της Σοφίας Προκοπίδου*
«Είμαι η τραγική γυναίκα της Καλαμαριάς, που βρέθηκε στην ανάγκη, να χωρισθή από το παιδί της, για να μη το βλέπη να μαραζώνη και να λυώνη από την πείνα, τη στέρηση και την ανέχεια. Είμαι εκείνη, που το παιδί της βρίσκεται την ώρα τούτη στα χέρια σου. Κράτησε το. Προστάτευσε το. Χάρισέ του ένα ελάχιστο μέρος από τις φροντίδες σου... ». Το γράμμα της μάνας της, από το οποίο προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα με διατήρηση της ορθογραφίας, κρατούσε σφικτά η τετράχρονη Ελένη Πασαχίδου, που μαζί με τα άλλα παιδιά έφτασαν από την Καλαμαριά στην Κοζάνη τον Μάρτιο του 1942, με αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού.
«Δεν ήξερα τι έγραφε το γράμμα, το μόνο που μου είπε η μητέρα ήταν: "Το γράμμα θα δώσεις στη γυναίκα, που θα σε ταΐσει και θα σε φροντίσει, τη νέα μητέρα σου, μέχρι που θα έρθω να σε πάρω"...» αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η 82χρονη σήμερα Ελένη Κυριμοπούλου, το γένος Πασαχίδου, ένα από τα -τότε- παιδιά, που σώθηκαν από την πείνα και τις αρρώστιες, αλλάζοντας στέγη.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ την συνάντησε στην εκδήλωση τιμής και ευγνωμοσύνης για τη φιλοξενία 120 παιδιών της Καλαμαριάς στα χωριά της Μακεδονίας στη διάρκεια της Κατοχής, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Δημοτικό Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη».
Με αφετηρία αυτήν την «άγνωστη», μέχρι πρότινος, προσωπική ιστορία, το ΑΠΕ-ΜΠΕ αναζήτησε περισσότερα στοιχεία για εκείνες τις ημέρες, τα οποία επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη ανάγκη για αλληλεγγύη. Από τον Μάρτιο του 1942 ξεκίνησαν οι αποστολές παιδιών, με λεωφορεία, φορτηγά και τραίνα με τη συνοδεία της προϊσταμένης εθελοντριών του Ερυθρού Σταυρού, Ελίζας Κυδωνάκη, και άλλων εθελοντών. Τα παιδάκια ήταν κυρίως προσφυγικής καταγωγής, από έξι έως 15 χρονών λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ), τα τελευταία 12 χρόνια, Σωτήρης Γεωργιάδης.
«Μας έφεραν με το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, μας κατέβασαν στην πλατεία, φώναξαν τους ντόπιους κατοίκους να έρθουν, ζήτησαν να μας πάρουν στα σπίτια τους, προσωρινά, να μην πεθάνουμε, είπαν» εξιστορεί η κ. Κυριμοπούλου. Ο Δημήτρης Φόρης, όταν είδε τη μικρή Ελένη (Πασαχίδου τότε), τη λυπήθηκε, ήταν το μικρότερο από όλα τα παιδιά, μόνο με ένα βρακάκι, τυλιγμένη με σεντόνι. «Δεν θυμάμαι γιατί δεν είχα ρούχα όμως, τι είχα πάθει... Θυμάμαι μόνο το χαμόγελο του Δημήτρη Φόρη, του δημοδιδασκάλου, που με πήρε στην οικογένεια του. Ο ίδιος είχε πέντε παιδιά να ταΐσει» συνεχίζει και δείχνει ένα μικροσκοπικό απόκομμα από την τοπική εφημερίδα που έγραφε μετά: «(...) Ο δημοδιδάσκαλος, Δημήτρης Φόρης, ο ενθουσιώδης αυτός Κοζανίτης έδωσε πρώτος το παράδειγμα για αλτρουισμό, με δακρυσμένα μάτια αγκάλιασε την μικρούλα. Και την πήρε για όλη την διάρκεια του πολέμου σπίτι του...».
