Τρίτη 11 Απριλίου 2023

Το φάντασμα της Ιστορίας: Η μαύρη περίοδος της λογοκρισίας

του Γιάννη Γκλαβίνα*
Απαγορεύομεν την χρησιμοποίησιν των κάτωθι δίσκων γραμμοφώνου:
1) Κάποια μάνα αναστενάζει
2) Ως πότε πια τέτοια ζωή να ζούμε χωρισμένοι
3) Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι.
Απαγορεύομεν να άδωνται τ' άσματα ταύτα υπό πολιτών, καθ' όσον είναι ανθελληνικού περιεχομένου
                                    Διοίκησις Χωροφυλακής Ν. Ιωνίας (17/9/1951)

Βινιέτες υποδηλωτικές της προληπτικής λογοκρισίας στον πρώιμο «Ριζοσπάστη» του 1919
Μπορεί για τον Φεντερίκο Φελίνι η λογοκρισία να είναι πληρωμένη διαφήμιση από το κράτος, για το ίδιο το κράτος όμως (και την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη που το στηρίζει) η λογοκρισία, ως επιβολή ελέγχου και περιορισμών στη δημόσια έκφραση ιδεών και αντιλήψεων, αποτελεί ισχυρό μέσο διατήρησης της εξουσίας και προάσπισης του ιδεολογικού, πολιτικού και κοινωνικού αξιακού συστήματος που η κρατική ή άλλες μορφές εξουσίας πρεσβεύουν.
Η «Κυρά Αναστασία», λοιπόν, στην κατασταλτική ή την προληπτική της μορφή ή με τη μορφή του εξαναγκασμού σε αυτολογοκρισία, αποτελούσε και αποτελεί συνοδοιπόρο της εξουσίας, ιδίως στην ολοκληρωτική και αυταρχική της μορφή.
Στην Ελλάδα η λογοκρισία έκανε την εμφάνισή της ήδη από τα πρώτα βήματα του ανεξάρτητου κράτους και έφτασε στο απόγειό της την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, του Εμφυλίου και, βεβαίως, της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Η εικόνα που είχαμε μέχρι σήμερα για τις πολιτικές λογοκρισίας στην Ελλάδα διαμορφωνόταν, κυρίως, από την εμπειρία της Επταετίας και από μαρτυρίες όσων έπεσαν θύματα του ψαλιδιού των λογοκριτών.
Λογοκριμένα πρωτοσέλιδα του «Ριζοσπάστη» (1920-1923)
Ελειπε, όμως, η άλλη πλευρά της ιστορίας, αυτή της συγκρότησης του μηχανισμού της λογοκρισίας και του πλαισίου στο οποίο δρούσε ο λογοκριτής.
Η άγνωστη αυτή πλευρά της κρατικής λογοκρισίας φωτίζεται από το αρχείο της γενικής γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών που φυλάσσεται στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Από τον Βενιζέλο στον Μεταξά
Αν θα θέλαμε να ορίσουμε μια εναρκτήρια τομή στην ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα, αυτή θα ήταν η συνταγματική πρόβλεψη του 1911 για την επιβολή κατάστασης πολιορκίας που θεσμοθετεί την αναστολή συλλογικών και ατομικών ελευθεριών και την άσκηση λογοκρισίας σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων ή γενικής επιστράτευσης.
Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού οι προϋποθέσεις για την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας ερμηνεύτηκαν διασταλτικά έχοντας πεδίο εφαρμογής όχι τον εξωτερικό εχθρό, αλλά τον πολιτικά αντιφρονούντα.
Η λογοκρισία την περίοδο αυτή ασκούνταν με μάλλον άκομψο τρόπο γεμίζοντας τις εφημερίδες με λευκές στήλες. Το νομικό οπλοστάσιο έκτακτων περιστάσεων εμπλουτίστηκε στα επόμενα χρόνια από νόμους προάσπισης του κοινωνικού καθεστώτος, εντάσσοντας στο κάδρο των εσωτερικών εχθρών, εκτός από τους πολιτικούς αντιπάλους, την κομμουνιστική ιδεολογία, τις εργατικές-κοινωνικές διεκδικήσεις και κάθε ιδεολογία που συνιστούσε απειλή για τη διατήρηση της καθεστηκυίας αστικής τάξης.
