδεψε
την ψυχή μου, το μυαλό μου, τη ζωή μου
και φυσικά δεν πρόκειται ποτέ να την
ξεχάσω”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.