Πριν από 49 χρόνια, στις 10 Φεβρουαρίου 1975, έφευγε από τη ζωή ο ποιητής και συγγραφέας Νίκος Καββαδίας, ο μόνος ίσως που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικοὺς που γνώρισε, τοὺς έρωτες, τους καβγάδες και τους θανάτους στὰ λιμάνια, με τη γλώσσα των καραβιών, αλλὰ και κάποιους ιδιωματισμοὺς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στὰ γνήσια λαϊκὰ ελληνικά του.
Ο Καββαδίας στο ΕΑΜ
Ο Καββαδίας στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ, αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών. Την περίοδο αυτή άρχιζε να δημοσιεύει και τα αντιστασιακά του ποιήματα, με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη».
Μέσω του ΕΑΜ Λογοτεχνών γνωρίστηκε με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Το 1943 έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Σε αυτή την περίοδο αρχίζει τα γράφει τα αντιστασιακά του ποιήματα, τα οποία έχουν καθαρά πολιτικό περιεχόμενο.
«Αθήνα 1943» είναι το πρώτο του ποίημα, που το δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο περιοδικό «Πρωτοπόροι» το Δεκέμβρη του 1943:
Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορεινός απ’ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω»
ως τις εφτά που θ’ ακουστεί « Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ ( βάλ’ το σιγά) « Εδώ Λονδίνο».
Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ’ την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.
Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.
Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» και το ποίημα «Αντίσταση». Ο Νίκος Καββαδίας ανέλαβε για ένα διάστημα επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών μέχρι που μπάρκαρε πάλι, ενώ το 1946, μαζί με άλλους διανοούμενους, υπέγραψε διαμαρτυρία κατά του Γ΄ Ψηφίσματος που επέβαλε τη θανατική ποινή για πολιτικά αδικήματα και ήταν ο «θεμέλιος λίθος» του αντικομμουνιστικού οργίου. Λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική», όπου αφιέρωσε και το ποίημά του «Σπουδαστές». Στη διάρκεια της δικτατορίας αξιοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις.
Τρεις ποιητικές συλλογές
Τρεις ποιητικές συλλογές εξέδωσε ο Νίκος Καββαδίας, η τελευταία εκδόθηκε μετά το θάνατο του από εγκεφαλικό το 1975. Η δουλειά του λοιπόν είναι ήδη περιορισμένη σε σύγκριση με συγγραφείς πολυγραφότατους όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης. Όμως μέσα σε αυτά τα μικρά βιβλιαράκια κρύβεται τόση πίκρα, τόση μοναξιά και τόση τρυφερότητα όσα είναι τα κύματα της θάλασσας που υμνεί ο ποιητής. Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς τα ποιήματα του ως ελαφρό ανάγνωσμα, και εντελώς απίθανο να μη συγκινηθεί. Ανάμεσα στις τρεις συλλογές μεσολαβούν πολλά χρόνια και αυτό αποτυπώνεται στο τελικό αποτέλεσμα, καθώς η καθεμιά δίνει και διαφορετική αίσθηση, σαν να υποδεικνύει την ωρίμανση του ποιητή.
Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετῶν, αφήνοντας την ασφαλή δουλειὰ του ναυτικού γραφείου, είναι ορατὸς σε κάθε στίχο του, και τόσο δυνατὸς, ποὺ διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις άγνωστες λέξεις και τους ναυτικοὺς όρους, και να συνεπαρθεί απόλυτα απὸ την αλήθεια του λόγου του ποιητή.
Απὸ παιδὶ ένιωσε ακατανίκητη έλξη για τη θάλασσα γι᾿ αυτὸ και έγινε ναυτικός. Τα ποιήματά του έχουν ἔχουν πλαίσιο τη θάλασσα και θέμα τη σκληρὴ ζωὴ των ναυτικών. Ωστόσο για τον Καββαδία, ποὺ είναι ιδανικὸς εραστὴς «των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», η θάλασσα είναι ένας μαγικὸς κόσμος. Απὸ αυτὴ αντλεί δύναμη και αγάπη για τον άνθρωπο.
