του
Σπύρου Κουζινόπουλου
Ένας
από τους τόπους μνήμης της Θεσσαλονίκης,
από
τα λιγοστά κτίρια
του
τέλους του 19ου αιώνα που διατηρούνται
στο κέντρο της πόλης
και συνδέθηκε στενά με τις περιόδους
της Κατοχής, του Εμφυλίου και της
δικτατορίας της χούντας, έχει αφεθεί
ασυντήρητο στη μοίρα του και κινδυνεύει
να γκρεμιστεί, μαζί με τη μάντρα
οικοδομικών υλικών που στεγάζει.
Πρόκειται για το άλλοτε Τμήμα Μεταγωγών
Χωροφυλακής στην οδό Φιλίππου 69 με
Χριστοπούλου γωνία.
Το
κτίριο, βρίσκεται στον κατάλογο των υπό
κήρυξη διατηρητέων της Θεσσαλονίκης
από το πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ. Την πρώτη μελέτη
για το χώρο,
εκπόνησε ο
αρχιτέκτονας μηχανικός Γιάννης Βασιλειάδης
και παρουσιάστηκε στο 3ο Εθνικό Συνέδριο
Ιστορικών Κατασκευών με θέμα την
προστασία ιστορικών κατασκευών, που
είχε διοργανώσει πριν δέκα ακριβώς
χρόνια, στις 9 Οκτωβρίου 2009 το
ΤΕΕ/ΤΚΜ στη Θεσσαλονίκη. Οι
κάθε λογής αρμόδιοι κωφεύουν συστηματικά
εδώ και χρόνια στο αίτημα για τη μετατροπή
του κτιρίου σε μουσείο κοινωνικής
ιστορίας της Θεσσαλονίκης
Μετά
την υπογραφή της επαίσχυντης συμφωνίας
της Βάρκιζας, της λευκής τρομοκρατίας
και του πογκρόμ που ξεκίνησε κατά των
αγωνιστών του Εαμικού κινήματος της
Εθνικής Αντίστασης, με συνέπεια να
εκδοθούν μέσα σε λίγο διάστημα περίπου
80.000 εντάλματα σύλληψης
και να φυλακιστούν πάνω από 15.000 μέλη
και κατώτερα στελέχη του ΕΑΜ και του
ΕΛΑΣ σε όλη τη χώρα, στη Θεσσαλονίκη
λειτούργησαν τρεις φυλακές για τον
εγκλεισμό των διωκόμενων αριστερών: Το
Επταπύργιο, το Παύλου Μελά και οι Νέες
Φυλακές. Οι αντιστασιακοί μόλις
συλλαμβάνονταν, οδηγούνταν αρχικά στο
τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής,
που χρησιμοποιήθηκε αργότερα για να
“φιλοξενήσει”, πάντα κάτω από άθλιες
συνθήκες και αγωνιστές του αντιδικτατορικού
αγώνα κατά της χούντας.
Το
Τμήμα Μεταγωγών Θεσσαλονίκης,
βρισκόταν στην οδό Φιλίππου 69, με είσοδο
για τους κρατούμενους από την
οδό Χριστοπούλου, ενώ για τα γραφεία
του τμήματος η είσοδος ήταν
από την οδό Φιλίππου, όπου έβλεπαν
και τα παράθυρα των θαλάμων. Στους
θαλάμους οι κρατούμενοι είχαν δώσει τα
ονόματα “Μπρούκλιν”, “Πρεσβεία” και
“Προξενείο”.
Το
κτίριο στην αρχική του μορφή, οικοδομήθηκε
μεταξύ των ετών 1896 και 1906, ανήκε στην
βουλγαρικής καταγωγής οικογένεια Πετρώφ
και αποτελούνταν από τέσσερις
όμοιες διαδοχικές κατοικίες της
οικογένειας, η οποία το 1913, μετά τους
βαλκανικούς πολέμους, μετανάστευσε
οικειοθελώς στη Σόφια.