Οι νομικές διατάξεις για τις διοικητικές εκτοπίσεις, το νομοθετικό διάταγμα του 1924 «περί κατοχυρώσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος», η νομοθεσία της δικτατορίας του Πάγκαλου, το βενιζελικό «Ιδιώνυμο» του 1929, ο νόμος περί Τύπου του 1931, οι Συντακτικές Πράξεις του 1935 κ.ά. άφηναν ελάχιστα περιθώρια στην ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου.
Απαγόρευση των «ανθελληνικών» τραγουδιών «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και «Κάποια μάνα αναστενάζει» από τη Χωροφυλακή (1951) | ΓΑΚ/ ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΜΑΡΧΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά η λογοκρισία στη δημόσια έκφραση αντιλήψεων και ιδεών ήταν κυρίως κατασταλτική.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου εισήγαγε και συστηματοποίησε την έννοια της προληπτικής λογοκρισίας με βασικό μηχανισμό εφαρμογής της το νεοσυσταθέν το 1936 υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού που είχε επικεφαλής τον Θεολόγο Νικολούδη, παλιό πολιτικό και διευθυντή της εφημερίδας «Πολιτεία».
Σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, το υφυπουργείο «ρυθμίζει άπαντα τα ζητήματα τα αφορώντα εις την διαφώτισιν της δημοσίας γνώμης, ήτοι τα ζητήματα τα αναγόμενα εις τον ελληνικόν και ξένον ημερήσιον και περιοδικόν Τύπον, τα πάσης φύσεως Συνέδρια και Εκθέσεις, το Θέατρον, τον κινηματογράφον, τας πλάκας γραμμοφώνου, τας παντός είδους διαφημίσεις, τας διαλέξεις, τας εκδόσεις, και εν γένει τας πάσης φύσεως εκδηλώσεις, ίνα αύται ευρίσκωνται εντός του πλαισίου των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών».
Μετά τη σύσταση του υφυπουργείου ως μηχανισμού προπαγάνδας και διαφώτισης, η δικτατορία του Μεταξά αλλά και οι κατοχικές κυβερνήσεις συγκρότησαν ένα νομικό πλαίσιο προληπτικής λογοκρισίας στον Τύπο και τις εκδόσεις, τον κινηματογράφο, το τραγούδι και το θέατρο.
Ο Τύπος τέθηκε υπό τον πλήρη έλεγχο του καθεστώτος, αφού με υπουργική απόφαση που εκδόθηκε μία μέρα μετά την επιβολή της δικτατορίας απαγορεύονταν η δημοσίευση πληροφοριών που υποδείκνυαν την ύπαρξη προληπτικής λογοκρισίας, η κρίση για το έργο της κυβέρνησης εκτός αν ήταν θετική, η αρθρογραφία για την ακρίβεια του βίου, οι πληροφορίες που είχαν σχέση με επαγγελματικές ή εργατικές οργανώσεις κ.ά.
Τον έλεγχο και τη χειραγώγηση του Τύπου είχε αναλάβει η διεύθυνση Εσωτερικού Τύπου του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού και αργότερα (με Αναγκαστικό Νόμο του 1938) η διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως, με αρμοδιότητα την «διάδοσιν ιδεολογικών αρχών εν τω πλαισίω των Εθνικών παραδόσεων και επιδιώξεων».
Με τον ίδιο νόμο, εκτός από τις περιπτώσεις που όριζε το Σύνταγμα, ο υφυπουργός Τύπου είχε τη δυνατότητα να διατάξει την κατάσχεση εντύπων που κατά την κρίση του προκαλούσαν βλάβη στα εθνικά συμφέροντα.
Με τους μεταξικούς Αναγκαστικούς Νόμους 445 και 955 του 1937, το Νομοθετικό Διάταγμα 1108 του 1942 και τον Νόμο 485 του 1943 των κατοχικών κυβερνήσεων τέθηκε το νομικό πλαίσιο άσκησης προληπτικής λογοκρισίας στον κινηματογράφο.
Βάσει των παραπάνω διατάξεων, οι εταιρείες κινηματογραφικών ταινιών έπρεπε να υποβάλλουν στη διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως αιτήσεις χορήγησης άδειας προβολής στις οποίες επισύναπταν την περίληψη της υπόθεσης και αντίτυπα του σεναρίου.
