του Βαγγέλη Πάλλα*
«Δημοσιογραφία θα πει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν. Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις», έλεγε ο Τζωρτζ Όργουελ. Σήμερα, αυτό παραμένει ακόμα πιο επίκαιρο, σε μια εποχή όπου τα ΜΜΕ και ο έλεγχος επί αυτών έχει καταστεί ένα θέμα αμφιλεγόμενης ηθικής. Γιατί, ενώ η δημοσιογραφία θα έπρεπε ιδανικά να είναι ανεξάρτητη, αντικειμενική και χωρίς πολιτικές πεποιθήσεις, πλέον, στα γραφεία των ΜΜΕ περιπλανάται η κυρίαρχη οικονομική διαπλοκή.
Πώς όμως ξεχωρίζουμε την αλήθεια σε όσα διαβάζουμε; και πώς μπορούμε να ελέγξουμε την αυθεντικότητα σε όσα δημοσιεύονται. Η επικρατούσα άποψη που συμμερίζονται οι πολίτες, είναι πως τα γεγονότα της πραγματικότητας, όπως εξελίσσονται καθημερινά, απουσιάζουν από τα ρεπορτάζ, κυρίως ακούμε ή διαβάζουμε την «δημοσιογραφία της άποψης».
Στην Ελλάδα, ειδικά οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ και μάλιστα αποφεύγουν και τις ειδήσεις. Μια πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε πως οι Έλληνες κατέχουν το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ με μόλις 23%...
Σήμερα, ενώ υπάρχουν περισσότεροι δημοσιογράφοι ασκείται λιγότερη δημοσιογραφία. Το επάγγελμα έχει πάρει άσχημη στροφή. Βρισκόμαστε ασφαλώς σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι για το ρόλο του σύγχρονου δημοσιογράφου. Η απώλεια της ανεξαρτησίας του, παρά τους αγώνες τόσων ετών για την προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, η ανασφάλεια και η ρευστότητα που χαρακτηρίζουν το εργασιακό περιβάλλον των Μέσων σήμερα είναι ένα γεγονός που βιώνουμε καθημερινά.
Την ιστορία πάντοτε την έγραφαν οι νικητές, τη σύγχρονη όμως ιστορία τη γράφουν οι νικητές του αδυσώπητου του πολέμου στα ΜΜΕ, οι τηλεοπτικές κάμερες. Αν ένα γεγονός δεν εμφανισθεί στο γυαλί, αυτό σημαίνει ότι δεν αξίζει να προβληθεί, δηλαδή δεν χρειάζεται να το πληροφορηθεί το κοινό. Μια είδηση που δεν φτάνει στα δελτία των ΜΜΕ όσο σημαντική και αν είναι, είναι σαν να μην υπάρχει. Αλλά οι ειδήσεις που περνούν από τη λογοκρισία της τηλεοπτικής επιλογής εμπεριέχουν υποχρεωτικά και την επίσημη ερμηνεία μιας πολιτικής ή κομματικής εξέλιξης.
Τηλεοπτική μιντιοκρατία
Για να καλύψουν τις «αδυναμίες» τους, ο μηχανισμός της τηλεοπτικής μιντιοκρατίας έχει μεριμνήσει χρίζοντας «αιρετικούς» ή «ανατρεπτικούς». Κάποιους «ειδικούς» τηλεοπτικούς αναλυτές και ειδικούς. Τους καλούν τους ίδιους και τους ίδιους σε δελτία και πάνελ για να αντιπαρατεθούν υποτίθεται στον κυρίαρχο λόγο. Αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται ως «γραφικοί» ή «αντιεξουσιαστές. Όσοι δεν συμφωνούν με τους αυθεντικούς εκφραστές της κοινής αστικής γνώμης.
Είναι πάνδημη α αγανάκτηση με τον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ καλύπτουν τα μεγαλειώδη νέα (πολιτικά – οικονομικά) και ήρθε να συμπληρώσει τη δυσφορία της κοινής γνώμης για το επίπεδο της τηλεοπτικής ενημέρωσης σχετικά με την «εξάρθρωση της τρομοκρατίας». Αναφέρομαι στο δόγμα «τάξη και ασφάλεια».
Τα συστημικά ΜΜΕ στην ανάπτυξη της ειδησεογραφικής θεματολογίας, εστιάζουν σε συγκεκριμένες λειτουργίες και την ανάδειξη μιας συγκεκριμένης οπτικής, ακολουθώντας ένα σαφές πολιτικό σκεπτικό: υποβάθμιση, συκοφάντηση και περιθωριοποίηση κάθε φωνής που αμφισβητεί τη δεδομένη αστική κοινωνική και πολιτική τάξη.
Η θλιβερή μοναξιά μπροστά στον κατήφορο της τηλεοπτικής ενημέρωσης
Τα φερόμενα συστημικά ΜΜΕ επί πολλές εβδομάδες είχαν το ίδιο ένα και μοναδικό θέμα. Το ατελείωτο αγχωτικό περιβάλλον για την τρομοκρατία (καταλήψεις) όπως και το καλοκαίρι του 2015 για το δημοψήφισμα του όχι.
Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τάνκς, αφού υπάρχει η τηλεόραση… Ουμπέρτο Εκο
Όλα τα συστημικά ΜΜΕ, έχουν καταπατήσει κάθε έννοια δεοντολογίας, προβάλλοντας ότι εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη που καταρρέει και η οποία είναι απολύτως ελεγχόμενη μιας επιχειρηματικής ελίτ η οποία δεν έχει πατριωτικά χαρακτηριστικά.
Η προσπάθεια ελέγχου της συνείδησης των Ελλήνων βρίσκεται σε εξέλιξη οργανωμένη από επαγγελματίες του είδους λογοκρισία σημαίνει κατάργηση, απαγόρευση, παρεμπόδιση, περικοπή και παρακράτηση της πληροφορίας, αφού η εξουσία θεωρεί ότι είναι σημαντικό ο έλεγχος της έκφρασης και της επικοινωνίας.
Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα συστημικά ελληνικά ΜΜΕ είναι κρατικοδίαιτα εξαρτούνται σε μεγάλο βαθμό από την κρατική διαφήμιση το ύψος της οποίας ποικίλει από μέσο σε μέσο ανάλογα με τις διασυνδέσεις του κάθε ιδιοκτήτη στην κυβέρνηση και το κράτος.
