To κείμενο που ακολουθεί, το αλιεύσαμε στο διαδίκτυο και θεωρήσαμε χρέος μας να σας το μεταφέρουμε, καθώς λίγο-πολύ, περιγράφει την κατάρρευση των ονείρων και των ελπίδων κάθε νέου (και λιγότερο νέου) της πατρίδας μας, που είδε ξαφνικά τις σπουδές, την εξειδίκευση, τα χρόνια που αφιέρωσε για να γίνει χρήσιμος στην κοινωνία, νε πετιούνται στα σκουπίδια από εκείνους που διατείνονται ότι… «μαζί τα φάγαμε». Να τι γράφει ένας σοφός νέος:
«Ξεκίνησα να σπουδάζω με τα λεφτά του μπαμπά μου πριν δεκαπέντε χρόνια. Όχι ακριβώς αυτό που ήθελα, αλλά περίπου αυτό. Έτσι νόμιζα. Για ένα χρόνο μου έστελνε λεφτά κι εγώ έβγαινα έξω και τα έπινα με φίλους, δεν διάβαζα, παρά «γνώριζα τον κόσμο».
Μετά έπιασα δουλειά. Εκεί που στους συμφοιτητές μου έδιναν 100-150 χιλιάρικα για να βγάζουν το μήνα οι γονείς τους, εμένα μου έδιναν 50, γιατί για τα υπόλοιπα έξοδά μου δούλευα. Είχα αποφασίσει ότι αφού δεν διαβάζω όσο πρέπει, δεν είναι σωστό να ξοδεύω όσα ξοδεύουν οι άλλοι, δεν είναι σωστό να μου στέλνουν λεφτά κι εγώ να τα κάνω κρασιά και μπύρες.
Κάποια χρόνια μετά, ξεκίνησα να διαβάζω ξανά, σταμάτησα να δουλεύω, έπαιρνα κανονικά λεφτά για δυο χρόνια από τον πατέρα μου, πέρασα σχεδόν όλα τα μαθήματα της σχολής. Τότε ήρθε η στιγμή για να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σε αυτό που σπούδαζα. Δούλεψα για ένα χρόνο πριν την Ολυμπιάδα σε ένα τεχνικό γραφείο στην Αθήνα, χωρίς ΙΚΑ όπως και σε όλες τις άλλες δουλειές που έκανα τα προηγούμενα χρόνια, καθώς δεν υπήρχε ούτε έλεγχος, ούτε και δυνατότητα να βρεις δουλειά αν ζητούσες ένσημα. Όσοι το ζήτησαν δεν έπαιρναν τη δουλειά κι όσοι το απαίτησαν μέσω επιθεώρησης εργασίας στιγματίστηκαν και δεν μπορούσαν μετά να βρουν καμία δουλειά. Όσο κράτησε η δουλειά στο τεχνικό γραφείο, κάτι άρχισε να μην πηγαίνει καλά. Ο πολιτικός μηχανικός που ήθελα να γίνω δεν έμοιαζε με αυτό που σπούδαζα. Έτρεχα στην πολεοδομία και παρακαλούσα υπαλλήλους, έπαιρνα τηλέφωνα σε μαστόρους για να εξασφαλίσω καλύτερη τιμή και έκπτωση, ζητούσα από άλλους να κάνουν τη στατική μελέτη για κάποια κατοικία και σε γενικές γραμμές ένιωθα περισσότερο σαν ένας διεκπεραιωτής παρά σαν μηχανικός.
Σχεδόν σε όλες τις δουλειές που έπιασα αυτό το διάστημα πήγα χωρίς συστάσεις. Έπαιρνα το σαρκίο μου, έλεγα αυτός είμαι, αυτό μπορώ να κάνω. Πήγα και σε δουλειές χωρίς να τις ξέρω, τις έμαθα όμως και έγινα καλός σε αυτές. Σε όλες τις δουλειές ήθελαν να με κρατήσουν. Σε όσες απολύθηκα ο λόγος ήταν είτε ότι δεν πήγαινε καλά το μαγαζί είτε γιατί δεν δέχτηκα μείωση μισθού. Δεν χρησιμοποίησα ποτέ πολιτικό μέσο για καμία δουλειά. Σήμερα είναι γνωστό πως το ρουσφέτι έχει μετατεθεί από το Δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Τα γραφεία των βουλευτάδων είναι γεμάτα βιογραφικά για δουλειές τα οποία θα «προωθήσει» ο βουλευτής στο γνωστό του – δηλαδή σε αυτόν που βοήθησε να πάρει την επιδότηση ή τη μπίζνα με το δημόσιο.
Μετά πήγα φαντάρος. Είδα πως δεν διάβαζα να περάσω εκείνα τα λίγα μαθήματα της σχολής που μου είχαν μείνει και αποφάσισα πως δεν αξίζει να χάνω άλλο χρόνο, έπρεπε να τελειώνω και με το φανταρικό. Ενώ η καταγωγή μου ήταν από τον Πύργο, από τη μια άκρη του βορρά, την Κομοτηνή, με έστειλαν στην άλλη, στο Αμύνταιο. Το δέχτηκα στωικά, παρόλο που άλλοι έπαιρναν μεταθέσεις στην Αθήνα ή στην Πάτρα. Ο πατέρας μου, καθώς κι ένας φίλος μου που η γυναίκα του ήταν γραμματέας σε γραφείο υπουργού (είναι από αυτούς που τώρα κόπτονται για τον εκσυγχρονισμό) μού έλεγαν απλά να ζητήσουν μια ευνοϊκότερη μετάθεση και θα την είχα. Τους το απέκλεισα κατηγορηματικά και δεν τόλμησαν να το κάνουν.
Γυρίζοντας από το στρατό τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Παρόλα αυτά βρήκα δουλειά σε ένα έργο στην Πάτρα. Πήγα σε μια συνέντευξη που ένας γνωστός βαρέθηκε να πάει ενώ είχε ήδη κανονίσει να πάρει τη δουλειά και με πήραν. Δεν είχα πτυχίο, μόνο την εμπειρία του τεχνικού γραφείου. Το αφεντικό, μηχανικός στην Αθήνα, είχε πει πως θα αναλάμβαναν δυο εργοδηγοί τα δύο εργοτάξια που θα έπρεπε να ελέγχω παράλληλα, το ένα στην Πάτρα και το άλλο στο Αίγιο. «Θα είστε τρία άτομα και θα πάρετε 8000 ευρώ ο καθένας, είτε τελειώσετε το έργο αύριο, είτε σε ένα χρόνο». Τα τρία άτομα έγιναν δύο, γιατί είδε πως ήμασταν καλοί και τα βγάζαμε πέρα. Τα 8000 δεν έγιναν ποτέ παραπάνω όμως, παρόλο που βγάζαμε δουλειά για τρία άτομα. Είχα σχεδόν τον απόλυτο έλεγχο, την επαφή με τους μαστόρους και τα συνεργεία, την ευθύνη για τα πάντα.
Εκεί ήρθα και σε επαφή με τη λεγόμενη μίζα. Μου προτάθηκε να δηλώνω περισσότερες ώρες εργασίας κάποιου εργολάβου και να μοιραζόμαστε τα χρήματα της επιπλέον αμοιβής. Υπολόγισα ότι αν έλεγα ναι, θα έβγαζα περίπου 8000 ευρώ, δηλαδή τα διπλάσια από όσα θα έπαιρνα για τη δουλειά που είχα συμφωνήσει να κάνω έτσι κι αλλιώς. Φυσικά αρνήθηκα, θεωρήθηκα «νέος», «υπερβολικός» κτλ κτλ. Δεν έφαγα κανενός τα λεφτά παρόλο που είχα αδικηθεί από τον εργοδότη μου όπως ανέφερα παραπάνω. Τελείωσε το έργο και ήμουν άνεργος. Είχα δει το άλλο πρόσωπο της ίδιας δουλειάς. Μίζα, μαστόρια, λαμογιά. Μου προτάθηκε να συνεχίσω σε επόμενο έργο, σε άλλη πόλη. Είπα όχι. Ήθελα να δοκιμάσω κάτι μόνος μου, με άλλες συνθήκες, με δικούς μου όρους.
