του Σπύρου Κουζινόπουλου
Ήταν σπεσιαλίστρια στα ντολμαδάκια, η μάννα μας η Μεταξία. Και κάθε που πλησιάζαμε στα τέλη του Απρίλη, οπότε άρχιζαν να βγαίνουν τα τρυφερά αμπελόφυλλα από την κληματαριά του σπιτιού, η κυρά-Μεταξία είχε την τιμητική της, καθώς τα ντολμαδάκια έδιναν και έπαιρναν στην κουζίνα και τραπεζαρία μαζί της μονοκατοικίας, κάπου στο κέντρο της πόλης, πίσω από τη Νομαρχία.
Ήταν σπεσιαλίστρια στα ντολμαδάκια, η μάννα μας η Μεταξία. Και κάθε που πλησιάζαμε στα τέλη του Απρίλη, οπότε άρχιζαν να βγαίνουν τα τρυφερά αμπελόφυλλα από την κληματαριά του σπιτιού, η κυρά-Μεταξία είχε την τιμητική της, καθώς τα ντολμαδάκια έδιναν και έπαιρναν στην κουζίνα και τραπεζαρία μαζί της μονοκατοικίας, κάπου στο κέντρο της πόλης, πίσω από τη Νομαρχία.
Ήταν εκπληκτική η
ταχύτητα με την οποία διάλεγε ένα-ένα τα αμπελόφυλλα η μάνα, έκοβε το κοτσανάκι
τους, τα ξέπλενε καλά, τα βουτούσε στο καυτό νερό για ένα-δύο λεπτά ώστε να
μαλακώσουν, αν είχαμε φτάσει στον Ιούνιο κι άρχιζαν να σκληραίνουν. Και τέλος
τα τύλιγε με μοναδική μαεστρία, διπλώνοντάς τα προσεκτικά, ώστε να μη σχιστούν
αλλά και να έχουν όλα ομοιόμορφο σχήμα.
Σχεδόν δύο φορές την
εβδομάδα, από τα τέλη Απριλίου μέχρι τα μέσα Ιουνίου, επαναλαμβάνονταν αυτή η
ιεροτελεστία, μια και το μεσημεριανό φαγητό ήταν ντολμαδάκια «ορφανά», δηλαδή
μόνο με ρύζι, καθώς το κρέας έμπαινε στο σπιτικό μας μόνο κάθε Κυριακή και
γιορτή. Και όταν ο τέντζερης, αλλά χωρίς το καπάκι, τοποθετούνταν στη φωτιά
γεμάτος μέχρι επάνω με τους λαχταριστούς μικρούς ντολμάδες να τους συγκρατεί
ένα αναποδογυρισμένο πιάτο, τότε όλο το σπίτι μοσχομύριζε από την αρωματική
τους γέμιση που την έδιναν τα φρέσκα από την αυλή μας κρεμμυδάκια, το ελαιόλαδο, ο μαϊντανός, ο άνηθος, ο δυόσμος, όλα
ψιλοκομμένα.
Oι μουσαφιραίοι, που συχνά-πυκνά ερχότανε να τους
φιλέψουμε στο σπίτι, όταν γεύονταν τα πεντανόστιμα ντολμαδάκια της μάνας, τη
ρωτούσαν και την ξαναρωτούσαν για το μυστικό της επιτυχίας της. Κι εκείνη
τότε, είχε πάντα έτοιμη την απάντηση:
-«Τα
καλά ντολμαδάκια, για να είναι νόστιμα και όχι «ξύλα» που μασιούνται δύσκολα,
πρέπει να είναι με όσο γίνεται πιο νεαρά και μικρά αμπελόφυλλα, πριν αυτά
αρχίσουν και σκληραίνουν. Και φυσικά πάντα φρέσκα και όχι αυτά στη σαλαμούρα
που πουλάει ο μπακάλης της γειτονιάς».