Ο πρόεδρος του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Σωτήρης Γεωργιάδης, επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τη μέγιστη σημασία της έρευνας, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη: «Το αξιοσημείωτο είναι ότι τα παιδιά φιλοξενήθηκαν στις προσφυγικές οικογένειες. Και οι κάτοικοι δεν δίστασαν ούτε στιγμή να ανταποκριθούν στην έκκληση για τη σωτηρία των παιδιών» λέει και συνεχίζει: «Χάρη στην αυταπάρνηση και την αλληλεγγύη αυτών των ανθρώπων, εκατοντάδες παιδιά σώθηκαν από την πείνα και τις ασθένειες που έφερε η σκληρή γερμανική Κατοχή. Κορυφαία είναι η περίπτωση του Μεσιανού Γιαννιτσών Πέλλας, στο οποίο φιλοξενήθηκαν 33 παιδιά από 40 οικογένειες. Πολλά παιδιά φιλοξενήθηκαν στην Πτολεμαΐδα και σε χωριά της Εορδαίας Κοζάνης (όπως τα Κομνηνά, η Πεντάβρυσος, ο Περδίκκας, ο Άγιος Χριστόφορος), στην πόλη της Κοζάνης και στο γειτονικό χωριό Χαραυγή».
Η Ελένη Κυριμοπούλου επιμένει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτή η δραματική περιπέτεια της ζωής της, την εμπλούτισε ως άνθρωπο, έφερε στη ζωή της ανθρώπους που έγιναν κάτι περισσότερο από συγγενείς. «Ο κύριος Φόρης, ανακοίνωσε στα παιδιά του, που ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία, "σας έφερα τη μικρότερη αδελφούλα σας, να τη φροντίζετε με αγάπη!"», λέει με φωνή δυνατή η 82χρονη και προσθέτει: «Μη με ακούτε που σήμερα μιλάω γρήγορα και δυνατά, τότε δεν μιλούσα, κάτι είχα πάθει και όλοι πίστεψαν ότι είμαι βουβή».
Από σιωπηλό κοριτσάκι, μεγαλώνοντας, έγινε ζωηρό παιδί, άρχισε να μιλάει, να παίζει, και όπως λέει: «Βρήκα τη λαλιά μου από την πολλή αγάπη που πήρα από αυτούς τους εξαιρετικούς ανθρώπους».
Μετά από έναν χρόνο ήρθαν με αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού να την πάρουν, να την πάνε πίσω στην οικογένεια της... «Μόλις τους είδα, κρύφτηκα. Δεν με βρήκαν, δεν ήθελα να φύγω από το σπίτι, που ένιωθα ότι είναι δικιά μου οικογένεια. Έτσι, έμεινα μαζί τους άλλα τρία χρόνια, μετά τον πόλεμο, ήρθε η μητέρα μου η ίδια να με πάρει. Μου εξήγησαν, ότι είναι η μαμά μου, μόνο τότε δέχτηκα να πάω μαζί της. Η καλοσύνη της οικογένειας Φόρη με συνόδευε σε όλη τη ζωή μου» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ελένη Κυριμοπούλου που έχει κάνει οικογένεια, έχει δυο παιδιά και εγγόνια. «Όταν έφυγαν από τη ζωή ο Δημήτρης Φόρης και η σύζυγος του, συνέχισα να κρατάω στενές επαφές με τα παιδιά τους, ενώ σήμερα συναντιόμαστε τακτικά με τα εγγόνια τους... Ακόμα θυμάμαι τα χεριά της "μαμάς" Ελένης Φόρη, που με χάιδευε το κεφάλι, όταν μου έπλεκε τα μαλλιά» είπε στο τέλος.
Ο μεγάλος συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραφε στο «Τραγούδι της Αλληλεγγύης»: «...η πείνα είναι ντροπή». «Ντροπή είναι να μείνεις άπραγος μπροστά στην πείνα και τη στέρηση των παιδιών του λαού σου» λέει η ιστορικός του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Ελένη Ιωαννίδου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τονίζει την αξιοπρεπή απόφαση των προσφύγων να αλληλοβοηθούνται, να μην υπάρχουν απώλειες από την πείνα: «Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, ο χειμώνας του 1941-42 έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της επιβίωσης στην Θεσσαλονίκη, την Καλαμαριά, την Αθήνα, τον Πειραιά, πολύ περισσότερο για τα 1.000 ορφανά και τα παιδιά των άπορων οικογενειών. Στην Καλαμαριά και τη Θεσσαλονίκη ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, σε συνεργασία με το ποντιακό σωματείο "Εύξεινος Λέσχη" και προσωπικότητες όπως ο γιατρός Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, ο εθνογράφος Μιχάλης Μεταλλείδης και η Σοφία Ασλανίδου, απέστειλε περίπου σε χωριά της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Τα παιδάκια ήταν κυρίως προσφυγικής καταγωγής, από 6 έως 15 χρονών».
*Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ σε ρεπορτάζ της Σοφίας Προκοπίδου
«Είμαι η τραγική γυναίκα της Καλαμαριάς, που βρέθηκε στην ανάγκη, να χωρισθή από το παιδί της, για να μη το βλέπη να μαραζώνη και να λυώνη από την πείνα, τη στέρηση και την ανέχεια. Είμαι εκείνη, που το παιδί της βρίσκεται την ώρα τούτη στα χέρια σου. Κράτησε το. Προστάτευσε το. Χάρισέ του ένα ελάχιστο μέρος από τις φροντίδες σου... ». Το γράμμα της μάνας της, από το οποίο προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα με διατήρηση της ορθογραφίας, κρατούσε σφικτά η τετράχρονη Ελένη Πασαχίδου, που μαζί με τα άλλα παιδιά έφτασαν από την Καλαμαριά στην Κοζάνη τον Μάρτιο του 1942, με αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού.
«Δεν ήξερα τι έγραφε το γράμμα, το μόνο που μου είπε η μητέρα ήταν: "Το γράμμα θα δώσεις στη γυναίκα, που θα σε ταΐσει και θα σε φροντίσει, τη νέα μητέρα σου, μέχρι που θα έρθω να σε πάρω"...» αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η 82χρονη σήμερα Ελένη Κυριμοπούλου, το γένος Πασαχίδου, ένα από τα -τότε- παιδιά, που σώθηκαν από την πείνα και τις αρρώστιες, αλλάζοντας στέγη.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ την συνάντησε στην εκδήλωση τιμής και ευγνωμοσύνης για τη φιλοξενία 120 παιδιών της Καλαμαριάς στα χωριά της Μακεδονίας στη διάρκεια της Κατοχής, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Δημοτικό Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη».
Με αφετηρία αυτήν την «άγνωστη», μέχρι πρότινος, προσωπική ιστορία, το ΑΠΕ-ΜΠΕ αναζήτησε περισσότερα στοιχεία για εκείνες τις ημέρες, τα οποία επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη ανάγκη για αλληλεγγύη. Από τον Μάρτιο του 1942 ξεκίνησαν οι αποστολές παιδιών, με λεωφορεία, φορτηγά και τραίνα με τη συνοδεία της προϊσταμένης εθελοντριών του Ερυθρού Σταυρού, Ελίζας Κυδωνάκη, και άλλων εθελοντών. Τα παιδάκια ήταν κυρίως προσφυγικής καταγωγής, από έξι έως 15 χρονών λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ), τα τελευταία 12 χρόνια, Σωτήρης Γεωργιάδης.
«Μας έφεραν με το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, μας κατέβασαν στην πλατεία, φώναξαν τους ντόπιους κατοίκους να έρθουν, ζήτησαν να μας πάρουν στα σπίτια τους, προσωρινά, να μην πεθάνουμε, είπαν» εξιστορεί η κ. Κυριμοπούλου. Ο Δημήτρης Φόρης, όταν είδε τη μικρή Ελένη (Πασαχίδου τότε), τη λυπήθηκε, ήταν το μικρότερο από όλα τα παιδιά, μόνο με ένα βρακάκι, τυλιγμένη με σεντόνι. «Δεν θυμάμαι γιατί δεν είχα ρούχα όμως, τι είχα πάθει... Θυμάμαι μόνο το χαμόγελο του Δημήτρη Φόρη, του δημοδιδασκάλου, που με πήρε στην οικογένεια του. Ο ίδιος είχε πέντε παιδιά να ταΐσει» συνεχίζει και δείχνει ένα μικροσκοπικό απόκομμα από την τοπική εφημερίδα που έγραφε μετά: «(...) Ο δημοδιδάσκαλος, Δημήτρης Φόρης, ο ενθουσιώδης αυτός Κοζανίτης έδωσε πρώτος το παράδειγμα για αλτρουισμό, με δακρυσμένα μάτια αγκάλιασε την μικρούλα. Και την πήρε για όλη την διάρκεια του πολέμου σπίτι του...».
