Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

«Απολυμαντήρια» Καλαμαριάς: χρέος τιμής στην προσφυγιά τού τότε και του σήμερα

Η εικόνα προέρχεται απο το αρχείο του αείμνηστου δήμαρχου Καλαμαριάς,
Μένιου Αλεξιάδη, και μας παραδόθηκε απο τον Ηρακλή Μαστρογιαννάκη.
του Μανόλη Λαμτζίδη 
Η σύνδεση της προσφυγιάς τού τότε με την προσφυγιά τού σήμερα έχει την ίδια αφετηρία. Την απώλεια του γενέθλιου τόπου. Οι Έλληνες χριστιανοί πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο ήρθαν στην Ελλάδα, την ιστορική τους πατρίδα, ενώ οι σημερινοί πρόσφυγες αναζητούν μια καλύτερη ζωή σε μια νέα, φιλόξενη πατρίδα.

Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η Θεσσαλονίκη γνώρισε δύο μεγάλες ανθρώπινες τραγωδίες που σημάδεψαν την πορεία αυτής της πόλης, αλλά της νεότερης Ελλάδας. Η μία, η μεγαλύτερη, η εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της από τους ναζί. Η δεύτερη, η εγκατάσταση, από το 1916 έως το 1924, χιλιάδων προσφύγων στην ίδια την πόλη ή την περίμετρό της, μέσα σε άθλιες συνθήκες, που αναιρούσαν την ανθρώπινη υπόσταση.
Οι πρόσφυγες αυτοί είχαν βίαια εκπατρισθεί ως αποτέλεσμα της συστηματικής πολιτικής πληθυσμιακής ομογενοποίησης της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εντέλει κατέληξε στη Συνθήκη της Λωζάνης.
Όλοι αυτοί μεταφέρθηκαν κατά ομάδες με πλοία από τις «αλησμόνητες πατρίδες» τους (Πόντος, Καύκασος, Μικρά Ασία κ.λπ.) στην περιοχή των «Απολυμαντηρίων» ή «Λοιμοκαθαρτηρίων» ή στην «Καραντίνα» στο Καραμπουρνάκι, στην Καλαμαριά και βίωσαν μια βεβιασμένη εγκατάσταση στο τότε καθεστώς «υποδοχής» και «φιλοξενίας» τους.
Σε έγγραφο μιας νοσηλεύτριας, που απηύθυνε στην ελληνική κυβέρνηση της εποχής, αναφερόταν ότι από τα «Απολυμαντήρια» είχαν περάσει 260.000 ψυχές από τον Πόντο, 50.000 από την Ανατολική Τουρκία και 25.000 από τα παράλια της Τουρκίας, δηλαδή δε σύνολο 335.000 άτομα!
Τραγική σύμπτωση είναι ότι μία από τις τελευταίες χρήσεις των εγκαταστάσεων των «Απολυμαντηρίων» έγινε το καλοκαίρι του 1942, όταν οι γερμανικές Αρχές μάζεψαν χιλιάδες Εβραίους της Θεσσαλονίκης, 40.000 με 45.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και τους οδήγησαν πεζούς, φορώντας το κίτρινο άστρο του Δαβίδ στο πέτο, μέσα από την οδό «Κουρί-Κατιρλί» (τη σημερινή οδό Ιωάννη Πασαλίδη) στα «Απολυμαντήρια».
Εκεί τους απολύμαναν και τους ανάγκασαν να επιστρέψουν πεζοί στην πόλη. «Απολυμασμένους» πλέον, τους φόρτωσαν από τον παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό στα τρένα, με προορισμό τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η «Kαραντίνα» (ή «Απολυμαντήρια»), μετά το 1916, μεταφέρθηκε στο μικρό Καραμπουρνού («Καραμπουρνάκι»), στην Καλαμαριά, σε μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται από τη σημερινή «Μαρίνα Αρετσούς» μέχρι και το «Κυβερνείο» («Παλατάκι»). Οι εικόνες που περιγράφουν ο Τύπος της εποχής και οι ιστορικοί είναι αποκαλυπτικές.
Καραβιές προσφύγων κατέφθαναν, τεράστιες ξύλινες μαούνες, χωρητικότητας άνω των 200 ατόμων, μετέφεραν τους πρόσφυγες από τα πλοία στη «σκάλα» των «Απολυμαντηρίων». Με ένα χειροκίνητο βαγονέτο «ΝΤΕΚΟΒΙΛ», ενωνόταν το κεφαλόσκαλο με τους κλιβάνους και με αυτό γινόταν η μεταφορά από εκεί μέχρι τους κλιβάνους απολύμανσης. Στο τέλος της σκάλας, τέσσερα μέτρα από την ακτή ήταν οι αυτοσχέδιες τουαλέτες.
Ο χώρος των «Απολυμαντηρίων» ήταν περιφραγμένος με σύρμα, ενώ από το μέρος του γιαλού είχε αφεθεί μια ελεύθερη ζώνη («κοινοχρησία») για τους πολίτες γενικά και τους λουόμενους γενικότερα.
Οι συνθήκες εγκατάστασης και διαμονής των προσφύγων μέχρι την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας ή σε ψηλότερα σημεία της Καλαμαριάς, ήταν άθλιες. Η ελονοσία θέριζε, ο «ψύχον», όπως έλεγαν οι Πόντιοι. Άρχιζε με έντονη τρεμούλα, αίσθηση ψύχους και, στη συνέχεια, ανέβαινε δραματικά ο πυρετός που έκανε τους ασθενείς να παραμιλάνε και να πεθαίνουν.
Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι κάθε τόσο τους απολύμαιναν για να μη μεταδώσουν τις ασθένειες που πιθανόν έφερναν μαζί τους οι πρόσφυγες, αλλά πέθαιναν εξαιτίας των αδιανόητων συνθηκών «φιλοξενίας» στην πατρίδα.
Κάθε οικογένεια είχε και ένα θύμα τουλάχιστον. Οι νεκροί, τυλιγμένοι σε κουβέρτες, μεταφέρονταν από τους συγγενείς ή από τους «συγκατοίκους» στο «νεκροδωμάτιο», που ήταν στην άκρη του στρατοπέδου.
Κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι, ερχόταν ένα κάρο της Δημαρχίας και φόρτωνε τις σορούς για άγνωστο προορισμό. Ένας σαραβαλιασμένος θάλαμος με βρόμικα κρεβάτια και κουβέρτες έπαιζε το ρόλο του νοσοκομείου. Ήταν διαρκώς γεμάτος από άρρωστους, σκελετωμένους και κατακίτρινους ασθενείς, που σε λίγες μέρες πέθαιναν, για να δώσουν τη θέση τους στους επόμενους.
Από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1920, είχαν αποδεκατιστεί από τον «ψύχο» ολόκληρες οικογένειες. Παράλληλα, θέριζαν ο εξανθηματικός τύφος και η δυσεντερία, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη.
Οι στατιστικές αναφέρουν ότι στην Καλαμαριά πέθαναν 20.000 με 22.000 άνθρωποι. Ανάμεσα στους ενοίκους του στρατοπέδου ήταν και ο Κώστας Γαβριηλίδης, βουλευτής του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος (ΑΚΕ), ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ, δήμαρχος Κιλκίς.
Σύμφωνα με το κείμενο των ιστορικών που έχουν μελετήσει το θέμα, παράλληλα με την οδύνη και την ταλαιπωρία του ξεριζωμού, η εμπειρία της απολύμανσης περιγράφεται ως τραυματική και άφησε στους περισσότερους μια σκληρή ανάμνηση, που τους συνόδευε μέχρι τα γεράματα. Οι εγκαταστάσεις γκρεμίστηκαν μεταξύ 1964 - 1968, έπειτα από πιέσεις του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, που ανέλαβε τη δημιουργία λαϊκής πλαζ στην παραλία της Αρετσούς (σήμερα «Πλαζ Αρετσούς»).
Η αναφορά στα «Απολυμαντήρια» έχει διπλό σκοπό: αφενός μεν τη διαρκή υπόμνηση της ανάγκης καταδίκης απάνθρωπων ιδεολογιών, τακτικών και πρακτικών που στη διάρκεια του 20ού αιώνα εκμηδένισαν την ανθρώπινη ύπαρξη και ουσία και επιδίωξαν να επιβάλουν την αρχή της «φυλετικής υπεροχής» και της «φυλετικής καθαρότητας», όποια σφραγίδα και υπογραφή κι αν φέρουν.
Αφετέρου δε να μην εξασθενεί διαχρονικά η γνώση ότι «ο πόλεμος γεννάει την προσφυγιά» και ότι οι πρόσφυγες –ιερά πρόσωπα τόσο στη χριστιανική θρησκεία όσο και στον πολιτισμό μας γενικότερα– έχουν διαχρονικά δικαίωμα σε ανθρώπινη μεταχείριση και πρόσβαση στα βασικά δικαιώματα: στέγαση, διατροφή, υγεία, εκπαίδευση.
Η «προσφυγο-φοβία» γεννάει την ξενοφοβία κι αυτή τον ρατσισμό κι αυτός πάλι ανοίγει τον δρόμο σε τερατώδεις ιδεολογίες, που έβαλαν σε περιπέτειες όλη την ανθρωπότητα και κόστισαν εκατόμβες θυμάτων και ποταμούς αίματος.
Κανένας δημόσιος φορέας, προσφυγικός ή τοπικός σύλλογος ή ιδιώτης, δεν διεκδίκησε τα «Απολυμαντήρια» να αποτελέσουν ιστορικό τόπο για τη συντήρηση της υλικής μνήμης και εν τέλει έναν χώρο προσκυνήματος, αφιερωμένο στη σκληρή πορεία δεκάδων χιλιάδων προσφύγων που κατοίκησαν στη Μακεδονία, πορεία που έχει αναπόσπαστα συνδεθεί με την ιστορία της Νεότερης Ελλάδας.
Η σύνδεση της προσφυγιάς τού τότε με την προσφυγιά τού σήμερα έχει την ίδια αφετηρία. Την απώλεια του γενέθλιου τόπου. Οι Έλληνες χριστιανοί πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο ήρθαν στην Ελλάδα, την ιστορική τους πατρίδα, ενώ οι σημερινοί πρόσφυγες αναζητούν μια καλύτερη ζωή σε μια νέα, φιλόξενη πατρίδα.
Η ανάδειξη του χώρου ως τόπου ιστορικής μνήμης αποτελεί εκπλήρωση χρέους της πολιτείας. Είναι ένδειξη σεβασμού προς όλους τους πρόσφυγες διαχρονικά, ο οποίος απορρέει από την αποδοχή των οικουμενικών και πανανθρώπινων αξιών, που επιβάλλουν το σεβασμό στον πρόσφυγα και τον «ανέστιο» και την αναγνώριση της υποχρέωσης των κρατών υποδοχής και της διεθνούς κοινότητας να τους εξασφαλίζουν πρόσβαση στα βασικά δικαιώματα: στέγαση, διατροφή, υγεία, εκπαίδευση.
Δικαίωμα στη μνήμη για τους πρόσφυγες του τότε! Δικαίωμα στη ζωή για την προσφυγιά τού σήμερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.