Η αγάπη μου για τα βιβλία και τα περιοδικά ήταν δεδομένη. Ήξερα πως ήταν δύσκολο να ζήσω από αυτό. Αποφάσισα να το κάνω παράλληλα με τα του μηχανικού. Πήρα μια επιδότηση σαν νέος επιχειρηματίας της τάξεως των 9000 ευρώ. Για δύο μήνες έβαφα, έτριβα, δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ για να ετοιμάσω το κτήριο που θα στεγαζόταν ο εκδοτικός, και που θα δούλευα μαζί με μια φίλη και συμφοιτήτρια όσο μπορούσα και στα μηχανικά. Τα χρήματα της επιδότησης ίσα που έφτασαν για να ξεκινήσω και για το ΤΕΒΕ της πρώτης χρονιάς. Ήταν μια βοήθεια. Δεν χρειάστηκε μέσο για την επιδότηση, είχα όλα τα τυπικά προσόντα και ήθελαν να μοιράσουν τότε τα λεφτά για να φανεί απορρόφηση του προγράμματος, αλλά και για να μειωθούν και οι θέσεις ανεργίας. Με ενθουσιασμό άρχισα να δουλεύω και με άλλο τόσο ενθουσιασμό αναζητούσαμε να κάνουμε κι άλλα πράγματα με τη συνάδελφο μηχανικό. Θέλαμε να τα κάνουμε όμορφα και σωστά.
Σχεδιάσαμε το πρώτο σπίτι. Όλα ήταν μια χαρά, αλλά ο ιδιοκτήτης στο τέλος έκανε την παρανομία του. Το υπόγειο το μετέτρεψε σε μικρό διαμέρισμα. Μετά έμαθα πως και στον πρώτο όροφο που είχαμε σχεδιάσει ένα όμορφο μπαλκόνι που έβλεπε τη θάλασσα μεγάλωσε το σαλόνι πέρα από τα προβλεπόμενα τετραγωνικά. Δεν πήγα να το δω τελειωμένο. Δεν ήταν το σπίτι που είχαμε σχεδιάσει εμείς. Να τον καταγγείλω; Δεν θα υπήρχε περίπτωση να ξαναβρώ καμία δουλειά. Όποτε έπρεπε να πάω στην πολεοδομία δεν μπορούσα να κοιμηθώ την προηγούμενη νύχτα. Όλα καθυστερούσαν, αλλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα δώσω φακελάκι σε κανέναν και για κανέναν λόγο. Είναι γνωστές οι ιστορίες για τη διαφθορά στην πολεοδομία της Πάτρας, αλλά δεν έμπλεξα.
Στη δεύτερη άδεια που έπρεπε να βγάλουμε δεν άντεχα ξανά αυτή την ψυχοφθόρο διαδικασία. Αποφασίσαμε να μειώσουμε τα κέρδη μας (τα μειωμένα, γιατί όλοι ξέρουμε πως οι παρόλο που πληρώναμε φόρο για την ελάχιστη αμοιβή, η ελάχιστη αμοιβή ήταν μικρότερη του τυπικού και οι εκπτώσεις μετά την Ολυμπιάδα ήταν κανόνας) και αφού κάναμε τα σχέδια και τις μελέτες, δώσαμε σε ένα άλλο γραφείο τη διεκπεραίωση και δεν ξαναπατήσαμε στην πολεοδομία. Ο ρόλος του μηχανικού, όλο και ξεμάκραινε. Για να μπορέσουμε να σταθούμε κάναμε και τοπογραφικά και αποτυπώσεις παλιών σπιτιών για όσους ετοίμαζαν φάκελο για δάνειο ανακαίνισης σπιτιού ή γενικά για δάνειο που έμπαινε το σπίτι υποθήκη. Στην τελευταία αποτύπωση όταν πήγαμε να μετρήσουμε, μια μεγάλη γυναίκα έβαλε τα κλάματα. «Γιατί ήρθατε; Αφού του είπα να μην το βάλει υποθήκη». Φύγαμε και μετά μας πήρε τηλέφωνο και μας ζήτησε να γυρίσουμε να μετρήσουμε. Μας κοιτούσε σαν εχθρούς. Ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μας έδωσε, παρόλο που μας είχαν καλέσει να κάνουμε μια δουλειά και παρόλο που δεν ήμασταν υπάλληλοι κάποιας τράπεζας. Ήταν εφιαλτικό. Κανά δυο βδομάδες μετά μας πήραν τηλέφωνο από το γραφείο που έβγαζε τα δάνεια και μας ζήτησαν να πάμε να αποτυπώσουμε ένα άλλο σπίτι. Μας είπαν όμως: «Θα σας πάρει τηλέφωνο ο άντρας για να σας πει πότε θα λείπει η γυναίκα του για να κάνετε την αποτύπωση γιατί δεν πρέπει να το μάθει». Αυτή ήταν η χαριστική βολή. Αρνήθηκα να κάνω κάτι τέτοιο. Είχα ήδη δεχθεί τους εξευτελισμούς της πολεοδομίας, των πελατών που έκαναν ό,τι ήθελαν παρόλο που τα σχέδια έλεγαν άλλα, των εργολάβων που προσπαθούσαν να με δωροδοκήσουν και το ψυχρό βλέμμα της γυναίκας που έμπαινε υποθήκη το σπίτι της. Δεν ήμουν διατεθειμένος να μετρήσω ένα σπίτι στα κρυφά σαν τον κλέφτη, να γίνω συνένοχος μιας οικογενειακής απάτης. Σταμάτησα να δουλεύω σε αυτή τη δουλειά, η συνάδελφος συνέχισε σαν εργαζόμενη σε μεγάλη εταιρία όπου τα πράγματα ήταν πιο τυπικά, και συνέχισα μόνος μου με τις εκδόσεις.
Στο χώρο των εκδόσεων θέλησα όλα να είναι δίκαια. Ακόμα και να έβαζε ο συγγραφέας τα έξοδα για την έκδοση, από τις πωλήσεις του επέστρεφα όσα είχε δώσει, και μοιραζόμασταν 50-50 τα καθαρά κέρδη. Έφτιαξα κι ένα περιοδικό, κατά κοινή ομολογία καλό. Οι διαφημιστές μού έλεγαν ότι πρέπει να πω ψέματα για το τιράζ (αριθμό αντιτύπων), για τους συνδρομητές, για όλα όσα θα διευκόλυνε τη δουλειά τους για να πάρω διαφήμιση. Από το κράτος πήρα όλη κι όλη μια διαφήμιση κι αυτή ήταν από τον Δήμο Πατρέων, που όταν πήγα το περιοδικό στον υπεύθυνο μου είπε: «σοβαρά μιλάς; Βγάζουμε εμείς τέτοιο περιοδικό στην Πάτρα;», και έβαλαν μία διαφήμιση. Δεν ξαναέβαλαν παρόλο που διάφορες κωλοεφημερίδες της πόλης αλλά και περιοδικά της πλάκας τα γέμιζαν με διαφημίσεις. Δεν πειράζει, εγώ δεν ήθελα να έχω ένα περιοδικό που να στηρίζεται στο κράτος και στις γνωριμίες. Πήγα με τον σταυρό στο χέρι, μετά από δυόμισι χρόνια έκλεισα το περιοδικό, και ακόμα χρωστάω γι’ αυτό. Δούλευα άπειρες ώρες, δεν υπήρχαν αργίες και σαββατοκύριακα. Δεν με νοιάζει, έκανα ό,τι ήταν σωστό.