Παράδειγμα που το επιβεβαιώνει: Η Alpha Bank το 2018 έδωσε στον ΣΚΑΙ 886.317,97 ευρώ και στις καθημερινές εκδόσεις (εφημερίδα Καθημερινή) 360.113,05 ευρώ. Κάτι παραπάνω από 1.200.000 ευρώ εισέπραξε μόνο το 2018 εν ολίγοις ο δημοσιογραφικός όμιλος του Γιάννη Αλαφούζου. Το Πρώτο Θέμα τώρα πήρε 405.404,14 ευρώ, ενώ η Alter Ego του Βαγγέλη Μαρινάκη 481.271,00 ευρώ. Η Νέα Τηλεόραση Α.Ε. στην οποία ανήκει το Star Channel της οικογένειας Βαρδινογιάννη πήρε 575.619,13 ευρώ. Ant1 και Alpha πήραν 442.107, 28 και 714.338,49 ευρώ αντίστοιχα, ενώ το Open του Σαββίδη εισέπραξε 96.779,00 ευρώ.
Και πάμε τώρα στην Τράπεζα Πειραιώς. Στον Alpha έδωσε 342 χιλιάδες ευρώ για την τηλεοπτική του επιχείρηση ενώ 89 χιλιάδες ευρώ έδωσε για το ραδιόφωνο του. 121.000 ευρώ εισέπραξε το Open TV του Σαββίδη, ενώ η Alter Ego του Βαγγέλη Μαρινάκη κάτι παραπάνω από 704 χιλιάδες ευρώ. Πάνω από 1.000.000 ευρώ πήρε ο Ant1 ενώ το Πρώτο Θέμα περισσότερα από 700.000 ευρώ. Η Καθημερινή εισέπραξε 734 χιλιάδες ευρώ ενώ το ΣΚΑΙ 445 χιλιάδες ευρώ. Τέλος το Star εισέπραξε 311 χιλιάδες ευρώ.
Σε μόλις έναν χρόνο και από δύο μόνο τράπεζες καθώς για τις άλλες δύο συστημικές, όπως προανέφερα, δεν κατάφερα να βρω στοιχεία ο όμιλος του Γιάννη Αλαφούζου έβγαλε κοντά 2,5 εκατομμύρια ευρώ. Το Πρώτο Θέμα εισέπραξε περισσότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ, ενώ η τηλεοπτική εταιρεία του Βαγγέλη Μαρινάκη έβγαλε κοντά στο 1,5 εκατομμύριο ευρώ.
Κοιτώντας ωστόσο τη διαφημιστική δαπάνη συνολικά αυτό που συμπέρανα είναι ότι το ύψος του ποσού που δίνεται δεν έχει να κάνει καθόλου με την επισκεψιμότητα και το μέγεθος του κάθε μέσου.
Η εφημερίδα Φιλελεύθερος και το site liberal.gr που έχουν κοινό ιδιοκτήτη για παράδειγμα, πήραν από τις δυο τράπεζες το 2018 παραπάνω από 200 χιλιάδες ευρώ. Ο Φιλελεύθερος είναι μια καθημερινή εφημερίδα που δεν πουλάει πάνω από 2,500 φύλλα. Αποτελεί ωστόσο κάτι σαν ανεπίσημη εφημερίδα της Νέας Δημοκρατίας, οπότε ίσως να έπαιξε και αυτό κάποιον ρόλο. Ενδεχομένως το θέμα να μην είναι πόσοι τη διαβάζουν αλλά ποιοι, άλλη εξήγηση δεν μπορώ να βρω ειλικρινά.
Δυστυχώς το payroll των τραπεζών περιλαμβάνει εκατοντάδες ακόμα μέσα. Κάποια από αυτά- πραγματικά ελάχιστα- εισπράττουν ποσά που θεωρητικά τα δικαιολογούν με βάση το μέγεθος τους, κάποια άλλα- τα περισσότερα για την ακρίβεια ωστόσο όχι. Στη λίστα βρίσκονται και 3 τοπικά μέσα ενημέρωσης, εκ των οποίων το 1 εισέπραξε 16.000 ευρώ αν και την τηλεοπτική του συχνότητα την παρακολουθούν οριακά μόνο οι οικογένειες του ιδιοκτήτη και των παρουσιαστών.
Πεθαίνει το έντυπο;
Το έντυπο πεθαίνει. Μαζί και οι εφημερίδες. Η τηλεόραση πεθαίνει. Μαζί και η δυνατότητα της κεντρικά ελεγχόμενης προπαγάνδας. Τα social media είναι πλέον το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας και πληροφόρησης.
Σε αυτό το πλαίσιο πόσο σημαντική είναι η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος στα σημερινά τηλεοπτικά κανάλια και στις πάλαι ποτέ μεγάλες εφημερίδες; Όχι όσο ήταν ούτε όσο φαντάζονται οι (μιντιακές, οικονομικές και πολιτικές) ελίτ που συνήθιζαν (και επιθυμούν να συνεχίσουν) να ελέγχουν την κοινή γνώμη. Ευτυχώς για μας, έχουν ήδη χάσει τον πόλεμο από τα social media.
Στην εποχή της γενικευμένης, σε διεθνές επίπεδο, κρίσης αντιπροσώπευσης δεν θα μπορούσε να μείνει αλώβητη η αξιοπιστία των ΜΜΕ. Άλλωστε, στην κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας, ο νούμερο ένα μεσάζοντας είναι τα ΜΜΕ. Ωστόσο, η καταβαράθρωση της αξιοπιστίας των ελληνικών ΜΜΕ και της ικανότητάς τους να επηρεάζουν οφείλεται και σε ενδογενείς αιτίες.
Τα μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ, ειδικά τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, είχαν υιοθετήσει εχθρική στάση απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις τόσο πριν από τη μνημονιακή εποχή όσο και (ιδιαίτερα) κατά τη διάρκεια του αντιμνημονιακού αγώνα. Η δυσφήμηση των διαδηλώσεων ή άλλων δυναμικών ενεργειών υπήρξε σταθερή παράμετρος της ειδησεογραφίας που στόχευε σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες: φοιτητές του 2006-7, αγωνιζόμενη νεολαία του Δεκέμβρη 2008, αγρότες κ.λπ. Από το 2010 όμως, τα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν δίστασαν να εφαρμόσουν την ίδια πρακτική και απέναντι στο σύνολο των απεργών και διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για τις μνημονιακές πολιτικές.