Το Μαραμπού
Πρώτη του εκδοτική απόπειρα, το Μαραμπού, που κυκλοφόρησε το 1933 σε 245 μόλις αντίτυπα, με δικά του έξοδα. Ο Καββαδίας, που καταγόταν από την Κεφαλονιά, νησί με ναυτική παράδοση, μπαρκάρισε πρώτη φορά το 1929, και στο Μαραμπού αποτυπώνεται φανερά η επιθυμία του να γίνει ναυτικός, ο φόβος ότι ο θάνατος μπορεί να τον βρει στη στεριά –όπως και έγινε- και οι πρώτες, έντονες, εντυπώσεις του από τη ζωή του ναυτικού.
Στο Μαραμπού υπάρχει βέβαια η θλίψη που είναι σήμα κατατεθέν της ποίησης του, όμως βρίσκεται ως επί το πλείστον σε επίπεδο συμβολικό. Μιλάει για τον θάνατο, πολύ πιο ξεκάθαρα απ’ ότι στις επόμενες δουλειές του. Μιλάει για την λαχτάρα για ταξίδι, μια λαχτάρα βαθιά, εσωτερική ακατανίκητη και ανεκπλήρωτη.
Το Πούσι
Το 1947 εκδίδεται το Πούσι, πολύ διαφορετικό από το Μαραμπού, πολύ πιο εσωτερικό. Ο Καββαδίας είναι τώρα ασυρματιστής, έχει μεσολαβήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η αντιστασιακή του δράση. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο Πούσι είναι πιο αέρινα, διακρίνει κανείς μια μεταφυσική παρουσία να πλανιέται, το στοιχειώνει η γυναικεία παρουσία χωρίς ποτέ να γίνεται φορτική, πάντα διακριτικά.
Η τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή ολοκληρώθηκε λίγο πριν το θάνατο του και εκδόθηκε μετά από αυτόν. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο Τραβέρσο έχουν γραφτεί από το 1951 μέχρι το 1975 και είναι η μοναδική συλλογή όπου σχεδόν το κάθε ποίημα έχει ημερομηνία. ΤοΤραβέρσο είναι σε μεγάλο βαθμό μια συνομιλία του ποιητή με τον εαυτό του. Εδώ είναι που το Καββαδίας ρίχνει το παραπέτασμα και αφήνει τον εαυτό του εκτεθειμένο στον αναγνώστη ακόμα περισσότερο απ’ ότι στο Πούσι. Φαίνεται ότι τα ποιήματα του προκύπτουν μέσα από μια βαθιά ενδοσκόπηση, μια αναμέτρηση με τα πεπραγμένα του:
Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική και Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πώς να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Ο Καββαδίας στο ΕΑΜ
Ο Καββαδίας στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ, αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών. Την περίοδο αυτή άρχιζε να δημοσιεύει και τα αντιστασιακά του ποιήματα, με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη».
Μέσω του ΕΑΜ Λογοτεχνών γνωρίστηκε με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Το 1943 έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Σε αυτή την περίοδο αρχίζει τα γράφει τα αντιστασιακά του ποιήματα, τα οποία έχουν καθαρά πολιτικό περιεχόμενο.
«Αθήνα 1943» είναι το πρώτο του ποίημα, που το δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο περιοδικό «Πρωτοπόροι» το Δεκέμβρη του 1943:
Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορεινός απ’ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω»
ως τις εφτά που θ’ ακουστεί « Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ ( βάλ’ το σιγά) « Εδώ Λονδίνο».
Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ’ την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.
Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.
Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» και το ποίημα «Αντίσταση». Ο Νίκος Καββαδίας ανέλαβε για ένα διάστημα επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών μέχρι που μπάρκαρε πάλι, ενώ το 1946, μαζί με άλλους διανοούμενους, υπέγραψε διαμαρτυρία κατά του Γ΄ Ψηφίσματος που επέβαλε τη θανατική ποινή για πολιτικά αδικήματα και ήταν ο «θεμέλιος λίθος» του αντικομμουνιστικού οργίου. Λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική», όπου αφιέρωσε και το ποίημά του «Σπουδαστές». Στη διάρκεια της δικτατορίας αξιοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις.
