Πως ήταν Περαία, Ν.Επιβάτες, Αγ.Τριάδα, Ν.Μηχανιώνα, Επανομή, Μεσημέρι, Αγγελοχώρι, Ν.Κερασιά, Τρίλοφος, Ν.Ρύσιο, Θέρμη, Καρδία κ.α.
Το πολυπληθές κοινό που παρακολούθησε την ομιλία, πήρε μέρος σε έναν
πλούσιο διάλογο με ερωτήσεις, απορίες και παρατηρήσεις στις οποίες απάντησε ο
κ. Δάγκας. Το δικό του παρόν, έδωσε και ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού κ. Γιάννης
Βασιλειάδης, που διένειμε επίσης πιστοποιητικά σπουδών για τους δημότες οι
οποίοι παρακολουθούν τα μαθήματα του ανοιχτού πανεπιστήμιου.
Όπως είπε ο καθηγητής, σε ολόκληρη την ανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης και μέχρι την Χαλκιδική, επικρατούσε στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας μία απόλυτη ερημιά, καθώς ήταν εγκατεστημένοι περίπου 1.000 κάτοικοι συνολικά.
Η εγκατάσταση των προσφύγων στην ακτή (Περαία, Ν.Επιβάτες, Αγ.Τριάδα)
Στο Θερμαϊκό Κόλπο, πρόσφυγες σε αριθμό ανερχόμενο στα 1.754 άτομα αποκαταστάθηκαν, κατά μήκος της ακτής, στην Περαία, Νέους Επιβάτες και Αγία Τριάδα. Στο συνοικισμό Χατζή Μπαλή ήλθαν, το 1923, 73 οικογένειες προσφύγων εξ Ανατολικής Θράκης (282 άτομα) και 132 εκ Μικράς Ασίας (458 άτομα), που δημιούργησαν χωριό σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τη θάλασσα, στους παρακείμενους λοφίσκους σε υψόμετρο 60 μέτρων. Κατάγονταν από το Γαλατά (50 οικογένειες), Καλλίπολη (10), Τζιμόβασι (49), Μολδοβάνι (65) και από αλλού. Δόθηκε στο χωριό η ονομασία Περαία. Το 1928, το χωριό αριθμούσε 842 άτομα, το 1940 1.038 άτομα. Εγγύς, ο συνοικισμός Μπαχτσέ Τσιφλίκ είχε, το 1920, 43 Έλληνες και μουσουλμάνους. Αποκαταστάθηκαν στα πρανή, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τη θάλασσα σε υψόμετρο 25 μέτρων, 156 οικογένειες προσφύγων (631 άτομα) προερχόμενες από το χωριό Επιβάται Ανατολικής Θράκης, με ίδρυση του χωριού Νέοι Επιβάται. Το 1928, ανήλθαν στους 916 κατοίκους.
του Σπύρου Κουζινόπουλου
Σημαντικά και εν πολλοίς άγνωστα στοιχεία για την πληθυσμιακή, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη στην ανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης, περιέχονται στο βιβλίο του επίκουρου καθηγητή ιστορίας, Αλέξανδρου Δάγκα «Για μια κοινωνική ιστορία της υπαίθρου-Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα». Για το περιεχόμενο του βιβλίου και ιδιαίτερα για την κοινωνική εξέλιξη στην περιοχή του Δήμου Θερμαϊκού από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, μίλησε ο κ. Δάγκας το βράδυ της Τετάρτης στην αίθουσα του 2ου Γυμνάσιου Περαίας, στο πλαίσιο του Ανοιχτού Πανεπιστημίου που οργάνωσε η Αντιδημαρχία Πολιτισμού.