Τα πράγματα όμως δυσκόλεψαν, έπρεπε να βρω μια δουλειά για να επιζώ. Να μου δίνει φαγητό. Στην Πάτρα δεν υπήρχε τίποτα. Αναγκάστηκα να γίνω εσωτερικός μετανάστης. Ανέβηκα στην Αθήνα και με πήραν σε έναν εκδοτικό που εκτιμούσαν τη δουλειά μου από το περιοδικό που ήξεραν. Βέβαια δεν έκανα τίποτα δημιουργικό, ήμουν ουσιαστικά λίγο από όλα. Από την αποθήκη μέχρι τα τιμολόγια, από τη λιανική μέχρι τις διανομές σε κοντινά βιβλιοπωλεία. Όσα δεν μου άρεσε να κάνω στις δικές μου εκδόσεις και τα έκανα αναγκαστικά, πλέον ήταν η καθημερινότητά μου. Αλλά είχα να φάω και μου έβαζαν και ΙΚΑ. Στην αρχή έπαιζα και DJ σε κανένα μαγαζί – δουλειά που βρέθηκε κι αυτή λόγω του περιοδικού που έβγαζα – αλλά με τον καιρό δεν άντεχα άλλο σωματικά. Πριν ένα μήνα όμως χωρίς καμία προειδοποίηση με απέλυσαν. «Το μαγαζί δεν πάει καλά και δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο». Οι δικές μου εκδόσεις ίσα που βγάζουν τα έσοδα για να πληρώσω το ΤΕΒΕ και τώρα το κράτος μου ζητά και έκτακτη εισφορά επιτηδεύματος. Αν έβγαζα λεφτά για να ζήσω θα έκανα κι άλλη δουλειά; Είστε σοβαροί;
Με αυτή την δική μου ιστορία ήθελα να πω πως στα 35 χρόνια της ζωής μου, έχω δουλέψει αρκετά, όχι λιγότερο αλλά ίσως όχι και περισσότερο από άλλους. Αλλά δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ τις γνωριμίες μου για να φάω λεφτά του κράτους. Ο αφορισμός της συνενοχής, το διάσημο «μαζί τα φάγαμε», είναι το άλλοθι που χρησιμοποιείται αφειδώς τόσο από τους πρωτεργάτες της μάσας όσο κι από τους νεοφιλελεύθερους και τους μνημονιακούς – μερικοί από αυτούς ταυτίζονται. Δυστυχώς, και από τις δυο πλευρές, δεν γίνεται κάτι για να πληρώσει ο καθένας στο βαθμό που τελικά έφαγε, αν έφαγε. Ακόμα και οι βουλευτές μυξοκλαίγονται λέγοντας ότι αυτές τις δύσκολες ώρες θα τις περάσουμε μαζί, τα μέτρα είναι άδικα αλλά δεν γίνεται αλλιώς, κι όλα αυτά τα λαϊκίστικα παιχνίδια (τα οποία δεν βγαίνει κάποιος από τους δημοσιογραφίσκους της πλάκας να τα κράξει), αλλά η αλήθεια είναι πως δεν περνάμε τις ίδιες δυσκολίες μαζί. Όσα περισσότερα έφαγε κάποιος τόσο λιγότερες δυσκολίες περνάει τώρα. Είτε γιατί έχει καβάτζα, είτε γιατί έχει γνωριμίες, είτε γιατί βρήκε ευκαιρία να αγοράσει κοψοχρονιά (από σπίτια και οικόπεδα μέχρι το ρεύμα και το νερό).
Κατηγορούνται για τη σημερινή κατάντια οι αριστεροί γιατί είχαν πολλές απαιτήσεις, γιατί το συνδικαλιστικό ρεύμα παράσερνε με τις όποιες διεκδικήσεις τις προσπάθειες «εκσυγχρονισμού», γιατί «λαϊκίζουν» και γιατί αντιδρούν. Δυστυχώς άλλο ένα δεδομένο που κάνουν πως δεν θυμούνται, τόσο οι νεοφιλελεύθεροι όσο και οι κλέφτες, είναι πως η Αριστερά δεν κυβέρνησε αυτόν τον τόπο, πως οι συνδικαλιστές που διοικούν, βουλεύονται και βολεύονται είναι εκείνοι της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Αν η δυναμική των αριστερών ιδεών ήταν τόσο μεγάλη, τότε θα κυβερνούσαν κιόλας. Αλλά και να υπάρχει αυτή η δυναμική, γιατί οι σημερινοί σωτήρες δεν έκαναν όσα έπρεπε να κάνουν και υπέκυπταν τόσα χρόνια, ενώ τώρα τα κάνουν και κάνουν πολλά περισσότερα διαλύοντας το κοινωνικό κράτος;
Πολλοί από αυτούς που σήμερα κατηγορούν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για την κατάντια υπήρξαν μέλη κυβερνήσεων, υπήρξαν υπουργοί, υπήρξαν μέλη του κοινοβουλίου. Αν είναι δυνατόν όλοι αυτοί που συγκυβέρνησαν στα τριάντα χρόνια μετά την εκλογή του ΠΑΣΟΚ να κατηγορούν συνέχεια αυτούς που δεν κυβέρνησαν, αλλά και το λαό που αντιδρούσε. Για όσα ήθελαν να κάνουν και δεν τα έκαναν δεν φταίει η Αριστερά. Ίσως φταίει ο λαός. Γιατί ο λαός δεν τους άφηνε να τα κάνουν. Αλλά ο λαός δεν τους άφηνε να τα κάνουν γιατί άλλα του υπόσχονταν για να εκλεγούν. Δεν μπορείς να υπόσχεσαι ότι λεφτά υπάρχουν και μετά να παίρνεις έκτακτη εισφορά από κάποιον που βγάζει 600 ευρώ το μήνα. Είναι και ανήθικο, είναι και επικίνδυνο. Γι’ αυτόν τον λόγο κι ο λαός –άλλοτε δυναμικό πλήθος κι άλλοτε μάζα, άλλοτε ο σοφός λαός κι άλλοτε ο λαϊκιστής– βγαίνει και τώρα στο δρόμο. Γιατί υπάρχει τρομερή πολιτική ασυνέπεια.
Το θέμα βέβαια δεν είναι ποιος φταίει πιο πολύ. Αυτοί που μιλάνε για συνενοχή λαού και εξουσίας είναι εκείνοι που έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες γιατί δεν θέλουν να τις αναλάβουν. Ο αχταρμάς του Συντάγματος έχει ένα κοινό αίτημα: Να πληρώσουν αυτοί που γιγάντωσαν το έλλειμμα, που υπέγραψαν σκανδαλώδεις συμβάσεις, που προσέλαβαν αφειδώς κόσμο χωρίς κανένα ρεαλιστικό κριτήριο για να αγοράσουν ψηφαλάκια, που κάθε μέρα εκχωρούσαν μέρος της εθνικής κυριαρχίας με αντάλλαγ-μα δανεικά, που χειραγωγούσαν τους βλάκες να παίζουν στο χρηματιστήριο και μετά τους άφησαν ταπί και ψύχραιμους, που, που, που…
Και εδώ έρχεται η απειλή της χρεοκοπίας και της φτώχειας, της μιζέριας και της κατάντιας. Αν δεν πάρουμε το δάνειο δεν θα έχουμε να πληρώσουμε τους μισθούς. Αν αρνηθούμε το χρέος μας τότε δεν θα μας ξαναδανείσουν και δεν θα έχουμε να πληρώσουμε τις συντάξεις. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι γιατί ήδη υπάρχει η μιζέρια, ήδη υπάρχει η φτώχεια, ήδη το κράτος έχει κηρύξει στην ουσία στάση πληρωμών στους προμηθευτές του και στους ιδιώτες.