Ο πρόεδρος του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Σωτήρης Γεωργιάδης, επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τη μέγιστη σημασία της έρευνας, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη: «Το αξιοσημείωτο είναι ότι τα παιδιά φιλοξενήθηκαν στις προσφυγικές οικογένειες. Και οι κάτοικοι δεν δίστασαν ούτε στιγμή να ανταποκριθούν στην έκκληση για τη σωτηρία των παιδιών» λέει και συνεχίζει: «Χάρη στην αυταπάρνηση και την αλληλεγγύη αυτών των ανθρώπων, εκατοντάδες παιδιά σώθηκαν από την πείνα και τις ασθένειες που έφερε η σκληρή γερμανική Κατοχή. Κορυφαία είναι η περίπτωση του Μεσιανού Γιαννιτσών Πέλλας, στο οποίο φιλοξενήθηκαν 33 παιδιά από 40 οικογένειες. Πολλά παιδιά φιλοξενήθηκαν στην Πτολεμαΐδα και σε χωριά της Εορδαίας Κοζάνης (όπως τα Κομνηνά, η Πεντάβρυσος, ο Περδίκκας, ο Άγιος Χριστόφορος), στην πόλη της Κοζάνης και στο γειτονικό χωριό Χαραυγή».
Η Ελένη Κυριμοπούλου επιμένει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτή η δραματική περιπέτεια της ζωής της, την εμπλούτισε ως άνθρωπο, έφερε στη ζωή της ανθρώπους που έγιναν κάτι περισσότερο από συγγενείς. «Ο κύριος Φόρης, ανακοίνωσε στα παιδιά του, που ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία, "σας έφερα τη μικρότερη αδελφούλα σας, να τη φροντίζετε με αγάπη!"», λέει με φωνή δυνατή η 82χρονη και προσθέτει: «Μη με ακούτε που σήμερα μιλάω γρήγορα και δυνατά, τότε δεν μιλούσα, κάτι είχα πάθει και όλοι πίστεψαν ότι είμαι βουβή».
Από σιωπηλό κοριτσάκι, μεγαλώνοντας, έγινε ζωηρό παιδί, άρχισε να μιλάει, να παίζει, και όπως λέει: «Βρήκα τη λαλιά μου από την πολλή αγάπη που πήρα από αυτούς τους εξαιρετικούς ανθρώπους».
Μετά από έναν χρόνο ήρθαν με αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού να την πάρουν, να την πάνε πίσω στην οικογένεια της... «Μόλις τους είδα, κρύφτηκα. Δεν με βρήκαν, δεν ήθελα να φύγω από το σπίτι, που ένιωθα ότι είναι δικιά μου οικογένεια. Έτσι, έμεινα μαζί τους άλλα τρία χρόνια, μετά τον πόλεμο, ήρθε η μητέρα μου η ίδια να με πάρει. Μου εξήγησαν, ότι είναι η μαμά μου, μόνο τότε δέχτηκα να πάω μαζί της. Η καλοσύνη της οικογένειας Φόρη με συνόδευε σε όλη τη ζωή μου» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ελένη Κυριμοπούλου που έχει κάνει οικογένεια, έχει δυο παιδιά και εγγόνια. «Όταν έφυγαν από τη ζωή ο Δημήτρης Φόρης και η σύζυγος του, συνέχισα να κρατάω στενές επαφές με τα παιδιά τους, ενώ σήμερα συναντιόμαστε τακτικά με τα εγγόνια τους... Ακόμα θυμάμαι τα χεριά της "μαμάς" Ελένης Φόρη, που με χάιδευε το κεφάλι, όταν μου έπλεκε τα μαλλιά» είπε στο τέλος.
Ο μεγάλος συγγραφέας Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραφε στο «Τραγούδι της Αλληλεγγύης»: «...η πείνα είναι ντροπή». «Ντροπή είναι να μείνεις άπραγος μπροστά στην πείνα και τη στέρηση των παιδιών του λαού σου» λέει η ιστορικός του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Ελένη Ιωαννίδου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τονίζει την αξιοπρεπή απόφαση των προσφύγων να αλληλοβοηθούνται, να μην υπάρχουν απώλειες από την πείνα: «Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, ο χειμώνας του 1941-42 έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της επιβίωσης στην Θεσσαλονίκη, την Καλαμαριά, την Αθήνα, τον Πειραιά, πολύ περισσότερο για τα 1.000 ορφανά και τα παιδιά των άπορων οικογενειών. Στην Καλαμαριά και τη Θεσσαλονίκη ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, σε συνεργασία με το ποντιακό σωματείο "Εύξεινος Λέσχη" και προσωπικότητες όπως ο γιατρός Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, ο εθνογράφος Μιχάλης Μεταλλείδης και η Σοφία Ασλανίδου, απέστειλε περίπου σε χωριά της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Τα παιδάκια ήταν κυρίως προσφυγικής καταγωγής, από 6 έως 15 χρονών».
*Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ σε ρεπορτάζ της Σοφίας Προκοπίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.