Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Το Νυφικό φόρεμα

Ένα διήγημα εμπνευσμένο από τη συγκλονιστική ιστορία δύο μελλοθάνατων κοριτσιών που περίμεναν για καιρό την εκτέλεσή τους στις φυλακές του Γεντί Κουλέ φορώντας νυφικό φόρεμα


Από αφορμή τη συγκλονιστική ιστορία δύο μελλοθάνατων κοριτσιών, της Σεβαστής Θεοφανίδου και της Νίτσας Παπαδοπούλου που περίμεναν για καιρό την εκτέλεσή τους στις φυλακές Επταπυργίου, φορώντας νυφικό φόρεμα, μία από τις πολλές ιστορίες που αναφέρονται στο βιβλίο του Σπ. Κουζινόπουλου "Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης",  η Κερκυραία συνταξιούχος εκπαιδευτικός και ποιήτρια Ολγα Τσιλιμπάρη, εμπνεύστηκε ένα διήγημα που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» αυτό το Σαββατοκύριακο 30-31 Αυγούστου 2025, από όπου το αναδημοσιεύουμε.

⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆⋆

Σιδερωμένο, όσο καλύτερα γινότανε, σίδερο με κάρβουνα, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, μ’ ένα παλιό σεντόνι από κάτω, να μη λερωθεί. Είχε, ωστόσο, δύο αχνούς λεκέδες στον ποδόγυρο, πίσω, πολλοί τους βλέπανε, λίγοι τους καταλαβαίνανε.

Το άνευ ηθικής και τιμής γύναιον, διά το οποίον έντιμοι άνθρωποι δεν θα ήτο φρόνιμον να ασχολούνται επί πολύ. Αυτά είπε για μένα ο βασιλικός επίτροπος, η νεκροκεφαλή, στο έκτακτο στρατοδικείο. Μόλις που κρατιόμουνα στα πόδια μου, βασανιστήρια σκληρά στην ανάκριση, μίλα, μωρή σκρόφα, να τελειώνουμε. Δεκαοχτώ χρονώ, εις θάνατον. Εις θάνατον, για τη Λευτεριά και τη Λαοκρατία...

Νυφικό, τώρα, και να το πηγαινοφέρνει στις φυλακές η αδερφή μου, πού ακούστηκε... Άντε να το κουβαλούσανε οι συγγενείς μια φορά, να γίνει ο γάμος, πολιτικών κρατουμένων ή και καποιανού φυλακισμένου δικού μας με την καλή του, που ήτανε ακόμα όξω. Ακόμα. Τη μία μετά την άλλη μας μπαγλαρώνανε, στρατολόγοι συμμοριτών, κουβαλούσαμε, λέει, σημειώματα, τυλιγμένα σε καραμέλες Φλόκα, υπόθαλψη εγκληματίου και κολοκύθια τούμπανα, τι να κάνουμε, δηλαδή, να πάμε να καρφώσουμε τον άνθρωπό μας; Γίνεται αυτό; Μα και στο κόμμα να μην είσαι, και στο κίνημα να μην είσαι, δεν μπορείς. Δεν τη βαστάει η καρδιά σου τέτοια ατιμία.

Τέσσερις η ώρα το πρωί, ανοίγει ο φύλακας την πόρτα. Σε θέλουνε στη διεύθυνση. Πά’ να πει, πας για εκτέλεση, γνωστά αυτά. Ντύθηκα, στολίστηκα, με βοήθησε η Νίτσα, η συγκρατούμενή μου στο κελί. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε σταυρωτά. Βροντάει το μάνταλο στα κάγκελα, στο πόδι η φυλακή. Σύντροφοι, όχι το «Επέσατε θύματα» σήμερα. Νυφιάτικο τραγούδι θα μου πείτε. Γεια σας, αδέρφια!