Το κράτος πέρυσι είχε 55 δις έσοδα και περίπου 62 δις έξοδα. Δηλαδή πρωτογενές έλλειμμα περίπου 7 δις – σε αυτά δεν βάζουμε τα τοκοχρεολύσια, τα δάνεια κτλ. Μέχρι το 2008 χωρίς τους τόκους και τα δάνεια, οι οικονομολόγοι λένε πως οι περισσότεροι προϋπολογισμοί ήταν πλεονασματικοί. Για το ότι η ΝΔ, που θέλει λιγότερο κράτος, προσέλαβε μέσα σε 5 χρόνια 150.000 νέους δημοσίους υπαλλήλους και τους πρόσθεσε στο πάρτι του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία 30 χρόνια φταίει ο λαός; Ήδη έχουν χάσει περίπου το 10% του εισοδήματός τους οι Έλληνες εργαζόμενοι. Αν πτωχεύσουμε και δεν μπορούμε να δανειστούμε λένε πως θα πρέπει να μειωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις κατά 25%. Σοβαρά; Οι μισθοί και οι συντάξεις είναι περίπου το 25% του ετήσιου προϋπολογισμού. Ας μην πάρουμε όπλα για να έχουμε μισθούς, ας μην πάρετε μίζες για να έχουμε μισθούς. Και τέλος πάντων, ας μειώσουμε τους μισθούς από μόνοι μας κι όχι για να πάρουμε άλλα 100 δις δάνειο!
Θα είναι καλό για τα παιδιά μας να τους κληροδοτήσουμε ένα χρέος που να πλησιάζει τα 400 δις ευρώ; Να έχουμε ξεπουλήσει σε τιμές κρίσης όλους τους εθνικούς πόρους, τις παραλίες και ό,τι άλλο μπορεί να πουληθεί; Ε, όχι λοιπόν. Αφού θέλετε να ξεκινήσουμε από την αρχή πρέπει να το κάνουμε σωστά. Να πτωχεύσουμε, να μην πάρουμε δάνειο, να δουλέψουμε και με λιγότερα λεφτά, να ξεκινήσουμε από το μηδέν και πιο κάτω, αλλά τουλάχιστον τα παιδιά μας να έχουν δική τους αυτή τη γη και τον πλούτο της. Αν θέλετε να βάλουμε τον «ελληνικό» εγωισμό και το περίφημο δαιμόνιό του να δουλέψουν, ας το κάνουμε. Αν είναι αρκετός για να βγούμε από την κρίση θα είναι αρκετός και μετά την πτώχευση.
Να κάνουμε μια γενναία αναδιανομή του πλούτου που υπάρχει. Να δημεύσουμε την περιουσία όλων όσων έφαγαν πολλά χρήματα. Να τσακίσουμε όποιον μικρό ή μεγάλο πάει να φάει χρήματα από δω και πέρα και να κάνουμε την αυτοκριτική μας όσοι παρανόμησαν λίγο ή πολύ και να σταματήσουν εδώ. Να αναμορφωθεί το δημόσιο και να μεταταχθούν όπου χρειάζονται κάποιοι. Να υπάρξει αξιολόγηση όσων δεν εργάζονται. Η Ελλάδα δεν έχει περισσότερους κατ’ αναλογία υπαλλήλους από ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τους έχει όμως σε λάθος θέσεις. Επίσης όσοι δεν εργάζονται σωστά μπορούν και τώρα να απολυθούν, αλλά δεν εφαρμόζεται ο νόμος. Γιατί να αλλάξουμε νόμους και να κάνουμε μαζικές απολύσεις αφού υπάρχουν νόμοι που αν εφαρμοστούν θα έχουν καλύτερο αποτέλεσμα;
Το προηγούμενο καλοκαίρι με φιλοξενούσαν και υπήρχαν μέρες που ζούσα με 2 ευρώ μόνο. Αλλά είχα φίλους. Η αλληλεγγύη μας θα μας βοηθήσει. Θα είναι δύσκολα αλλά θα επιζήσουμε. Θα μάθουμε να συνεργαζόμαστε αναγκαστικά. Όπως στους φτωχούς και στους νόμιμα φορολογούμενους βάζετε αναδρομικά ποσά να πληρώσουν, να βάλετε και στους πλούσιους. Φορολογήστε τις καταθέσεις τους ή εν ανάγκη πάρτε τους τη μισή περιουσία με το ζόρι για να ξεκινήσουμε από την αρχή. Οι περισσότεροι έκαναν λεφτά με δουλειές με το κράτος, άρα ας γυρίσουν τα μισά πίσω. Πώς ζητάτε από τον μεροκαματιάρη να φερθεί πατριωτικά και από τον πλούσιο δεν ζητάτε να ξεβολευτεί; Ζητήστε κι από τους Γερμανούς αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο αν θέλετε να πληρώσουμε όλοι. Είναι λαϊκισμός αυτό και δεν είναι λαϊκισμός να λέμε ότι οι Γερμανοί μας πληρώνουν τόσα χρόνια για να καθόμαστε; Μας πληρώνουν για να αγοράζουμε τα προϊόντα τους (κάποια εθελοντικά και κάποια με το ζόρι) και αφού γεμίζουν κέρδη, μετά τους χρωστάμε κιόλας. Εγώ δεν καθόμουν, οι μισοί από εσάς θα πείτε ότι δεν καθόσασταν αν σας ρωτήσουν –ιδιαίτερα οι νεοφιλελεύθεροι, γιατί αυτοί δουλεύουν- οπότε για ποιους τεμπέληδες μιλάμε; Για τους 200.000 που, ναι, έζησαν παρασιτικά; Ναι, να τους κράξουμε αυτούς, να τους βάλουμε στη θέση τους, αλλά όχι ένας ολόκληρος λαός να απολογείται για 200.000. Και μάλιστα όταν κάποιοι από αυτούς είναι «επενδυτές» και εκμεταλλευτές του χειρίστου είδους.
Βάλτε έναν κατώτατο μισθό που να μπορεί να ζήσει κάποιος και βάλτε κι έναν ανώτατο. Εν ανάγκη κάντε όλους τους μισθούς 1200 ευρώ, ακόμα και για τους διευθυντές. Και όποιος δεν θέλει ας παραιτηθεί να δουλέψει κανένας άλλος. Αλλά δεν είναι λύση να βάζεις έναν νέο να δουλεύει με μισθό ίσο με το επίδομα ανεργίας. Ούτε είναι λύση να βάζεις κάποιον να δουλεύει 10 ώρες χωρίς να πληρώνεται υπερωρίες. Το αφεντικό, αν δουλέψει παραπάνω ώρες και πάει καλά, θα αμειφθεί γι’ αυτό. Ο εργάτης γιατί να μην αμείβεται; Δεν γίνεται τόσα χρόνια μετά την κατάκτηση του 8ωρου να μας μετατρέπουν όλους σε εργάτες κινέζικου καπιταλισμού.
Νεοφιλελεύθεροι που πιστεύετε αφελώς στην αυτορύθμιση του συστήματος μέσω του ανταγωνισμού, κάνετε λάθος γιατί μιλάμε για ανθρώπους. Εμείς που πιστεύουμε στην αυτορύθμιση της κοινωνίας μέσω της αλληλεγγύης μπορεί πάλι να κάνουμε λάθος γιατί μιλάμε για ανθρώπους. Όμως είμαστε άνθρωποι. Γι’ αυτό ας επενδύσουμε στην αλληλεγγύη και όχι στον ανταγωνισμό. Δεν είμαστε ανταγωνιστές σε αυτή τη γη.