Σημαντικά και εν πολλοίς άγνωστα στοιχεία για την πληθυσμιακή, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη στην ανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης, περιέχονται στο βιβλίο του επίκουρου καθηγητή ιστορίας, Αλέξανδρου Δάγκα «Για μια κοινωνική ιστορία της υπαίθρου-Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα». Για το περιεχόμενο του βιβλίου και ιδιαίτερα για την κοινωνική εξέλιξη στην περιοχή του Δήμου Θερμαϊκού από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, μίλησε ο κ. Δάγκας το βράδυ της Τετάρτης στην αίθουσα του 2ου Γυμνάσιου Περαίας, στο πλαίσιο του Ανοιχτού Πανεπιστημίου που οργάνωσε η Αντιδημαρχία Πολιτισμού.
O καθηγητής κ. Αλεξανδρος Δάγκας |
Όπως είπε ο καθηγητής, σε ολόκληρη την ανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης και μέχρι την Χαλκιδική, επικρατούσε στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας μία απόλυτη ερημιά, καθώς ήταν εγκατεστημένοι περίπου 1.000 κάτοικοι συνολικά.
Επί του όρους Χορτιάτη προς βορειοδυτική κατεύθυνση, μεγάλα χωριά ήταν το
Ασβεστοχώρι, ο Χορτιάτης, τα Λαϊνά, Αειβάτιον [Λητή], Μπάλτζα [Μελισσοχώρι],
Δρυμίγκλαβα [Δρυμός], τα μουσουλμανικά Γιαϊλατζήκ [Γιαλατζίκ (Φίλυρο)] και
Ραχμανλή. Μεταξύ Εχεδώρου και Αξιού, υπήρχαν μικρά μόνο χωριά (Κουρίτσινα,
Μπουνάρτσα και άλλα). Στο τμήμα Καλαμαρίας, προς ανατολάς και νοτίως της
Θεσσαλονίκης, υπήρχαν τα μεγάλα χωριά Καπουτζήδες [Πυλαία], Βασιλικά, Επανομή,
Ζουμπάτες [Τρίλοφος].
Τα τσιφλίκια
Στα χρόνια κατά την εκπνοή της οθωμανικής κυριαρχίας, στην έξοδο από την
εντός των τειχών Θεσσαλονίκη προς την περιφέρεια νοτίως και ανατολικά,
παρεμβάλλονταν, παράλληλα προς την ακτή του Θερμαϊκού, στην οδό Εξοχών οι
επαύλεις των εύπορων Εβραίων και λοιπών. Τελευταία ήταν η βίλα Αλλατίνι. Εν
συνεχεία εκτείνονταν οι γαίες των τσιφλικίων. Το αγροτικό τοπίο προσέφερε τη
θέα μίας γης ανοιχτής, απερίφρακτης, με ξηρικές καλλιέργειες (σιτοχώραφα) στις
πεδιάδες και λίγους κήπους, αμπέλια, οπωροφόρα, ελαιόδενδρα, ενδιάμεσα στις
εστίες οίκησης –τα χωριά από το Σέδες [Θέρμη] έως τα Βασιλικά.
Προς την κατεύθυνση του βουνού (Χορτιάτης) παρεμβάλλονταν λόφοι με ισιάδες,
που υφίσταντο επίσης καλλιέργεια. Μερικά χωράφια ήταν περίφρακτα με ξερολιθιές,
άλλα οριοθετημένα από θάμνους. Η κτηνοτροφία, με ανάπτυξη κοπαδιών μεγάλων και
μικρών ζώων, ήταν διαδεδομένη. Στα χωριά –εξελιγμένα όπως τα Βασιλικά και
μικρότερα όπως το Σέδες–, υπήρχε γεωγραφική γειτνίαση, η οποία, με αναφορά στον
ανθρώπινο παράγοντα, προκάλεσε την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική ενότητα
του χώρου. Το ανθρώπινο δυναμικό ήταν ποσοτικά περιορισμένο. Η καταγωγή των
γηγενών, μουσουλμάνων και Ελλήνων, χανόταν στον παρελθόντα χρόνο.
