της Στέλλας Κίρκου*
Με
αφορμή τα όσα γράφτηκαν στο προηγούμενο τεύχος του «Τοπικού Ορίζοντα» και με όσα διαβάζω τον τελευταίο καιρό στο διαδίκτυο
αναφορικά με τον υγρότοπο της Επανομής, θα ήθελα να καταθέσω κάποια στοιχεία
για τα οποία μου επιτρέπουν οι γνώσεις μου από την εξειδίκευση μου στη Φυσική
Γεωγραφία και το Περιβάλλον και ειδικότερα η εκπόνηση της μεταπτυχιακής
διατριβής μου στη γεωμορφολογία του Μύτικα της Επανομής.
Η
έρευνα στην περιοχή, στον υγρότοπο
της Επανομής, γνωστή με το όνομα Μύτικας ξεκίνησε το 2004 που στην πτυχιακή
εργασία κατέγραψα κάποιες από τις φυσικές διεργασίες που συμβαίνουν στην
περιοχή. Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε στη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών όπου
εκτός από την παρατήρηση των φυσικών διεργασιών, η φυσική μου παρουσία στην
περιοχή με βοήθησε ώστε να διακρίνω αλλαγές που συνέβησαν στη διάρκεια των τελευταίων
9 χρόνων, οι οποίες αλλαγές δεν πραγματοποιήθηκαν μόνο από ανθρωπογενείς
παρεμβάσεις αλλά και από φυσική εξέλιξη που πραγματοποιείται στην περιοχή.
Ο
Μύτικας ανήκει σε ένα σύστημα επίπεδων ακρωτηρίων, που δημιουργήθηκαν κάτω από
ορισμένες συνθήκες χιλιάδες χρόνια πριν από την ύπαρξη της ανθρώπινης ζωής στον
πλανήτη. Με βάση παγκόσμια βιβλιογραφία τα ακρωτήρια αυτά χρονολογούνται 12000 (yBP)
χρόνια πριν. Το ακρωτήριο του Μύτικα μπορεί να χρονολογηθεί απολύτως εάν στην περιοχή
γίνει έρευνα για την εύρεση και την χρονολόγηση ασπόνδυλων και απολιθωμάτων.
Ο
Μύτικας αποτελεί ένα σύστημα μέσα στο οποίο έχουν δημιουργηθεί κατάλληλες συνθήκες
ώστε να φιλοξενηθούν σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας. Οι διεργασίες που οδήγησαν
στη δημιουργία αυτού του συστήματος είναι η έντονη αποσάθρωση του εδάφους εκατέρωθεν
της περιοχής και με τη βοήθεια της κυματικής δραστηριότητας δημιουργήθηκε αυτό
το σύστημα του επίπεδου χαμηλού ακρωτηρίου.
Αυτό
το επίπεδο χαμηλό ακρωτήριο έχει την δυνατότητα να φιλοξενεί στο εσωτερικό του διαφόρων
ειδών γεωμορφές όπως ο υγρότοπος, οι αμμοθίνες (για τους επισκέπτες της
περιοχής ορατές αμμοθίνες είναι αυτά τα βουνά άμμου που βρίσκονται δίπλα από το
εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου), οι ζώνες επαύξησης κτλ.
Πάνω
σε αυτό το σύστημα βρήκαν κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης σπάνια είδη πτηνών και
φυτών, τα οποία λόγω τις ανεξέλεγκτης διέλευσης κυρίως των λουομένων τείνουν να
μειώνουν τους πληθυσμούς τους δραματικά ή και να εξαφανίζονται (αρμόδια είναι η
επιστήμη της Βιολογίας γι΄αυτά).
Αν
ανατρέξει κανείς στη διεθνή βιβλιογραφία, ο υγρότοπος του Μύτικα ανήκει σε μία ομάδα υγροτόπων με μία είσοδο
προς τη θάλασσα, η οποία είσοδος πιθανά να βρίσκεται στο σημείο που ο υγρότοπος
είναι πιο κοντά στη θάλασσα. Η έρευνα και οι μετρήσεις στο κοντινότερο σημείο
του υγροτόπου με τη θάλασσα δείχνουν την πιθανή εικόνα εισόδου. Παρόλα αυτά
στις μέρες μας η είσοδος έχει κλείσει από άμμο, λόγω των έντονων φυσικών
διεργασιών που επικρατούν στην περιοχή και όχι λόγω ανθρωπογενών παρεμβάσεων.
Για την εν λόγω είσοδο, από γεωλογικό ενδιαφέρον και μόνο, με τη βοήθεια των
μετρήσεων που πραγματοποίησα και έδωσαν μία εικόνα, μπορούν να επιβεβαιωθούν
εύκολα με μερικές ερευνητικές γεωτρήσεις οι οποίες δεν πλήττουν την περιοχή και
η διάμετρος των γεωτρήσεων είναι πολύ μικρότερη από τη διάμετρο μίας κανονικής γεώτρησης.