Το
ελληνικό Δημόσιο, κατέλαβε
το 1917 το κτιριακό αυτό συγκρότημα με το
αιτιολογικό ότι ήταν εγκαταλειμμένα,
για να τα διαθέσει σε συνέχεια
προς ενοικίαση σε πρόσφυγες από την
Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία. Το
1922, οι ιδιοκτήτες και οι κληρονόμοι
τoυς, διεκδίκησαν
χωρίς επιτυχία την κυριότητα του
συγκροτήματος μέσω
της Επιτροπής Ελληνοβουλγαρικής
Μεταναστεύσεως. Όμως
το 1928 το συγκρότημα
των κατοικιών πέρασε με ειδική ρύθμιση
στην ιδιοκτησία του ελληνικού
Δημοσίου.
Επτά
χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το
1935, αποφασίζεται να χρησιμοποιηθούν οι
τέσσερις κατοικίες για τη μεταφορά εκεί
του τμήματος Μεταγωγών Χωροφυλακής που
μέχρι τότε λειτουργούσε ακόμη από την
περίοδο της τουρκοκρατίας στα υπόγεια
του Διοικητηρίου της Θεσσαλονίκης.
Στη
δεκαετία του 1950 σημειώθηκε
η πρώτη πράξη ακρωτηριασμού του
συγκροτήματος, όταν κατεδαφίστηκε
η μία από τις τέσσερις κατοικίες
για την οικοδόμηση εκεί
πολυώροφου κτιρίου κατοικιών.
Το
1968, το συγκρότημα
περιλαμβάνεται στα ανταλλάξιμα κτήματα
και η Χούντα το παραχωρεί στην Εκκλησία
της Ελλάδος, η οποία το 1971,
όταν απομακρύνθηκε από εκεί το Τμήμα
Μεταγωγών, το μίσθωσε σε ιδιώτες για να
το χρησιμοποιήσουν ως μάντρα
οικοδομικών υλικών, όπως
είναι μέχρι σήμερα.
«Η
εικόνα του κτιρίου σήμερα είναι σαφώς
αλλοιωμένη.
Είναι
προφανές ότι η κακή σημερινή κατάσταση
του κτιρίου οφείλεται στην εγκατάλειψη.
Τα κρατητήρια όπου ανακρίθηκαν και
βασανίστηκαν Έλληνες αντιστασιακοί
κατά τις περιόδους της γερμανικής
κατοχής και της δικτατορίας
αποτελούν χώρο συλλογικής μνήμης και
αξίζουν τη διατήρηση»,
επισήμανε ο κ. Βασιλειάδης.
Στη
διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής, το
Τμήμα Μεταγωγών χρησιμοποιήθηκε από
τους Γερμανούς και τους δωσίλογους
συνεργάτες τους για την κράτηση ύποπτων
για αντιστασιακή δραστηριότητα πριν
οδηγηθούν στις φυλακές, το στρατόπεδο
συγκέντρωσης του Παύλου Μελά και τα
εκτελεστικά αποσπάσματα, ενώ αμέσως
μετά την απελευθέρωση και το ανώμαλο
πολιτικό καθεστώς που επικράτησε,
χρησιμοποιήθηκε για την πολύμηνη
φυλάκιση πατριωτών που το μόνο τους
έγκλημα ήταν ότι όρθωσαν το ανάστημά
τους στους κατακτητές.
Η
μετακατοχική περίοδος
Για
τους κρατούμενους που είχαν την ατυχία
να μείνουν στο τμήμα Μεταγωγών πολλές
μέρες ή και βδομάδες ακόμη, λόγο της
συμφόρησης που υπήρχε στις φυλακές με
τον εγκλεισμό σ' αυτές των αγωνιστών
της Αντίστασης, η κατάσταση ήταν αφόρητη,
με συνέπεια λόγο του αδιαχώρητου που
επικρατούσε, πολλοί να αναγκάζονται να
κοιμούνται σε βάρδιες.
