Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

Η Οδύσσεια ενός ομήρου των στρατοπέδων συγκέντρωσης

Ο Γιώργος Τσιωμής εκτοπισμένος στον Άϊ-Στράτη μαζί με συνεξόριστους και τη σύζυγο με το παιδί ενός συγκρατουμένου του που είχαν πάει να τον επισκεφθούν.

του Σπύρου Κουζινόπουλου

H Oδύσσεια ενός ομήρου που από γραφιάς στα μετόχια και καλλιεργητής στα χωράφια της Επανομής Θεσσαλονίκης, βρέθηκε να συμμετέχει στο αγροτικό κίνημα της περιοχής, πολέμησε στα αλβανικά βουνά και στη συνέχεια στην Εθνική Αντίσταση και εξαιτίας αυτού, φυλακίστηκε στο στρατόπεδο "Παύλος Μελάς", στάλθηκε όμηρος στη Γερμανία, όπου από θαύμα επέζησε.

Η κάρτα ομήρου του Γιώργου Τσιωμή στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Μετά την επιστροφή του το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος, αντί να τον τιμήσει για τους αγώνες και τις θυσίες του, φρόντισε να τον στείλει..."παραθέριση" στους τόπους εξορίας, κάτι που το επανέλαβε αργότερα και η δικτατορία της χούντας.

Ο λόγος για τον Γεώργιο Τσιωμή ή Τσουμή. Είχε γεννηθεί στην Επανομή το 1916, πρωτότοκος γιός του Αθανάσιου Τσιωμή και της Ευαγγελίας Κάρτα. Η οικογένεια αριθμούσε έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Ήταν ακόμη εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας και ο μικρός Γιώργος, ο οποίος μεγάλωσε με τον παππού του που εργάζονταν ως γραφιάς στους τούρκους στα μετόχια, έμαθε γραφή και ανάγνωση στην ελληνική και την οσμανλίδικη. Αφού τελείωσε την βασική εκπαίδευση στάλθηκε να φοιτήσει στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή όπου όμως ένα χρόνο αργότερα διέκοψε προκειμένου να βοηθήσει τον πατέρα του που ασχολούνταν με τη συλλογή του φόρου αλιείας, του γνωστού εκείνη την εποχή ΜΕΡΙ στην Επανομή και για κάποιο διάστημα και τη Νέα Μηχανιώνας.

Βεβαίωση του ΕΕΣ για τη σύλληψη του Γ. Τσιωμή, 
τη φυλάκισή του στο “Παύλος Μελάς” και τη
 μεταγωγή στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Πολεμώντας στο αλβανικό  μέτωπο και την Εθνική Αντίσταση

Το 1940 τον βρήκε να πολεμάει στα αλβανικά βουνά για την απόκρουση της επίθεσης του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας και μετά την κατάρρευση του μετώπου και την επιστροφή του στο χωριό, οργανώθηκε στην εθνική αντίσταση από τον αδελφό της μητέρας του Άγγελο Κάρτα. Ο πατέρας του, παλιός βενιζελικός με συμμετοχή στις κινητοποιήσεις και τις οδομαχίες στην διαμάχη των βενιζελικών με τον βασιλικούς του Κωνσταντίνου, ποτέ δεν είδε με καλό αυτή του την επιλογή. Αντιρρήσεις όμως συνάντησε και στην τοπική οργάνωση Επανομής του ΕΑΜ, όπου υπήρχαν επιφυλάξεις στο να αποδεχθούν το παιδί μιας οικογένειας με συντηρητικό πρόσημο. Οι αντιρρήσεις ξεπεράστηκαν στην συνέχεια, ενώ ο νεαρός αντιστασιακός έδωσε τον καλύτερο εαυτό του στον αγώνα κατά των κατακτητών.