Επιπλέον
στοιχείο που επιβεβαιώνει πως οι φυσικές διεργασίες στην περιοχή είναι έντονες,
είναι τα δύο κανάλια εκατέρωθεν του υγροτόπου τα οποία κατασκευάστηκαν στης
αρχές της δεκαετίας του ‘70 (χωρίς έρευνα αλλά μόνο με μελέτη έργου αντίθετα
δηλαδή απ’ότι γίνεται σε όλο τον κόσμο για καθαρά περιβαλλοντολογικού
περιεχομένου παρεμβάσεις) για την αποξήρανση της λιμνοθάλασσας, όπου και αυτές
οι έξοδοι έχουν φραχτεί από άμμο.
Ένα
ορατό σημείο των φυσικών διεργασιών στην περιοχή βρίσκεται στην παραλία της
Επανομής, όπου αν κάποιος επισκεφτεί τον βόρειο τεχνητό λιμενοβραχίονα που
δεν έχει διόδους επικοινωνίας με την παραλία προς το Μύτικα θα διαπιστώσει πως
έχει δημιουργηθεί μία παραλία αρκετών μέτρων η οποία δεν υπήρχε μερικά χρόνια
πριν την κατασκευή του. Προχωρώντας προς το Μύτικα εκεί που βρίσκονται οι
καφετέριες θα διαπιστώσει κανείς την έντονη ταπείνωση της παραλίας λόγω της κυματικής
δράσης. Αυτό είναι αποτέλεσμα ανθρωπογενών παρεμβάσεων εις βάρος του Μύτικα. Όλο
αυτό το υλικό που συγκεντρώθηκε στην μία πλευρά του λιμενοβραχίονα είναι υλικό
το οποίο είχε κατεύθυνση προς το Μύτικα και τροφοδοτούσε την παραλία. Από τη στιγμή
όμως που σταμάτησε αυτή η τροφοδοσία και η κυματική δραστηριότητα συνεχίζεται
το μήκος της παραλίας στο Βόρειο τμήμα του Μύτικα άρχισε να μειώνεται.
Φυσική
διεργασία (κύκλος εποχών) του υγροτόπου είναι η πλήρης ανάπτυξη του κατά τη
χειμερινή περίοδο, λόγω των βροχοπτώσεων που είναι ένας από τους παράγοντες
τροφοδοσίας. Με βάση βιβλιογραφικές αναφορές τα συστήματα αυτού του είδους
αποτελούν μέρος λεκάνης αποστράγγισης, με αποτέλεσμα να τροφοδοτούνται με νερό.
Μετά από ψηφιοποίηση της περιοχής του Μύτικα διαπιστώθηκε ότι οι λεκάνες
αποστράγγισης βρίσκονται εκατέρωθεν του Μύτικα, δηλαδή στη νότια πλευρά
βρίσκεται ο χείμαρρος που εκβάλει στην παραλία του Ποταμού και στην βόρεια
πλευρά βρίσκεται ο χείμαρρος που εκβάλει μεταξύ παλαιού κάμπινγκ ΕΟΤ και
δημοτικού κάμπινγκ. Επομένως, στη σημερινή διαμορφωμένη κατάσταση η
λιμνοθάλασσα τροφοδοτείται από τις βροχοπτώσεις και από την υπόγεια επικοινωνία
με τη θάλασσα, το οποίο χρίζει περαιτέρω έρευνας.
Η
μείωση του εμβαδού της λιμνοθάλασσας συμβαίνει κατά τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω
εξάτμισης του νερού από τις υψηλές θερμοκρασίες και αύξηση της αλατότητας, η
οποία αποτίθεται στο γυμνό πλέον πυθμένα του υγροτόπου μαζί με διάφορα οργανικά
στοιχεία (κοχύλια, σκουλήκια, περιττώματα πτηνών, κτλ). Το υπόλοιπο νερό που
δεν εξατμίζεται και περιέχει υψηλές συγκεντρώσεις αλατότητας μπορεί κανείς να
το συναντήσει σε μία ζώνη παράλληλη προς την ακτή, ξεκινώντας από το σημείο που
προείπα ότι πιθανά βρίσκεται η είσοδος
του συστήματος.
Τα
οργανικά υλικά τα οποία καλύπτουν τον πυθμένα αποτελούν ένα αρκετά παχύ στρώμα.
Στην προσπάθεια μελέτης της περιοχής και από ορυκτολογικής πλευράς, διαπίστωσα
ότι η καύση αυτών των οργανικών υλικών, (ώστε να μπορέσω να πάρω το ίζημα που χρειαζόταν)
είναι αρκετά χρονοβόρα από ότι αναφέρεται στη βιβλιογραφία και αυτό είναι
αποτέλεσμα του πάχους της οργανικής ύλης. Μία περαιτέρω έρευνα εξειδικευμένη θα
μπορούσε να δώσει στοιχεία για τα υλικά που αποτελείται ο πυθμένας της
λιμνοθάλασσας και αυτό βέβαια μόνο ορυκτολογικό – γεωλογικό ενδιαφέρον
παρουσιάζει.