Ασπρο σατέν, κιτρινισμένο ελαφρά από τα χρόνια, με ντεκολτέ χαμόγελο και μανικάκι ζαπονέ. Μονοκόμματο, με ανοίγματα μικρά στα πλάγια, για το περπάτημα, όχι μακρύ. Τέσσερα δάχτυλα κάτω απ’ το γόνατο. Αντίς για πέπλο, ένα μαντίλι, δαντέλα γαλλική, που το στερέωνες στην κεφαλή σου με κοκάλινο στεφάνι κι έπεφτε το μαντίλι, όμορφα όμορφα και σεμνά, στους ώμους. Γυαλιστερό γκοφράζ* κείνο το στεφάνι, σε χρώμα ιβουάρ**, το ’λεγε με καμάρι η μάνα μας το ιβουάρ. Σμυρνιά, εμπόρου μοσχοθυγατέρα, μην το κοιτάς που έπεσε απ’ τα σαλόνια στα αλώνια η μανούλα μας. Ανθρώποι του κόσμου οι γονείς μας, το νυφικό της μαμάς η τελευταία λέξη της μόδας στον καιρό της, εκεί το ’21, λίγο πριν την Καταστροφή, πότε παντρευτήκανε… Μια κούκλα η μαμά στη φωτογραφία, με το μοντέρνο το νυφικό, μα κι ο μπαμπάς δεν πήγαινε πίσω, κουστούμι σετακρούτα κρεμ, με γκέτες ασορτί, λευκό πουκάμισο, λευκό μαντιλάκι στο πέτο και χρυσά μανικετόκουμπα, αυτά που δώσαμε για μισή οκά αλεύρι στην Κατοχή στους μαυραγορίτες, που ποτέ τους να μη χορτάσουνε...

Οχι αυτήν! Την άλλη, την Παπαδοπούλου σου είπα να φέρεις! Ετσι εφώναξε η νεκροκεφαλή και μένα μου κοπήκανε τα ήπατα. Μπα, λέω μέσα μου, καψόνι, για να με σπάσουνε, να υπογράψω δήλωση, α, τους κερατάδες... Πίσω στο κελί. Ο φύλακας, άσπρος σαν τον χασέ, έτρεμε πιο πολύ από μένα. Στήσαν τη Νίτσα στο απόσπασμα, μαζί μ’ άλλους πέντε. Εγώ έζησα άλλες δέκα μαρτυρικές μέρες. Στενό που είναι το κελί / αυτή τη νύχτα τη θολή...

Με τα βιολιά στεφανωθήκανε οι γονέοι μου. Από το γλέντι του γάμου τους οι λεκέδες στον ποδόγυρο του νυφικού, ξαχνίσανε, ξαχνίσανε, αλλά και να φαινόντανε, πολύ που θα μ’ ένοιαζε. Δε θ’ αξιωθώ να γένω νύφη με τον Πέτρο μου. Στραβοστόμισε η αδερφή μου, όταν της το ’πα, αλλά υποχώρησε. Εγώ θα πάω στο απόσπασμα ντυμένη νύφη. Τέρμα! Το ’φερε και το ξανάφερε το νυφικό η δύστυχη, πίστεψε πως θα μου δίνανε χάρη, αφού την πρώτη τη φορά εγλίτωσα από του Χάρου τα δόντια. Πικρός γλιτωμός, σαν κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου το εις θάνατον.

Με την επόμενη φουρνιά, εβάδισα κι εγώ πίσω απ’ το Γεντί Κουλέ, εις τον συνήθη τόπον των εκτελέσεων. Χωρίς γυρισμό αυτή τη φορά. Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα / και πανανθρώπινη τη Λευτεριά... Γυμνούς, ξυπόλητους μας ρίξανε, όλους μαζί, στο λάκκο, τα καύκαλά μας τρυπημένα απ’ τη χαριστική βολή... Το νυφικό παράμερα, στα βάτα σκαλωμένο. Βροχές και κάματα το λιώσανε, νύχτες κι αυγές επήραν τα ματάκια μας, κόρφοι αμάλαγοι, λεβέντικα μουστάκια χωνεύτηκαν στο χώμα.