Τρεις ποιητικές συλλογές
Τρεις ποιητικές συλλογές εξέδωσε ο Νίκος Καββαδίας, η τελευταία εκδόθηκε μετά το θάνατο του από εγκεφαλικό το 1975. Η δουλειά του λοιπόν είναι ήδη περιορισμένη σε σύγκριση με συγγραφείς πολυγραφότατους όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης. Όμως μέσα σε αυτά τα μικρά βιβλιαράκια κρύβεται τόση πίκρα, τόση μοναξιά και τόση τρυφερότητα όσα είναι τα κύματα της θάλασσας που υμνεί ο ποιητής. Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς τα ποιήματα του ως ελαφρό ανάγνωσμα, και εντελώς απίθανο να μη συγκινηθεί. Ανάμεσα στις τρεις συλλογές μεσολαβούν πολλά χρόνια και αυτό αποτυπώνεται στο τελικό αποτέλεσμα, καθώς η καθεμιά δίνει και διαφορετική αίσθηση, σαν να υποδεικνύει την ωρίμανση του ποιητή.
Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετῶν, αφήνοντας την ασφαλή δουλειὰ του ναυτικού γραφείου, είναι ορατὸς σε κάθε στίχο του, και τόσο δυνατὸς, ποὺ διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις άγνωστες λέξεις και τους ναυτικοὺς όρους, και να συνεπαρθεί απόλυτα απὸ την αλήθεια του λόγου του ποιητή.
Απὸ παιδὶ ένιωσε ακατανίκητη έλξη για τη θάλασσα γι᾿ αυτὸ και έγινε ναυτικός. Τα ποιήματά του έχουν ἔχουν πλαίσιο τη θάλασσα και θέμα τη σκληρὴ ζωὴ των ναυτικών. Ωστόσο για τον Καββαδία, ποὺ είναι ιδανικὸς εραστὴς «των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», η θάλασσα είναι ένας μαγικὸς κόσμος. Απὸ αυτὴ αντλεί δύναμη και αγάπη για τον άνθρωπο.
Το Μαραμπού
Πρώτη του εκδοτική απόπειρα, το Μαραμπού, που κυκλοφόρησε το 1933 σε 245 μόλις αντίτυπα, με δικά του έξοδα. Ο Καββαδίας, που καταγόταν από την Κεφαλονιά, νησί με ναυτική παράδοση, μπαρκάρισε πρώτη φορά το 1929, και στο Μαραμπού αποτυπώνεται φανερά η επιθυμία του να γίνει ναυτικός, ο φόβος ότι ο θάνατος μπορεί να τον βρει στη στεριά –όπως και έγινε- και οι πρώτες, έντονες, εντυπώσεις του από τη ζωή του ναυτικού.
Στο Μαραμπού υπάρχει βέβαια η θλίψη που είναι σήμα κατατεθέν της ποίησης του, όμως βρίσκεται ως επί το πλείστον σε επίπεδο συμβολικό. Μιλάει για τον θάνατο, πολύ πιο ξεκάθαρα απ’ ότι στις επόμενες δουλειές του. Μιλάει για την λαχτάρα για ταξίδι, μια λαχτάρα βαθιά, εσωτερική ακατανίκητη και ανεκπλήρωτη.
Το Πούσι
Το 1947 εκδίδεται το Πούσι, πολύ διαφορετικό από το Μαραμπού, πολύ πιο εσωτερικό. Ο Καββαδίας είναι τώρα ασυρματιστής, έχει μεσολαβήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η αντιστασιακή του δράση. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο Πούσι είναι πιο αέρινα, διακρίνει κανείς μια μεταφυσική παρουσία να πλανιέται, το στοιχειώνει η γυναικεία παρουσία χωρίς ποτέ να γίνεται φορτική, πάντα διακριτικά.
Η τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή ολοκληρώθηκε λίγο πριν το θάνατο του και εκδόθηκε μετά από αυτόν. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο Τραβέρσο έχουν γραφτεί από το 1951 μέχρι το 1975 και είναι η μοναδική συλλογή όπου σχεδόν το κάθε ποίημα έχει ημερομηνία. ΤοΤραβέρσο είναι σε μεγάλο βαθμό μια συνομιλία του ποιητή με τον εαυτό του. Εδώ είναι που το Καββαδίας ρίχνει το παραπέτασμα και αφήνει τον εαυτό του εκτεθειμένο στον αναγνώστη ακόμα περισσότερο απ’ ότι στο Πούσι. Φαίνεται ότι τα ποιήματα του προκύπτουν μέσα από μια βαθιά ενδοσκόπηση, μια αναμέτρηση με τα πεπραγμένα του:
Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική και Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πώς να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.