κτίριο Αλυσίδα |
Της Χριστίνας
Ταχιάου
Στην οικονομική κρίση αποδίδονται τα περισσότερα
δεινά της χώρας, όπως η αδυναμία αξιοποίησης ακινήτων από δημόσιο και ιδιώτες,
με αποτέλεσμα τη φθορά και την εγκατάλειψη. Αυτό ωστόσο δεν εμφανίστηκε
πρόσφατα αλλά προϋπήρχε της κρίσης, καθώς η Ελλάδα μαστίζεται από το διαχρονικό
και ακατανίκητο φαινόμενο της γραφειοκρατίας.
Υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις κτιρίων στη
Θεσσαλονίκη που ρημάζουν, είτε από αβελτηρία και ολιγωρία των αρχών και των
ιδιοκτητών τους είτε από κακές εκτιμήσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι
το κτίριο του εργοστασίου “Αλυσίδα” στην οδό Παπαναστασίου, το οποίο είναι
εστία μόλυνσης για την περιοχή, εγκυμονεί κινδύνους, ενώ πολλές φορές έχουν
ξεσπάσει πυρκαγιές στο εσωτερικό του.
Η “Αλυσίδα” χτίστηκε στη δεκαετία του ’30 από
βιοτέχνες της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι συνεταιρίστηκαν και κατασκεύαζαν
παπούτσια. Στην κατοχή το εργοστάσιο επιτάχθηκε κι επαναλειτούργησε το 1945.
Από το 1980 οι εγκαταστάσεις της “Αλυσίδα Ελβιέλα” (στο μεταξύ είχε αγοραστεί η
εταιρεία “Ελβιέλα”) μεταφέρθηκαν στη Θέρμη. Το εργοστάσιο έμεινε να ρημάζει,
ενώ κατά καιρούς λειτούργησαν εκεί νυχτερινά κέντρα.
Ο χώρος δεσμεύτηκε για λογαριασμό του δήμου
Θεσσαλονίκης προκειμένου να ικανοποιηθούν ανάγκες σχολικής στέγης. Ο δήμος όμως
δεν πρόλαβε να το απαλλοτριώσει, με αποτέλεσμα το 2013, κατόπιν δικαστικής
απόφασης, να ακολουθήσει αποχαρακτηρισμός. Έτσι, οι περίοικοι αναζητούν
εναγωνίως αρμοδίους να φροντίσουν για τον τεσσάρων στρεμμάτων εγκαταλειμμένο
χώρο.
Κτίριο ΔΕΛΤΑ: Ζητούνται 3 εκατ. ευρώ
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη διασταύρωση της Εγνατίας με την οδό Σβορώνου,
βρίσκεται μια επταώροφη πολυκατοικία ιδιοκτησίας του ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Από το
2007 έως το 2012 ο χώρος τελούσε υπό κατάληψη. Εκκενώθηκε κατόπιν επιχείρησης
της αστυνομίας, έγινε προσπάθεια για επανακατάληψή του το Μάιο του 2015, χωρίς
αποτέλεσμα. Σήμερα, σύμφωνα με τη διοίκηση του ΑΤΕΙΘ, το κτίριο χρήζει
σοβαρότατων επιδιορθώσεων, λόγω της κατάληψης, προκειμένου να μπορέσει να
εξυπηρετήσει τον σκοπό του, δηλαδή τη λειτουργία φοιτητικής εστίας. Εκτιμάται ότι
απαιτούνται 3.000.000 ευρώ, πίστωση που θα δινόταν από το Πρόγραμμα Δημοσίων
Επενδύσεων, το οποίο όμως έχει παγώσει. Φέτος δόθηκαν στο ΑΤΕΙΘ μόλις 15.000
ευρώ από το πρόγραμμα αυτό για το κτίριο, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν
πολύ περιορισμένες εργασίες αποκατάστασης των όψεων και ενίσχυσης εξώστη.