Δεν σε πιστεύω, μάστορη, ποιανού είναι το μνημούρι; / Της αστραπής και της βροντής και της ανεμοζάλης... Δεν έγειρα να ξανασάνω στον Αγιο Παύλο, άδειο το μνήμα. Μου το φτιάξανε τ’ αδέρφια μου, ν’ ανάβουν ένα καντηλάκι, να με θυμούνται. Ποτέ οι δικοί μας δεν παραλάβαν τα κουφάρια μας, να μας κλάψουνε, να μας νεκροστολίσουνε. Ως κι αυτό τους τ’ αρνηθήκανε. Κείτομαι εκεί, στον τάφο τον ομαδικό, πίσω απ’ το Γεντί Κουλέ. Μαζί παντού με τα συντρόφια, με το ΕΑΜ, στις διαδηλώσεις, στις απεργίες, στην Εθνική Αλληλεγγύη, στο χωνί με την ΕΠΟΝ. Μαζί με τα συντρόφια στη ζωή, μαζί και στο θάνατο. Περιμένουμε υπομονετικά να βγει ξανά η ιστορία μας στο φως.

ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, φωνή λαού / που φτάνει ώς τ’ άστρα τ’ ουρανού / ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ αντιλαλεί / όλ’ η Ελλάδα μια φωνή...

 

ℹ️ Στο διήγημα συνδυάζονται πληροφορίες αναφερόμενες σε διαφορετικά ιστορικά πρόσωπα, γυναίκες πολιτικές κρατούμενες του Εμφυλίου, μελλοθάνατες των φυλακών Γεντί Κουλέ Θεσσαλονίκης. Η Σεβαστή Θεοφανίδου, η οποία, όντας επί μήνες κρατούμενη ως μελλοθάνατη, αποφάσισε να πορευτεί προς τον θάνατο ντυμένη νύφη, τελικά επέζησε.

Η Όλγα Τσιλιμπάρη γεννήθηκε το 1960 στην Κέρκυρα, όπου ζει μόνιμα και δραστηριοποιείται κοινωνικά και πολιτικά. Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Είναι μόνιμη συνεργάτρια του εκπαιδευτικού περιοδικού Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνία και αρθρογραφεί στον αθηναϊκό και τοπικό Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό. Το βιβλίο της «Κρυμμένη» (2022) και η ποιητική της συλλογή «Μιλάω ξύλινα» (2023) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Απαρσις.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

*γκοφράζ: ανάγλυφο, αναγλυφοτυπία

**ιβουάρ: απαλό μπεζ - λευκό, το χρώμα του επεξεργασμένου ελεφαντόδοντου

 

ΠΗΓΕΣ

-Κουζινόπουλος Σ. (2025) Γεντί Κουλέ, η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης, ΙΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη 2025, σ. 211-214.

▪ Γωγούση, Α. (2025). Μια ανατριχιαστική ιστορία για τους τάφους εκτελεσμένων του Εμφυλίου στο Γεντί Κουλέ.

▪ Κουζινόπουλος, Σ. (2025). Γυναίκες στο εκτελεστικό απόσπασμα. «Εφημερίδα των Συντακτών», 18/19-5-25.

▪ Κουζινόπουλος, Σ. (2025). Ντυμένες νύφες σε ραντεβού με τον χάρο. «Εφημερίδα των Συντακτών», 14/15-6-25.

▪ Κουζινόπουλος, Σ. (2025). Πού πραγματικά είναι θαμμένη η Κούλα Ελευθεριάδου; «Εφημερίδα των Συντακτών», 26/27-7-25.

▪ Λούφης, Η. (2021). Σεβαστή και Νίτσα. Εμφύλιος. Γεντί Κουλέ Οκτώβριος 1948.

▪ Λυκεσάς, Α. (2025). Επταπύργιο Θεσσαλονίκης. Οι εκτελεσμένοι κομμουνιστές επιστρέφουν... για τον τελευταίο ασπασμό. «Εφημερίδα των Συντακτών», 15-3-25.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.