Στις 7 Αυγούστου 1944, έχοντας πληροφορίες οι Γερμανοί για τη μεγάλη συνεισφορά της Επανομής στο αντιστασιακό κίνημα και τη συγκέντρωση τροφίμων για τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην περιοχή του Χορτιάτη, κυκλώνουν το χωριό, συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία, συλλαμβάνουν 300 άντρες ηλικίας από 16 μέχρι 40 ετών και από εκεί, τους μεταφέρουν πεζούς, κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, νηστικούς και διψασμένους και με θερμοκρασία που έφτανε τους 40 βαθμούς Κελσίου, στο στρατόπεδο του "Παύλου Μελά" σε μία βασανιστική διαδρομή που κράτησε 13 ώρες. Εκεί, αφού υποβληθούν σε εξαντλητικές ανακρίσεις, οι περισσότεροι θα αφεθούν ελεύθεροι μετά από δεκαήμερο, ενώ 17 από τους Επανομίτες θα μεταφερθούν στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και κυρίως στο περιβόητο STALANG VI C . Ένας από αυτούς, ήταν και ο Γεώργιος Τσιωμής.

                                       Εξόριστος στην Ικαρία

Η επιστροφή από την ομηρία

Οι όμηροι, θα επιστρέψουν πίσω στην Ελλάδα μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, στις 24 Αυγούστου 1945, σκελετωμένοι από την πείνα, καταβεβλημένοι, άρρωστοι, έχοντας σημαδευτεί ανεπανόρθωτα από την απανθρωπιά που έζησαν στα χέρια των χιτλερικών δημίων τους, όμως χωρίς να χάσουν την αγάπη τους για την πατρίδα και κυρίως, δίχως να απωλέσουν την αγωνιστικότητα που τους διέκρινε και την ανθρωπιά τους.

Το μισαλόδοξο ελληνικό κράτος που εγκαθιδρύθηκε μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, αφού του δώσει ως αποζημίωση για την ομηρία του το αστείο ποσό για εκείνη την εποχή των 6.000 δραχμών, θα τον εκτοπίσει για τις προοδευτικές ιδέες του αρχικά στη Μακρόνησο, όπου θα βασανιστεί, όπως και οι άλλοι συνεξόριστοί του άγρια για να υπογράψει “δήλωση μετανοίας” και στη συνέχεια, ως ένα ιδιότυπο ...”τουρισμό”¨, θα τον στείλει στα ξερονήσια του Άϊ-Στράτη, της Ικαρίας, της Θάσου και ξανά πίσω στη Μακρόνησο, τον Άγιο Ευστράτιο και την Ικαρία.

  Παραθέριση” στα νησιά της εξορίας

Υπό καθεστώς εκτόπισης και αξιοποιώντας μία από τις άδειες που λάμβανε, θα παντρευτεί το 1957 την Άννα Τσαγγιάνη, αδελφή του συνεξόριστου και φίλου του στον Άϊ Στράτη Αντώνη Τσαγγιάνη με την οποία θα αποκτήσουν τρία παιδιά. Το οριστικό τέλος της εκτόπισής του θα γίνει γύρω στο 1960, όπως συνάγεται από μία απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Ασφαλείας Νομού Θεσσαλονίκης στις 27 Αυγούστου 1959 η οποία αποφαίνεται ότι πρέπει να παραταθεί η εκτόπιση του Γεώργιου Τσιωμή ή Τσουμή επί ένα ακόμη έτος στον Άγιο Ευστράτιο διότι “ούτος εξακολουθεί να εμμένει με φανατισμόν εις τας κομμουνιστικάς του πεποιθήσεις και να υποστηρίζει επιμόνως αντεθνικάς επιδιώξεις του ΚΚΕ, κρινόμενος εκ τούτου λίαν επικίνδυνος εις την Εθνικήν Ασφάλειαν”.

Μετά την οριστική επιστροφή του στην Επανομή, ασχολείται ενεργά με το αγροτικό κίνημα και τα οξυμμένα προβλήματα των γεωργών της περιοχής, οργανώνεται στην ΕΔΑ και προκειμένου να βελτιώσει τα οικονομικά της οικογένειας, στήνει μια μικρή πτηνοτροφική μονάδα και εκκολαπτήριο.

Λίγο μετά την επιστροφή του από την εξορία, μαζί με τη θυγατέρα του Ευαγγελία.