Οι αιτήσεις διαβιβάζονταν στην Επιτροπή Ελέγχου Κινηματογραφικών Ταινιών που αποτελούνταν από ανώτερους υπαλλήλους του υφυπουργείου Τύπου, αξιωματικούς της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων και έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ενωσης Κινηματογράφων.
Η επιτροπή βάσει των στοιχείων των αιτήσεων και των δοκιμαστικών προβολών μπορούσε να απαγορεύσει την προβολή μιας ταινίας και να αφαιρέσει ορισμένες σκηνές ή διαλόγους εάν έκρινε ότι η ταινία ή τμήματά της επιδρούσαν «επιβλαβώς»στη νεολαία, διατάρασσαν τη δημόσια τάξη, προπαγάνδιζαν ανατρεπτικές, αναρχικές και αντικοινωνικές θεωρίες, δυσφημούσαν τη χώρα «από απόψεως εθνικιστικής και τουριστικής», υπονόμευαν «τας υγιείς κοινωνικάς παραδόσεις» και τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, καθάπτονταν της χριστιανικής θρησκείας, στερούνταν καλλιτεχνική αξία και επιδρούσαν «επιβλαβώς εις την αισθητικήν ανάπτυξιν του λαού».
Για τους ίδιους λόγους η επιτροπή μπορούσε να απαγορεύσει την εξαγωγή μιας ελληνικής ταινίας στο εξωτερικό, ήταν αρμόδια για τον χαρακτηρισμό μιας ταινίας ως κατάλληλης ή ακατάλληλης δι’ ανηλίκους, ενώ προβλεπόταν και η λειτουργία ενός δευτεροβάθμιου οργάνου ενστάσεων.
Το Νομοθετικό Διάταγμα 1108 του 1942 και οι μεταξικοί Αναγκαστικοί Νόμοι 446 του 1937 και 1619 του 1939 καθόριζαν το πλαίσιο επιβολής λογοκρισίας σε θέατρο, τραγούδι και βιβλίο.
Θιασάρχες, θεατρικοί συγγραφείς, συνθέτες, εταιρείες παραγωγής «φωνογραφικών δίσκων» και εκδότες έπρεπε να υποβάλλουν αίτηση στη διεύθυνση Λαϊκής Διαφωτίσεως του υφυπουργείου Τύπου με συνημμένα τα θεατρικά κείμενα, τους στίχους και τις παρτιτούρες τραγουδιών ή τα δοκίμια των βιβλίων για τη χορήγηση σχετικής άδειας.
Οι αρμόδιες επιτροπές ελέγχου, βάσει των αιτήσεων και της παρακολούθησης της γενικής πρόβας ενός θεατρικού έργου ή της ενώπιόν τους εκτέλεσης ενός τραγουδιού, μπορούσαν να απαγορεύσουν ή να τροποποιήσουν κείμενα και στίχους, για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν στη διαδικασία ελέγχου των κινηματογραφικών ταινιών.
Οι επιτροπές ελέγχου θεατρικών έργων και μουσικών τεμαχίων αποτελούνταν, εκτός από υψηλόβαθμους δημόσιους υπάλληλους και αξιωματικούς της Χωροφυλακής, από τους προέδρους της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, του Σωματείου των Ελλήνων Ηθοποιών, της Ενώσεως Διευθυντών Θεάτρων Αθηνών καθώς και από δύο καλλιτέχνες «ειδικευμένων περί την δημοτικήν και λαïκήν μουσικήν».
Οι επιτροπές ελέγχου είχαν το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσουν την άδεια «διά λόγους γενικωτέρας φύσεως», ενώ μπορούσαν να απαγορεύσουν μία ταινία κ.λπ. σε ορισμένες περιφέρειες της χώρας.
Μάρτιος 1944. Αδεια προβολής κινηματογραφικής ταινίας, υπογεγραμμένη από τη γερμανική και την ελληνική υπηρεσία ελέγχου | ΓΑΚ/ΑΡΧΕΙΟ ΓΓΤΠ
Κοινοβουλευτισμός «χωρίς φεγγάρι»
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η λογοκρισία ασκούνταν σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, ενώ οι επιτροπές ελέγχου των ελληνικών κατοχικών κυβερνήσεων λειτουργούσαν συμπληρωματικά των αντίστοιχων γερμανικών.
