Ενας μεγάλος αριθμός δολοφονιών του Αντώνη Δάγκουλα και της συμμορίας του, θα παραμείνει για πάντα ανεξιχνίαστος. |
του Απόστολου Λυκεσά
Ενοχές που δεν δικάστηκαν, ατομικές τύψεις που
σφραγίστηκαν ή έλαβαν το χρίσμα της κρατικής συγκάλυψης στα μεταπολεμικά χρόνια
και τα «φαντάσματα» εκατοντάδων αδικαίωτων δολοφονημένων συγκροτούν τον κορμό
της εργασίας του ερευνητή Ανδρέα Βενιανάκη, που εκδόθηκε υπό τον τίτλο «Δάγκουλας, ο “δράκος” της Θεσσαλονίκης –
Συμβολή στην Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας επί Κατοχής (1941-1944)»,
εκδόσεις Επίκεντρο, πρόλογος Στράτου Δορδανά, Βάιου Καλογρηά».
Το
μέγεθος του τρόμου που έσπειρε ήταν τέτοιο και τόσο που έμεινε στη συλλογική
μνήμη για δεκαετίες μετά τον θάνατό του, αλλά ως ψυχολογική απώθηση,
δημιουργώντας «μεταπολεμικά μια κατάσταση συλλογικής αμνησίας».
Αυτό το λουτρό αίματος, ο φρικιαστικός χάρτης της
πόλης σημαδεμένος απ’ άκρη σ’ άκρη με εκτελέσεις αντιστασιακών ή ανθρώπων που
έκαναν το λάθος να λοξοκοιτάξουν κάποιον της συμμορίας «καρφώθηκε» στο μυαλό
του ερευνητή, που λέει:
«Εγραψα το βιβλίο σαν εξιλέωση, γιατί η δράση του
Δάγκουλα στοιχειώνει ακόμη τις ψυχές των Θεσσαλονικέων που ποτέ δεν ξέχασαν τη
δράση του πρώτου “δράκου”. Ή όπως λέει ο Καζαντζάκης στο βιβλίο “Αναφορά στον
Γκρέκο”, “ζυμώθηκε μ’ αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος,
πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -πού να φτάσει;”»
Μνημείο εκτελεσθέντων στην Ευκαρπία |
«Επιτέλους να μιλήσουμε»
Το μεγαλύτερο εγχείρημα του
Βενιανάκη δεν είναι η εξαντλητική έρευνα για το ποιόν του κάθε μέλους της
ταγματασφαλίτικης συμμορίας του Δάγκουλα ή των θυμάτων του, αλλά η
δημοσιοποίηση των ονομάτων τους, θέμα-ταμπού μέχρι σήμερα, καθώς με εξαίρεση
τους επικεφαλής των δωσιλογικών ομάδων που καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια
δωσιλόγων, ελάχιστα ονόματα όσων απάρτιζαν τις ομάδες τους δημοσιεύονταν.
«Πρέπει να μιλάμε ελεύθερα», λέει ο κ. Βενιανάκης, «νομίζω
ότι είμαστε ώριμοι πια, χωρίς να ρίχνουμε ευθύνες στους απογόνους, να
διηγούμαστε τις πράξεις των δραστών. Εξάλλου, κατά μία έννοια και οι απόγονοι
αυτοί υπήρξαν… θύματα της δράσης των συγγενών τους, αφού κάποιοι δέχτηκαν τα
επίχειρα των πράξεων των συγγενών τους».
Κι όπως σημειώνει στο βιβλίο, «η
μελέτη δεν σκοπεύει να αποδώσει ευθύνες αποκαλύπτοντας τα στοιχεία ταυτότητας
όσων εμπλέκονταν αλλά να καταγράψει τη δράση τους και στη συνέχεια να
ερμηνεύσει τους λόγους που οδήγησαν τους συγκεκριμένους ενόπλους σε αποτρόπαιες
πράξεις κατά συμπατριωτών τους».
