«Ωδίνες θανάτου», αυτές που ένιωσε στο πετσί του, όταν λίγο πριν από την ενηλικίωσή του, σχεδόν στα 17 του, περνούσε τις πύλες της κολάσεως του στρατοπέδου Άουσβιτς, ονόμασε το βιβλίο του, μέσα στις σελίδες του οποίου «έκλεισε» το πιο οδυνηρό κομμάτι της ζωής του, ο επιζών του Ολοκαυτώματος Μωσέ Αελιών.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, στις 25 Φεβρουαρίου του 1925, ο Μωσέ Αελιών ήταν ο μόνος από την οικογένειά του που επιβίωσε από το κολαστήριο του Άουσβιτς, όπως και από την «πορεία θανάτου» και τα άλλα στρατόπεδα της ναζιστικής μηχανής θανάτου κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απελευθερώθηκε στις 6 Μαΐου 1945 από το στρατόπεδο Έμπενζεε, όπου είχε μεταφερθεί με τις πορείες θανάτου και τον Ιούνιο του 1946 μετανάστευσε κι εγκαταστάθηκε στην (υπό βρετανική εντολή τότε) Παλαιστίνη.
Στην Ελλάδα επέστρεψε για επίσκεψη μόλις το 1987, ενώ στο μεταξύ διάστημα ήταν ιδιαίτερα απρόθυμος να μιλήσει για το Ολοκαύτωμα ακόμα και στον στενό οικογενειακό του κύκλο. Όταν τελικά, ωστόσο, αποφάσισε να «σπάσει» το φράγμα της σιωπής, ο πόνος της μνήμης τον οδήγησε στην ανάγκη της συγγραφής, μια ανάγκη που, όπως ο ίδιος λέει, τον οδήγησε «σε τόπους τελείως καινούργιους για μένα».
Το βιβλίο του «Ωδίνες θανάτου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», είναι το χρονικό ενός Σαλονικού Eβραίου στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης Άουσβιτς, Μάουτχαουζεν, Μελκ, Έμπενζεε και μετά την απελευθέρωση. Υπερνικώντας την επώδυνη ψυχολογική πίεση που ένιωθε όταν προσπαθούσε να ανασύρει από τη μνήμη του τα οδυνηρά γεγονότα και τους φόβους που βίωσε ή έγινε μάρτυράς τους και που η λήθη είχε με τα χρόνια σκεπάσει, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου, ο Μωσέ Αελιών κατάφερε να συνοψίσει τη ζωή του στα στρατόπεδα και μετά, με τη βοήθεια ενός ημερολογίου που άρχισε να κρατάει 4,5 μήνες μετά την απελευθέρωσή του. Σε τρία κεφάλαια - «Από τη λευτεριά στη σκλαβιά», «Ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει» και «Ότι εξείλετο την ψυχήν μου εκ θανάτου»- ξετυλίγει το «νήμα» της ζωής του και προσφέρει μια μαρτυρία από πρώτο χέρι «για την κτηνωδία και τα εγκλήματα εκείνα που οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν τα παιδιά του, Ραχήλ και Έλι, σ' ένα ευχαριστήριο γράμμα προς τον πατέρα τους για την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε ώστε να ανασκάψει μνήμες δύσκολες και επώδυνες.
Τον Μάρτιο του 2013, το Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων είχε συναντήσει τον Μωσέ Αελιόν στην πρώτη μεγάλη πορεία μνήμης που είχε διοργανωθεί στη Θεσσαλονίκη (σ.σ. η φετινή πορεία μνήμης, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μεθαύριο, Κυριακή 15/3, αναβλήθηκε λόγω κορονοϊού) κι εκεί αφηγήθηκε πτυχές της πολυκύμαντης ιστορίας του και σιγοψιθύρισε ένα τραγούδι στα λαντίνο (ισπανοεβραϊκά), το «La Djovinika al Lager» (Η κοπέλα στο Λάγκερ- στρατόπεδο), που έγραψε στη μνήμη της αδελφής του, που χάθηκε στο Άουσβιτς μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του.
Λίγα χρόνια αργότερα, μιλώντας και πάλι στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Μωσέ Αελιών είχε αφηγηθεί τη στιγμή της απελευθέρωσής του στο Έμπενζεε, εκεί που η κατάσταση ήταν τέτοια που «το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορούσε να χωρέσει». Όλοι, έλεγε αφηγούμενος εκείνες τις στιγμές, «έτρεχαν στα τανκς και ήθελαν να τα αγγίξουν... Στην κεραία ενός τανκ βλέπω μια μικρή σημαία. Ένας από τα πληρώματα ήταν ελληνικής καταγωγής. Πολλοί Έλληνες συγκεντρωθήκαμε γύρω απ' αυτό και σε μια στιγμή ακούστηκε αίφνης ο ελληνικός ύμνος. Αν και σε πολύ δύσκολη σωματική κατάσταση, ήμασταν ελεύθεροι!».
Την πρωτοβουλία για την έκδοση του βιβλίου «Ωδίνες Θανάτου» στα ελληνικά, όπως γράφει ο ίδιος ο κ. Αελιών, την είχε η διευθύντρια του Ιστορικού Αρχείου της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης Αλίκη Αρούχ, την οποία και ευχαριστεί, όπως επίσης τον καθηγητή της Έδρας Εβραϊκών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργο Αντωνίου για τη συμβολή του στην ευόδωση της προσπάθειας αλλά και τον Σπύρο Κακουριώτη για τη μετάφραση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ σε ρεπορτάζ της Σοφίας Παπαδοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.