Οι μπέηδες του Τριλόφου
Το χωριό Ζουμπάτες [Τρίλοφος] βρισκόταν σε περιοχή η οποία τελούσε, στα
μέσα του 15ου αιώνα, υπό την ιδιοκτησία των μπέηδων Defterdar Sinan και
Mustafa. Στα τέλη του 15ου αιώνα, αποτελούσε τιμάριο του βεζύρη Ισχάκ πασά. Ο
αρχικός οικισμός, σε ράχη εν μέσω χαραδρών, με ρέοντα ύδατα, είχε 8 σπίτια
χριστιανών και 13 μουσουλμάνων αλατάδων [οι απασχολούμενοι στις αλυκές του
κρατικού μονοπωλίου]. Έως το 1862, το χωριό επεκτάθηκε, με 102 χριστιανικά και
2 μουσουλμανικά σπίτια. Είχε, αργότερα, 150 οικογένειες χριστιανών γεωργών, με
εκκλησία, χάνι, μεταφορικά ζώα. Μετά το 1900, είχε 1.200 χριστιανούς Έλληνες.
Υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο με δύο δασκάλους και 116 μαθητές. Στους βαλκανικούς
πολέμους, ζούσαν 1.139 κάτοικοι.
Η Επανομή κατά τον 17ο αιώνα
Η Επανομή, χωριό κτισμένο σε χαμηλό υψόμετρο, είχε, στα τέλη του 17ου
αιώνα, μικτό πληθυσμό χριστιανών και μουσουλμάνων. Το 1862, υπήρχαν 183
χριστιανικά σπίτια. Το 1886, ζούσαν περίπου 500 οικογένειες χριστιανών γεωργών.
Στην υποδομή περιλαμβάνονταν μία εκκλησία, παντοπωλεία, καφενεία, φρέατα, ίπποι
μεταφοράς και βόδια έλκυσης αμαξών. Το 1900, ζούσαν 2.500 χριστιανοί.
Λειτουργούσαν 2 ελληνικά σχολεία με 3 διδασκάλους και 325 μαθητές. Το 1913, ο
πληθυσμός ήταν 2.948 άτομα.
Τα Βασιλικά, οικισμός δίπλα στο ποτάμι, σε χαμηλό υψόμετρο, ήταν σε περιοχή
αυτοκρατορικής ιδιοκτησίας επί Βυζαντίου –εξ ου η ονομασία–. Το 1862, υπήρχαν
151 χριστιανικά σπίτια. Το 1886, ζούσαν 400 οικογένειες. Η υποδομή είχε 3
εκκλησίες, 30 καταστήματα, 5 χάνια με χώρους σταβλισμού 250 κτηνών και με μερικά
δωμάτια. Στους εύφορους ποτιστικούς αγρούς παράγονταν δημητριακά σε μεγάλες
ποσότητες που διοχετεύονταν στην αγορά, σουσάμι, βάμβαξ. Το χωριό είχε, το
1900, 2.000 κατοίκους Έλληνες, με ελληνικό σχολείο με 3 διδασκάλους και 280
μαθητές, και το 1913 2.379 κατοίκους.
Η Γαλάτιστα, σε υψόμετρο 460 μέτρων, βρισκόταν σε στρατηγική θέση ελέγχου
της διαδρομής Θεσσαλονίκης-Χαλκιδικής. Τα υπολείμματα των παλαιών εποχών ήταν
ένας βυζαντινός πύργος και δύο νερόμυλοι του 14ου αιώνα. Επί οθωμανικής
κυριαρχίας, η περιοχή ήταν, το 1500, ιδιοκτησία του Ισχάκ πασά.