Αριστερά ο Κωνσταντίνος Τούσης , θύμα του Δάγκουλα και δεξιά η Ιουλία Κοντογιαννίδου, επίσης θύμα |
Ο
Βενιανάκης αρχικά ανέτρεξε και μελέτησε εξαντλητικά το αρχείο του Ειδικού
Δικαστηρίου Δωσίλογων Θεσσαλονίκης, όσο και μαρτυρικές καταθέσεις και απολογίες
που είχαν δώσει πρωταγωνιστές της ομάδας του Δάγκουλα στο δικαστικό τμήμα του
ΕΛΑΣ.
Αλλά δεν
αρκέστηκε σ’ αυτά, καθώς στράφηκε στην ανεύρεση συγγενών Δαγκουλαίων για την
καταγραφή της άποψης των θυτών, οι τελευταίοι των οποίων είχαν πεθάνει περί τα
τέλη της δεκαετίας του 1980.
Και όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, στις πολύωρες
συνομιλίες μαζί τους «δεν έκαναν καμιά αναφορά στα εγκλήματα των
συγγενών τους λέγοντας πως ό,τι έγινε συνέβη υπό αντικομμουνιστικό μανδύα»,
ενώ από την πλευρά των θυμάτων, πέρα από τις γνωστές υποθέσεις, πολλοί από τους
οικείους τους δεν γνώριζαν ότι υπεύθυνοι για τον χαμό τους ήταν οι άνθρωποι του
Δάγκουλα.
Κι έτσι,
ένας μεγάλος αριθμός δολοφονιών θα παραμείνει για πάντα ανεξιχνίαστος, ιδίως σε
ό,τι αφορά τους εκατοντάδες (400 είχε παραδεχτεί ο ίδιος ο Δάγκουλας) σε σημείο
αμμοληψιών του Γαλλικού Ποταμού.
Σφραγίδα του τμήματος του Δάγκουλα |
Ο «δράκος» με τον «δήμιο»
Το «άνθος
του κακού» φύτρωσε στη Θεσσαλονίκη τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής πάνω στην...
κοπριά των ακροδεξιών οργανώσεων του ’30 και τους αντικομμουνιστές διώκτες των
κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Εφερε τον
πομπώδη τίτλο «Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης», μια φτηνή απομίμηση
της Χωροφυλακής, αλλά με το ελεύθερο να εκτελεί.
Η
κτηνώδης βία που χρησιμοποιούσαν χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό εκτιμήθηκε πολύ από
τον κατακτητή.
Η
οικογένειά του ξεκίνησε από την Αρτάκη της Μικράς Ασίας και κατευθύνθηκε στα
Γρεβενά, όπου ο θείος του, Επαμεινώνδας, διατελούσε πριν από το 1912
μητροπολίτης, ως Αιμιλιανός Β’.
Ο Αντώνης
Δάγκουλας ήταν ψηλός και ωραίος άντρας, παντρεύτηκε το 1934 με προξενιό την
εύπορη Γρεβενιώτισσα Καλλιόπη Παπαβραμίδη.
Συνελήφθη
από τον ΕΛΑΣ το 1943 και κρατήθηκε τέσσερις μήνες στον Πεντάλοφο Κοζάνης ως
«αντιδραστικός».
Η κράτησή
του φαίνεται να έπαιξε ρόλο, καθώς η οργή του ήταν τέτοια που επιχείρησε να
σκοτώσει και τον αδελφό της συζύγου του, που ήταν ενταγμένος στον ΕΛΑΣ.
Μετά τη
δραπέτευσή του φτάνει στη Θεσσαλονίκη και έρχεται σε επαφή με τον Νικόλαο
Ζωγράφο, άνθρωπο της Ειδικής Ασφάλειας των Γερμανών, και άλλους γερμανόφιλους
και ξεκινά τη δράση του ως βοηθητικό τμήμα του Τόνυ Κράμμερ, γνωστού ως
«δήμιου» της SD (υπηρεσία πληροφοριών των SS).
