Η παλιά Μηχανιώνα της Κυζίκου, βρίσκεται στα παράλια της ανατολικής
πλευράς της χερσονήσου της Κυζίκου και υπάγεται στο νομό Πανόρμου, απέχει δε
από την Κωνσταντινούπολη 25 χιλιόμετρα οδικώς και 9 μίλια από θαλάσσης. Σήμερα
οι Τούρκοι την ονομάζουν Τσακιλκίοϊ, έχει 100 μέτρα μόλο και προφυλάσσει το
λιμάνι από τον βοριά και το σιρόκο.
Κάποτε η Μηχανιώνα ήταν σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο. Μέσα
στη θάλασσα είχε ένα παλιό κτίσμα που κανένας δεν ξέρει σε τι χρησίμευε, ήταν
κτισμένο πάνω σε μυλόπετρες. Απέναντι από τη Μηχανιώνα της Κυζίκου υπάρχουν 3
νησάκια και 2 βραχονησίδες, ο Άγιος Ανδρέας με τον ομώνυμο ναό, η Μέξα και ο
Άγιος Αντώνιος. Η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα κάποτε κάηκε και σε λίγες μέρες,
βρέθηκε στην παραλία ένα καϊκι φορτωμένο ξυλεία, που εξόκειλε, κι έτσι φτιάχτηκε εκ νέου η σκεπή
του ναού, την οποία οι Μηχανιώτες αδυνατούσαν να την κατασκευάσουν εξ αρχής.
Κατά τον Μαργαρίτη Ευαγγελίδη, η Μηχανιώνα πριν την
καταστροφή του 1915 είχε 2.000 κατοίκους και 500 Μαδυτινούς πρόσφυγες. Οι
κάτοικοι ήταν οι πιο πολλοί ψαράδες, ενώ υπήρχαν λίγοι γεωργοί και αρκετοί
τεχνίτες που δούλευαν στην Πάνορμο και στην Κωνσταντινούπολη. Κυρίως
τσαγκάρηδες, μαραγκοί, ραφτάδες που ήταν οι καλύτεροι στην Πόλη και ράβονταν σ΄αυτούς
οι πλούσιοι Τούρκοι και όλοι οι διπλωμάτες και οι αξιωματούχοι.
Η Μηχανιώνα είχε συγκοινωνία με την Πάνορμο και την
Κωνσταντινούπολη με καϊκια με πανιά και κουπιά. Οι δρόμοι ήταν στενοί, χωρίς
σχέδιο και δαιδαλώδεις, στρωμένοι με πέτρα (καλντερίμια).
Τα σπίτια ήταν διώροφα και λίγα τριώροφα. Τα υπνοδωμάτια
ήταν στον πρώτο όροφο και την νύχτα όταν ανέβαιναν όλοι με μία ανεμόσκαλα, στη
συνέχεια την τραβούσαν επάνω, έβαζαν στη συνέχεια την καταπακτή και
τοποθετούσαν σίδερα επάνω. Αυτό γινόταν γιατί υπήρχαν πειρατές και Λαζοί ληστές
που έκαναν επιδρομές τις νύχτες. Όλα τα ταβάνια των σπιτιών είχαν και μία
κρυψώνα, όπου κρύβονταν οι ανυπότακτοι και οι λιποτάκτες, για να μην τους βρουν
οι χωροφύλακες στις εφόδους που έκαναν.
Τα ψαροκάϊκα των Μηχανιωτών, ήταν άλλα με πανιά και άλλα
με κουπιά και τα δίχτυα ήταν γρίποι και γρι-γρι. Το όνομα αυτό, το έδωσε ο
Μαργαρίτης Ευαγγελίδης, καθώς έκαναν αυτό τον θόρυβο την ώρα που τα ανέσυραν
από τη θάλασσα οι ψαράδες. Τα καϊκια τα έλεγαν Σανδάλες και ήταν με 4, με 6, με
8 ή με δέκα κουπιά. Για φως, οι βάρκες είχαν στο πίσω μέρος τους μία σιδερένια
σκάρα και εκεί επάνω άναβαν μεγάλα κομμάτια δαδί, αντί για τις σημερινές
λάμπες.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(Από το ανέκδοτο κείμενο του Ευάγγελου Χατζημπιρμπιλού «Η
ιστορία της Παλιάς και Νέας Μηχανιώνας» που μας το παραχώρησε ο κ. Μανώλης
Μαργαρίτης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.