Αφηγείται
ο Κώστας Τσανικλίδης που είχε συλληφθεί
από χωροφύλακες, τα μεσάνυχτα της
Κυριακής 27 Μαίου 1945, ενώ κοιμότανε στο
σπίτι του στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης:
“Το
Μεταγωγών ήταν πάντα γεμάτο. Δεν θυμάμαι
πόσοι ακριβώς είμασταν. Θυμάμαι όμως
καλά ότι όταν ξαπλώναμε, τα πόδια μας
μπερδεύονταν και πολλές φορές δεν
μπορούσαμε να γυρίσουμε από το άλλο
πλευρό. Αν ξαπλώναμε μπρούμητα ή ανάσκελα,
δεν χωρούσαμε. Γιαυτό κοιμόμασταν με
το πλευρό. Μερικές φορές όμως δεν
μπορούσαμε ούτε να ξαπλώσουμε και τη
νύχτα τη βγάζαμε καθισμένοι ανακούρκουδα.
Και όμως εξακολουθούσαν να φέρνουν και
άλλους και άλλους, έτσι που στο τέλος
περάσαμε και το αδιαχώρητο. Οι διαμαρτυρίες
μας πήγαιναν στο βρόντο, ώσπου αναγκαστήκαμε
όταν έφερναν νέους να καθόμαστε όλοι
στην πόρτα και να μην αφήνουμε να μπει
μέσα άλλος”.
Και
φυσικά δεν ήταν μόνο ο συνωστισμός που
επικρατούσε εκεί, καθώς το σημαντικότερο
μαρτύριο ήταν η πείνα που θέριζε τους
κρατούμενους. Συνεχίζουμε με την
εξιστόρηση του Τσανικλίδη:
“Η
ζωή στο Μεταγωγών ήταν απαίσια. Συσσίτιο
δεν προβλεπόταν. Και όσοι ήταν από
επαρχία ή δεν είχαν κανέναν στη Θεσσαλονίκη
ή ήταν άποροι θα πέθαιναν από την πείνα,
αν δεν υπήρχε η Εθνική Αλληλεγγύη, η
οποία, παρά τις δυσκολίες, τους
προπηλακισμούς, τα βρισίδια των
χωροφυλάκων, δεν έπαυε να έρχεται και
να φέρνει τρόφιμα στους κρατούμενους.
Εμείς όμως και στο Μεταγωγών είχαμε
οργανωμένη ζωή η οποία θα διατηρούνταν
και όταν θα έφευγαν οι πολλοί. Ότι έφερναν
στους κρατούμενους συγγενείς και φίλοι,
μοιράζονταν σε όλους. Έτσι είχε λυθεί
το πρόβλημα του φαγητού”.
Σα
να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν για τους
κρατούμενους και το πρόβλημα της
καθαριότητας και της υγιεινής, δεδομένου
ότι σε όλο το τμήμα Μεταγωγών υπήρχαν
μόνο μία βρύση και ένα αποχωρητήριο.
“Όταν
το πρωί μας έβγαζαν μόνο μία ώρα στο
προαύλιο, έπρεπε να διαλέξεις που θα
πρωτοπάς. Που θα κρατήσεις σειρά: στη
βρύση για να ρίξεις λίγο νερό στα μούτρα
σου ή στο καμπινέ για τη φυσική σου
ανάγκη. Δεν μπορούσες να προφτάσεις και
στα δύο. Αν μάλιστα έπαιρνες σειρά στον
καμπινέ και έμπαινε μέσα κανένας
δυσκοίλιος, τότε ούτε κατουρούσες ούτε
πλενόσουν”, αναφέρει ο Τσανικλίδης.
Και απαντάει στο ερώτημα αν ήταν τυχαία
όλα αυτά.
“
Ήταν
όλα “σοφά” μελετημένα για να σου κάνουν
τη ζωή αφόρητη. Τις πιο πολλές φορές
κατουρούσαμε στη βούτα που υπήρχε μέσα
στο θάλαμο και βρωμούσε ως την ώρα που
θα μας άνοιγαν για να την αδειάσουμε.
Μέσα σ' αυτή την κόλαση υπήρχαν άνθρωποι
που έκαναν και δυο και τρεις μήνες ώσπου
να μεταφερθούν στις φυλακές”.