Η εικόνα ξεκαθάρισε ακόμα περισσότερο όταν ολοκληρώθηκε η εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια των κομμάτων και των ΜΜΕ. Αν και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για τα συμφέροντα που εξυπηρετούσαν κανάλια και εφημερίδες που ανήκαν σε μεγάλους επιχειρηματίες, ο εγκιβωτισμός τους στο τρίγωνο διαπλοκής (ΜΜΕ - πολιτικά κόμματα - τράπεζες) τούς προσέδωσε το στάτους του ανήθικου, του παράνομου, του κλέφτη. Η υπεράσπισή τους δε από τη Ν.Δ. και η ευθυγράμμιση των αντικυβερνητικών αφηγημάτων αμφοτέρων αναδίδει οσμή πληρωμένου συμβολαίου. Η κατά συρροή προσφυγή στον κιτρινισμό και στα fake news πλησιάζει επικίνδυνα τα όρια της γκαιμπελικής προπαγάνδας.
Η εικόνα πολιτικών εφημερίδων που αντιγράφουν μεθόδους οπαδικών εφημερίδων ή αντίστοιχων σκανδαλοθηρικών αποκαλύπτει πως τα συγκεκριμένα ΜΜΕ δεν ενδιαφέρονται πλέον να ενημερώσουν. Θέλουν απλώς να δημιουργήσουν εντυπώσεις που να φθείρουν την κυβέρνηση. … Οπότε δεν είναι ένα παραδοσιακό θέμα ελευθερίας του τύπου εάν προτιμάτε, γιατί δεν περιορίζεται ο λόγος κανενός. Αλλά είναι μια θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του τύπου. Αυτή η φιγούρα που ελέγχει και ερευνά μια κυβέρνηση και τους ανθρώπους που κατέχουν πόστα εξουσίας …
Τι είναι δημοσιογραφία;
Τι είναι δημοσιογραφία; Στην ουσία είναι να ρίξεις έναν πρόεδρο. Ο στόχος των ΜΜΕ σήμερα είναι να ρίξουν τους πολιτικούς ηγέτες. Αυτό είναι κατανοητό και γίνεται με την σύμπραξη αστικής τάξης (ΝΔ) και ΜΜΕ. Στο Σπίλμπεργκ στην τελευταία του ταινία «the papers” για τα σκάνδαλα του πενταγώνου επανέρχεται. Τι είναι δημοσιογραφία; Στην ουσία είναι να ρίξεις έναν πρόεδρο…
Η παραπληροφόρηση, η προπαγάνδα, οι ψευδείς ειδήσεις δεν παύουν να αποτελούν πονοκέφαλο για τον κόσμο των μίντια και οι υπεύθυνοι του κλάδου, που συνέβαλαν στην ανάπτυξή τους, συνειδητοποιώντας το μέγεθος των συνεπειών που προκάλεσαν αναζητούν τρόπους να λύσουν το πρόβλημα.
Ο προβληματισμός σχετικά με την δημοσιογραφία και τον ρόλο των ΜΜΕ παραμένουν σταθερά στο προσκήνιο. Πώς ορίζεται η ποιότητα του δημοσίου λόγου; Τι σημαίνει αμερόληπτη ενημέρωση και πώς ενσαρκώνεται η αντικειμενικότητα; Στην κυνική εποχή μας, λίγοι πλέον λογαριάζουν ποιος λέει ή γράφει η αποφασίζει κάτι, χωρίς να μας ενδιαφέρει περισσότερο το ποιος είναι και ποιο το προσωπικό του συμφέρον στην υπόθεση, καθώς και ποιες είναι οι διασυνδέσεις του με κάποια πολιτική ομάδα.
….Διαβάζοντας τις εφημερίδες, ακούγοντας το ραδιόφωνο, κοιτάζοντας την τηλεόραση, ερμηνεύοντας τις δηλώσεις των πολιτικών, των επιχειρηματιών, των ανθρώπων του πολιτισμού, δεν μπαίνεις καν στο ερώτημα να διακρίνεις το αληθινό από το ψεύτικο: είναι τα περισσότερα, αν όχι και όλα, ψέματα. Τίθεται λοιπόν το πρόβλημα να δούμε με ποιο τρόπο οι διάφορες εκδηλώσεις του ψεύδους αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, να μελετήσουμε τους διάφορους τρόπους της τέχνης αλλοίωσης της πραγματικότητας.
Βέβαια, αυτή η τεχνική υπάρχει ήδη: εδώ και καιρό την γνωρίζουν οι ιστορικοί που ερμηνεύουν τα όποια ντοκουμέντα, για τους διπλωμάτες είναι καθημερινή πρακτική, σήμερα όμως έχουμε την αίσθηση ότι αναγκαστικά γίνεται κάθε μέρα τέχνη για τους πάντες, απ’ τη στιγμή που σχεδόν ολόκληρη η δημόσια και κοινωνική ζωή κινείται μέσα στο ψεύδος, αναπνέει το ψεύδος…
Ο τύπος και οι δημοσιογράφοι είναι διαχρονικά ο μόνιμος εχθρός κάθε εξουσίας, αλλά είναι και ο απαραίτητος κόμβος κάθε αστικής εξουσίας για να εξουσιάζει και να κυβερνά. Ενώ ο διακαής πόθος της αστικής εξουσίας είναι να φιμώσει και να ελέγξει τα μέσα ενημέρωσης, προσφέροντας δάνεια, απαλλαγές φορολογικές, ασυλία, ακόμη και ανοχή σε εγκληματικές ενέργειες.
Αν η ενημέρωση μπορεί να θεωρηθεί «προϊόν» προς κατανάλωση, όσοι συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον σχεδιασμό και την «παραγωγή» του - δημοσιογράφοι, εκδότες, διαχειριστές- θα πρέπει να προβληματιστούν σοβαρά με την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Μελέτης Δημοσιογραφίας του πρακτορείου Reuters. Για όσους εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι λειτούργημα, προϋπόθεση και ακρογωνιαίος λίθος της πολυφωνίας και της δημοκρατίας, η παραπάνω έρευνα αποτελεί οπωσδήποτε ένα είδος συναγερμού.
Η εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης παραμένει σε χαμηλά επίπεδα παγκοσμίως, όμως ούτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρούνται αξιόπιστες εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης.