Με την απελευθέρωση, οι αρμοδιότητες του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού μεταβιβάστηκαν στη γενική διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών της Προεδρίας της Κυβερνήσεως και η προληπτική λογοκρισία του Τύπου που είχε επιβληθεί το 1936 άρθηκε, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, αφού η έκτακτη νομοθεσία του Εμφυλίου άφηνε ελάχιστα περιθώρια ελεύθερης έκφρασης.
Το Σύνταγμα του 1952 όριζε ότι ο Τύπος ήταν ελεύθερος απαγορεύοντας την προληπτική λογοκρισία, καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις περιπτώσεις κατάσχεσης εντύπων.
Οι συνταγματικές προστατευτικές διατάξεις του Τύπου δεν ίσχυαν όμως στην περίπτωση του κινηματογράφου, της φωνογραφίας, της ραδιοφωνίας και εν γένει των δημοσίων θεαμάτων.
Στη ραδιοφωνία, σύμφωνα με τον Αναγκαστικό Νόμο 818 του 1946, ασκούνταν προληπτική λογοκρισία από τη γενική διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών που ενέκρινε κάθε μετάδοση πολιτικών ομιλιών, ενώ διόριζε και έναν συντάκτη σε κάθε συνεργείο ειδήσεων του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας αρμόδιο για τον έλεγχο κειμένων πολιτικού περιεχομένου.
Η λογοκρισία σε κινηματογράφο, τραγούδι και θέατρο συνέχιζε να λειτουργεί στο ίδιο πλαίσιο όπως και πριν από το 1944.
To 1947 δύο υπουργικές αποφάσεις έθεσαν ξανά σε ισχύ τις διατάξεις «περί ελέγχου θεατρικών έργων» και «πλακών γραμμοφώνου», ανασυγκροτώντας τις σχετικές επιτροπές.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις, ο έλεγχος αποσκοπούσε, ανάμεσα σε άλλα, και στην αποτροπή διδασκαλίας «τεινούσης εις την διά βιαίων μέσων ανατροπήν των νομίμων αρχών και του νομίμου καθεστώτος της χώρας».
Το έκτακτο νομικό οπλοστάσιο του Εμφυλίου και του Μεσοπολέμου χρησιμοποιήθηκε από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις και για την άσκηση λογοκρισίας σε οτιδήποτε έκανε νύξη σε αριστερή ιδεολογία και στις πολιτικές καταστολής της.
Ετσι, η Διοίκηση Χωροφυλακής Νέας Ιωνίας απαγόρευσε το 1951 το τραγούδι του Καλδάρα «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» ως «ανθελληνικό», διώκοντας όσους το τραγουδούσαν σύμφωνα με τα άρθρα του Νόμου 755 του 1917 «περί αδικημάτων κατά της ασφαλείας της Χώρας» και του Αναγκαστικού Νόμου 924 του 1946 «περί λήψεως μέτρων προς κατευνασμόν των πολιτικών παθών».
Ενώ για τον κινηματογράφο και το τραγούδι οι διατάξεις ελέγχου εφαρμόζονταν απαρέγκλιτα, η προληπτική λογοκρισία των θεατρικών κειμένων ήταν ιδιαίτερα προβληματική, με τις σχετικές διατάξεις να ατονούν.
Η γενική διεύθυνση Τύπου μετέθεσε, κατά κάποιο τρόπο, τον προληπτικό έλεγχο των θεατρικών κειμένων στην Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
Το 1955 πάντως ανασυγκροτήθηκε η Επιτροπή Ελέγχου Θεατρικών Εργων, μετά τις διαπιστώσεις της γενικής διεύθυνσης Τύπου ότι η Εταιρεία δεν τήρησε τα υπεσχημένα.
Τον Μάιο του 1965 με σχετικό Βασιλικό Διάταγμα η Επιτροπή Ελέγχου Θεατρικών Εργων καταργήθηκε και διατηρήθηκαν μόνο αυτές του κινηματογράφου και των ακροαμάτων.