Στο “ΔΕΛΤΑ” υπάρχει ιστορικό καταλήψεων. Εκεί στεγαζόταν το ομώνυμο ξενοδοχείο, οι εργαζόμενοι του οποίου προέβησαν κάποτε σε κατάληψη. Στη συνέχεια η επιχείρηση έκλεισε, το κτίριο λειτούργησε ως εστίες του ΑΤΕΙΘ και οι στεγαζόμενοι σε αυτές το 2004 έκαναν κατάληψη για να προωθήσουν αιτήματά τους. Το 2005 η διοίκηση του ΤΕΙ προτίμησε τη λύση του επιδόματος στέγασης στους δικαιούχους κι έκλεισε την εστία. Το 2007 το κτίριο καταλήφθηκε από ομάδα αντιεξουσιαστών. Εκεί λειτούργησε καλλιτεχνικό και φωτογραφικό εργαστήρι, ενώ λάμβαναν χώρα συναυλίες και πολιτιστικά γεγονότα.
Από το 2007 η διοίκηση του ΑΤΕΙΘ ζητούσε την παρέμβαση των αρχών ώστε να τερματιστεί η κατάληψη, επισημαίνοντας ότι σημειώνονται καταστροφές. Ωστόσο, παρά την εισαγγελική παραγγελία του τότε εισαγγελέα Θεσσαλονίκης Βασίλη Φλωρίδη το 2008, την εντολή του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά το 2009 και του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε την άνοιξη του 2012, η αστυνομία δεν προχώρησε σε εκκένωση του κτιρίου. Αυτό έγινε μόλις τον Σεπτέμβριο του 2012 και έκτοτε το κτίριο παραμένει κλειστό και αναξιοποίητο.
Στο “ΔΕΛΤΑ” υπάρχει ιστορικό καταλήψεων. Εκεί στεγαζόταν το ομώνυμο ξενοδοχείο, οι εργαζόμενοι του οποίου προέβησαν κάποτε σε κατάληψη. Στη συνέχεια η επιχείρηση έκλεισε, το κτίριο λειτούργησε ως εστίες του ΑΤΕΙΘ και οι στεγαζόμενοι σε αυτές το 2004 έκαναν κατάληψη για να προωθήσουν αιτήματά τους. Το 2005 η διοίκηση του ΤΕΙ προτίμησε τη λύση του επιδόματος στέγασης στους δικαιούχους κι έκλεισε την εστία. Το 2007 το κτίριο καταλήφθηκε από ομάδα αντιεξουσιαστών. Εκεί λειτούργησε καλλιτεχνικό και φωτογραφικό εργαστήρι, ενώ λάμβαναν χώρα συναυλίες και πολιτιστικά γεγονότα.
Από το 2007 η διοίκηση του ΑΤΕΙΘ ζητούσε την παρέμβαση των αρχών ώστε να τερματιστεί η κατάληψη, επισημαίνοντας ότι σημειώνονται καταστροφές. Ωστόσο, παρά την εισαγγελική παραγγελία του τότε εισαγγελέα Θεσσαλονίκης Βασίλη Φλωρίδη το 2008, την εντολή του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά το 2009 και του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε την άνοιξη του 2012, η αστυνομία δεν προχώρησε σε εκκένωση του κτιρίου. Αυτό έγινε μόλις τον Σεπτέμβριο του 2012 και έκτοτε το κτίριο παραμένει κλειστό και αναξιοποίητο.
ΥΦΑΝΕΤ:
Κατάληψη από το 2004
Η “Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ” είναι από τις πιο “διάσημες” καταλήψεις, με μεγάλη δραστηριότητα: συναυλίες, ανοιχτές συζητήσεις, συνελεύσεις, εκθέσεις, δρώμενα, πορείες, καταλήψεις άλλων χώρων και παρεμβάσεις. Πριν από την κατάληψη, η περιοχή και το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο ήταν στέκι τοξικομανών και περιθωριακών στοιχείων. Οι καταληψίες φρόντισαν για το κτίριο, φρεσκάροντάς το όπως μπορούσαν.
Φυσικά, είναι αδύνατον για τη “Φάμπρικα” να καταφέρει να συντηρήσει και να επισκευάσει τον τεράστιο χώρο, ο οποίος στέγαζε έως το 1965 το εργοστάσιο της ΥΦΑΝΕΤ, το οποίο χρονολογείται ήδη από την οθωμανική περίοδο. Το κτίριο χτίστηκε και το εργοστάσιο λειτούργησε από την εταιρεία Καπαντζής - Καζάζης ως κλωστοϋφαντουργία, ενώ αργότερα δημιουργήθηκε η Ανώνυμος Οθωμανική Εταιρεία Υφασμάτων και Φεσιών. Το 1925 η εταιρεία περιήλθε στον Αθανάσιο Μακρή κι αργότερα δημιουργήθηκε η ΥΦΑΝΕΤ ΑΕ.