Το Διαδίκτυο και τα social media έχουν επιδεινώσει τη χαμηλή εμπιστοσύνη του κόσμου στη «βιομηχανία» της ενημέρωσης σε συνάρτηση με το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων, αλλά αυτό δεν εξηγεί τα πάντα. Διαπιστώνεται πως σε πολλές χώρες οι βασικοί παράγοντες της δυσπιστίας απέναντι στα ΜΜΕ σχετίζονται τόσο με τη βαθιά ριζωμένη πολιτική πόλωση όσο και με την αντιληπτή απ’ το κοινό μεροληψία, που εκφράζουν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Greek... news
Ειδικά για την Ελλάδα, οι στατιστικές αποτυπώνουν πολύ χαρακτηριστικά τις τάσεις της τρέχουσας συγκυρίας: Η μοναδική χώρα-μεταξύ των υπό εξέταση 36- που αποτελεί εξαίρεση στη βασική διαπίστωση της έρευνας, το κοινό της οποίας θεωρεί τα social media πιο αξιόπιστα από τα παραδοσιακά media - κατά την ακριβή διατύπωση του ερωτήματος, «πιο ικανά να ξεχωρίζουν τις αληθινές από τις ψεύτικες ειδήσεις»- είναι η Ελλάδα!
Είναι παράλληλα η πρώτη χώρα (μαζί με την Τουρκία) στη λίστα με τα υψηλότερα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι αποφεύγουν συχνά ή μερικές φορές την ενημέρωση- είτε διότι αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διάθεσή τους, είτε επειδή δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ- και τελευταία (μετά τη Χιλή και την Τσεχία) στις συνδρομές σε ενημερωτικούς ιστότοπους.
Τριάντα έξι χώρες κι από τις πέντε ηπείρους, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Βραζιλία, το Μεξικό, κι ένα κοινό 70.000 ανθρώπων μέσω on-line ερωτηματολογίου του ινστιτούτου YouGov, πήραν μέρος στην παγκόσμια έρευνα Digital News Report 2017 του πρακτορείου Reuters που έγινε στο διάστημα απ’ τα τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου εφέτος.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό και παράλληλα, αποκαρδιωτικό, εύρημα της έρευνας είναι ότι σχεδόν το ένα τρίτο των ερωτηθέντων (ποσοστό 29%) αποφεύγουν συχνά ή συστηματικά την ενημέρωση. Η αιτία γι’ αυτό έχει δύο όψεις: α) οι ειδήσεις έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική διάθεσή τους, β) το κοινό δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ. Απ’ όσους αποφεύγουν την ενημέρωση, το 33% δηλώνουν ότι το κάνουν διότι δεν μπορούν να είναι σίγουροι πως οι ειδήσεις που ακούν, βλέπουν, ή διαβάζουν είναι όντως αληθινές! Ένα μεγάλο μέρος του κοινού δηλαδή, έχει επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό από το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων που έχει καταστεί εκ προοιμίου καχύποπτο απέναντι στην ενημέρωση εν γένει.
Η έρευνα διαπιστώνει ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο: Στις περισσότερες χώρες υπάρχει μια ισχυρή διασύνδεση της δυσπιστίας απέναντι στα ΜΜΕ και «της αντιληπτής πολιτικής προκατάληψης». М’ άλλα λόγια, το επίπεδο δυσπιστίας απέναντι στα κυρίαρχα ΜΜΕ έχει άμεση σχέση του πόσο μεροληπτικά θεωρεί το κοινό ότι είναι αυτά. Η σχέση εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη σε χώρες με ψηλό δείκτη πολιτικής πόλωσης όπως π.χ. οι ΗΠΑ, η Ουγγαρία και η Ιταλία. Σημειωτέον ότι ο Τραμπ έχει επανειλημμένα κατακρίνει τα παραδοσιακά ΜΜΕ για προώθηση «ψευδών ειδήσεων», έναν ισχυρισμό που καθιέρωσε κατά την προεκλογική εκστρατεία του υποστηρίζοντας ότι η κάλυψη της από τα ΜΜΕ ήταν «άδικη».
Fake news
Η φετινή έρευνα Reuters/YouGov ήταν η πρώτη που εξέτασε την ανταπόκριση του κοινού στην ποιότητα της ενημέρωσης από ια social media καθώς το 54% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι τα χρησιμοποιούν ως ενημερωτικές πηγές. Ωστόσο, μόλις το 24% αναγνώρισαν ότι τα social media έκαναν «καλή δουλειά» στο να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από τον μύθο, σε σχέση με το 40% που είδαν αυτή την προσπάθεια απ’ τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Μάλιστα, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, ο κόσμος έχει διπλάσια εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά media από ό,τι στα social media.
Αν και δεν υπάρχει γενικά εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ, υπάρχει διπλάσια εμπιστοσύνη σε αυτά ως προς την ικανότητά τους να ξεχωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα σε σχέση με τα social media», επισημαίνει ο Νικ Νιούμαν, επικεφαλής της ομάδας των ερευνητών του Reuters. Όμως, τα social media κάνουν κι αυτά σημαντική «δουλειά»: Είναι πολύ καλά στον τομέα της περιστασιακής ενημέρωσης και ιδιαίτερα σε χώρες όπου τα παραδοσιακά ΜΜΕ ελέγχονται.
«Εκθέτουν» τους ανθρώπους σε ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα ενημέρωσης και προβληματισμού όπως π.χ. το μεταναστευτικό, ή όπως θέματα ΛΟΑΤ. «Οι ψεύτικες ειδήσεις μπορεί να είναι το καλύτερο πράγμα που έχει συμβεί στη δημοσιογραφία εδώ και πολύ καιρό. Είναι μια ευκαιρία να αποκατασταθεί η αξία των παραδοσιακών μέσων και να υπάρξει εστίαση στην ποιότητα» αναφέρει ο υπεύθυνος της έρευνας φέρνοντας ως παράδειγμα την άνοδο του αριθμού ηλεκτρονικών συνδρομών σε ειδησεογραφικούς οργανισμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 16% των ερωτηθέντων δήλωσαν εφέτος πως είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για την ενημέρωση τους σε σχέση με το περυσινό 9%, ένδειξη ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει και σε άλλες χώρες.