Εκατόν σαράντα άτομα αποτελούσαν την ομάδα του
Δάγκουλα (ένοπλο τμήμα, γραμματείς,) χωρίς να υπολογίζονται οι πληροφοριοδότες, «αλήτες,
μαστροποί, πόρνες, πλανόδιοι μουσικοί και πωλητές, με παραράμματα στο
περιλαίμιο, αμφιμασχάλια και ένα πλατύ, κόκκινο περιβραχιόνιο όμοιο με της
γερμανικής οργάνωσης Todt».
Κέντρο
τους ήταν ο Βαρδάρης και η οδός Ειρήνης, στρατόπεδο εκπαίδευσης ο χώρος του
γηπέδου της ΧΑΝΘ.
«Αγαπημένοι» τόποι εκτελέσεων, Λαδάδικα, Φράγκων,
λάκκος κεραμοποιείου οδού Γαμβέτα ή «η γέφυρα των στεναγμών», όπως τον ονόμασαν
οι κάτοικοι, γέφυρα Μεταξά στην οδό Λαγκαδά και οι χώροι αμμοληψιών του
Γαλλικού Ποταμού (όπως διηγούνται οι ίδιοι, «ο Γαλλικός είναι όλο
βρικόλακες και δεν βλέπει κανείς τίποτα άλλο από ακρωτηριασμένα πτώματα»).
Πρωτοπαλίκαρα:
ο Δημήτριος Οικονόμου ή παπάς, το 1925 ως μέλος της Ειδικής Ασφάλειας είχε
συλλάβει τον Νίκο Ζαχαριάδη, και ο Γεώργιος Σαμαράς από τη Γουμένισσα, ο
αδελφός του οποίου Θανάσης ήταν… στον ΕΛΑΣ και μάλιστα είχε δεχτεί δύο σφαίρες
ενώ έκανε αναγκαστική εξορία στις ανατολικές χώρες.
Από κοντά
πρώην χωροφύλακες, ερωμένες, από διάφορες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, ακόμη
και από τα Κύθηρα ή την Αθήνα.
Το
σύνθημα που χρησιμοποιούσαν για τις εκτελέσεις ήταν η φράση «Το μυστικό στο
αυτί», σημάδι που κατέληξε ταυτότητα της συμμορίας -οι κάτοικοι γνώριζαν ότι τα
πτώματα στον δρόμο που ήταν πυροβολημένα με μια σφαίρα πίσω από το αυτί ήταν
θύματα του Δάγκουλα.
Το πρώτο αίμα
Ως πρώτο θύμα καταγράφεται
η δασκάλα Ζωή Πεσμανίδου. Οι περιγραφές στο βιβλίο για τον θάνατό της κόβουν
την ανάσα.
Κατά τον Μάιο
του ‘44, γράφει ο Βενιανάκης, το τμήμα ήταν παντελώς ανεξέλεγκτο.
Χειροβομβίδες κατά των φυματικών του σανατορίου Ασβεστοχωρίου και άγρια μπλόκα: Καλλιθέας, Νέας Ευκαρπίας, Καλαμαριάς. Το βράδυ 17 προς 18 Αυγούστου 1944 ήταν το αιματηρότερο. Η SD δίνει εντολή για εκτέλεση όλων των κρατουμένων σε όλα τα κρατητήρια των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Χειροβομβίδες κατά των φυματικών του σανατορίου Ασβεστοχωρίου και άγρια μπλόκα: Καλλιθέας, Νέας Ευκαρπίας, Καλαμαριάς. Το βράδυ 17 προς 18 Αυγούστου 1944 ήταν το αιματηρότερο. Η SD δίνει εντολή για εκτέλεση όλων των κρατουμένων σε όλα τα κρατητήρια των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Τα πτώματα
ρίχτηκαν στους δρόμους, τα μαζεύει ο Ερυθρός Σταυρός για να τα μεταφέρει στο
νεκροτομείο όπου Δαγκουλαίοι παραμόνευαν για να εκτελέσουν και τους συγγενείς
των θυμάτων που θα προσέρχονταν για τους οικείους τους. Το μακελειό
συνεχιζόταν ακόμη και τον Οκτώβριο ενόσω οι Γερμανοί οπισθοχωρούν και φεύγουν
από τη χώρα. Μια απόπειρα
κατά του Δάγκουλα από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ δεν είχε αποτέλεσμα.