Οι επεκτάσεις του κτιρίου ολοκληρώθηκαν τη δεκαετία του ’30 ενώ μια πυρκαγιά στις εγκαταστάσεις του στις αρχές της δεκαετίας του ’50 δημιούργησε μεγάλες ζημιές. Άρχισαν η φθορά και τα χρέη και τελικά, μετά από πολύμηνες κινητοποιήσεις και απεργία πείνας εργατών, η ΥΦΑΝΕΤ πτώχευσε και το εργοστάσιο πέρασε στην Εθνική Τράπεζα.
Το 1986 πρωτοακούστηκε η πρόταση για αξιοποίηση της ΥΦΑΝΕΤ για τις ανάγκες Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Οι συζητήσεις με την ιδιοκτήτρια Εθνική Τράπεζα προχώρησαν επί Οργανισμού “Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997”. Τελικά το κτίριο αγοράστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού στο τέλος του 2006, με τον τότε υπουργό Γιώργο Βουλγαράκη να ανακοινώνει με υπερηφάνεια ότι εκεί θα στεγαστεί το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, θα λειτουργεί πωλητήριο και θα επιτελούνται και άλλες πολιτιστικές λειτουργίες. Για την αγορά του συγκροτήματος, το οποίο είχε το 1993 χαρακτηριστεί από το υπουργείο Πολιτισμού ιστορικό διατηρητέο μνημείο, γνωμοδότησε θετικά το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων. Προκειμένου να διαμορφωθεί σε μουσείο, η αγορά της ΥΦΑΝΕΤ εντάχθηκε σε επιχειρησιακό πρόγραμμα καθώς και στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, με στόχο να ολοκληρωθεί στην προγραμματική περίοδο 2007-2013 με πόρους που (όπως διαβεβαίωνε το υπουργείο) είχαν ήδη εξασφαλιστεί.
Έκτοτε δεν προχώρησε τίποτε. Η “Φάμπρικα” εξακολουθεί τις εκδηλώσεις της, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στεγάζεται στη Μονή Λαζαριστών και το υπουργείο Πολιτισμού δεν ξέρει τι να κάνει με το κτίριο. Ο πρώην υπουργός Νίκος Ξυδάκης είχε πει ότι “το σχέδιο της ΥΦΑΝΕΤ ξεπερνά τις παρούσες δυνατότητες. Η εποχή έχει αλλάξει. Δεν υπάρχει η ροή των εκατομμυρίων του 2000, κάθε εγχείρημα πρέπει να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά του”...
Η “Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ” είναι από τις πιο “διάσημες” καταλήψεις, με μεγάλη δραστηριότητα: συναυλίες, ανοιχτές συζητήσεις, συνελεύσεις, εκθέσεις, δρώμενα, πορείες, καταλήψεις άλλων χώρων και παρεμβάσεις. Πριν από την κατάληψη, η περιοχή και το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο ήταν στέκι τοξικομανών και περιθωριακών στοιχείων. Οι καταληψίες φρόντισαν για το κτίριο, φρεσκάροντάς το όπως μπορούσαν.
Φυσικά, είναι αδύνατον για τη “Φάμπρικα” να καταφέρει να συντηρήσει και να επισκευάσει τον τεράστιο χώρο, ο οποίος στέγαζε έως το 1965 το εργοστάσιο της ΥΦΑΝΕΤ, το οποίο χρονολογείται ήδη από την οθωμανική περίοδο. Το κτίριο χτίστηκε και το εργοστάσιο λειτούργησε από την εταιρεία Καπαντζής - Καζάζης ως κλωστοϋφαντουργία, ενώ αργότερα δημιουργήθηκε η Ανώνυμος Οθωμανική Εταιρεία Υφασμάτων και Φεσιών. Το 1925 η εταιρεία περιήλθε στον Αθανάσιο Μακρή κι αργότερα δημιουργήθηκε η ΥΦΑΝΕΤ ΑΕ.
Οι επεκτάσεις του κτιρίου ολοκληρώθηκαν τη δεκαετία του ’30 ενώ μια πυρκαγιά στις εγκαταστάσεις του στις αρχές της δεκαετίας του ’50 δημιούργησε μεγάλες ζημιές. Άρχισαν η φθορά και τα χρέη και τελικά, μετά από πολύμηνες κινητοποιήσεις και απεργία πείνας εργατών, η ΥΦΑΝΕΤ πτώχευσε και το εργοστάσιο πέρασε στην Εθνική Τράπεζα.
