του Σπύρου Κουζινόπουλου
Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο μας τη στάση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και των Συμμάχων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικότερα μετά την εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια. Καθώς επίσης τα ανταλλάγματα που ζητούσε η Άγκυρα από τη Βρετανία, αλλά και την κατακράτηση του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπιστικής βοήθειας που συγκέντρωναν ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός και η Ερυθρά Ημισέληνος για τον λαό της Αθήνας που τον μαύρο χειμώνα του 1941-42 πέθαινε στους δρόμους από την πείνα.
Το επόμενο διάστημα οι τουρκικές αρχές, υιοθετώντας την άποψη των πιο ακραίων σοβινιστικών κύκλων ότι οι υπαίτιοι της άθλιας οικονομικής κατάστασης της χώρας ήταν οι Ελληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι έμποροι, επέβαλαν στις 11 Φεβρουαρίου 1942, με πρόσχημα την πάταξη της κερδοσκοπίας και την αντιμετώπιση των οικονομικών συνθηκών που δημιούργησε ο πόλεμος, έκτακτο φόρο επί της περιουσίας, τον γνωστό φόρο «βαρλίκ βεργκισί». Ο φόρος υπολογιζόταν αυθαίρετα με τρόπο κατάφωρα άδικο για τους Εβραίους, τους Ελληνες και τους Αρμένιους, που κλήθηκαν να πληρώσουν ποσά πολλαπλάσια από όσα ζητήθηκαν από τους άλλους κατοίκους της χώρας. Στην πράξη, σύμφωνα με τον ανώτατο λειτουργό του τουρκικού υπουργείου Οικονομικών εκείνης της εποχής Faik Okte, ο φόρος αυτός έγινε όργανο φυλετικού κεφαλαίου, δεδομένου ότι καθοριστικό στοιχείο ήταν το θρήσκευμα και η εθνικότητα των φορολογουμένων. Οσοι δεν κατέβαλλαν μέσα σε 15 ημέρες τον φόρο, στέλνονταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, στο Askale, όπου απασχολούνταν καταναγκαστικά σε έργα οδοποιίας και εκχιονισμού. Οι μισοί περίπου από τους εκτοπισμένους ήταν Εβραίοι, ενώ οι Ντονμέδες, οι εξισλαμισμένοι από τον 17ο αιώνα Εβραίοι, έτυχαν δυσμενέστερης μεταχείρισης από τους άλλους μουσουλμάνους.
Η περίπτωση του «Στρούμα»
Ο εφοδιασμός των ναζιστών καθ' όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από την Τουρκία με χρώμιο και άλλα απαραίτητα για την κατασκευή όπλων μέταλλα θα οδηγήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να δώσει στη δημοσιότητα με καθυστέρηση μισού και πλέον αιώνα την έκθεση που προαναφέραμε. Στην έκθεση σημειώνεται ότι η Τουρκία και άλλες τρεις επίσης «ουδέτερες» εκείνη την εποχή χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία και Σουηδία) με τις εξαγωγές μετάλλων διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη συντήρηση της πολεμικής μηχανής του Χίτλερ. Παρατίθεται δε ένα μνημόνιο του υπευθύνου του εξοπλιστικού προγράμματος των ναζιστών, Αλμπερτ Σπέερ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1943 ενημέρωνε τον Χίτλερ ότι αν τερματιζόταν η παροχή χρωμίου από την Τουρκία, ο πόλεμος θα τελείωνε σε δέκα μήνες, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1944. Σχετικά δε με τον χρυσό, με τον οποίο πλήρωναν οι Γερμανοί τους Τούρκους για τις υπηρεσίες τους, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι τα αποθέματα χρυσού της Τουρκίας από 27 τόνοι που ήταν στην αρχή του πολέμου, έφτασαν στο τέλος του σε περισσότερους από 216 τόνους.
Η πρόταση του Φον Πάπεν
Ακολουθώντας πιστή φιλογερμανική πολιτική κατά το μεγαλύτερο μέρος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Τουρκία επιτρέπει στα γερμανικά πολεμικά σκάφη να εισέρχονται στη Μαύρη Θάλασσα, σε αντίθεση με τη Συνθήκη του Μοντρέ για το καθεστώς των Δαρδανελίων, που υπογράφτηκε στις 30 Ιουλίου 1935, απαγορεύοντας τη διέλευση από τα Στενά πλοίων των εμπόλεμων χωρών.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942 η τουρκική κυβέρνηση, κάτω από την επίδραση της γερμανικής επίθεσης στον Καύκασο, συμφωνεί με την πρόταση του Φον Πάπεν να συγκεντρώσει τουρκικά στρατεύματα στα νότια σύνορα της Ρωσίας. «Καμία πίεση από την πλευρά των Αγγλοαμερικανών δεν θα είναι σε θέση να υποκινήσει την Τουρκία να κάνει ακόμη και το πιο ασήμαντο βήμα προς ζημία των γερμανικών συμφερόντων», διαβεβαιώνει επίσημα ο πρόεδρος Ινονού τον Φον Πάπεν.