*Ο Βαγγέλης Πάλλας είναι δημοσιογράφος-αναλυτής, εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού "Περίπτερον"
«Δημοσιογραφία θα πει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν. Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις», έλεγε ο Τζωρτζ Όργουελ. Σήμερα, αυτό παραμένει ακόμα πιο επίκαιρο, σε μια εποχή όπου τα ΜΜΕ και ο έλεγχος επί αυτών έχει καταστεί ένα θέμα αμφιλεγόμενης ηθικής. Γιατί, ενώ η δημοσιογραφία θα έπρεπε ιδανικά να είναι ανεξάρτητη, αντικειμενική και χωρίς πολιτικές πεποιθήσεις, πλέον, στα γραφεία των ΜΜΕ περιπλανάται η κυρίαρχη οικονομική διαπλοκή.
Πώς όμως ξεχωρίζουμε την αλήθεια σε όσα διαβάζουμε; και πώς μπορούμε να ελέγξουμε την αυθεντικότητα σε όσα δημοσιεύονται. Η επικρατούσα άποψη που συμμερίζονται οι πολίτες, είναι πως τα γεγονότα της πραγματικότητας, όπως εξελίσσονται καθημερινά, απουσιάζουν από τα ρεπορτάζ, κυρίως ακούμε ή διαβάζουμε την «δημοσιογραφία της άποψης».
Στην Ελλάδα, ειδικά οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ και μάλιστα αποφεύγουν και τις ειδήσεις. Μια πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε πως οι Έλληνες κατέχουν το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ με μόλις 23%...
Σήμερα, ενώ υπάρχουν περισσότεροι δημοσιογράφοι ασκείται λιγότερη δημοσιογραφία. Το επάγγελμα έχει πάρει άσχημη στροφή. Βρισκόμαστε ασφαλώς σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι για το ρόλο του σύγχρονου δημοσιογράφου. Η απώλεια της ανεξαρτησίας του, παρά τους αγώνες τόσων ετών για την προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, η ανασφάλεια και η ρευστότητα που χαρακτηρίζουν το εργασιακό περιβάλλον των Μέσων σήμερα είναι ένα γεγονός που βιώνουμε καθημερινά.
Την ιστορία πάντοτε την έγραφαν οι νικητές, τη σύγχρονη όμως ιστορία τη γράφουν οι νικητές του αδυσώπητου του πολέμου στα ΜΜΕ, οι τηλεοπτικές κάμερες. Αν ένα γεγονός δεν εμφανισθεί στο γυαλί, αυτό σημαίνει ότι δεν αξίζει να προβληθεί, δηλαδή δεν χρειάζεται να το πληροφορηθεί το κοινό. Μια είδηση που δεν φτάνει στα δελτία των ΜΜΕ όσο σημαντική και αν είναι, είναι σαν να μην υπάρχει. Αλλά οι ειδήσεις που περνούν από τη λογοκρισία της τηλεοπτικής επιλογής εμπεριέχουν υποχρεωτικά και την επίσημη ερμηνεία μιας πολιτικής ή κομματικής εξέλιξης.
Τηλεοπτική μιντιοκρατία
Για να καλύψουν τις «αδυναμίες» τους, ο μηχανισμός της τηλεοπτικής μιντιοκρατίας έχει μεριμνήσει χρίζοντας «αιρετικούς» ή «ανατρεπτικούς». Κάποιους «ειδικούς» τηλεοπτικούς αναλυτές και ειδικούς. Τους καλούν τους ίδιους και τους ίδιους σε δελτία και πάνελ για να αντιπαρατεθούν υποτίθεται στον κυρίαρχο λόγο. Αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται ως «γραφικοί» ή «αντιεξουσιαστές. Όσοι δεν συμφωνούν με τους αυθεντικούς εκφραστές της κοινής αστικής γνώμης.
Είναι πάνδημη α αγανάκτηση με τον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ καλύπτουν τα μεγαλειώδη νέα (πολιτικά – οικονομικά) και ήρθε να συμπληρώσει τη δυσφορία της κοινής γνώμης για το επίπεδο της τηλεοπτικής ενημέρωσης σχετικά με την «εξάρθρωση της τρομοκρατίας». Αναφέρομαι στο δόγμα «τάξη και ασφάλεια».
Τα συστημικά ΜΜΕ στην ανάπτυξη της ειδησεογραφικής θεματολογίας, εστιάζουν σε συγκεκριμένες λειτουργίες και την ανάδειξη μιας συγκεκριμένης οπτικής, ακολουθώντας ένα σαφές πολιτικό σκεπτικό: υποβάθμιση, συκοφάντηση και περιθωριοποίηση κάθε φωνής που αμφισβητεί τη δεδομένη αστική κοινωνική και πολιτική τάξη.
Η θλιβερή μοναξιά μπροστά στον κατήφορο της τηλεοπτικής ενημέρωσης
Τα φερόμενα συστημικά ΜΜΕ επί πολλές εβδομάδες είχαν το ίδιο ένα και μοναδικό θέμα. Το ατελείωτο αγχωτικό περιβάλλον για την τρομοκρατία (καταλήψεις) όπως και το καλοκαίρι του 2015 για το δημοψήφισμα του όχι.
Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τάνκς, αφού υπάρχει η τηλεόραση… Ουμπέρτο Εκο
Όλα τα συστημικά ΜΜΕ, έχουν καταπατήσει κάθε έννοια δεοντολογίας, προβάλλοντας ότι εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη που καταρρέει και η οποία είναι απολύτως ελεγχόμενη μιας επιχειρηματικής ελίτ η οποία δεν έχει πατριωτικά χαρακτηριστικά.
Η προσπάθεια ελέγχου της συνείδησης των Ελλήνων βρίσκεται σε εξέλιξη οργανωμένη από επαγγελματίες του είδους λογοκρισία σημαίνει κατάργηση, απαγόρευση, παρεμπόδιση, περικοπή και παρακράτηση της πληροφορίας, αφού η εξουσία θεωρεί ότι είναι σημαντικό ο έλεγχος της έκφρασης και της επικοινωνίας.
Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα συστημικά ελληνικά ΜΜΕ είναι κρατικοδίαιτα εξαρτούνται σε μεγάλο βαθμό από την κρατική διαφήμιση το ύψος της οποίας ποικίλει από μέσο σε μέσο ανάλογα με τις διασυνδέσεις του κάθε ιδιοκτήτη στην κυβέρνηση και το κράτος.