Στο Τμήμα Μεταγωγών Θεσσαλονίκης, είχε κλειστεί για ένα διάστημα το 1948 ο στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, συνταγματάρχης Κώστας Κωνσταντάρας κατά τη μεταγωγή του από την Αθήνα στην Καβάλα για να δικαστεί στο έκτακτο στρατοδικείο της πόλης για ..."αντεθνική" δράση, επειδή είχε πολεμήσει επί 3,5 χρόνια τους Βούλγαρους φασίστες κατακτητές. Ο Κωνσταντάρας περιέγραψε και έναν ιδιαίτερο χώρο που υπήρχε εκεί και τον οποίο οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν ονομάσεις "Πρεσβεία". Ας παρακολουθήσουμε την αφήγησή του:
"Στο Μεταγωγών Θεσσαλονίκης μας έβαλαν στο δίδυμο θάλαμο που τον έλεγαν οι κρατούμενοι κοροϊδευτικά "Πρεσβεία". Είχε πάντα τα παράθυρα κλειστά, αλλά δεν ήταν πολύ χαμηλότερο το τσιμεντένιο πάτωμα από το δρόμο....
Ευτυχώς που βρήκα μέρος να ξαπλώσω στην "Πρεσβεία" και να ησυχάσω. Έστρωσα τις κουβέρτες μου και καθώς ήμουνα τσακισμένος από την κούραση και την αϋπνία αποκοιμήθηκα στο λεπτό.
Αλλά δεν την χάρηκα την απλωσιά. Με θόρυβο άνοιξε η πόρτα και μπήκε άλλη συνοδεία από τις Σέρρες. Και πριν καλά-καλά τακτοποιηθούν, έφτασε άλλη από τη Βέροια. Τέλος αργά τη νύχτα ξανάνοιξε η πόρτα και μπήκαν κάπου 15, ενώ αμέσως σηκώθηκαν οι παλιοί ένοικοι της Πρεσβείας να τους ρωτήσουν τι απέγινε. Είχαν γυρίσει από το Στρατοδικείο. Άλλοι ήταν σκεπτικοί, άλλοι νευριασμένοι από τα ψέματα που είπαν οι ψευδομάρτυρες και άλλοι ατάραχοι και δυνατοί. Κατόπιν σφιχτήκαμε και μαζέψαμε τα πόδια για να χωρέσουν όλοι. Και ήρθε ξανά ο ύπνος, η μόνης ευτυχία των κρατουμένων και μας πήγε, χωρίς έννοιες και δίχως συνοδείες κοντά στα αγαπημένα μας πρόσωπα".
Μετά την περιγραφή αυτή, ο Κώστας Κωνσταντάρας διατύπωνε στο βιβλίο του "Αγώνες και Διωγμοί" (Αθήνα 1964, σ. 360-361) και μία ενδιαφέρουσα πρόταση για όλους τους χώρους στους οποίους κρατήθηκαν οι αγωνιστές στα ανώμαλα χρόνια της ελληνικής ιστορίας:
"Όλους αυτούς τους χώρους θα πρέπει κάποτε να τους αξιοποιήσουμε τουριστικά. Να πηγαίνουμε με πούλμαν τους ξένους όχι μόνο στην Ακρόπολη και στους Δελφούς, αλλά και στο Νο 7, στην Πρεσβεία, στα κελιά του Επταπυργίου, στις συκιές της Γιούρας και στον Παρθενώνα της Μακρονήσου. Απαράλλακτα όπως κάνουν σήμερα οι Ιταλοί στη Ρώμη. Δεν πηγαίνουν τους ξένους μόνο στο Κολοσσιαίο και στη Φοντάνα ντι Τρέβε. Τους σταματούν επίσης απέναντι απ' το μικρό μπαλκόνι του Παλάτσιο Βενέτσια, από το οποίο εκφωνούσε τους λόγους του προφυλαγμένος ο Μουσολίνι και τους περνούν μέσα από τις κατακόμβες των χριστιανών".
