Ηταν φθινόπωρο του 1986 και
ήμουν για πρώτη φορά υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές με τον Στέλιο Νέστορα.
Μιλούσα, θυμάμαι, στην Ανω Πόλη και, μεταξύ πολλών άλλων μεγαλεπήβολων σχεδίων,
ανέφερα διστακτικά και την ιδέα της θαλάσσιας αστικής συγκοινωνίας. Παρατήρησα
με έκπληξη ότι το μέτριο ενδιαφέρον του κόσμου για την ομιλία μου αυξήθηκε
ξαφνικά στο άκουσμα της λέξης «καραβάκια».
Εκείνη την εποχή, με τη βοήθεια δύο
καλών μου φοιτητών, του Κώστα Παπανδρέου και του Θόδωρου Τσιάλα (που θα πρέπει
να προσκληθούν στην πρώτη επίσημη διαδρομή του συστήματος ακόμη και αν δεν
προσκληθώ εγώ), είχα μελετήσει αναλυτικά τις παραμέτρους της πρότασης για ένα
ολοκληρωμένο σύστημα με ταχύπλοα σκάφη από το κέντρο της πόλης στις απέναντι
ακτές του Θερμαϊκού, όχι μόνο για καλοκαιρινό μπάνιο, όπως παλιά, αλλά και για
καθημερινές μετακινήσεις.
Η συνέχεια είναι γνωστή, αφού η ιδέα αυτή
αποδείχτηκε η πιο δημοφιλής σε μια πόλη που αντλεί από τη μνήμη το όραμά της
για το μέλλον. Εγκρίθηκε αρχικά μετ' επαίνων από το Νομαρχιακό Συμβούλιο το '89,
αλλά χάθηκε ένα χρόνο μετά στην αποτυχημένη, ευτυχώς, επιχείρηση του μπαζώματος
της Παλιάς Παραλίας. Μετά το '94 επανήλθε και αναζήτησε χρηματοδότηση χωρίς,
όμως, επιτυχία, εξαιτίας υπόγειων τοπικών αντιδράσεων, αλλά και της
αντικειμενικής δυσκολίας για την αδειοδότηση υποδομών σε περιοχές αιγιαλού.
Μόλις το πρόβλημα αυτό ξεπεράστηκε (με την Πολιτεία να αναλαμβάνει την
κατασκευή των στάσεων και τους ιδιώτες να φέρνουν τα σκάφη), η αποκεντρωμένη
περιφέρεια «βύθισε» και πάλι το έργο το 2004, προφασιζόμενη έλλειψη
βιωσιμότητας και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος, παρά τις αντίθετες ενδείξεις
και μελέτες.
Εξι χρόνια
αργότερα, το 2010, είχα τη δυνατότητα ως υφυπουργός να διερευνήσω την
επικαιροποίηση της βιωσιμότητας του έργου (που επιβεβαιώθηκε απόλυτα και μάλιστα
με σχετικά χαμηλό κόμιστρο της τάξεως των 2 ευρώ) και να συντονίσω τον
αρχιτεκτονικό διαγωνισμό ιδεών για τις στάσεις με τα θαυμάσια σχέδια νέων
αρχιτεκτόνων. Παράλληλα, η πολιτική βούληση του δήμου Θεσσαλονίκης, σε
συνδυασμό με την έγκριση των κονδυλίων για τις οριστικές μελέτες των λιμενικών
και των αρχιτεκτονικών εγκαταστάσεων, οδήγησε σε εύλογη αισιοδοξία για την
οριστική υλοποίηση του έργου. Και, ενώ συνέβησαν, επιτέλους, όλα αυτά τα
θαυμαστά μετά 27 χρόνια δυστοκίας, παρουσιάζεται ξαφνικά στα τοπικά μέσα η
είδηση της απευθείας ανάθεσης της λειτουργίας για «πιλοτική» εφαρμογή της
θαλάσσιας συγκοινωνίας από τον επόμενο Απρίλιο!
Δεν ξέρω αν
πρέπει να πετάξω απ' τη χαρά μου ή ν' αρχίσω να φοβάμαι. Ηταν, τελικά, τόσο
απλό; Αρκούσε μια προεκλογική παρέμβαση του αρμόδιου αντιπεριφερειάρχη και η
απλή άδεια του υπουργείου Ναυτιλίας; Ποια θα είναι η ποιότητα εξυπηρέτησης του
πιλοτικού συστήματος, η συχνότητα των δρομολογίων, οι συνθήκες της αναμονής των
επιβατών; Μήπως ισχύσει το «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού»; Και, το
κυριότερο, μήπως απογοητευτεί το κοινό και μειωθεί το επιχειρηματικό ενδιαφέρον
για τη λειτουργία του ολοκληρωμένου συστήματος, αν αποτύχει η πιλοτική
εφαρμογή; Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμη εύλογα ερωτήματα. Είμαι ο
τελευταίος που θα γκρίνιαζε για την πρόοδο μιας ιδέας στην οποία αφιέρωσα με
ενθουσιασμό ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Ομως, ανησυχώ πολύ και περιμένω
απαντήσεις. Δε θέλω (αλλά και δεν έχω) άλλα τριάντα χρόνια να εξηγώ, γιατί δεν
έγιναν τελικά τα «καραβάκια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.