Τη δεκαετία του 1950, στο πλαίσιο του ηθικού πανικού που διακατείχε την ελληνική κοινωνία για την επίδραση στη νεολαία των «παρηκμασμένων» δυτικών τρόπων ψυχαγωγίας, συγκροτήθηκε στη γενική διεύθυνση Τύπου, παράλληλα με τις προαναφερθείσες επιτροπές, και μία επιτροπή ελέγχου ασέμνων δημοσιευμάτων και δημοσίων θεαμάτων «ακαταλλήλων διά την νεαρά ηλικίαν», αποτελούμενη από υψηλόβαθμα στελέχη των υπουργείων Παιδείας, Δικαιοσύνης και Προεδρίας της Κυβερνήσεως, καθηγητές Πανεπιστημίου και τον πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ.
«Χυτήριο», Οκτώβριος 2012. Οι παράλληλοι μηχανισμοί λογοκρισίας επιβίωσαν και μετά τη μεταπολιτευτική κατάργηση του θεσμού | EUROKINISSI / ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ
Ελλάς Ελλήνων Λογοκριτών
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αποτελεί έναν άλλο σημαντικό σταθμό στην ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα, αφού στη συλλογική μας μνήμη η κρατική λογοκρισία ταυτίζεται, κυρίως, με την περίοδο της Επταετίας.
Βεβαίως η χούντα στην προσπάθειά της να ελέγξει όλες τις πλευρές της πνευματικής ζωής, καταπνίγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως απειλή για το καθεστώς ή ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές της «Επαναστάσεως» (του τρίπτυχου, δηλαδή, «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια») και αναζητώντας την οποιαδήποτε επίφαση νομιμότητας, εκμεταλλεύτηκε το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο έκτακτης ανάγκης και προληπτικής λογοκρισίας.
Η κήρυξη κατάστασης πολιορκίας και η αναστολή του άρθρου 14 του Συντάγματος οδήγησε στην κατάργηση της ελευθερίας του Τύπου.
Με την υπ’ αριθ. 20 διαταγή του ΓΕΣ απαγορεύτηκε η κυκλοφορία και διάθεση 604«κομμουνιστικών, φιλοκομμουνιστικών και επικινδύνων διά το ήθος της νεότητος»βιβλίων και περιοδικών καθώς και 63 εφημερίδων που εκδίδονταν στην Αθήνα, την επαρχία ή το εξωτερικό.
Οι εφημερίδες «Αυγή» και «Δημοκρατική Αλλαγή» απαγορεύτηκαν από τη δικτατορία, ενώ οι «Ελευθερία», «Αθηναϊκή», «Καθημερινή» και «Μεσημβρινή» σταμάτησαν αυτοβούλως την έκδοσή τους.  Όσα έντυπα παρέμειναν, έπρεπε να λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο αυστηρής προληπτικής λογοκρισίας.
Με απόφαση του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 29 Απριλίου 1967 συγκροτήθηκε η Υπηρεσία Ελέγχου Τύπου στη γενική διεύθυνση Τύπου της Προεδρίας της Κυβερνήσεως, με σκοπό την πρόληψη δημοσιεύσεων που δυσφημούσαν την κυβέρνηση και απειλούσαν την ασφάλεια της χώρας. Η υπηρεσία στελεχώθηκε από στρατιωτικούς, υπαλλήλους της γενικής διεύθυνσης Τύπου και δημοσιογράφους, όπως ο Τάκης Διάκος που ήταν λογοκριτής και επί Μεταξά ή ο Στ. Ευταξίας. Επικεφαλής ήταν ο συνταγματάρχης Βρυώνης που αντικατέστησε τον συνταγματάρχη Παπαπούλο.
Η Υπηρεσία Ελέγχου Τύπου αποτελούνταν από οκτώ συνεργεία ελέγχουπρωινών εφημερίδων, απογευματινών εφημερίδων, περιοδικών, επαρχιακού Τύπου που εκδίδεται στην Αθήνα, λογοτεχνικών και επιστημονικών βιβλίων, δίσκων, μαγνητοταινιών και φιλμ, ξενόγλωσσων εντύπων και εντύπων σε ταχυδρομείο.