Το Σέδες (Θέρμη)
Ο οικισμός του Σέδες [Θέρμη], κείμενος σε χώρο ανοικτό, σε χαμηλό υψόμετρο
(65 μέτρα), πλησίον της πόλεως Θεσσαλονίκης, μέσα σε τσιφλίκι έκτασης 20.520
στρεμμάτων, περιλάμβανε 45 οικοδομές. Ένας πύργος είχε διασωθεί από τις παλαιές
εποχές. Ο πληθυσμός –μερικές δεκάδες άτομα– αποτελούνταν από μουσουλμάνους
εποίκους, επίσης γηγενείς χριστιανούς. Κτίστηκε ένα οθωμανικό τέμενος και, το
1851, μία εκκλησία (του Αγίου Νικολάου). Το τσιφλίκι ανήκε, στα νεώτερα χρόνια,
στον εκ Θεσσαλονίκης Ρογκότη, Έλληνα. Καταλάμβανε 27.000 στρέμματα, με 26
οικογένειες χριστιανών διαμένουσες στον οικισμό. Ήταν κολλήγοι δίγλωσσοι, με
μητρική τη σλαβομακεδονική και εκμάθηση ως δεύτερης γλώσσας της ελληνικής κατά
το συγχρωτισμό με τα γειτονικά κεφαλοχώρια. Το κτήμα πωλήθηκε αντί 11.500 λιρών
στο Σουλεϊμάν πασά. Εκδιώχθηκαν, το 1906, από το νέο γαιοκτήμονα οι 13
οικογένειες και διασκορπίσθηκαν στα παρακείμενα ελληνικά κεφαλοχώρια (απέμειναν
οι λοιπές 13). Στη θέση τους, μεταφέρθηκαν προς εγκατάσταση τουρκαθίγγανοι. Το
1913, διέμεναν στο Σέδες 191 άτομα.
Βασιλικά, Σουρωτή
Στην περιοχή των Βασιλικών, ο συνοικισμός της Σουρωτής βρισκόταν μέσα σε
ιδιοκτησία μουσουλμάνου γαιοκτήμονα. Τοποθετημένος σε χώρο σε υψόμετρο 115
μέτρων, είχε 4 μουσουλμανικά και 2 χριστιανικά σπίτια κολλήγων. Στην εποχή των
βαλκανικών πολέμων, ο πληθυσμός κυμαινόταν στα 33-35 άτομα. Το 1915, είχαν
συγκεντρωθεί 36 προσφυγικές οικογένειες (145 άτομα). Ο συνοικισμός της Πισόνας,
βορείως του χωριού Βασιλικά, είχε, το 1862, 8 μουσουλμανικά και 8 χριστιανικά
σπίτια. Στη δεκαετία 1910, διέμεναν 100 κολλήγοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι.
Ο συνοικισμός των Ταγαράδων
Ο συνοικισμός των Ταγαρτζήδων [Ταγαράδες] αποτελούνταν, το 1862, από 10
χριστιανικά σπίτια και 1 μουσουλμανικό, κτισμένα σε υψόμετρο 80 μέτρων εντός
λοφώδους εκτάσεως που ανήκε σε μουσουλμάνο γαιοκτήμονα. Το 1886, ζούσαν στο
τσιφλίκι 4 οικογένειες χριστιανών γεωργών. Οι χριστιανοί αποχώρησαν, με
εγκατάσταση, περί το 1900, 40 μουσουλμάνων. Η υποδομή περιλάμβανε το οίκημα του
ιδιοκτήτη Ιμπίς αγά –πέτρινο διώροφο κτίριο με καμάρες (αψίδες)–, 21 οικοδομές,
φρέατα.