Προχωρώντας
στο εσωτερικό του επίπεδου χαμηλού ακρωτηρίου, μπορούν να γίνουν διακριτές οι
αμμοθίνες οι οποίες μας δίνουν ακόμα μία φυσική διεργασία των ανέμων που επικρατούν
στην περιοχή. Το ύψος τους μετά από μέτρηση και με την βοήθεια ψηφιακών μεθόδων
υπολογίστηκε το ψηλότερο σημείο της στα 4 ίσως και 5 μέτρα
(συμπεριλαμβανομένων των σφαλμάτων του μηχανήματος που χρησιμοποιήθηκε κατά την
όδευση στις αμμοθίνες). Ο χρόνος σχηματισμού τους ανέρχεται σε μερικές χιλιάδες
χρόνια ώστε να έχουν αυτή τη δυνατότητα ανάπτυξης και έκτασης. Παρόλα αυτά όμως
η συνεχόμενη καταπάτησή τους προκαλεί τόση καταστροφή στις αμμοθίνες οι οποίες
σταματούν να έχουν τον ίδιο ρυθμό ανάπτυξης, όσο και σε εξαφάνιση ενός είδους
λευκού κρίνου το οποίο φύονταν στις αμμοθίνες και βρίσκονταν σε αφθονία και
πλέον ο πληθυσμός αυτού του είδους μειώνεται δραματικά.
Στη
νότια πλευρά του Μύτικα δημιουργούνται οι λεγόμενες ζώνες επαύξησης, οι οποίες
είναι λωρίδες άμμου παράλληλες προς τη θάλασσα και δημιουργούνται από την
απόθεση της άμμου, στη πλευρά αυτή οι θίνες δεν έχουν τόσο έντονη ανάπτυξη λόγω
των ανέμων που πνέουν στην περιοχή και δεύτερον λόγω της καταπάτησης τους από
τα οχήματα που οδηγούν στην ολοκληρωτική καταστροφή των θινών.
Σε
αυτό το οικοσύστημα υπάρχουν πολύ
περισσότερα που κρύβονται στο εσωτερικό του, διάλεξα αυτά που είναι ορατά
σε όλους μας που έχουμε επισκεφθεί την τοποθεσία του Μύτικα.
Έχοντας
πλέον μία εικόνα της περιοχής από γεωλογικής πλευράς και γνωρίζοντας τα
προβλήματα που οι άνθρωποι δημιουργήσαμε, προτείνω να αφήσουμε τη φύση να επουλώσει τις πληγές της βοηθώντας την και όχι καταστρέφοντας. Με απλούς τρόπους, με
παρεμβάσεις φιλικές προς το περιβάλλον και σεβασμό προς τη φύση, που
αντιμετωπίζουν όμως αποτελεσματικά τις κακές μας συνήθειες αλλά λαμβάνουν υπόψη
και τη σύγχρονη πραγματικότητα. Το ακρωτήριο του Μύτικα είναι αρκετά ζωντανό,
ακόμα, ώστε εάν το αφήσουμε ανενόχλητο μπορεί να αρχίσει την ανάπλαση μόνο του,
αν οι επισκέπτες μετακινούνται μέσα στο χώρο με τρόπους φιλικούς προς το
περιβάλλον, αν οι λουόμενοι περιοριστούν μόνο στις ζώνες της παραλίας και η επίσκεψη
τους στην περιοχή πραγματοποιείται με πιο φιλικούς τρόπους τότε ίσως ο Μύτικας
(κοινώς Φανάρι) γίνει ένας χώρος αναψυχής που θα μπορεί να φιλοξενεί σπάνια είδη
πτηνών, σπάνια χλωρίδα και επισκέπτες που θα μπορούν να συμβιώνουν αρμονικά.
Στον
πλανήτη μας πολλά οικοσυστήματα εξαφανίστηκαν από αλόγιστες παρεμβάσεις με
τραγικές συνέπειες.
Ο
αναγνώστης για περισσότερες πληροφορίες μπορεί να ανατρέξει στην ηλεκτρονική
ιστοσελίδα που είναι ανεπτυγμένη η μεταπτυχιακή διατριβή της Στέλλας Κίρκου
: http://invenio.lib.auth.gr/record/129195
*H Στέλλα
Κίρκου είναι Γεωλόγος του ΑΠΘ, Master Φυσικής Γεωγραφίας και Περιβάλλοντος ΑΠΘ, Υπ. Διδάκτωρ
ΑΠΘ
ευχαριστούμε για την ενημέρωση
ΑπάντησηΔιαγραφή