Υπηρεσία Ελέγχου Τύπου συγκροτήθηκε και στη Θεσσαλονίκη, στο τότε υπουργείο Βορείου Ελλάδος, ενώ στην επαρχία το έργο της λογοκρισίας επιτελούσαν αξιωματικοί σε συνεργασία με τις νομαρχίες.
Οι εφημερίδες θα έπρεπε να παραδίδουν στην υπηρεσία τα δοκίμια των σελίδων εις διπλούν. Μετά τον έλεγχο και τις τυχόν διαγραφές, τα δοκίμια μονογράφονταν από τους ελεγκτές, το ένα κρατούσε η υπηρεσία και το άλλο η εφημερίδα.
Απαγορευόταν η ύπαρξη λευκών κενών που θα υποδήλωναν λογοκρισία. Μετά τον πρώτο αυτό έλεγχο, οι εφημερίδες παρέδιδαν στην υπηρεσία δύο αντίτυπα του φύλλου της εφημερίδας για να ελεγχθεί εάν ακολουθήθηκαν οι υποδείξεις.
Ενα αντίτυπο του φύλλου έμενε στο αρχείο της υπηρεσίας και το άλλο σφραγιζόταν ώστε να επιδειχθεί στο πρακτορείο Τύπου και να επιτραπεί η κυκλοφορία της εφημερίδας. Η παραπάνω υπουργική απόφαση παρείχε κι ένα πλαίσιο για το τι απαγορευόταν να δημοσιεύεται στις εφημερίδες.
Απαγορευόταν, λοιπόν, να θίγονται τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και της κυβέρνησης, οι αρχηγοί ξένων κρατών, οι ένοπλες δυνάμεις και η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού εν γένει.
Απαγορεύονταν τα δημοσιεύματα που αναφέρονταν στο παρελθόν και θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν τα πάθη, η αναδημοσίευση ανακοινώσεων οποιασδήποτε αριστερής οργάνωσης και της ΕΔΑ, η αναδημοσίευση ειδήσεων από ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς αριστερών τάσεων και ιδίως του ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ, κάθε δημοσίευμα που κατά την κρίση της Υπηρεσίας Ελέγχου «παραβλάπτει το έργον της Κυβερνήσεως», αλλά και η χρήση της δημοτικής γλώσσας.
Στις παραπάνω απαγορεύσεις προστέθηκαν από τον συνταγματάρχη Βρυώνη και αυτές των ειδήσεων που σκιαγραφούσαν με θετικό τρόπο τη ζωή των κομμουνιστικών χωρών, οι αντιαμερικανικές νύξεις σε άρθρα για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, αλλά και οι αναφορές στα προ της «Επαναστάσεως» πολιτικά κόμματα.
Συστάσεις βέβαια και οδηγίες δίνονταν συνεχώς στις εφημερίδες και στους εντεταλμένους για τη λογοκρισία υπαλλήλους.
Ψαλίδισμα και κάθε σχολίου «περιλαμβάνοντος υπόδειξιν ή παρατήρησιν» του απολίτικου περιοδικού
«Τεχνική Ελλάς», με το σκεπτικό «δε θα πήτε σεις στον Υπουργό τι θα κάμη» (1967). | 
ΑΡΧΕΙΟ ΓΓΤΠ
Εκτός από τις απαγορεύσεις, οι εφημερίδες ήταν υποχρεωμένες να δημοσιεύουν ανακοινώσεις και δηλώσεις μελών της κυβέρνησης και θετικά σχόλια για το κυβερνητικό έργο.
Τον Οκτώβριο του 1969 η προληπτική λογοκρισία έπαυσε να υφίσταται και τον επόμενο μήνα ψηφίστηκε το Νομοθετικό Διάταγμα 346 «Περί Τύπου» που όριζε ότι ο Τύπος ήταν (τυπικά) ελεύθερος.
Βέβαια, στο ίδιο διάταγμα υπήρχε σειρά απαγορεύσεων που στην ουσία μετέθεταν τον ρόλο του λογοκριτή στους ίδιους τους εκδότες και τους αρχισυντάκτες των εφημερίδων.
Στον κινηματογράφο, το θέατρο και το τραγούδι η χούντα έθεσε εκ νέου σε ισχύ τις διατάξεις της μεταξικής και κατοχικής νομοθεσίας προληπτικού ελέγχου, τις οποίες εφάρμοσε με αυστηρότητα ερμηνεύοντάς τες διασταλτικά και κατά το δοκούν.