Είμαστε συνοδοιπόροι.
Όχι άλλο κάρβουνο!
(το κείμενο αυτό γράφτηκε μονοκοπανιά, ίσως έχει λάθη, έχει και πράγματα που θα ήθελα να προσθέσω και να αφαιρέσω, αλλά νιώθω ότι έπρεπε να ανέβει όπως γράφτηκε τώρα αμέσως – φεύγω για το Σύνταγμα, είναι χρέος μας να αρνηθούμε αυτά που μας υποχρεώνουν να κάνουμε οι άχρηστοι)»
Μετά έπιασα δουλειά. Εκεί που στους συμφοιτητές μου έδιναν 100-150 χιλιάρικα για να βγάζουν το μήνα οι γονείς τους, εμένα μου έδιναν 50, γιατί για τα υπόλοιπα έξοδά μου δούλευα. Είχα αποφασίσει ότι αφού δεν διαβάζω όσο πρέπει, δεν είναι σωστό να ξοδεύω όσα ξοδεύουν οι άλλοι, δεν είναι σωστό να μου στέλνουν λεφτά κι εγώ να τα κάνω κρασιά και μπύρες.
Κάποια χρόνια μετά, ξεκίνησα να διαβάζω ξανά, σταμάτησα να δουλεύω, έπαιρνα κανονικά λεφτά για δυο χρόνια από τον πατέρα μου, πέρασα σχεδόν όλα τα μαθήματα της σχολής. Τότε ήρθε η στιγμή για να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σε αυτό που σπούδαζα. Δούλεψα για ένα χρόνο πριν την Ολυμπιάδα σε ένα τεχνικό γραφείο στην Αθήνα, χωρίς ΙΚΑ όπως και σε όλες τις άλλες δουλειές που έκανα τα προηγούμενα χρόνια, καθώς δεν υπήρχε ούτε έλεγχος, ούτε και δυνατότητα να βρεις δουλειά αν ζητούσες ένσημα. Όσοι το ζήτησαν δεν έπαιρναν τη δουλειά κι όσοι το απαίτησαν μέσω επιθεώρησης εργασίας στιγματίστηκαν και δεν μπορούσαν μετά να βρουν καμία δουλειά. Όσο κράτησε η δουλειά στο τεχνικό γραφείο, κάτι άρχισε να μην πηγαίνει καλά. Ο πολιτικός μηχανικός που ήθελα να γίνω δεν έμοιαζε με αυτό που σπούδαζα. Έτρεχα στην πολεοδομία και παρακαλούσα υπαλλήλους, έπαιρνα τηλέφωνα σε μαστόρους για να εξασφαλίσω καλύτερη τιμή και έκπτωση, ζητούσα από άλλους να κάνουν τη στατική μελέτη για κάποια κατοικία και σε γενικές γραμμές ένιωθα περισσότερο σαν ένας διεκπεραιωτής παρά σαν μηχανικός.
Σχεδόν σε όλες τις δουλειές που έπιασα αυτό το διάστημα πήγα χωρίς συστάσεις. Έπαιρνα το σαρκίο μου, έλεγα αυτός είμαι, αυτό μπορώ να κάνω. Πήγα και σε δουλειές χωρίς να τις ξέρω, τις έμαθα όμως και έγινα καλός σε αυτές. Σε όλες τις δουλειές ήθελαν να με κρατήσουν. Σε όσες απολύθηκα ο λόγος ήταν είτε ότι δεν πήγαινε καλά το μαγαζί είτε γιατί δεν δέχτηκα μείωση μισθού. Δεν χρησιμοποίησα ποτέ πολιτικό μέσο για καμία δουλειά. Σήμερα είναι γνωστό πως το ρουσφέτι έχει μετατεθεί από το Δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Τα γραφεία των βουλευτάδων είναι γεμάτα βιογραφικά για δουλειές τα οποία θα «προωθήσει» ο βουλευτής στο γνωστό του – δηλαδή σε αυτόν που βοήθησε να πάρει την επιδότηση ή τη μπίζνα με το δημόσιο.
Μετά πήγα φαντάρος. Είδα πως δεν διάβαζα να περάσω εκείνα τα λίγα μαθήματα της σχολής που μου είχαν μείνει και αποφάσισα πως δεν αξίζει να χάνω άλλο χρόνο, έπρεπε να τελειώνω και με το φανταρικό. Ενώ η καταγωγή μου ήταν από τον Πύργο, από τη μια άκρη του βορρά, την Κομοτηνή, με έστειλαν στην άλλη, στο Αμύνταιο. Το δέχτηκα στωικά, παρόλο που άλλοι έπαιρναν μεταθέσεις στην Αθήνα ή στην Πάτρα. Ο πατέρας μου, καθώς κι ένας φίλος μου που η γυναίκα του ήταν γραμματέας σε γραφείο υπουργού (είναι από αυτούς που τώρα κόπτονται για τον εκσυγχρονισμό) μού έλεγαν απλά να ζητήσουν μια ευνοϊκότερη μετάθεση και θα την είχα. Τους το απέκλεισα κατηγορηματικά και δεν τόλμησαν να το κάνουν.
Γυρίζοντας από το στρατό τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Παρόλα αυτά βρήκα δουλειά σε ένα έργο στην Πάτρα. Πήγα σε μια συνέντευξη που ένας γνωστός βαρέθηκε να πάει ενώ είχε ήδη κανονίσει να πάρει τη δουλειά και με πήραν. Δεν είχα πτυχίο, μόνο την εμπειρία του τεχνικού γραφείου. Το αφεντικό, μηχανικός στην Αθήνα, είχε πει πως θα αναλάμβαναν δυο εργοδηγοί τα δύο εργοτάξια που θα έπρεπε να ελέγχω παράλληλα, το ένα στην Πάτρα και το άλλο στο Αίγιο. «Θα είστε τρία άτομα και θα πάρετε 8000 ευρώ ο καθένας, είτε τελειώσετε το έργο αύριο, είτε σε ένα χρόνο». Τα τρία άτομα έγιναν δύο, γιατί είδε πως ήμασταν καλοί και τα βγάζαμε πέρα. Τα 8000 δεν έγιναν ποτέ παραπάνω όμως, παρόλο που βγάζαμε δουλειά για τρία άτομα. Είχα σχεδόν τον απόλυτο έλεγχο, την επαφή με τους μαστόρους και τα συνεργεία, την ευθύνη για τα πάντα.
Εκεί ήρθα και σε επαφή με τη λεγόμενη μίζα. Μου προτάθηκε να δηλώνω περισσότερες ώρες εργασίας κάποιου εργολάβου και να μοιραζόμαστε τα χρήματα της επιπλέον αμοιβής. Υπολόγισα ότι αν έλεγα ναι, θα έβγαζα περίπου 8000 ευρώ, δηλαδή τα διπλάσια από όσα θα έπαιρνα για τη δουλειά που είχα συμφωνήσει να κάνω έτσι κι αλλιώς. Φυσικά αρνήθηκα, θεωρήθηκα «νέος», «υπερβολικός» κτλ κτλ. Δεν έφαγα κανενός τα λεφτά παρόλο που είχα αδικηθεί από τον εργοδότη μου όπως ανέφερα παραπάνω. Τελείωσε το έργο και ήμουν άνεργος. Είχα δει το άλλο πρόσωπο της ίδιας δουλειάς. Μίζα, μαστόρια, λαμογιά. Μου προτάθηκε να συνεχίσω σε επόμενο έργο, σε άλλη πόλη. Είπα όχι. Ήθελα να δοκιμάσω κάτι μόνος μου, με άλλες συνθήκες, με δικούς μου όρους.