Το 1986 πρωτοακούστηκε η πρόταση για αξιοποίηση της ΥΦΑΝΕΤ για τις ανάγκες Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Οι συζητήσεις με την ιδιοκτήτρια Εθνική Τράπεζα προχώρησαν επί Οργανισμού “Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997”. Τελικά το κτίριο αγοράστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού στο τέλος του 2006, με τον τότε υπουργό Γιώργο Βουλγαράκη να ανακοινώνει με υπερηφάνεια ότι εκεί θα στεγαστεί το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, θα λειτουργεί πωλητήριο και θα επιτελούνται και άλλες πολιτιστικές λειτουργίες. Για την αγορά του συγκροτήματος, το οποίο είχε το 1993 χαρακτηριστεί από το υπουργείο Πολιτισμού ιστορικό διατηρητέο μνημείο, γνωμοδότησε θετικά το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων. Προκειμένου να διαμορφωθεί σε μουσείο, η αγορά της ΥΦΑΝΕΤ εντάχθηκε σε επιχειρησιακό πρόγραμμα καθώς και στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, με στόχο να ολοκληρωθεί στην προγραμματική περίοδο 2007-2013 με πόρους που (όπως διαβεβαίωνε το υπουργείο) είχαν ήδη εξασφαλιστεί.
Έκτοτε δεν προχώρησε τίποτε. Η “Φάμπρικα” εξακολουθεί τις εκδηλώσεις της, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στεγάζεται στη Μονή Λαζαριστών και το υπουργείο Πολιτισμού δεν ξέρει τι να κάνει με το κτίριο. Ο πρώην υπουργός Νίκος Ξυδάκης είχε πει ότι “το σχέδιο της ΥΦΑΝΕΤ ξεπερνά τις παρούσες δυνατότητες. Η εποχή έχει αλλάξει. Δεν υπάρχει η ροή των εκατομμυρίων του 2000, κάθε εγχείρημα πρέπει να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά του”...
Νοσοκομείο 424: Μερική αξιοποίηση
Όταν το 2007 το στρατιωτικό νοσοκομείο 424 μετακόμισε στο νέο κτίριο στην περιφερειακή και ακούστηκε η πρόταση περί “παραχώρησης” και “απόδοσης στην κοινωνία” των στρατοπέδων και των στρατιωτικών χώρων που δεν χρησιμοποιούνται, υπήρξαν πολλές αντιδράσεις από στρατιωτικούς εν ενεργεία και αποστράτους. Τελικά, βρέθηκαν χρήσεις για το “Στρατόπεδο Κώττα”, ενώ αναζητούνται πόροι προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση όλων των χώρων του.
Στο πρώην 424 στεγάζονται πλέον οι στρατολογικές υπηρεσίες Θεσσαλονίκης και εκείνες της Κεντρικής Μακεδονίας, το στρατιωτικό οδοντιατρείο, φρουραρχείο, μονάδα εξωνοσοκομειακής ψυχολογικής και ψυχιατρικής υποστήριξης, κέντρο διερχομένων, ενώ υπάρχει σχεδιασμός για να δημιουργηθούν ξενώνες. Γι’ αυτό τον σκοπό το έργο έχει ενταχθεί στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (το οποίο ουσιαστικά έχει παγώσει). Πάντως είναι σημαντικό το ότι το κτίριο λειτουργεί και δεν επιβεβαιώθηκαν όσοι προέβλεπαν τη μη αξιοποίησή του.
Το κτίριο χρονολογείται από το 1880. Το λιτό κτίσμα σε σχήμα Π χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως νοσοκομείο από τις τουρκιές αρχές, ενώ το 1913 από τις ελληνικές, ως Γ’ Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, και εξυπηρετούσε ανάγκες του στρατού. Το 1940 καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς και πυρκαγιά. Επισκευάστηκε, και από το 1948 επαναλειτούργησε ως 424 ΓΣΝΕ. Στις 25 Αυγούστου 2007 εγκαινιάστηκε ο νέος χώρος του νοσοκομείου, στο στρατόπεδο Καρατάσου Β’.