Παράλληλα, με εγκύκλιο της γενικής διεύθυνσης Τύπου τον Αύγουστο του 1967 επανελέγχθηκαν όλες οι ταινίες που παρήχθησαν πριν από την 21η Απριλίου, ενώ με τους Αναγκαστικούς Νόμους 140 του 1967 και 394 του 1968 τροποποιήθηκε το νομικό πλαίσιο επιβολής λογοκρισίας, ιδίως όσον αφορά τη συγκρότηση των επιτροπών.
Στη γενική διεύθυνση Τύπου συγκροτήθηκαν οκτώ πενταμελείς επιτροπές ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών, θεατρικών έργων και μουσικών τεμαχίων.
Ετσι από το 1969 λειτουργούσε από μία επιτροπή για τις ταινίες κοινωνικού, μορφωτικού, σεξουαλικού, αστυνομικού, ιστορικού-θρησκευτικού περιεχομένου, μία για τα καουμπόικα, μία για τα μουσικά τεμάχια και μία για τα σενάρια και τα θεατρικά κείμενα.
Οι επιτροπές, σε αντίθεση με το παρελθόν, αποτελούνταν σε μεγαλύτερο βαθμό όχι μόνο από ανώτερα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και της αστυνομίας, αλλά και από ιδιώτες, όπως σκηνοθέτες, κινηματογραφικούς παραγωγούς, κριτικούς κινηματογράφου, μουσικοσυνθέτες, θεατρικούς συγγραφείς, καθηγητές Πανεπιστημίου, νομικούς, λογοτέχνες, γυμνασιάρχες, φιλολόγους, δικηγόρους, δημοσιογράφους κ.ά.
Μέχρι το 1969 στις επιτροπές κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί. Στην επιτροπή, για παράδειγμα, ελέγχου θεατρικών κειμένων και κινηματογραφικών σεναρίων πρόεδρος ήταν τον Απρίλιο του 1967 ο συνταγματάρχης Παπαπούλος.
Οπως και στον Τύπο, μετά το 1969 η δικτατορία χαλάρωσε την προληπτική λογοκρισία στο πλαίσιο μιας φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, αλλά και ως συνέπεια της αίσθησης που είχαν οι στρατιωτικοί ότι το καθεστώς τους ήταν ισχυρό, κάτι που εξηγεί και ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος στο ντοκιμαντέρ του Βασίλη Δούβλη «Στοργή στο Λαό», αναφερόμενος στη συνάντησή του με επικεφαλής της γενικής διεύθυνσης Τύπου ώστε να πάρει την άδεια γυρισμάτων για την ταινία «Ο Θίασος».
Απαγόρευση του θεατρικού έργου «Η Θηλιά» του Γιώργου Σκούρτη από το τμήμα ελέγχου δημοσίων θεαμάτων της ΓΓΤΠ (1971) | ΓΑΚ/ ΑΡΧΕΙΟ ΓΓΤΠ
Η κοινή μεταξική κληρονομιά
Οπως είναι προφανές από τα παραπάνω, οι νομικές διατάξεις προληπτικής λογοκρισίας που διαμόρφωσαν κυρίως η δικτατορία του Μεταξά και οι κατοχικές κυβερνήσεις θα διέπουν τον κρατικό έλεγχο σε εκδόσεις, κινηματογράφο, θέατρο και τραγούδι για όλη την περίοδο 1936-1974.
Διαμορφώνοντας, είτε πρόκειται για δικτατορικά καθεστώτα είτε για καχεκτικές δημοκρατίες, μια ενιαία περίοδο άσκησης θεσμικών και εξωθεσμικών πολιτικών περιστολής ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, ανάμεσα στα οποία και αυτό της ελευθερίας της έκφρασης στην τέχνη και τον δημόσιο λόγο, πολιτικών που διαπλέκονταν με τον φόβο της κομμουνιστικής απειλής, την εθνικοφροσύνη και την ανάγκη «περιφρούρησης» της ελληνικής κοινωνίας (και ιδίως της νεολαίας) από την «φθοροποιό επίδρασιν της παρηκμασμένης αθεϊστικής Δύσης».