Έτσι κι
εκείνο το πρωί του Σαββάτου 22 Απριλίου 1967, γιορτή του
Λαζάρου, παραμονή της Κυριακής των Βαίων. Η μάννα είχε σκαρφαλώσει από το πρωί
στην κληματαριά, που κρατούσε δροσερή όλο το καλοκαίρι την αυλή μας, για να
κόψει τα πρώτα τρυφερά αμπελόφυλλα. Βλέπετε, το κλήμα προορίζονταν κυρίως για
να δίνει τα αμπελόφυλλα στην κυρά-Μεταξία και δευτερευόντως για τα σταφύλια
του. Γιαυτό και ο πατέρας μας, ο κυρ-Χαράλαμπος, δεν την ράντιζε ποτέ, παρά
μόνο την κλάδευε προσεκτικά στο τέλος του Χειμώνα, φροντίζοντας αυτό να
συμπίπτει τις περισσότερες φορές με τη γιορτή του Άη-Τρύφωνα, του προστάτη των
αμπελιών.
Είχε βάλει λοιπόν
μπροστά η μάνα κι εκείνη τη μέρα να τυλίγει τα ντολμαδάκια της, με βοηθούς τις
δύο αδελφές μου, τη Θεανώ και τη Βάσω. Είναι αλήθεια πως η προετοιμασία εκείνη
τη μέρα γίνονταν με βαριά καρδιά. Ήταν
και οι τρεις βλέπετε ψυχοπλακωμένες, καθώς το ράδιο έπαιζε από το πρωί της
προηγούμενης μόνο στρατιωτικά εμβατήρια, που διακόπτονταν κάποιες φορές για να
μεταδοθούν διαγγέλματα και ανακοινώσεις περί της «επελθούσης εθνοσωτηρίου
επαναστάσεως». Την ίδια ώρα που οι φήμες οργίαζαν με τις συλλήψεις, ενώ ο
μεγαλύτερος γιός της οικογένειας, που έμενε στη Θεσσαλονίκη, δεν απαντούσε στο
τηλέφωνο, έχοντας να δώσει πάνω από ένα εικοσιτετράωρο σημεία ζωής.
Ξαφνικά, κι ενώ είχε
στρωθεί ο πάτος του τέντζερη με αμπελόφυλλα για να μην κολλήσουν τα
ντολμαδάκια, και η μάνα κρατούσε στα χέρια το πρώτο από αυτά που είχε
ετοιμάσει, εμφανίστηκαν μπροστά της δύο
κουστουμαρισμένοι άνδρες, δηλώνοντας ότι ήταν αστυνομικοί της Ασφάλειας Σερρών.
-«Που είναι ο γιός σου»;
Ρώτησε τη μάννα ο ένας, που φαίνεται ότι ήταν και ο πιο υψηλόβαθμος.
-«Ο γιός μου μένει εδώ
και κοντά ένα χρόνο στη Θεσσαλονίκη», απάντησε εκείνη ψύχραιμα
-«Το ξέρουμε. Πήγε η
αστυνομία στο σπίτι του, αλλά είχε φύγει και κρύβεται. Από χτες τον ψάχνουμε.
Εσύ θα ξέρεις που βρίσκεται», αντέτεινε ο ασφαλίτης.
-«Και που να ξέρω εγώ η
δόλια…..»
-«Τότε, ετοιμάσου να έρθεις
για λίγο μέχρι το τμήμα που σε θέλει ο διοικητής να σε ρωτήσει κάτι», πρόσταξε
ο δεύτερος αστυνομικός.
-«Περιμένετε λίγο, να
τελειώσω τουλάχιστον τα ντολμαδάκια για να φάνε το μεσημέρι ο άντρας και τα
κορίτσια μου», παρακάλεσε η κυρά-Μεταξία.
-«Τι ντολμαδάκια και
κουραφέξαλα μας λες κυρά μου. Εδώ έγινε επανάσταση, κοσμογονία, με τα
αμπελόφυλλα θα ασχολούμαστε….», πέταξε ο πρώτος ασφαλίτης, ο επικεφαλής.