Στα
χρόνια της δικτατορίας
Τα
επόμενα χρόνια, το Τμήμα Μεταγωγών
Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης “φιλοξενούσε”
μέχρι τη δεκαετία του '60 τους πολιτικούς
κρατούμενους κατά τη μεταγωγή τους από
φυλακή σε φυλακή, καθώς και τους εξόριστους
κατά τη μετάβαση ή την επιστροφή από
τους τόπους εκτόπισης, καθώς και για
τις μεταγωγές φυλακισμένων του κοινού
ποινικού δικαίου μετά την καταδίκη τους
από τα δικαστήρια και πριν τον εγκλεισμό
τους στις φυλακές.
Χρησιμοποιήθηκε
όμως κατά κόρον τα τέσσερα πρώτα χρόνια
της δικτατορίας και μέχρι το 1971 που
μεταφέρθηκε το Τμήμα Μεταγωγών από το
συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα, για
την κράτηση, κάτω από άθλιες συνθήκες,
των αγωνιστών του αντιδικτατορικού
αγώνα, πολλοί από τους οποίους παρέμειναν
εκεί επί μήνες πριν οδηγηθούν στο Γεντί
Κουλέ ή τις άλλες φυλακές της χώρας.
Ήταν
τόσο απάνθρωπες οι συνθήκες κράτησης
που επικρατούσαν εκεί, ώστε τα μέλη της
αριστερής αντιδικτατορικής οργάνωσης
“Λαϊκή Πάλη”, να κηρύξουν απεργία
πείνας, που κράτησε μία εβδομάδα, ζητώντας
να φύγουν από το Τμήμα Μεταγωγών και να
επισπευσθεί η μεταφορά τους στις φυλακές,
όπου επικρατούσαν συγκριτικά καλύτερες
συνθήκες για τους φυλακισμένους
αντιπάλους του λαομίσητου δικτατορικού
καθεστώτος. Μάλιστα, όπως αφηγείται ο
Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, χρειάστηκε
να επέμβει ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός,
μετά από ειδοποίηση από τους συγγενείς
των κρατουμένων και να πιέσει τις αρχές
της Θεσσαλονίκης για τη μεταφορά τους
στις φυλακές, προκειμένου να σταματήσουν
την απεργία πείνας.
Στη
δίκη των μελών της “Λαϊκής Πάλης”, που
είχε γίνει στις 19 Ιανουαρίου 1970 στο
Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης,
είχαν καταδικαστεί τέσσερα άτομα σε
ισόβια δεσμά (Τριαντάφυλλος Μηταφίδης,
Αντώνης Λιάκος, Σ. Κατσαρός και Τάσος
Δαρβέρης), άλλοι τρεις σε ποινές κάθειρξης
από 10 έως 18,5 χρόνων (Παναγιώτης Καϊσίδης,
Η. Οικονόμου και Μ. Αραμπατζόγλου) και
δύο ακόμη (Π. Ελκας, Λ. Καπώνης) σε
μικρότερες ποινές φυλάκισης.
Περιέγραψε
ως εξής την κατάσταση που επικρατούσε
στο Μεταγωγών ο αείμνηστος Τάσος Δαρβέρης
στο βιβλίο του “Μία ιστορία της νύχτας
1967-1974” (σελ. 202):
Η
κλούβα σταμάτησε στη γνώριμη Διοίκηση
Μεταγωγών. Οι χωροφύλακες είχαν σχηματίσει
ένα διάδρομο από την πόρτα της κλούβας
μέχρι την είσοδο απ' όπου πέρασαν οι
επτά κρατούμενοι [...]. Δύο κόσμοι χωρισμένοι
από ένα σιδερένιο καφάσι. Απ' εδώ το
μπουντρούμι της Διοίκησης Μεταγωγών,
που λίγο διέφερε από υπόνομο, από εκεί
η ζωή. [...]