Ετσι το κράτος-πανεπόπτης και οι μηχανισμοί του, λειτουργώντας πατερναλιστικά και καταπατώντας κάθε έννοια ατομικής ελευθερίας, όριζαν για τον πολίτη τις επιτρεπόμενες ιδεολογίες, τις υγιείς κοινωνικές του παραδόσεις, ακόμη και το αισθητικό του κριτήριο.
Η κοινωνία αντιμετωπιζόταν ως ανώριμο παιδί που έπρεπε να προστατευτεί μέσω της προληπτικής λογοκρισίας από επιβλαβείς εικόνες, παραστάσεις, στίχους και αναγνώσματα.
Ψαλίδισμα, μεταξύ άλλων, σκηνών αγγλικής ταινίας που υπονομεύουν την εργασιακή πειθαρχία (1962). |ΓΑΚ/ ΑΡΧΕΙΟ ΓΓΤΠ
Το σύνθημα «Στοργή στο Λαό» που εμφανίζεται σε δημόσια έγγραφα της Επταετίας (ανάμεσά τους και σε αυτά που αφορούν τη λογοκρισία) αποτυπώνει εύγλωττα αυτή την πατερναλιστική πτυχή της κρατικής λογοκρισίας.
Βέβαια, σε όλη αυτή την περίοδο, διακρίνονται και φάσεις λειτουργίας του μηχανισμού λογοκρισίας με αυστηρότερους ή λιγότερο αυστηρούς όρους που έχουν άμεση σχέση με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
Ετσι, οι πολιτικές λογοκρισίας χαλαρώνουν κατά τη διάρκεια της σύντομης άνοιξης της δεκαετίας του ’60 και της ανόδου της Ενωσης Κέντρου στην εξουσία.
Κατά τη διάρκεια της χούντας, η περίοδος 1967-1969 αποτελεί την πιο σκληρή φάση της λογοκρισίας που επιβλήθηκε από τους συνταγματάρχες, ενώ γίνεται πιο ελαστική το 1971-1972, στο πλαίσιο ενός ψευδεπίγραφου δημοκρατικού ανοίγματος από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, και σκληραίνει ξανά επί Ιωαννίδη.
Κοινό, επίσης, χαρακτηριστικό των πολιτικών λογοκρισίας από τον Μεταξά έως το 1974 είναι η αυτολογοκρισία των δημιουργών.
Η ύπαρξη και μόνο του κρατικού μηχανισμού προληπτικής λογοκρισίας αρκούσε ώστε να απαλειφθούν από τους ίδιους τους δημιουργούς σκηνές ή στίχοι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιλήψιμα, ώστε να μη στιγματιστούν από τη γενική διεύθυνση Τύπου και, κυρίως, να μην υποστούν οικονομική ζημιά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αιτήσεις των κινηματογραφικών παραγωγών προς τις αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχου σημειωνόταν ότι αποδέχονται οποιαδήποτε περικοπή σκηνής ή διαλόγου, ώστε η ταινία να πάρει άδεια προβολής ή να χαρακτηριστεί κατάλληλη για ανηλίκους.
Κατά την ίδια περίοδο λειτουργούσε και ένα παράλληλο δίκτυο λογοκρισίας, το οποίο αποτελούνταν από «αγανακτισμένους» πολίτες, συλλόγους, πολιτευτές, εκκλησιαστικούς φορείς, υπηρεσιακούς παράγοντες, αστυνομικούς, στρατιωτικούς κ.ά. που υποδείκνυαν στις επιτροπές πολιτικά και εθνικά επιλήψιμα, άσεμνα και αντιβαίνοντα στις ελληνοχριστιανικές αρχές αναγνώσματα και δημόσια θεάματα.
Το παράλληλο αυτό δίκτυο λογοκρισίας –που επιβιώνει και σήμερα– αποδείχθηκε πολλές φορές ισχυρότερο από τον επίσημο μηχανισμό λογοκρισίας, έχοντας την «αποκλειστικότητα» στην ερμηνεία του κοινού αισθήματος και του εθνικού συμφέροντος κι επιβάλλοντας το κατέβασμα θεατρικών παραστάσεων και έργων τέχνης, τη μη προβολή ταινιών και την απόσυρση βιβλίων.
*διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.