Από τον φόβο πειρατών αλλά και Τούρκων ληστών που έκαναν συχνά επιδρομές
Του Σπύρου
Κουζινόπουλου
Ως «φρούρια», χρησιμοποιούνταν τα σπίτια στην παλιά
Μηχανιώνα, εξ αιτίας των επιδρομών από πειρατές. Γιαυτό και όλες οι κατοικίες
των Μηχανιωτών ήταν διώροφες και μερικές τριώροφες, θυμίζοντας κάστρα. Η αίγλη
που είχε η Μηχανιώνα ως σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο, στο βορειότερο μέρος της
ανατολικής παραλίας της Κυζικηνής Χερσονήσου, στην Προποντίδα όπου βρισκόταν,
φαίνεται ότι μαγνήτιζε τους ληστές της εποχής που την είχαν κάνει στόχο.
Όπως έγραψε ένας από τους σημαντικότερους Μηχανιώτες, ο
καθηγητής της Φιλοσοφίας Μαργαρίτης Ευαγγελίδης (1850-1932) «οι υψηλοί και
ισχυρότατοι πύργοι της Μηχανιώνας, μαρτυρούσιν περί της φοβεράς περιόδου της πειρατείας
και αποδεικνύουσι την πρόνοιαν των Μηχανιωτών, όπως ασφαλίσωσι την υπό των
πειρατών απειλουμένην ζωήν και την κινητήν αυτών περιουσίαν». 1
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας άφησε ο Ευάγγελος Μπόγκας
στο σπάνιο πλέον βιβλίο του «Η Μηχανιώνα της Κυζίκου», στα χρόνια της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, πριν ακόμη την Επανάσταση του 1821, στη Μηχανιώνα έκαναν επιδρομές
συχνά Τούρκοι ληστές και προ παντός Λαζοί από τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτός ο λόγος
φαίνεται ανάγκαζε τους παλαιότερους Μηχανιώτες να χτίζουν διώροφα τα σπίτια τους.
«Το
ισόγειο με τον πρώτο όροφο, επικοινωνούσαν με σκάλα, της οποίας τα σκαλοπάτια
ήταν αφαιρετά, γρετίδικα (προσωρινά). Και ο τελευταίος της οικογένειας που θα
ανέβαινε για ύπνο, έπρεπε να βγάζει ένα-ένα τα σκαλοπάτια και ανεβαίνοντας
έκλεινε από πάνω την κλαβανή (σ.σ. ξύλινη πόρτα στο πάτωμα) και περνούσε δύο
σίδερα με κρίκους για ασφάλεια», έγραφε ο Μπόγκας, για να
προσθέσει:
«Στις
επιδρομές, οι κάτοικοι του χωριού επικοινωνούσαν μόνο από επάνω, με περασιές,
με γεφυράκια δηλαδή από σπίτι σε σπίτι. Σώζεται μάλιστα και ένας θρύλος μέχρι
σήμερα, ότι χάρις σε αυτές τις αφαιρετές σκάλες, γλύτωσε ολόκληρο το χωριό από
την εκδικητική μανία στην Επανάσταση του 1821. Κατά τον θρύλο αυτό, είχε
κατέβει στο χωριό εκείνη την εποχή τουρκικός στρατός για να κάνει σφαγή. Οι
κάτοικοι του παραμόνευαν και τους έβλεπαν που τρόχιζαν τα μαχαίρια τους. Και
μια μέρα, που ξέχασε ένας Μηχανιώτης τη σκάλα του, πήγε ένας τούρκος στρατιώτης
– φαίνεται πως ήταν πονετικός άνθρωπος – και του είπε: “Πως την κάνατε αυτή την
απροσεξία. Εμείς περιμένουμε φιρμάνι, να βάλουμε σφαγή, και να δώσει ο Θεός να
μην έρθει τέτοιο φιρμάνι”. Αλλά ευτυχώς, ύστερα από λίγο ο στρατός έφυγε
άπρακτος».2
Ένας συναγερμός κατά λάθος
Ο Ευαγγελίδης, περιγράφει και έναν συναγερμό στη Μηχανιώνα για επιδρομή ληστών, που έγινε… κατά λάθος. Ήταν τον Ιούνιο του 1856, όταν ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται τρομακτικές γυναικείες φωνές «έρχονται, έρχονται».
«Εν
ριπή οφθαλμού, η κωμόπολις εγένετο ανάστατος. Αι γυναίκες αρπάζουσαι εκ των
οικιών τα τέκνα των ή περισυλλέγουσαι αυτά εκ των οδών, έσπευδον προς την
θάλασσαν, ίνα εμβάσαι εις τα πλοία σωθώσι. Και εις μεν τα πλοία, όπερ
ευρίσκοντο εν τη θαλάσση ώρμων βρεχόμεναι μέχρις οσφύος, όσα δε πλοία
ευρίσκοντο επί της ξηράς αναβιβασμένα, εισώρμων εις αυτά τοποθετούσαι εν αυτοίς
και τα παιδιά και καλούσαι μεγάλη τη φωνή, εί που έβλεπον μητέραν, αδελφήν, συγγενή.
Εν τη μεγάλη αυτών παραζάλη, δεν ησθάνθησαν ότι τα πλοία ευρίσκονται επί της ξηράς
και ότι παρεσκεύαζαν εαυτάς και τους οικείους των πρόχειρα θύματα των
επιδρομέων»3
Ευτυχώς, γρήγορα διαπιστώθηκε ότι δεν επρόκειτο περί επιδρομής
ληστών, αλλά είχαν παρερμηνευθεί οι φωνές κάποιων γυναικών «έρχονται, έρχονται»,
όταν είδαν να επιστρέφει από την Πέργαμο με μία ομάδα συνοδοιπόρων του ο Μηχανιώτης,
Διαμαντής Κούλας.