Μέσα
στο μπουντρούμι όλη μέρα, εκτός από μία
ώρα το πρωί και μία ώρα το απόγευμα που
έβγαιναν στο προαύλιο της Διοίκησης
Μεταγωγών, όπου έβλεπαν τον ουρανό πάνω
απ' τα κεφάλια τους. Και ύστερα, βουρ στο
μπουντρούμι, ξάπλα ο ένας δίπλα στον
άλλον. Κι αν έκανες πως απλώνεις το χέρι
σου, έπιανες όχι τον επόμενο αλλά τον
μεθεπόμενο. Το επισκεπτήριο και το
μπάνιο απαγορεύονταν για “λόγους
ασφαλείας”. Έτσι έλεγαν οι διαταγές
και ο διοικητής του Μεταγωγών τις τηρούσε
σαν Ευαγγέλιο”.
Δέκα
ολόκληρους μήνες παρέα με τα ποντίκια
Ακόμη
χειρότερη, ήταν η περίπτωση της καθηγήτριας
Γεωργίας Σαρηγιαννίδη-Παπαδοπούλου
που είχε συλληφθεί μαζί με άλλους 16
αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα
για συμμετοχή στο “Πατριωτικό
Αντιδικτατορικό Μέτωπο”, το καλοκαίρι
του 1968 και κρατήθηκε στο Τμήμα Μεταγωγών
επί δέκα ολόκληρους μήνες, μέχρι τον
Ιούνιο του 1969 που έγινε η δίκη τους στο
Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης.
Αυτό
που βίωσε, ήταν πραγματικός εφιάλτης,
καθώς ήταν αναγκασμένη για το τόσο
μεγάλο χρονικό διάστημα να “συγκατοικεί”
με τα ποντίκια που τριγυρνούσαν γύρο
της όλη νύχτα, χωρίς φαγητό και κουβέρτες
και ευτυχώς που οι συγγενείς της την
εφοδίαζαν καθημερινά
“Μεταγωγή
στο Τμήμα Μεταγωγών. Εκεί πια ήταν το
τέλειο μπουντρούμι, ημιυπόγειο, βρόμικο,
χωρίς παράθυρα, ένα ξύλινο πάτωμα γεμάτο
τρύπες και τα ποντίκια να έχουν πάρτι
κάθε βράδυ. Προσπάθεια να έχει κανείς
κάτι από τα αυτονόητα. Λίγο ζεστό νερό
για την προσωπική του καθαριότητα, ένα
βιβλίο να διαβάζει. Ήταν ένας κρύος και
δύσκολος χειμώνας. Αλλά για μένα τότε,
στα 21 μου, η πιο δύσκολη κατάσταση ήταν
η διαχείριση της βραχύβιας αλλά συχνής
συγκατοίκησης με τις γυναίκες του κοινού
Ποινικού Δικαίου, ως επί το πλείστον
ιερόδουλες. Ένα μεγάλο κεφάλαιο εμπειριών,
ενός άλλου κόσμου…Οι «συγκάτοικοι»
όμως του διπλανού κελιού, ο αείμνηστος
Παύλος Ζάννας, ο Στέλιος ο Νέστωρ, οι
έξι της «Δημοκρατικής
Άμυνας», τα
Σαββατόβραδα τραγουδούσαν και με
καλούσαν με χτύπους στο τοίχο να πάμε
παρέα στην ταβέρνα…
Όταν
η μητέρα κάποια φορά απαίτησε από τη
Στρατιωτική Διοίκηση να με δει γιατρός
στο Μεταγωγών, δέχτηκε την απάντηση:
«Γιατρός! Να ψοφήσει τέτοια που είναι,
με τα μυαλά που έχει!». «Τι είναι;»,
αντέτεινε η μητέρα μου, «Μήπως τη μαζέψατε
από τους δρόμους; Από το σπίτι μας την
πήρατε.». «Να παρακαλούσες να τη μαζεύανε
από τους δρόμους…», της είπανε. «Τότε
ίσως θα μπορούσες να τη συμμαζέψεις,
ενώ τώρα εκεί που έμπλεξε δε θα ξεμπερδέψει
ποτέ».