Το Γεδικλή (Κάτω Περιστερά) και το Χασαπλή
Ο συνοικισμός Γεδικλή [Κάτω Περιστερά] είχε 12 μουσουλμανικά σπίτια το
1862. Το 1900, ζούσαν 80 μουσουλμάνοι, οι οποίοι μετά τους βαλκανικούς πολέμους
αποχώρησαν προς Τουρκία. Το 1913, καταγράφηκαν 48 κάτοικοι. Ο συνοικισμός
Χασαπλή ήταν, το 1712, εστία Γιουρούκων [μουσουλμάνοι κάτοχοι γης, υπόχρεοι
στρατιωτικών υπηρεσιών]. Το 1862, υπήρχαν 9 σπίτια μουσουλμάνων. Το 1900,
ζούσαν 90 μουσουλμάνοι, έως το 1913 μειώθηκαν σε 55, έως το 1915 αποχώρησαν
άπαντες. Ο συνοικισμός Γενί Κιόι ή Αγία Παρασκευή, τοποθετημένος σε υψόμετρο 95
μέτρων, βρισκόταν μέσα σε τσιφλίκι 12.000 στρεμμάτων. Στα τέλη του 15ου αιώνα,
είχε 8 χριστιανικά σπίτια, το 1771 αριθμούσε λίγους χριστιανούς κατοίκους και
το 1900 105 Έλληνες, με 30 οικοδομές, με ελληνικό σχολείο με 2 διδασκάλους και
45 μαθητές. Το 1913, οι κάτοικοι ήταν 48. Ο συνοικισμός Τροχανλή [Λακκιά], σε
υψόμετρο 120 μέτρων, συγκέντρωνε 100 κατοίκους, μουσουλμάνους. Έως το 1913,
ελαττώθηκαν σε 59.
Το χωριό Καρατσοχαλή (Καρδία)
Στην περιοχή των χωριών Ζουμπάτες [Τρίλοφος] και Επανομή, το μουσουλμανικό
χωριό Καρατσοχαλή [Καρδία], σε υψόμετρο 180 μέτρων, είχε, περί τα τέλη του 15ου
αιώνα, 20 σπίτια και 4 άγαμους κατοίκους. Το 1712, ζούσαν 9 Γιουρούκοι. Το
1862, υπήρχαν 25 σπίτια, το 1913 απογράφηκαν 270 άτομα.
Το Αδαλή και το Μπασισλή (Κάτω και Άνω Σχολάρι)
Το μουσουλμανικό χωριό Αδαλή [Κάτω Σχολάριον], κτισμένο σε υψόμετρο 150
μέτρων, κατοικούνταν, το 1712, από Γιουρούκους. Υπήρχαν, το 1862, 51 σπίτια, το
1900 470 κάτοικοι. Έως το 1913, μειώθηκαν σε 190 άτομα, τα οποία έφυγαν επίσης,
έως το 1914, στην Τουρκία, καταλείποντας το χωριό ερημωμένο. Ήλθαν και
κατέλαβαν τη θέση τους στο χωριό 35 οικογένειες προσφύγων (124 άτομα) από το
Σχολάριον Ανατολικής Θράκης. Το μουσουλμανικό χωριό Μπασισλή [Σχολάριον] ήταν,
το 1712, χώρος εγκατάστασης Γιουρούκων, το 1862 είχε 21 σπίτια, το 1900 180
κατοίκους. Φυλλορρόησε έως το 1913 στα 159 άτομα. Το Ουζούν Αλή [Πλαγιάριον],
χωριό σε υψόμετρο 140 μέτρων, είχε, το 18ο αιώνα, μικτό πληθυσμό μουσουλμανικό
και χριστιανικό. Υπήρχαν, το 1862, 17 μουσουλμανικά σπίτια και 2 χριστιανικά,
με υποτυπώδη υποδομή (φρέατα). Το 1912 είχε μικτό πληθυσμό 242 ατόμων. Επί
ελληνικής εποχής, εγκαταλείφθηκε από τους γηγενείς και εποικίσθηκε το 1915 από
πρόσφυγες.
Το Πουρνάρ Τσιφλίκ (Νέο Ρύσιο)
Ο χριστιανικός συνοικισμός Πουρνάρ Τσιφλίκ [Νέον Ρύσιον] βρισκόταν το 1771
μέσα σε τσιφλίκι έκτασης 5.000 στρεμμάτων. Το 1862, υπήρχαν 2 σπίτια. Το 1874,
οικοδομήθηκε από χριστιανούς, με άδεια του γαιοκτήμονα αγά, η εκκλησία του Αγίου
Κωνσταντίνου. Το 1910, ζούσαν 40 κάτοικοι. Περί την εποχή των βαλκανικών
πολέμων, ο συνοικισμός διέθετε υποδομή 21 κτισμάτων. Ακολούθως, εγκαταλείφθηκε.