Φωνάζοντας παράλληλα με τη στριγκλιά φωνή του: «Ντύσου γρήγορα να φύγουμε».
Μόλις που πρόλαβε να
σκουπίσει τα χέρια της η μάνα και να βάλει βιαστικά ένα φόρεμα, ενώ τα δύο
κορίτσια παρακολουθούσαν αποσβολωμένα τη σκηνή και με δάκρυα στα μάτια είδαν
στη συνέχεια τους αστυνομικούς να παίρνουν, σχεδόν «σηκωτή» τη μητέρα τους, ενώ
φυσικά η γέμιση έμεινε αχρησιμοποίητη κι εκείνα τα ντολμαδάκια, που ακόμη τα
θυμούνται τα δύο κορίτσια, ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν.
Τελικά, εκείνο το «έλα
για λίγο στο τμήμα», κράτησε οκτώ ολόκληρους μήνες. Βλέπετε, οι αστυνομικές
αρχές των Σερρών, που με βάση το σχέδιο «Προμηθεύς» έπρεπε να διενεργήσουν 296
συλλήψεις στο νομό «επικινδύνων δια την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν
κομμουνιστών», δεν ήθελαν να αναφέρουν στους ανωτέρους τους ότι συλλάβανε μόνο…
295. Κι έτσι, στο μπουντρούμι και η κυρά-Μεταξία.
Και ο επίλογος της
μικρής ιστορίας μας: Οι 296 δημοκράτες Σερραίοι, κρατήθηκαν αρχικά τις πρώτες
δύο ημέρες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 στο Τμήμα
Ασφαλείας και τα αστυνομικά τμήματα και στη συνέχεια οι μισοί από αυτούς, μεταφέρθηκαν
στην Εμπορική Σχολή, που από διδακτήριο είχε μετατραπεί από τους
πραξικοπηματίες σε φυλακή. Ενώ άλλοι οδηγήθηκαν σε μια παλιά καπναποθήκη, καθώς
επίσης και στους στρατώνες πεζικού. Κι όλα αυτά μέχρι την Μεγάλη Πέμπτη του
1967. Τη μέρα εκείνη, κι ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν πένθιμα και στις
εκκλησίες ψέλνονταν το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου», οι συλληφθέντες Σερραίοι
αγωνιστές της Δημοκρατίας σταυρώνονταν και σιδηροδέσμιοι με χειροπέδες, σαν
κοινοί εγκληματίες, μεταφέρονταν με στρατιωτικά αυτοκίνητα στο λιμάνι των
Ελευθερών Καβάλας, για να φορτωθούν στο αρματαγωγό που στη συνέχεια θα τους
μετέφερε στο ξερονήσι της Γυάρου, τον τόπο της εξορίας τους.
Είναι αλήθεια πως εκείνη
την ιδιότυπη «παραθέριση», ελάχιστα την έζησε η κυρά-Μεταξία, καθώς λίγο μετά
τη μεταφορά στο ακατοίκητο κυκλαδίτικο νησί, της παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα
υγείας και ακατάσχετη αιμορραγία, με συνέπεια τον περισσότερο χρόνο να
νοσηλεύεται κρατούμενη στο νοσοκομείο της Σύρου. Και όταν βαριά άρρωστη,
αφέθηκε ελεύθερη, με την πρώτη «αμνηστία» που είχε χορηγήσει ο θίασος των
δικτατόρων, είχε πια πάρει την κάτω βόλτα που λίγα χρόνια αργότερα θα της έκοβε
το νήμα της ζωής. Παρ’ όλα αυτά, δεν σταμάτησε μέχρι το τέλος να τυλίγει
ντολμαδάκια για τα παιδιά και τα εγγόνια της, έστω με αγορασμένα από το παζάρι
της Τρίτης αμπελόφυλλα. Καθώς η κληματαριά δεν υπήρχε πλέον, θύμα κι αυτή της
τσιμεντοποίησης και της αντιπαροχής των πάντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.