Παράδειγμα που το επιβεβαιώνει: Η Alpha Bank το 2018 έδωσε στον ΣΚΑΙ 886.317,97 ευρώ και στις καθημερινές εκδόσεις (εφημερίδα Καθημερινή) 360.113,05 ευρώ. Κάτι παραπάνω από 1.200.000 ευρώ εισέπραξε μόνο το 2018 εν ολίγοις ο δημοσιογραφικός όμιλος του Γιάννη Αλαφούζου. Το Πρώτο Θέμα τώρα πήρε 405.404,14 ευρώ, ενώ η Alter Ego του Βαγγέλη Μαρινάκη 481.271,00 ευρώ. Η Νέα Τηλεόραση Α.Ε. στην οποία ανήκει το Star Channel της οικογένειας Βαρδινογιάννη πήρε 575.619,13 ευρώ. Ant1 και Alpha πήραν 442.107, 28 και 714.338,49 ευρώ αντίστοιχα, ενώ το Open του Σαββίδη εισέπραξε 96.779,00 ευρώ.
Και πάμε τώρα στην Τράπεζα Πειραιώς. Στον Alpha έδωσε 342 χιλιάδες ευρώ για την τηλεοπτική του επιχείρηση ενώ 89 χιλιάδες ευρώ έδωσε για το ραδιόφωνο του. 121.000 ευρώ εισέπραξε το Open TV του Σαββίδη, ενώ η Alter Ego του Βαγγέλη Μαρινάκη κάτι παραπάνω από 704 χιλιάδες ευρώ. Πάνω από 1.000.000 ευρώ πήρε ο Ant1 ενώ το Πρώτο Θέμα περισσότερα από 700.000 ευρώ. Η Καθημερινή εισέπραξε 734 χιλιάδες ευρώ ενώ το ΣΚΑΙ 445 χιλιάδες ευρώ. Τέλος το Star εισέπραξε 311 χιλιάδες ευρώ.
Σε μόλις έναν χρόνο και από δύο μόνο τράπεζες καθώς για τις άλλες δύο συστημικές, όπως προανέφερα, δεν κατάφερα να βρω στοιχεία ο όμιλος του Γιάννη Αλαφούζου έβγαλε κοντά 2,5 εκατομμύρια ευρώ. Το Πρώτο Θέμα εισέπραξε περισσότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ, ενώ η τηλεοπτική εταιρεία του Βαγγέλη Μαρινάκη έβγαλε κοντά στο 1,5 εκατομμύριο ευρώ.
Κοιτώντας ωστόσο τη διαφημιστική δαπάνη συνολικά αυτό που συμπέρανα είναι ότι το ύψος του ποσού που δίνεται δεν έχει να κάνει καθόλου με την επισκεψιμότητα και το μέγεθος του κάθε μέσου.
Η εφημερίδα Φιλελεύθερος και το site liberal.gr που έχουν κοινό ιδιοκτήτη για παράδειγμα, πήραν από τις δυο τράπεζες το 2018 παραπάνω από 200 χιλιάδες ευρώ. Ο Φιλελεύθερος είναι μια καθημερινή εφημερίδα που δεν πουλάει πάνω από 2,500 φύλλα. Αποτελεί ωστόσο κάτι σαν ανεπίσημη εφημερίδα της Νέας Δημοκρατίας, οπότε ίσως να έπαιξε και αυτό κάποιον ρόλο. Ενδεχομένως το θέμα να μην είναι πόσοι τη διαβάζουν αλλά ποιοι, άλλη εξήγηση δεν μπορώ να βρω ειλικρινά.
Δυστυχώς το payroll των τραπεζών περιλαμβάνει εκατοντάδες ακόμα μέσα. Κάποια από αυτά- πραγματικά ελάχιστα- εισπράττουν ποσά που θεωρητικά τα δικαιολογούν με βάση το μέγεθος τους, κάποια άλλα- τα περισσότερα για την ακρίβεια ωστόσο όχι. Στη λίστα βρίσκονται και 3 τοπικά μέσα ενημέρωσης, εκ των οποίων το 1 εισέπραξε 16.000 ευρώ αν και την τηλεοπτική του συχνότητα την παρακολουθούν οριακά μόνο οι οικογένειες του ιδιοκτήτη και των παρουσιαστών.
Πεθαίνει το έντυπο;
Το έντυπο πεθαίνει. Μαζί και οι εφημερίδες. Η τηλεόραση πεθαίνει. Μαζί και η δυνατότητα της κεντρικά ελεγχόμενης προπαγάνδας. Τα social media είναι πλέον το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας και πληροφόρησης.
Σε αυτό το πλαίσιο πόσο σημαντική είναι η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος στα σημερινά τηλεοπτικά κανάλια και στις πάλαι ποτέ μεγάλες εφημερίδες; Όχι όσο ήταν ούτε όσο φαντάζονται οι (μιντιακές, οικονομικές και πολιτικές) ελίτ που συνήθιζαν (και επιθυμούν να συνεχίσουν) να ελέγχουν την κοινή γνώμη. Ευτυχώς για μας, έχουν ήδη χάσει τον πόλεμο από τα social media.
Στην εποχή της γενικευμένης, σε διεθνές επίπεδο, κρίσης αντιπροσώπευσης δεν θα μπορούσε να μείνει αλώβητη η αξιοπιστία των ΜΜΕ. Άλλωστε, στην κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας, ο νούμερο ένα μεσάζοντας είναι τα ΜΜΕ. Ωστόσο, η καταβαράθρωση της αξιοπιστίας των ελληνικών ΜΜΕ και της ικανότητάς τους να επηρεάζουν οφείλεται και σε ενδογενείς αιτίες.
Τα μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ, ειδικά τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, είχαν υιοθετήσει εχθρική στάση απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις τόσο πριν από τη μνημονιακή εποχή όσο και (ιδιαίτερα) κατά τη διάρκεια του αντιμνημονιακού αγώνα. Η δυσφήμηση των διαδηλώσεων ή άλλων δυναμικών ενεργειών υπήρξε σταθερή παράμετρος της ειδησεογραφίας που στόχευε σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες: φοιτητές του 2006-7, αγωνιζόμενη νεολαία του Δεκέμβρη 2008, αγρότες κ.λπ. Από το 2010 όμως, τα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν δίστασαν να εφαρμόσουν την ίδια πρακτική και απέναντι στο σύνολο των απεργών και διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για τις μνημονιακές πολιτικές.