Όταν το 2007 το στρατιωτικό νοσοκομείο 424 μετακόμισε στο νέο κτίριο στην περιφερειακή και ακούστηκε η πρόταση περί “παραχώρησης” και “απόδοσης στην κοινωνία” των στρατοπέδων και των στρατιωτικών χώρων που δεν χρησιμοποιούνται, υπήρξαν πολλές αντιδράσεις από στρατιωτικούς εν ενεργεία και αποστράτους. Τελικά, βρέθηκαν χρήσεις για το “Στρατόπεδο Κώττα”, ενώ αναζητούνται πόροι προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση όλων των χώρων του.
Στο πρώην 424 στεγάζονται πλέον οι στρατολογικές υπηρεσίες Θεσσαλονίκης και εκείνες της Κεντρικής Μακεδονίας, το στρατιωτικό οδοντιατρείο, φρουραρχείο, μονάδα εξωνοσοκομειακής ψυχολογικής και ψυχιατρικής υποστήριξης, κέντρο διερχομένων, ενώ υπάρχει σχεδιασμός για να δημιουργηθούν ξενώνες. Γι’ αυτό τον σκοπό το έργο έχει ενταχθεί στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (το οποίο ουσιαστικά έχει παγώσει). Πάντως είναι σημαντικό το ότι το κτίριο λειτουργεί και δεν επιβεβαιώθηκαν όσοι προέβλεπαν τη μη αξιοποίησή του.
Το κτίριο χρονολογείται από το 1880. Το λιτό κτίσμα σε σχήμα Π χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως νοσοκομείο από τις τουρκιές αρχές, ενώ το 1913 από τις ελληνικές, ως Γ’ Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, και εξυπηρετούσε ανάγκες του στρατού. Το 1940 καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς και πυρκαγιά. Επισκευάστηκε, και από το 1948 επαναλειτούργησε ως 424 ΓΣΝΕ. Στις 25 Αυγούστου 2007 εγκαινιάστηκε ο νέος χώρος του νοσοκομείου, στο στρατόπεδο Καρατάσου Β’.
Φιξ:
Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας
Χαρακτηριστικό δείγμα της βιομηχανικής ιστορίας της
Ελλάδας, το κτιριακό συγκρότημα της ζυθοποιίας “Φιξ” στην οδό 26ης Οκτωβρίου
καταρρέει εδώ και χρόνια.
Το μεγαλύτερο μέρος του είναι χαρακτηρισμένο, από την Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων ως διατηρητέο. Οι εγκαταστάσεις του καταλαμβάνουν 10.000 τ.μ. και βρίσκεται σε οικόπεδο 25 στρεμμάτων. Κάποιοι χώροι του λειτουργούν ως νυχτερινά κλαμπ.
Το συγκρότημα κατασκευάστηκε το 1892 από τους Αλλατίνι, Μισραχή και Φερνάντεζ, με μηχανήματα που έφεραν από το Μόναχο. Το 1912 η επιχείρηση μετονομάστηκε σε “Ζυθοποιείο Όλυμπος” και το 1920 συνενώθηκε με το “Ζυθοποιείο Νάουσα” της οικογένειας Γεωργιάδη. Το 1926 η εταιρεία “Κάρολος Φιξ” αγόρασε την “Όλυμπος Νάουσα” και λειτούργησε το εργοστάσιο έως το 1983. Από τότε, ο χώρος ερήμωσε, λεηλατήθηκε και πολύ μεγάλο μέρος του εξοπλισμού πουλήθηκε για σκραπ.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, οι εγκαταστάσεις περιήλθαν στην οικογένεια Ζαφειρίδη και έγιναν προσπάθειες για τη συντήρηση και σχέδια για την αξιοποίησή του. Ωστόσο, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του κτιριακού συγκροτήματος είναι χαρακτηρισμένο δυσκολεύει όλες τις προσπάθειες. Επιπλέον, η οικονομική κρίση ήρθε να ματαιώσει σχέδια για επενδύσεις, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή το Φιξ να αποτελεί ένα τεράστιο κουφάρι στη δυτική είσοδο της πόλης. Τα κτίρια καταρρέουν, πολλοί χώροι είναι ετοιμόρροποι, ενώ μηχανήματα που θεωρούνταν πρωτοποριακά για την εποχή βρίσκονται αφημένα στη φθορά του χρόνου και τις καιρικές συνθήκες.