Ο μουσουλμανικός συνοικισμός Σεμσελή [Τρούλλος], μέσα σε τσιφλίκι τουρκικής
ιδιοκτησίας, εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το Τσαϊρ Τσιφλίκ (Λειβαδίκιο Περαίας)
Ο χριστιανικός συνοικισμός Τσαΐρ Τσιφλίκ [Λειβαδίκιον Περαίας], με 40
κολλήγους μέσα σε τσιφλίκι 5.000 στρεμμάτων, ανήκε στο γαιοκτήμονα Μουσταφά
Αγκό. Στην εποχή των βαλκανικών πολέμων, είχε 14 κτίσματα.
Το Μέσμερ Τσιφλίκ (Μεσημέρι)
Ο συνοικισμός στο Μέσμερ Τσιφλίκ ή Μεσημέριον, αγρόκτημα έκτασης 20.000
στρεμμάτων, κτισμένος σε θέση σε υψόμετρο 100 μέτρων με επάρκεια νερού,
κατοικούνταν, από το 15ο έως το 18ο αιώνα, από εργάτες, μουσουλμάνους και
χριστιανούς, του μονοπωλίου άλατος στην εγγύς περιοχή Καραμπουρνού. Το 1862,
διέθετε 22 χριστιανικά και 14 μουσουλμανικά σπίτια, κατανεμημένα σε 3
γειτονιές, με 100 οικογένειες. Το 1900, ζούσαν 120 έως 150 άτομα χριστιανοί, το
1910 125 άτομα, το 1913 84 άτομα. Το 1915, εγκαταστάθηκαν 76 πρόσφυγες.
Το Χατζή Μπαλή (Αγία τριάδα)
Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, άλλοι συνοικισμοί με κολλήγους τσιφλικίων
υφίσταντο στην ακτή του Θερμαϊκού Κόλπου. Στο Χατζή Μπαλή [Αγία Τριάς],
αγρόκτημα έκτασης 10.000 στρεμμάτων, ήταν εγκατεστημένοι χριστιανοί και
μουσουλμάνοι. Το 1862, ο συνοικισμός είχε 12 χριστιανικά σπίτια. Περί το 1900
και μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους, διέθετε υποδομή 18 κτισμάτων και 50
κατοίκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Το 1920, ζούσαν 27 κάτοικοι.
Το Μπαχτσέ Τσιφλίκ
Ο συνοικισμός στο αγρόκτημα Μπαχτσέ Τσιφλίκ είχε, το 1862, 3 χριστιανικά
σπίτια. Το 1900, το τσιφλίκι, με 40 χριστιανούς και μουσουλμάνους κολλήγους,
ανήκε στο Χασάν μπέη. Το 1913, ήταν εγκαταλελειμμένο. Δύο συνοικισμοί στο
Καραμπουρνού βρίσκονταν μέσα σε τσιφλίκια ιδιοκτησίας Χασάν μπέη, παρά το
ακρωτήριο Αιναίον [Μεγάλο Έμβολο], όπου ήταν κατασκευασμένα τα οθωμανικά
οχυρωματικά έργα. Κτισμένοι στο χαμηλό υψόμετρο του παραθαλάσσιου χώρου,
κατοικούνταν από χριστιανούς ελληνόφωνους. Το Μικρόν Καραμπουρνού είχε, το
1862, 21 σπίτια. Το 1900 και μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους, ζούσαν 100
κάτοικοι σε 22 οικίες, το 1913 87 κάτοικοι. Σε απόσταση 20 λεπτών της ώρας, ο
συνοικισμός στο Μέγα Καραμπουρνού, αγρόκτημα έκτασης 12.500 στρεμμάτων (το παρά
τη Θεσσαλονίκη οχύρωμα Μικρόν Καραμπουρνού ή Καραμπουρνάκι κακώς συγχεόταν με
το εν λόγω τσιφλίκι), διέθετε υποδομή 34 κτισμάτων, μίας εκκλησίας, ενός
σχολείου. Το 1913, ζούσαν 77 κάτοικοι. Ο διδάσκαλος μετέφερε κατά μήνα εναλλάξ
τους μαθητές από το Μέγα στο Μικρόν, όπου ένα κελλί χρησιμοποιούνταν ως
διδακτήριο. Το 1906, ενεγράφησαν στο σχολείο 28 άρρενα, ουδέν θήλυ.