Η εικόνα ξεκαθάρισε ακόμα περισσότερο όταν ολοκληρώθηκε η εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια των κομμάτων και των ΜΜΕ. Αν και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για τα συμφέροντα που εξυπηρετούσαν κανάλια και εφημερίδες που ανήκαν σε μεγάλους επιχειρηματίες, ο εγκιβωτισμός τους στο τρίγωνο διαπλοκής (ΜΜΕ - πολιτικά κόμματα - τράπεζες) τούς προσέδωσε το στάτους του ανήθικου, του παράνομου, του κλέφτη. Η υπεράσπισή τους δε από τη Ν.Δ. και η ευθυγράμμιση των αντικυβερνητικών αφηγημάτων αμφοτέρων αναδίδει οσμή πληρωμένου συμβολαίου. Η κατά συρροή προσφυγή στον κιτρινισμό και στα fake news πλησιάζει επικίνδυνα τα όρια της γκαιμπελικής προπαγάνδας.
Η εικόνα πολιτικών εφημερίδων που αντιγράφουν μεθόδους οπαδικών εφημερίδων ή αντίστοιχων σκανδαλοθηρικών αποκαλύπτει πως τα συγκεκριμένα ΜΜΕ δεν ενδιαφέρονται πλέον να ενημερώσουν. Θέλουν απλώς να δημιουργήσουν εντυπώσεις που να φθείρουν την κυβέρνηση. … Οπότε δεν είναι ένα παραδοσιακό θέμα ελευθερίας του τύπου εάν προτιμάτε, γιατί δεν περιορίζεται ο λόγος κανενός. Αλλά είναι μια θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του τύπου. Αυτή η φιγούρα που ελέγχει και ερευνά μια κυβέρνηση και τους ανθρώπους που κατέχουν πόστα εξουσίας …
Τι είναι δημοσιογραφία;
Τι είναι δημοσιογραφία; Στην ουσία είναι να ρίξεις έναν πρόεδρο. Ο στόχος των ΜΜΕ σήμερα είναι να ρίξουν τους πολιτικούς ηγέτες. Αυτό είναι κατανοητό και γίνεται με την σύμπραξη αστικής τάξης (ΝΔ) και ΜΜΕ. Στο Σπίλμπεργκ στην τελευταία του ταινία «the papers” για τα σκάνδαλα του πενταγώνου επανέρχεται. Τι είναι δημοσιογραφία; Στην ουσία είναι να ρίξεις έναν πρόεδρο…
Η παραπληροφόρηση, η προπαγάνδα, οι ψευδείς ειδήσεις δεν παύουν να αποτελούν πονοκέφαλο για τον κόσμο των μίντια και οι υπεύθυνοι του κλάδου, που συνέβαλαν στην ανάπτυξή τους, συνειδητοποιώντας το μέγεθος των συνεπειών που προκάλεσαν αναζητούν τρόπους να λύσουν το πρόβλημα.
Ο προβληματισμός σχετικά με την δημοσιογραφία και τον ρόλο των ΜΜΕ παραμένουν σταθερά στο προσκήνιο. Πώς ορίζεται η ποιότητα του δημοσίου λόγου; Τι σημαίνει αμερόληπτη ενημέρωση και πώς ενσαρκώνεται η αντικειμενικότητα; Στην κυνική εποχή μας, λίγοι πλέον λογαριάζουν ποιος λέει ή γράφει η αποφασίζει κάτι, χωρίς να μας ενδιαφέρει περισσότερο το ποιος είναι και ποιο το προσωπικό του συμφέρον στην υπόθεση, καθώς και ποιες είναι οι διασυνδέσεις του με κάποια πολιτική ομάδα.
….Διαβάζοντας τις εφημερίδες, ακούγοντας το ραδιόφωνο, κοιτάζοντας την τηλεόραση, ερμηνεύοντας τις δηλώσεις των πολιτικών, των επιχειρηματιών, των ανθρώπων του πολιτισμού, δεν μπαίνεις καν στο ερώτημα να διακρίνεις το αληθινό από το ψεύτικο: είναι τα περισσότερα, αν όχι και όλα, ψέματα. Τίθεται λοιπόν το πρόβλημα να δούμε με ποιο τρόπο οι διάφορες εκδηλώσεις του ψεύδους αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, να μελετήσουμε τους διάφορους τρόπους της τέχνης αλλοίωσης της πραγματικότητας.
Βέβαια, αυτή η τεχνική υπάρχει ήδη: εδώ και καιρό την γνωρίζουν οι ιστορικοί που ερμηνεύουν τα όποια ντοκουμέντα, για τους διπλωμάτες είναι καθημερινή πρακτική, σήμερα όμως έχουμε την αίσθηση ότι αναγκαστικά γίνεται κάθε μέρα τέχνη για τους πάντες, απ’ τη στιγμή που σχεδόν ολόκληρη η δημόσια και κοινωνική ζωή κινείται μέσα στο ψεύδος, αναπνέει το ψεύδος…
Ο τύπος και οι δημοσιογράφοι είναι διαχρονικά ο μόνιμος εχθρός κάθε εξουσίας, αλλά είναι και ο απαραίτητος κόμβος κάθε αστικής εξουσίας για να εξουσιάζει και να κυβερνά. Ενώ ο διακαής πόθος της αστικής εξουσίας είναι να φιμώσει και να ελέγξει τα μέσα ενημέρωσης, προσφέροντας δάνεια, απαλλαγές φορολογικές, ασυλία, ακόμη και ανοχή σε εγκληματικές ενέργειες.
Αν η ενημέρωση μπορεί να θεωρηθεί «προϊόν» προς κατανάλωση, όσοι συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον σχεδιασμό και την «παραγωγή» του - δημοσιογράφοι, εκδότες, διαχειριστές- θα πρέπει να προβληματιστούν σοβαρά με την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Μελέτης Δημοσιογραφίας του πρακτορείου Reuters. Για όσους εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι λειτούργημα, προϋπόθεση και ακρογωνιαίος λίθος της πολυφωνίας και της δημοκρατίας, η παραπάνω έρευνα αποτελεί οπωσδήποτε ένα είδος συναγερμού.
Η εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης παραμένει σε χαμηλά επίπεδα παγκοσμίως, όμως ούτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρούνται αξιόπιστες εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης.