Επίσκεψη πρώην πολιτικών κρατουμένων του Τμήματος Μεταγωγών Θεσσαλονίκης στο ερειπωμένο κτίριο |
Έχει την εξήγησή της αυτή η απάνθρωπη συμπεριφορά των οργάνων της χούντας απέναντι στους αγωνιστές του αντιδικτατορικού κινήματος, οι οποίοι σημειωτέον, είχαν οδηγηθεί στο Τμήμα Μεταγωγών, αφού προηγουμένως είχαν βασανιστεί άγρια στα “ανακριτικά γραφεία” της ΚΥΠ και της Ασφάλειας. Δεδομένου ότι οι υπηρέτες του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, δε βασάνιζαν μόνο το σώμα των κρατουμένων, αλλά προσπαθούσαν να βασανίσουν την ψυχή, να προσβάλουν την αξιοπρέπειά τουs.
Με
την ευκαιρία να πούμε ότι η Θεσσαλονίκη
πλήρωσε βαρύ τίμημα στον αγώνα για
την αποτίναξη της δικτατορίας, καθώς
είχε τρεις δολοφονημένους
(το στέλεχος των Λαμπράκηδων Γιάννης
Χαλκίδης, ο βουλευτής της ΕΔΑ Γιώργης
Τσαρουχάς και ο αγωνιστής
Βασίλης Μπεκροδημήτρης),
καθώς επίσης χιλιάδες «προληπτικώς
εκτοπισμένους» στα
ξερονήσια και πάνω από
εκατό οι καταδικασμένους
από έκτακτα στρατοδικεία σε βαριές
ποινές, εκ των οποίων δώδεκα
σε ισόβια κάθειρξη, για τη συμμετοχή
τους στις αντιδικτατορικές οργανώσεις.
Επομένως
το αίτημα να
το εναπομείναν
κτίριο που στέγαζε το
«Τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης»,
και
να μετατραπεί σε μουσείο κοινωνικής
ιστορίας, είναι και λογικό και δίκαιο.
Δεδομένου ότι τα κρατητήρια όπου
βασανίστηκαν οι αντιστασιακοί κατά τις
περιόδους της γερμανικής Κατοχής και
της δικτατορίας, αποτελούν χώρους
συλλογικής μνήμης και επιβάλλεται η
διατήρησή τους.
Μία
συγκινητική τελετή πριν 10 χρόνια
Πολιτικοί
κρατούμενοι που είχαν περάσει από το
“Τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής” την
περίοδο της χουντικής επταετίας, είχαν
πραγματοποιήσει μία συγκινητική επίσκεψη
στο κτίριο, πριν δέκα χρόνια, τον Απρίλιο
του 2011, με τη συμπλήρωση τότε 44 χρόνων
από την επιβολή της δικτατορίας. Βαθιά
συγκινημένοι και κάποιοι από αυτούς
βουρκωμένοι επισκέφθηκαν τους χώρους
του κτιρίου, ιδιαίτερα δε τα κελιά και
τα άλλα τμήματα που σώζονται ακόμη όπως
ήταν παλιά, αν και χρησιμοποιούνται για
την αποθήκευση οικοδομικών υλικών από
τον ιδιώτη ενοικιαστή του χώρου.
Όπως
είχαν δηλώσει τότε στους δημοσιογράφους:
«Αν
ο αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης
δεν είναι παρά ο αγώνας της ελευθερίας
εναντίον της τυραννίας, τότε οποιαδήποτε
αναφορά στον
Αντιδικτατορικό Αγώνα αποκτά νόημα στο
βαθμό που αναδεικνύει την αντίσταση,
την αγωνιστική-συνειδητή στάση ζωής,
σε κινητήρια δύναμη της Ιστορίας», μας
λένε αντιστασιακοί που βρέθηκαν χθες
το πρωί στο πρώην κολαστήριο. «Αν κάτι
συμβολίζει αυτό το κτίριο είναι το
θρίαμβο της αντίστασης, της αλληλεγγύης
και της θέλησης για ελευθερία με κάθε
κόστος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.