Ο «δράκος» νεκρός |
Ο Δάγκουλας και οι άντρες
του, όπως και πλήθος άλλων ταγματασφαλιτών, καταφεύγουν στο Κιλκίς όπου στη
μάχη με τον ΕΛΑΣ ο Δάγκουλας γίνεται ένα από τα απρόσμενα τρόπαια.
Συλλαμβάνεται
τραυματισμένος, με μια βαλίτσα λίρες στο πλευρό του, και μεταφέρεται στο
Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (σημερινό «Γ. Γεννηματάς»).
Εκεί το
ανακριτικό του ΕΛΑΣ του παίρνει τη μοναδική κατάθεση που διαθέτουμε, ενώ
εκατοντάδες πολίτες είχαν μαζευτεί έξω για να τον λιντσάρουν.
Τελικά «γλιτώνει» το λαϊκό δικαστήριο καθώς
πεθαίνει «από ουραιμία κατόπιν ακρωτηριασμού». Ηταν μόλις 36 ετών. Το
πτώμα του δόθηκε στο έξαλλο πλήθος και διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης
πάνω σε ένα κάρο, για να καταλήξει σε ένα μικρό ρέμα όπου πετάγονταν σκουπίδια,
στον σημερινό σταθμό λεωφορείων της οδού Λαγκαδά. Πολλά από τα
πρωτοπαλίκαρα της συμμορίας έφυγαν στο εξωτερικό ή έμειναν στη χώρα χωρίς
κανείς να τους αγγίξει και, όπως καταγράφει ο Βενιανάκης, «μάταιη ήταν
η οργή των συγγενών θυμάτων, τους οποίους μάλιστα απειλούσαν να μη
διαμαρτύρονται».
Οι
περισσότεροι πέθαναν υπέργηροι.
Σε μια
απόπειρα ιστορικού εξαγνισμού το βιβλίο κλείνει με τα 259 ονόματα δολοφονημένων
που έχουν ταυτοποιηθεί, 42 από αυτούς με τη φωτογραφία τους.
Στο όνομα
Κωνσταντίνος Τούσης βλέπουμε έναν έφηβο, θύμα του Δάγκουλα, συγγενή του
δολοφονημένου επίσης Τάσου Τούση στις απεργίες του 1936.
Το
θανατηφόρο πέρασμα του φασισμού μέσα από την Ιστορία μίας μόνο οικογένειας...
Σύζυγος Δάγκουλα: Η μέρα με τη νύχτα
Στον
αντίποδα όλης της φρίκης, ο Βενιανάκης μάς βάζει τη γυναίκα του Δάγκουλα, καθώς
η Καλλιόπη όχι μόνο δεν είχε σχέση με τις πράξεις του άντρα της, αλλά πρόσφερε
κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου αμέριστη συμπαράσταση σε φυλακισμένους
αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού στις Φυλακές του Βαροσίου κι αυτοί της το
ανταπέδωσαν με δώρο ένα κόσμημα τοίχου φτιαγμένο με υλικά της φυλακής (φωτογραφία).
Είναι
καταγεγραμμένο ότι τους έδινε τρόφιμα και σκεπάσματα, ενώ δεν έπαυε να
κατηγορεί τον Δάγκουλα για τα εγκλήματά του.
Ο δε αδελφός
του Επαμεινώνδας Δάγκουλας ήταν πιλότος που δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη κατά
την περίοδο της Κατοχής, αλλά στη Μέση Ανατολή, ενώ μεταπολεμικά παραλίγο να
πέσει θύμα της βομβιστικής επίθεσης της οργάνωσης «Στενή Αυτοάμυνα» εναντίον
λεωφορείου της Πολεμικής Αεροπορίας. Αποστρατεύτηκε
με τον βαθμό του ταξίαρχου το 1966.
Πηγή: δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.