Το Διαδίκτυο και τα social media έχουν επιδεινώσει τη χαμηλή εμπιστοσύνη του κόσμου στη «βιομηχανία» της ενημέρωσης σε συνάρτηση με το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων, αλλά αυτό δεν εξηγεί τα πάντα. Διαπιστώνεται πως σε πολλές χώρες οι βασικοί παράγοντες της δυσπιστίας απέναντι στα ΜΜΕ σχετίζονται τόσο με τη βαθιά ριζωμένη πολιτική πόλωση όσο και με την αντιληπτή απ’ το κοινό μεροληψία, που εκφράζουν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Greek... news
Ειδικά για την Ελλάδα, οι στατιστικές αποτυπώνουν πολύ χαρακτηριστικά τις τάσεις της τρέχουσας συγκυρίας: Η μοναδική χώρα-μεταξύ των υπό εξέταση 36- που αποτελεί εξαίρεση στη βασική διαπίστωση της έρευνας, το κοινό της οποίας θεωρεί τα social media πιο αξιόπιστα από τα παραδοσιακά media - κατά την ακριβή διατύπωση του ερωτήματος, «πιο ικανά να ξεχωρίζουν τις αληθινές από τις ψεύτικες ειδήσεις»- είναι η Ελλάδα!
Είναι παράλληλα η πρώτη χώρα (μαζί με την Τουρκία) στη λίστα με τα υψηλότερα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι αποφεύγουν συχνά ή μερικές φορές την ενημέρωση- είτε διότι αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διάθεσή τους, είτε επειδή δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ- και τελευταία (μετά τη Χιλή και την Τσεχία) στις συνδρομές σε ενημερωτικούς ιστότοπους.
Τριάντα έξι χώρες κι από τις πέντε ηπείρους, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Βραζιλία, το Μεξικό, κι ένα κοινό 70.000 ανθρώπων μέσω on-line ερωτηματολογίου του ινστιτούτου YouGov, πήραν μέρος στην παγκόσμια έρευνα Digital News Report 2017 του πρακτορείου Reuters που έγινε στο διάστημα απ’ τα τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου εφέτος.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό και παράλληλα, αποκαρδιωτικό, εύρημα της έρευνας είναι ότι σχεδόν το ένα τρίτο των ερωτηθέντων (ποσοστό 29%) αποφεύγουν συχνά ή συστηματικά την ενημέρωση. Η αιτία γι’ αυτό έχει δύο όψεις: α) οι ειδήσεις έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική διάθεσή τους, β) το κοινό δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ. Απ’ όσους αποφεύγουν την ενημέρωση, το 33% δηλώνουν ότι το κάνουν διότι δεν μπορούν να είναι σίγουροι πως οι ειδήσεις που ακούν, βλέπουν, ή διαβάζουν είναι όντως αληθινές! Ένα μεγάλο μέρος του κοινού δηλαδή, έχει επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό από το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων που έχει καταστεί εκ προοιμίου καχύποπτο απέναντι στην ενημέρωση εν γένει.
Η έρευνα διαπιστώνει ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο: Στις περισσότερες χώρες υπάρχει μια ισχυρή διασύνδεση της δυσπιστίας απέναντι στα ΜΜΕ και «της αντιληπτής πολιτικής προκατάληψης». М’ άλλα λόγια, το επίπεδο δυσπιστίας απέναντι στα κυρίαρχα ΜΜΕ έχει άμεση σχέση του πόσο μεροληπτικά θεωρεί το κοινό ότι είναι αυτά. Η σχέση εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη σε χώρες με ψηλό δείκτη πολιτικής πόλωσης όπως π.χ. οι ΗΠΑ, η Ουγγαρία και η Ιταλία. Σημειωτέον ότι ο Τραμπ έχει επανειλημμένα κατακρίνει τα παραδοσιακά ΜΜΕ για προώθηση «ψευδών ειδήσεων», έναν ισχυρισμό που καθιέρωσε κατά την προεκλογική εκστρατεία του υποστηρίζοντας ότι η κάλυψη της από τα ΜΜΕ ήταν «άδικη».
Fake news
Η φετινή έρευνα Reuters/YouGov ήταν η πρώτη που εξέτασε την ανταπόκριση του κοινού στην ποιότητα της ενημέρωσης από ια social media καθώς το 54% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι τα χρησιμοποιούν ως ενημερωτικές πηγές. Ωστόσο, μόλις το 24% αναγνώρισαν ότι τα social media έκαναν «καλή δουλειά» στο να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από τον μύθο, σε σχέση με το 40% που είδαν αυτή την προσπάθεια απ’ τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Μάλιστα, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, ο κόσμος έχει διπλάσια εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά media από ό,τι στα social media.
Αν και δεν υπάρχει γενικά εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ, υπάρχει διπλάσια εμπιστοσύνη σε αυτά ως προς την ικανότητά τους να ξεχωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα σε σχέση με τα social media», επισημαίνει ο Νικ Νιούμαν, επικεφαλής της ομάδας των ερευνητών του Reuters. Όμως, τα social media κάνουν κι αυτά σημαντική «δουλειά»: Είναι πολύ καλά στον τομέα της περιστασιακής ενημέρωσης και ιδιαίτερα σε χώρες όπου τα παραδοσιακά ΜΜΕ ελέγχονται.
«Εκθέτουν» τους ανθρώπους σε ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα ενημέρωσης και προβληματισμού όπως π.χ. το μεταναστευτικό, ή όπως θέματα ΛΟΑΤ. «Οι ψεύτικες ειδήσεις μπορεί να είναι το καλύτερο πράγμα που έχει συμβεί στη δημοσιογραφία εδώ και πολύ καιρό. Είναι μια ευκαιρία να αποκατασταθεί η αξία των παραδοσιακών μέσων και να υπάρξει εστίαση στην ποιότητα» αναφέρει ο υπεύθυνος της έρευνας φέρνοντας ως παράδειγμα την άνοδο του αριθμού ηλεκτρονικών συνδρομών σε ειδησεογραφικούς οργανισμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 16% των ερωτηθέντων δήλωσαν εφέτος πως είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για την ενημέρωση τους σε σχέση με το περυσινό 9%, ένδειξη ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει και σε άλλες χώρες.
*Ο Βαγγέλης Πάλλας είναι δημοσιογράφος-αναλυτής, εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού "Περίπτερον"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.