Εξόριστος από τη χούντα

Όμως η αύρα της Ελευθερίας του θα κρατήσει λίγα μόνο χρόνια, μέχρι τον Απρίλιο του 1967, με τους πραξικοπηματίες της χούντας να τον συλλαμβάνουν και να τον εξορίζουν αρχικά στη Γυάρο και στη συνέχεια στο Λακκί της Λέρου και στη Σκάλα Ωρωπού. Η θυγατέρα του Ευαγγελία Τσιωμή, περιγράφει το πως παρακολούθησε, εννιάχρονη μαθήτρια του δημοτικού σχολείου τότε, τη σύλληψη του πατέρα της:

Παίζαμε με την αδελφή μου και τις ξαδέλφες μας κουτσό. Ήμασταν χαρούμενες που μας έδιωξαν και δεν θα είχαμε εκείνη την μέρα σχολείο. Δύο χωροφύλακες ανηφόρισαν και πλησίασαν στο σπίτι. Είναι ο μπαμπάς σας εδώ;....ναι, μέσα είναι τους απαντήσαμε. Στην πόρτα εμφανίστηκε η μητέρα μας προσπαθώντας να τους εξηγήσει ότι ο άντρας της απουσίαζε. Την παραμέρισαν, πέρασαν στο εσωτερικό και σε λίγο έφευγαν με τον μπαμπά. Τον ξαναείδαμε όταν ήρθε να δικαστεί για το αγροτικό συλλαλητήριο που είχε πραγματοποιηθεί ένα χρόνο πριν στη Θεσσαλονίκη. Επικοινωνούσαμε μαζί του με ανοιχτά επιστολικά δελτάρια για να μπορεί να τα διαβάζει οποίος έλεγχε την αλληλογραφία των εξόριστων”.

Εξόριστος στον Ωρωπό, θα αρρωστήσει σοβαρά με πρόβλημα στην καρδιά, ενώ οι αρχές δεν θα τον αφήσουν ακόμη και να αποχαιρετίσει τη μητέρα του όταν εκείνη έφυγε από τη ζωή. Εκείνο το διάστημα η οικογένειά του για να μπορέσει να ανταπεξέλθει οικονομικά την περίοδο των χρόνων που απουσίαζε, αναγκάζεται να πωλήσει την κτηνοτροφική μονάδα μαζί με τα μηχανήματα.


.Εξόριστος αυτή τη φορά από τη χούντα στο Λακκί της Λέρου, διατάσσεται η μεταγωγή του στις φυλακές της Σκάλας Ωρωπού.

Η πίστη του στην αξία του ανθρώπου

Όταν αποφυλακίστηκε και επέστρεψε στην Επανομή, ασχολήθηκε με τα προβλήματα της ευρύτερης περιοχής, ενώ με τη μεταπολίτευση οργανώθηκε στο ΚΚΕ. Οι παλιοί Επανομίτες που τον γνώρισαν και τον έζησαν στις κοινωνικές δραστηριότητες, έχουν να λένε για τον ενθουσιώδη χαρακτήρα του, την αισιοδοξία που τον διέκρινε, την αξία που έδινε σε ανθρώπους και καταστάσεις όταν ασχολούνταν μαζί τους. Έκανε έργο και το πιο απλό με το οποίο καταπιάνονταν. Κοινωνικός και φιλικός με τους ανθρώπους είχε σχέσεις ακόμη και με τους πολιτικούς του αντιπάλους οι οποίοι έτρεχαν να τον αποφυλακίσουν κάθε φορά που συλλαμβάνονταν. Δεν βαρυγκομούσε για τις περιπέτειες που πέρασε και την ομηρία του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όμως παραπονιόταν πάντοτε στο τοπικό πανηγύρι του Αϊ Σωτήρα ότι δεν υπάρχει ιστορική μνήμη σε αυτόν τον τόπο, παίρνοντας αφορμή από το “Μπλόκο της Επανομής”. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: “Όλοι συρρέουν στο πανηγύρι να πάρουν τη χάρη του Αγίου, κανείς όμως δεν θυμάται τι έκαναν οι Γερμανοί τέτοιες μέρες”.

Ο Γιώργος Τσιωμής που πίστευε στη διαρκή προσπάθεια του ανθρώπου και πίεζε τα παιδιά του να μορφωθούν οπωσδήποτε και να αποκτήσουν μαρξιστική παιδεία, θεωρώντας ότι αποτελεί το σπουδαιότερο εφόδιο για την ζωή, απεβίωσε το 1997 από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 79 ετών και στην κηδεία του τον αποχαιρέτισε όλη σχεδόν η Επανομή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.