Σύμφωνα με τον Μπόγκα, στα 1922, όταν έγινε η καταστροφή
και η βίαιη απομάκρυνση των Μηχανιωτών από τις πατρογονικές εστίες τους, δεν
υπήρχε κανένα σπίτι μονώροφο. «Όλα ήταν
διώροφα και πολύ λίγα τριώροφα. Οι δρόμοι στενοί, αλλά πατωμένοι με
καλντερίμια. Κήπους μεταξύ τους δεν είχαν. Οι δρόμοι ήταν δαιδαλώδεις, χωρίς
κανένα σχέδιο, όπως γίνονταν όλοι οι δρόμοι τότε στα χωριά, κι ένας ξένος
μπορούσε να τα χάσει μέσα στα στενά σοκάκια. Κεντρικότερος δρόμος, με
μπερδέματα κι΄ αυτός, ήταν ο δρόμος που οδηγούσε από την παραλία στη βρύση του
Κουτσιαντά. Εδώ γινόταν το χειμώνα ο περίπατος της νεολαίας». 4
Η Μηχανιώνα κατά
την «Αναγραφή της Κυζίκου», ένα παλιό χειρόγραφο, άγνωστου συγγραφέα, που
βρίσκεται σήμερα στη Βιβλιοθήκη της Ελληνικής Βουλής, είχε κατά το 1825
διακόσια πενήντα σπίτια και κάπου 1.250 κατοίκους. 5 Στα 1878, όπως αναφέρει ο
Μηχανιώτης αρχιμανδρίτης Κύριλλος Γρηγοριάδης στον πρόλογο της μετάφρασης της «Ιστορίας
της Κυζίκου», του Γερμανού Μάρκαρτ, οι κάτοικοι της Μηχανιώνας ήταν πάλι 1250.
Οι οικογένειες της Μηχανιώνας
Σε μία έκθεση του Μηχανιώτη εκπαιδευτικού Γεωργίου Κούζου, αφιερωμένη στα εκπαιδευτήρια της Κυζικηνής Χερσονήσου κατά το 1880, οι οικογένειες της Μηχανιώνας ήταν 200. Στην απογραφή του τουρκικού κράτους, στα 1900, η Μηχανιώνα αναφέρεται με 300 σπίτια και 1050 κατοίκους. Η αύξηση των σπιτιών και η ελάττωση των κατοίκων οφείλεται στο ότι πολλοί Μηχανιώτες έφευγαν από το χωριό και αναζητούσαν εργασία στην ξενιτειά. «Πράγματι, σημειώνει ο Κ.Μακρής, εν Γαλατά ιδίως Κωνσταντινουπόλεως, επί των ημερών ημών ήσαν εγκατεστημένοι πλείστοι Μηχανιώτες, διαπρέποντες εις διάφορα επαγγέλματα». 6
Στην Κωνσταντινούπολη, οι Μηχανιώτες ασκούσαν την τέχνη
του ξυλουργού ή ξυλογλύπτη, του ράφτη, του υποδηματοποιού κ.α. Οι πιο μορφωμένοι
ακολουθούσαν το λειτούργημα του δασκάλου ή του παπά. Γιατί η Μηχανιώνα
ανέδειξε πολλούς κληρικούς και δεσποτάδες, ακόμα και Πατριάρχη, τον Πατριάρχη
Ιεροσολύμων Νικόδημο Τσιντσώνη (1827-1910) και τον Μητροπολίτη Σωζοαγαθουπόλεως
Παρθένιο Παπαπαναγιώτου (1837-1900).
Σημειώσεις
1. 1. Μαργαρίτη
Ευαγγελίδη, Η Μηχανιώνα της Κυζίκου.
Ιστορία και παράδοσις. Εταιρεία Μελέτης της καθ΄ημάς Ανατολής. Αθήνα 2005,
σ.9
2. 2. Ευάγγελου
Αθ. Μπόγκα, Η Μηχανιώνα της Κυζίκου, Aθήνα 1964, σ.6
3. 3. Μαργαρίτη
Ευαγγελίδη, Η Μηχανιώνα της Κυζίκου.
Ιστορία και παράδοσις. Εταιρεία Μελέτης της καθ΄ημάς Ανατολής. Αθήνα 2005,
σ.91
4. 4. Ευάγγελου
Αθ. Μπόγκα, Η Μηχανιώνα της Κυζίκου, Aθήνα 1964, σ.6
5. 5. Κώστα
Μακρή, «Τα χωρία και τα μοναστήρια της Κυζικηνής Χερσονήσου». Ανάτυπο από τον
Η΄ τόμο των Μικρασιατικών Χρονικών, σ.25
6. Σύμφωνα
με τον Μακρή, η επίδοση μερικών Μηχανιωτών στην Κωνσταντινούπολη ήταν
εξαιρετική. Έτσι αναφέρονται π.χ. ο ράφτης Μωϋσής Ντάνιας και ο υποδηματοποιός
Πολυχρόνης Χαντζάρας στα Φερμελετζίδικα, που έφτιαχναν ρούχα και υποδήματα σε
πασάδες και πρίγκηπες της Αυλής του Χαμήτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.