Το μεγαλύτερο μέρος του είναι χαρακτηρισμένο, από την Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων ως διατηρητέο. Οι εγκαταστάσεις του καταλαμβάνουν 10.000 τ.μ. και βρίσκεται σε οικόπεδο 25 στρεμμάτων. Κάποιοι χώροι του λειτουργούν ως νυχτερινά κλαμπ.
Το συγκρότημα κατασκευάστηκε το 1892 από τους Αλλατίνι, Μισραχή και Φερνάντεζ, με μηχανήματα που έφεραν από το Μόναχο. Το 1912 η επιχείρηση μετονομάστηκε σε “Ζυθοποιείο Όλυμπος” και το 1920 συνενώθηκε με το “Ζυθοποιείο Νάουσα” της οικογένειας Γεωργιάδη. Το 1926 η εταιρεία “Κάρολος Φιξ” αγόρασε την “Όλυμπος Νάουσα” και λειτούργησε το εργοστάσιο έως το 1983. Από τότε, ο χώρος ερήμωσε, λεηλατήθηκε και πολύ μεγάλο μέρος του εξοπλισμού πουλήθηκε για σκραπ.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, οι εγκαταστάσεις περιήλθαν στην οικογένεια Ζαφειρίδη και έγιναν προσπάθειες για τη συντήρηση και σχέδια για την αξιοποίησή του. Ωστόσο, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του κτιριακού συγκροτήματος είναι χαρακτηρισμένο δυσκολεύει όλες τις προσπάθειες. Επιπλέον, η οικονομική κρίση ήρθε να ματαιώσει σχέδια για επενδύσεις, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή το Φιξ να αποτελεί ένα τεράστιο κουφάρι στη δυτική είσοδο της πόλης. Τα κτίρια καταρρέουν, πολλοί χώροι είναι ετοιμόρροποι, ενώ μηχανήματα που θεωρούνταν πρωτοποριακά για την εποχή βρίσκονται αφημένα στη φθορά του χρόνου και τις καιρικές συνθήκες.
Καραβάν Σαράι: η ιστορία αναζητά συνέχεια
Και ποιος δεν έχει περάσει από το κτίριο της
Βενιζέλου! Εκεί όπου λειτουργούσε το δημαρχείο Θεσσαλονίκης από το 1958 έως το
2010. Από τότε που οι υπηρεσίες εγκαταστάθηκαν στο ιδιόκτητο δημαρχείο, το
Καραβάν Σαράι αναζητά νέο ρόλο. Η αλλαγή της έδρας του δήμου Θεσσαλονίκης
συνέπεσε ακριβώς με την οικονομική κρίση. Το κτίριο θα ήταν ιδανικό για
ξενοδοχείο ή εμπορικό κέντρο, ανήκει εξ ολοκλήρου σε ιδιώτες και δεν φέρει
“βάρος” κάποιου χαρακτηρισμού από το υπουργείο Πολιτισμού.
Το Καραβάν Σαράι έχει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή στον χρόνο. Στη θέση εκείνη βρισκόταν το καραβάν σαράι, απ’ όπου πήρε την ονομασία της και όλη η γύρω περιοχή. Επί τουρκοκρατίας, και συγκεκριμένα τον 16ο αιώνα, αναφέρονται εκεί δύο καραβάν σαράγια, το “μικρό” και το “μεγάλο”. Τα καραβάν σαράγια ή σεράγια ήταν πανδοχεία που φιλοξενούσαν ταξιδιώτες και μέσα στον χρόνο εξελίχθηκαν και σε εμπορικά κέντρα. Διέθεταν καταστήματα, δωμάτια, εσωτερική αυλή και στοές. Μετά την καταστροφή του κτίσματος, διασώθηκαν ορισμένα τμήματά του για μεγάλο χρονικό διάστημα και παρέμεινε ανεκμετάλλευτη μια μεγάλη έκταση. Πριν από το 1923 είχε εκπονηθεί μελέτη για νέο κτίσμα από τον αρχιτέκτονα Δελλαδέστιμα, η οποία εγκρίθηκε και από την αρχαιολογική υπηρεσία. Η μελέτη προέβλεπε την κατασκευή ισογείου και τριών ορόφων, ενώ είχε τεθεί ως προϋπόθεση η προσαρμογή της στη μορφή που έχει ένα καραβάν σαράι. Τον Ιούνιο του 1924 το οικόπεδο περιήλθε (κατόπιν δημοπρασίας) από το δημόσιο στους Θεόδωρο Σαπουντζή, Νικόλαο Κουκουφλή, Γιούζα Βαρσάνο και στους αδελφούς Λάζαρο και Ευάγγελο Πανταζίεβιτς. Το 1924, ύστερα από έγκριση της μελέτης, κτίστηκε ισόγεια οικοδομή επί της οδού Βενιζέλου και της σημερινής Βαμβακά. Το 1932 εκδόθηκε άδεια προσθήκης κατ’ επέκταση σε όλο το οικόπεδο. Στο γιαπί του κτιρίου φιλοξενήθηκαν από το 1946 έως το 1949 οικογένειες που μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη από χωριά της επαρχίας, θέμα που αποτέλεσε τη βάση του σεναρίου της ταινίας “Καραβάν Σαράι” του Τάσου Ψαρρά.