Η αγάπη μου για τα βιβλία και τα περιοδικά ήταν δεδομένη. Ήξερα πως ήταν δύσκολο να ζήσω από αυτό. Αποφάσισα να το κάνω παράλληλα με τα του μηχανικού. Πήρα μια επιδότηση σαν νέος επιχειρηματίας της τάξεως των 9000 ευρώ. Για δύο μήνες έβαφα, έτριβα, δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ για να ετοιμάσω το κτήριο που θα στεγαζόταν ο εκδοτικός, και που θα δούλευα μαζί με μια φίλη και συμφοιτήτρια όσο μπορούσα και στα μηχανικά. Τα χρήματα της επιδότησης ίσα που έφτασαν για να ξεκινήσω και για το ΤΕΒΕ της πρώτης χρονιάς. Ήταν μια βοήθεια. Δεν χρειάστηκε μέσο για την επιδότηση, είχα όλα τα τυπικά προσόντα και ήθελαν να μοιράσουν τότε τα λεφτά για να φανεί απορρόφηση του προγράμματος, αλλά και για να μειωθούν και οι θέσεις ανεργίας. Με ενθουσιασμό άρχισα να δουλεύω και με άλλο τόσο ενθουσιασμό αναζητούσαμε να κάνουμε κι άλλα πράγματα με τη συνάδελφο μηχανικό. Θέλαμε να τα κάνουμε όμορφα και σωστά.
Σχεδιάσαμε το πρώτο σπίτι. Όλα ήταν μια χαρά, αλλά ο ιδιοκτήτης στο τέλος έκανε την παρανομία του. Το υπόγειο το μετέτρεψε σε μικρό διαμέρισμα. Μετά έμαθα πως και στον πρώτο όροφο που είχαμε σχεδιάσει ένα όμορφο μπαλκόνι που έβλεπε τη θάλασσα μεγάλωσε το σαλόνι πέρα από τα προβλεπόμενα τετραγωνικά. Δεν πήγα να το δω τελειωμένο. Δεν ήταν το σπίτι που είχαμε σχεδιάσει εμείς. Να τον καταγγείλω; Δεν θα υπήρχε περίπτωση να ξαναβρώ καμία δουλειά. Όποτε έπρεπε να πάω στην πολεοδομία δεν μπορούσα να κοιμηθώ την προηγούμενη νύχτα. Όλα καθυστερούσαν, αλλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα δώσω φακελάκι σε κανέναν και για κανέναν λόγο. Είναι γνωστές οι ιστορίες για τη διαφθορά στην πολεοδομία της Πάτρας, αλλά δεν έμπλεξα.
Στη δεύτερη άδεια που έπρεπε να βγάλουμε δεν άντεχα ξανά αυτή την ψυχοφθόρο διαδικασία. Αποφασίσαμε να μειώσουμε τα κέρδη μας (τα μειωμένα, γιατί όλοι ξέρουμε πως οι παρόλο που πληρώναμε φόρο για την ελάχιστη αμοιβή, η ελάχιστη αμοιβή ήταν μικρότερη του τυπικού και οι εκπτώσεις μετά την Ολυμπιάδα ήταν κανόνας) και αφού κάναμε τα σχέδια και τις μελέτες, δώσαμε σε ένα άλλο γραφείο τη διεκπεραίωση και δεν ξαναπατήσαμε στην πολεοδομία. Ο ρόλος του μηχανικού, όλο και ξεμάκραινε. Για να μπορέσουμε να σταθούμε κάναμε και τοπογραφικά και αποτυπώσεις παλιών σπιτιών για όσους ετοίμαζαν φάκελο για δάνειο ανακαίνισης σπιτιού ή γενικά για δάνειο που έμπαινε το σπίτι υποθήκη. Στην τελευταία αποτύπωση όταν πήγαμε να μετρήσουμε, μια μεγάλη γυναίκα έβαλε τα κλάματα. «Γιατί ήρθατε; Αφού του είπα να μην το βάλει υποθήκη». Φύγαμε και μετά μας πήρε τηλέφωνο και μας ζήτησε να γυρίσουμε να μετρήσουμε. Μας κοιτούσε σαν εχθρούς. Ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μας έδωσε, παρόλο που μας είχαν καλέσει να κάνουμε μια δουλειά και παρόλο που δεν ήμασταν υπάλληλοι κάποιας τράπεζας. Ήταν εφιαλτικό. Κανά δυο βδομάδες μετά μας πήραν τηλέφωνο από το γραφείο που έβγαζε τα δάνεια και μας ζήτησαν να πάμε να αποτυπώσουμε ένα άλλο σπίτι. Μας είπαν όμως: «Θα σας πάρει τηλέφωνο ο άντρας για να σας πει πότε θα λείπει η γυναίκα του για να κάνετε την αποτύπωση γιατί δεν πρέπει να το μάθει». Αυτή ήταν η χαριστική βολή. Αρνήθηκα να κάνω κάτι τέτοιο. Είχα ήδη δεχθεί τους εξευτελισμούς της πολεοδομίας, των πελατών που έκαναν ό,τι ήθελαν παρόλο που τα σχέδια έλεγαν άλλα, των εργολάβων που προσπαθούσαν να με δωροδοκήσουν και το ψυχρό βλέμμα της γυναίκας που έμπαινε υποθήκη το σπίτι της. Δεν ήμουν διατεθειμένος να μετρήσω ένα σπίτι στα κρυφά σαν τον κλέφτη, να γίνω συνένοχος μιας οικογενειακής απάτης. Σταμάτησα να δουλεύω σε αυτή τη δουλειά, η συνάδελφος συνέχισε σαν εργαζόμενη σε μεγάλη εταιρία όπου τα πράγματα ήταν πιο τυπικά, και συνέχισα μόνος μου με τις εκδόσεις.
Στο χώρο των εκδόσεων θέλησα όλα να είναι δίκαια. Ακόμα και να έβαζε ο συγγραφέας τα έξοδα για την έκδοση, από τις πωλήσεις του επέστρεφα όσα είχε δώσει, και μοιραζόμασταν 50-50 τα καθαρά κέρδη. Έφτιαξα κι ένα περιοδικό, κατά κοινή ομολογία καλό. Οι διαφημιστές μού έλεγαν ότι πρέπει να πω ψέματα για το τιράζ (αριθμό αντιτύπων), για τους συνδρομητές, για όλα όσα θα διευκόλυνε τη δουλειά τους για να πάρω διαφήμιση. Από το κράτος πήρα όλη κι όλη μια διαφήμιση κι αυτή ήταν από τον Δήμο Πατρέων, που όταν πήγα το περιοδικό στον υπεύθυνο μου είπε: «σοβαρά μιλάς; Βγάζουμε εμείς τέτοιο περιοδικό στην Πάτρα;», και έβαλαν μία διαφήμιση. Δεν ξαναέβαλαν παρόλο που διάφορες κωλοεφημερίδες της πόλης αλλά και περιοδικά της πλάκας τα γέμιζαν με διαφημίσεις. Δεν πειράζει, εγώ δεν ήθελα να έχω ένα περιοδικό που να στηρίζεται στο κράτος και στις γνωριμίες. Πήγα με τον σταυρό στο χέρι, μετά από δυόμισι χρόνια έκλεισα το περιοδικό, και ακόμα χρωστάω γι’ αυτό. Δούλευα άπειρες ώρες, δεν υπήρχαν αργίες και σαββατοκύριακα. Δεν με νοιάζει, έκανα ό,τι ήταν σωστό.