Στο Θερμαϊκό Κόλπο, πρόσφυγες σε αριθμό ανερχόμενο στα 1.754 άτομα αποκαταστάθηκαν, κατά μήκος της ακτής, στην Περαία, Νέους Επιβάτες και Αγία Τριάδα. Στο συνοικισμό Χατζή Μπαλή ήλθαν, το 1923, 73 οικογένειες προσφύγων εξ Ανατολικής Θράκης (282 άτομα) και 132 εκ Μικράς Ασίας (458 άτομα), που δημιούργησαν χωριό σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τη θάλασσα, στους παρακείμενους λοφίσκους σε υψόμετρο 60 μέτρων. Κατάγονταν από το Γαλατά (50 οικογένειες), Καλλίπολη (10), Τζιμόβασι (49), Μολδοβάνι (65) και από αλλού. Δόθηκε στο χωριό η ονομασία Περαία. Το 1928, το χωριό αριθμούσε 842 άτομα, το 1940 1.038 άτομα. Εγγύς, ο συνοικισμός Μπαχτσέ Τσιφλίκ είχε, το 1920, 43 Έλληνες και μουσουλμάνους. Αποκαταστάθηκαν στα πρανή, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τη θάλασσα σε υψόμετρο 25 μέτρων, 156 οικογένειες προσφύγων (631 άτομα) προερχόμενες από το χωριό Επιβάται Ανατολικής Θράκης, με ίδρυση του χωριού Νέοι Επιβάται. Το 1928, ανήλθαν στους 916 κατοίκους.
Αγγελοχώρι, Νέα Κερασιά, Νέα Μηχανιώνα
Στο Καραμπουρνού, οι δύο συνοικισμοί είχαν, το 1920, 191 κατοίκους
(μετονομασία σε Νέα Κερασιά) και 19 κατοίκους (μετονομασία σε Αγγελοχώριον).
Στη Νέα Κερασιά, ήλθαν, περί τα τέλη του 1922, πρόσφυγες από την Κερασιά
Ανατολικής Θράκης. Το 1928, ζούσαν 263 άτομα –ως επί το πλείστον πρόσφυγες–, το
1940 402 άτομα.
Στο χωριό Αγγελοχώριον, πρόσφυγες από το Αγγελοχώριον Καλλιπόλεως
Ανατολικής Θράκης, 75 οικογένειες (259 άτομα), αποκαταστάθηκαν κατά την ίδια
εποχή. Το 1940, ο πληθυσμός ανήλθε σε 484 κατοίκους. Προσέτι, ένα αμιγώς
προσφυγικό χωριό, η Νέα Μηχανιώνα, ιδρύθηκε στα παράλια, σε τμήμα του παλαιού
τσιφλικίου πλησίον της Επανομής. Εγκαταστάθηκαν 180 οικογένειες από τη
Μηχανιώνα Προποντίδος, 32 από άλλες περιοχές της Κυζίκου, 80 από την Αγία
Παρασκευή του Τσεσμέ, 14 από το Καστέλλι Πανόρμου. To 1928 ο πληθυσμός ήταν 2.008 κάτοικοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.