Στη δεκαετία του ’50 είχαν απομείνει τρεις ιδιοκτήτριες οικογένειες: Σαπουντζή, Κουκουφλή και Δήμου. Συμφώνησαν για την ανέγερσή του, η οποία ολοκληρώθηκε, και το 1958 εγκαταστάθηκε εκεί το δημαρχείο της Θεσσαλονίκης. Σήμερα στεγάζονται κάποια γραφεία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου, το οποίο χωρίζεται σε δύο τμήματα που καταλαμβάνουν 20.000 τετραγωνικά μέτρα, είναι κενό.
Το Καραβάν Σαράι έχει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή στον χρόνο. Στη θέση εκείνη βρισκόταν το καραβάν σαράι, απ’ όπου πήρε την ονομασία της και όλη η γύρω περιοχή. Επί τουρκοκρατίας, και συγκεκριμένα τον 16ο αιώνα, αναφέρονται εκεί δύο καραβάν σαράγια, το “μικρό” και το “μεγάλο”. Τα καραβάν σαράγια ή σεράγια ήταν πανδοχεία που φιλοξενούσαν ταξιδιώτες και μέσα στον χρόνο εξελίχθηκαν και σε εμπορικά κέντρα. Διέθεταν καταστήματα, δωμάτια, εσωτερική αυλή και στοές. Μετά την καταστροφή του κτίσματος, διασώθηκαν ορισμένα τμήματά του για μεγάλο χρονικό διάστημα και παρέμεινε ανεκμετάλλευτη μια μεγάλη έκταση. Πριν από το 1923 είχε εκπονηθεί μελέτη για νέο κτίσμα από τον αρχιτέκτονα Δελλαδέστιμα, η οποία εγκρίθηκε και από την αρχαιολογική υπηρεσία. Η μελέτη προέβλεπε την κατασκευή ισογείου και τριών ορόφων, ενώ είχε τεθεί ως προϋπόθεση η προσαρμογή της στη μορφή που έχει ένα καραβάν σαράι. Τον Ιούνιο του 1924 το οικόπεδο περιήλθε (κατόπιν δημοπρασίας) από το δημόσιο στους Θεόδωρο Σαπουντζή, Νικόλαο Κουκουφλή, Γιούζα Βαρσάνο και στους αδελφούς Λάζαρο και Ευάγγελο Πανταζίεβιτς. Το 1924, ύστερα από έγκριση της μελέτης, κτίστηκε ισόγεια οικοδομή επί της οδού Βενιζέλου και της σημερινής Βαμβακά. Το 1932 εκδόθηκε άδεια προσθήκης κατ’ επέκταση σε όλο το οικόπεδο. Στο γιαπί του κτιρίου φιλοξενήθηκαν από το 1946 έως το 1949 οικογένειες που μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη από χωριά της επαρχίας, θέμα που αποτέλεσε τη βάση του σεναρίου της ταινίας “Καραβάν Σαράι” του Τάσου Ψαρρά.
Στη δεκαετία του ’50 είχαν απομείνει τρεις ιδιοκτήτριες οικογένειες: Σαπουντζή, Κουκουφλή και Δήμου. Συμφώνησαν για την ανέγερσή του, η οποία ολοκληρώθηκε, και το 1958 εγκαταστάθηκε εκεί το δημαρχείο της Θεσσαλονίκης. Σήμερα στεγάζονται κάποια γραφεία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου, το οποίο χωρίζεται σε δύο τμήματα που καταλαμβάνουν 20.000 τετραγωνικά μέτρα, είναι κενό.
Πηγή: εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.