Τα πράγματα όμως δυσκόλεψαν, έπρεπε να βρω μια δουλειά για να επιζώ. Να μου δίνει φαγητό. Στην Πάτρα δεν υπήρχε τίποτα. Αναγκάστηκα να γίνω εσωτερικός μετανάστης. Ανέβηκα στην Αθήνα και με πήραν σε έναν εκδοτικό που εκτιμούσαν τη δουλειά μου από το περιοδικό που ήξεραν. Βέβαια δεν έκανα τίποτα δημιουργικό, ήμουν ουσιαστικά λίγο από όλα. Από την αποθήκη μέχρι τα τιμολόγια, από τη λιανική μέχρι τις διανομές σε κοντινά βιβλιοπωλεία. Όσα δεν μου άρεσε να κάνω στις δικές μου εκδόσεις και τα έκανα αναγκαστικά, πλέον ήταν η καθημερινότητά μου. Αλλά είχα να φάω και μου έβαζαν και ΙΚΑ. Στην αρχή έπαιζα και DJ σε κανένα μαγαζί – δουλειά που βρέθηκε κι αυτή λόγω του περιοδικού που έβγαζα – αλλά με τον καιρό δεν άντεχα άλλο σωματικά. Πριν ένα μήνα όμως χωρίς καμία προειδοποίηση με απέλυσαν. «Το μαγαζί δεν πάει καλά και δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο». Οι δικές μου εκδόσεις ίσα που βγάζουν τα έσοδα για να πληρώσω το ΤΕΒΕ και τώρα το κράτος μου ζητά και έκτακτη εισφορά επιτηδεύματος. Αν έβγαζα λεφτά για να ζήσω θα έκανα κι άλλη δουλειά; Είστε σοβαροί;
Με αυτή την δική μου ιστορία ήθελα να πω πως στα 35 χρόνια της ζωής μου, έχω δουλέψει αρκετά, όχι λιγότερο αλλά ίσως όχι και περισσότερο από άλλους. Αλλά δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ τις γνωριμίες μου για να φάω λεφτά του κράτους. Ο αφορισμός της συνενοχής, το διάσημο «μαζί τα φάγαμε», είναι το άλλοθι που χρησιμοποιείται αφειδώς τόσο από τους πρωτεργάτες της μάσας όσο κι από τους νεοφιλελεύθερους και τους μνημονιακούς – μερικοί από αυτούς ταυτίζονται. Δυστυχώς, και από τις δυο πλευρές, δεν γίνεται κάτι για να πληρώσει ο καθένας στο βαθμό που τελικά έφαγε, αν έφαγε. Ακόμα και οι βουλευτές μυξοκλαίγονται λέγοντας ότι αυτές τις δύσκολες ώρες θα τις περάσουμε μαζί, τα μέτρα είναι άδικα αλλά δεν γίνεται αλλιώς, κι όλα αυτά τα λαϊκίστικα παιχνίδια (τα οποία δεν βγαίνει κάποιος από τους δημοσιογραφίσκους της πλάκας να τα κράξει), αλλά η αλήθεια είναι πως δεν περνάμε τις ίδιες δυσκολίες μαζί. Όσα περισσότερα έφαγε κάποιος τόσο λιγότερες δυσκολίες περνάει τώρα. Είτε γιατί έχει καβάτζα, είτε γιατί έχει γνωριμίες, είτε γιατί βρήκε ευκαιρία να αγοράσει κοψοχρονιά (από σπίτια και οικόπεδα μέχρι το ρεύμα και το νερό).
Κατηγορούνται για τη σημερινή κατάντια οι αριστεροί γιατί είχαν πολλές απαιτήσεις, γιατί το συνδικαλιστικό ρεύμα παράσερνε με τις όποιες διεκδικήσεις τις προσπάθειες «εκσυγχρονισμού», γιατί «λαϊκίζουν» και γιατί αντιδρούν. Δυστυχώς άλλο ένα δεδομένο που κάνουν πως δεν θυμούνται, τόσο οι νεοφιλελεύθεροι όσο και οι κλέφτες, είναι πως η Αριστερά δεν κυβέρνησε αυτόν τον τόπο, πως οι συνδικαλιστές που διοικούν, βουλεύονται και βολεύονται είναι εκείνοι της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Αν η δυναμική των αριστερών ιδεών ήταν τόσο μεγάλη, τότε θα κυβερνούσαν κιόλας. Αλλά και να υπάρχει αυτή η δυναμική, γιατί οι σημερινοί σωτήρες δεν έκαναν όσα έπρεπε να κάνουν και υπέκυπταν τόσα χρόνια, ενώ τώρα τα κάνουν και κάνουν πολλά περισσότερα διαλύοντας το κοινωνικό κράτος;
Πολλοί από αυτούς που σήμερα κατηγορούν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για την κατάντια υπήρξαν μέλη κυβερνήσεων, υπήρξαν υπουργοί, υπήρξαν μέλη του κοινοβουλίου. Αν είναι δυνατόν όλοι αυτοί που συγκυβέρνησαν στα τριάντα χρόνια μετά την εκλογή του ΠΑΣΟΚ να κατηγορούν συνέχεια αυτούς που δεν κυβέρνησαν, αλλά και το λαό που αντιδρούσε. Για όσα ήθελαν να κάνουν και δεν τα έκαναν δεν φταίει η Αριστερά. Ίσως φταίει ο λαός. Γιατί ο λαός δεν τους άφηνε να τα κάνουν. Αλλά ο λαός δεν τους άφηνε να τα κάνουν γιατί άλλα του υπόσχονταν για να εκλεγούν. Δεν μπορείς να υπόσχεσαι ότι λεφτά υπάρχουν και μετά να παίρνεις έκτακτη εισφορά από κάποιον που βγάζει 600 ευρώ το μήνα. Είναι και ανήθικο, είναι και επικίνδυνο. Γι’ αυτόν τον λόγο κι ο λαός –άλλοτε δυναμικό πλήθος κι άλλοτε μάζα, άλλοτε ο σοφός λαός κι άλλοτε ο λαϊκιστής– βγαίνει και τώρα στο δρόμο. Γιατί υπάρχει τρομερή πολιτική ασυνέπεια.
Το θέμα βέβαια δεν είναι ποιος φταίει πιο πολύ. Αυτοί που μιλάνε για συνενοχή λαού και εξουσίας είναι εκείνοι που έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες γιατί δεν θέλουν να τις αναλάβουν. Ο αχταρμάς του Συντάγματος έχει ένα κοινό αίτημα: Να πληρώσουν αυτοί που γιγάντωσαν το έλλειμμα, που υπέγραψαν σκανδαλώδεις συμβάσεις, που προσέλαβαν αφειδώς κόσμο χωρίς κανένα ρεαλιστικό κριτήριο για να αγοράσουν ψηφαλάκια, που κάθε μέρα εκχωρούσαν μέρος της εθνικής κυριαρχίας με αντάλλαγ-μα δανεικά, που χειραγωγούσαν τους βλάκες να παίζουν στο χρηματιστήριο και μετά τους άφησαν ταπί και ψύχραιμους, που, που, που…
Και εδώ έρχεται η απειλή της χρεοκοπίας και της φτώχειας, της μιζέριας και της κατάντιας. Αν δεν πάρουμε το δάνειο δεν θα έχουμε να πληρώσουμε τους μισθούς. Αν αρνηθούμε το χρέος μας τότε δεν θα μας ξαναδανείσουν και δεν θα έχουμε να πληρώσουμε τις συντάξεις. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι γιατί ήδη υπάρχει η μιζέρια, ήδη υπάρχει η φτώχεια, ήδη το κράτος έχει κηρύξει στην ουσία στάση πληρωμών στους προμηθευτές του και στους ιδιώτες.
Το κράτος πέρυσι είχε 55 δις έσοδα και περίπου 62 δις έξοδα. Δηλαδή πρωτογενές έλλειμμα περίπου 7 δις – σε αυτά δεν βάζουμε τα τοκοχρεολύσια, τα δάνεια κτλ. Μέχρι το 2008 χωρίς τους τόκους και τα δάνεια, οι οικονομολόγοι λένε πως οι περισσότεροι προϋπολογισμοί ήταν πλεονασματικοί. Για το ότι η ΝΔ, που θέλει λιγότερο κράτος, προσέλαβε μέσα σε 5 χρόνια 150.000 νέους δημοσίους υπαλλήλους και τους πρόσθεσε στο πάρτι του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία 30 χρόνια φταίει ο λαός; Ήδη έχουν χάσει περίπου το 10% του εισοδήματός τους οι Έλληνες εργαζόμενοι. Αν πτωχεύσουμε και δεν μπορούμε να δανειστούμε λένε πως θα πρέπει να μειωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις κατά 25%. Σοβαρά; Οι μισθοί και οι συντάξεις είναι περίπου το 25% του ετήσιου προϋπολογισμού. Ας μην πάρουμε όπλα για να έχουμε μισθούς, ας μην πάρετε μίζες για να έχουμε μισθούς. Και τέλος πάντων, ας μειώσουμε τους μισθούς από μόνοι μας κι όχι για να πάρουμε άλλα 100 δις δάνειο!
Θα είναι καλό για τα παιδιά μας να τους κληροδοτήσουμε ένα χρέος που να πλησιάζει τα 400 δις ευρώ; Να έχουμε ξεπουλήσει σε τιμές κρίσης όλους τους εθνικούς πόρους, τις παραλίες και ό,τι άλλο μπορεί να πουληθεί; Ε, όχι λοιπόν. Αφού θέλετε να ξεκινήσουμε από την αρχή πρέπει να το κάνουμε σωστά. Να πτωχεύσουμε, να μην πάρουμε δάνειο, να δουλέψουμε και με λιγότερα λεφτά, να ξεκινήσουμε από το μηδέν και πιο κάτω, αλλά τουλάχιστον τα παιδιά μας να έχουν δική τους αυτή τη γη και τον πλούτο της. Αν θέλετε να βάλουμε τον «ελληνικό» εγωισμό και το περίφημο δαιμόνιό του να δουλέψουν, ας το κάνουμε. Αν είναι αρκετός για να βγούμε από την κρίση θα είναι αρκετός και μετά την πτώχευση.
Να κάνουμε μια γενναία αναδιανομή του πλούτου που υπάρχει. Να δημεύσουμε την περιουσία όλων όσων έφαγαν πολλά χρήματα. Να τσακίσουμε όποιον μικρό ή μεγάλο πάει να φάει χρήματα από δω και πέρα και να κάνουμε την αυτοκριτική μας όσοι παρανόμησαν λίγο ή πολύ και να σταματήσουν εδώ. Να αναμορφωθεί το δημόσιο και να μεταταχθούν όπου χρειάζονται κάποιοι. Να υπάρξει αξιολόγηση όσων δεν εργάζονται. Η Ελλάδα δεν έχει περισσότερους κατ’ αναλογία υπαλλήλους από ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τους έχει όμως σε λάθος θέσεις. Επίσης όσοι δεν εργάζονται σωστά μπορούν και τώρα να απολυθούν, αλλά δεν εφαρμόζεται ο νόμος. Γιατί να αλλάξουμε νόμους και να κάνουμε μαζικές απολύσεις αφού υπάρχουν νόμοι που αν εφαρμοστούν θα έχουν καλύτερο αποτέλεσμα;
Το προηγούμενο καλοκαίρι με φιλοξενούσαν και υπήρχαν μέρες που ζούσα με 2 ευρώ μόνο. Αλλά είχα φίλους. Η αλληλεγγύη μας θα μας βοηθήσει. Θα είναι δύσκολα αλλά θα επιζήσουμε. Θα μάθουμε να συνεργαζόμαστε αναγκαστικά. Όπως στους φτωχούς και στους νόμιμα φορολογούμενους βάζετε αναδρομικά ποσά να πληρώσουν, να βάλετε και στους πλούσιους. Φορολογήστε τις καταθέσεις τους ή εν ανάγκη πάρτε τους τη μισή περιουσία με το ζόρι για να ξεκινήσουμε από την αρχή. Οι περισσότεροι έκαναν λεφτά με δουλειές με το κράτος, άρα ας γυρίσουν τα μισά πίσω. Πώς ζητάτε από τον μεροκαματιάρη να φερθεί πατριωτικά και από τον πλούσιο δεν ζητάτε να ξεβολευτεί; Ζητήστε κι από τους Γερμανούς αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο αν θέλετε να πληρώσουμε όλοι. Είναι λαϊκισμός αυτό και δεν είναι λαϊκισμός να λέμε ότι οι Γερμανοί μας πληρώνουν τόσα χρόνια για να καθόμαστε; Μας πληρώνουν για να αγοράζουμε τα προϊόντα τους (κάποια εθελοντικά και κάποια με το ζόρι) και αφού γεμίζουν κέρδη, μετά τους χρωστάμε κιόλας. Εγώ δεν καθόμουν, οι μισοί από εσάς θα πείτε ότι δεν καθόσασταν αν σας ρωτήσουν –ιδιαίτερα οι νεοφιλελεύθεροι, γιατί αυτοί δουλεύουν- οπότε για ποιους τεμπέληδες μιλάμε; Για τους 200.000 που, ναι, έζησαν παρασιτικά; Ναι, να τους κράξουμε αυτούς, να τους βάλουμε στη θέση τους, αλλά όχι ένας ολόκληρος λαός να απολογείται για 200.000. Και μάλιστα όταν κάποιοι από αυτούς είναι «επενδυτές» και εκμεταλλευτές του χειρίστου είδους.
Βάλτε έναν κατώτατο μισθό που να μπορεί να ζήσει κάποιος και βάλτε κι έναν ανώτατο. Εν ανάγκη κάντε όλους τους μισθούς 1200 ευρώ, ακόμα και για τους διευθυντές. Και όποιος δεν θέλει ας παραιτηθεί να δουλέψει κανένας άλλος. Αλλά δεν είναι λύση να βάζεις έναν νέο να δουλεύει με μισθό ίσο με το επίδομα ανεργίας. Ούτε είναι λύση να βάζεις κάποιον να δουλεύει 10 ώρες χωρίς να πληρώνεται υπερωρίες. Το αφεντικό, αν δουλέψει παραπάνω ώρες και πάει καλά, θα αμειφθεί γι’ αυτό. Ο εργάτης γιατί να μην αμείβεται; Δεν γίνεται τόσα χρόνια μετά την κατάκτηση του 8ωρου να μας μετατρέπουν όλους σε εργάτες κινέζικου καπιταλισμού.
Νεοφιλελεύθεροι που πιστεύετε αφελώς στην αυτορύθμιση του συστήματος μέσω του ανταγωνισμού, κάνετε λάθος γιατί μιλάμε για ανθρώπους. Εμείς που πιστεύουμε στην αυτορύθμιση της κοινωνίας μέσω της αλληλεγγύης μπορεί πάλι να κάνουμε λάθος γιατί μιλάμε για ανθρώπους. Όμως είμαστε άνθρωποι. Γι’ αυτό ας επενδύσουμε στην αλληλεγγύη και όχι στον ανταγωνισμό. Δεν είμαστε ανταγωνιστές σε αυτή τη γη.
Είμαστε συνοδοιπόροι.
Όχι άλλο κάρβουνο!
(το κείμενο αυτό γράφτηκε μονοκοπανιά, ίσως έχει λάθη, έχει και πράγματα που θα ήθελα να προσθέσω και να αφαιρέσω, αλλά νιώθω ότι έπρεπε να ανέβει όπως γράφτηκε τώρα αμέσως – φεύγω για το Σύνταγμα, είναι χρέος μας να αρνηθούμε αυτά που μας υποχρεώνουν να κάνουμε οι άχρηστοι)»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.