Παρά τις βρετανικές και αμερικανικές πιέσεις για εγκατάλειψη της φιλογερμανικής «ουδετερότητας» και έξοδο της Τουρκίας στο πλευρό των Συμμάχων, η Αγκυρα κωλυσιεργεί επιδιώκοντας να κερδίσει χρόνο, αν και βλέπει ότι η Γερμανία χάνει τον πόλεμο. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το Λονδίνο αναγκάζεται να διακόψει στις 4 Φεβρουαρίου 1944 τις σχετικές αγγλοτουρκικές διαπραγματεύσεις, ενώ τον Μάιο του ίδιου έτους ο Τσόρτσιλ δηλώνει: «... Διακόψαμε τη βοήθεια αφού δώσαμε 20 εκατ. στερλίνες σε αγγλικά και αμερικανικά όπλα μόνο για το έτος 1943. Δεν ενθαρρύνουμε πλέον την Τουρκία να βρίσκεται παρά τω πλευρώ των νικηφόρων εθνών».
Η Τουρκία κηρύσσει πόλεμο όταν ξεψυχάει το ναζιστικό θηρίο
Τελικά η Τουρκία θα εγκαταλείψει τη γερμανόφιλη «ουδετερότητα» και θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μόλις στις 23 Φεβρουαρίου 1945, όταν δηλαδή το βαριά λαβωμένο ναζιστικό θηρίο είναι έτοιμο να ξεψυχήσει. Ενώ στο τέλος του πολέμου ο τότε πρωθυπουργός Σουκρού Σαράτζογλου αποφαίνεται με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα: «Η τουρκική Δημοκρατία από τις πρώτες στιγμές, με τις δηλώσεις της, τα όπλα της και την καρδιά της ήταν στο πλευρό των δημοκρατικών εθνών». Και όπως θα σχολιάσει μερικά χρόνια αργότερα ο διαπρεπήςΤούρκος εκδότης και συγγραφέας Καμουράν Μπεκίρ Χαρπουτλού, «αν ο φασισμός ήταν νικητής, είναι φανερό ότι η ίδια φράση θα είχε λεχθεί υπέρ αυτού».
Διαβάστε ακόμη για τη στάση της Τουρκίας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο:
http://farosthermaikou.blogspot.com/2020/03/v.html
Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο μας τη στάση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και των Συμμάχων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικότερα μετά την εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια. Καθώς επίσης τα ανταλλάγματα που ζητούσε η Άγκυρα από τη Βρετανία, αλλά και την κατακράτηση του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπιστικής βοήθειας που συγκέντρωναν ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός και η Ερυθρά Ημισέληνος για τον λαό της Αθήνας που τον μαύρο χειμώνα του 1941-42 πέθαινε στους δρόμους από την πείνα.
Το επόμενο διάστημα οι τουρκικές αρχές, υιοθετώντας την άποψη των πιο ακραίων σοβινιστικών κύκλων ότι οι υπαίτιοι της άθλιας οικονομικής κατάστασης της χώρας ήταν οι Ελληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι έμποροι, επέβαλαν στις 11 Φεβρουαρίου 1942, με πρόσχημα την πάταξη της κερδοσκοπίας και την αντιμετώπιση των οικονομικών συνθηκών που δημιούργησε ο πόλεμος, έκτακτο φόρο επί της περιουσίας, τον γνωστό φόρο «βαρλίκ βεργκισί». Ο φόρος υπολογιζόταν αυθαίρετα με τρόπο κατάφωρα άδικο για τους Εβραίους, τους Ελληνες και τους Αρμένιους, που κλήθηκαν να πληρώσουν ποσά πολλαπλάσια από όσα ζητήθηκαν από τους άλλους κατοίκους της χώρας. Στην πράξη, σύμφωνα με τον ανώτατο λειτουργό του τουρκικού υπουργείου Οικονομικών εκείνης της εποχής Faik Okte, ο φόρος αυτός έγινε όργανο φυλετικού κεφαλαίου, δεδομένου ότι καθοριστικό στοιχείο ήταν το θρήσκευμα και η εθνικότητα των φορολογουμένων. Οσοι δεν κατέβαλλαν μέσα σε 15 ημέρες τον φόρο, στέλνονταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, στο Askale, όπου απασχολούνταν καταναγκαστικά σε έργα οδοποιίας και εκχιονισμού. Οι μισοί περίπου από τους εκτοπισμένους ήταν Εβραίοι, ενώ οι Ντονμέδες, οι εξισλαμισμένοι από τον 17ο αιώνα Εβραίοι, έτυχαν δυσμενέστερης μεταχείρισης από τους άλλους μουσουλμάνους.
Η περίπτωση του «Στρούμα»
Ακολουθώντας μια ρατσιστική πολιτική, οι τουρκικές αρχές δεν χορηγούσαν όπλα στους Εβραίους που επιστρατεύθηκαν στα χρόνια του πολέμου (όπως και στους Έλληνες άλλωστε), ενώ αφαιρέθηκε η τουρκική υπηκοότητα από Τούρκους Εβραίους που ζούσαν εκτός της χώρας, με τραγικές συνέπειες για όσους κατοικούσαν σε χώρες υπό γερμανική κατοχή. Επίσης, απαγορεύθηκε η διαμονή σε Εβραίους με ξένη υπηκοότητα που προσπάθησαν να καταφύγουν στο τουρκικό έδαφος.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση του πλοίου «Στρούμα», που έφτασε από τη Ρουμανία στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1941, μεταφέροντας πάνω από 760 Εβραίους. Οι αρχές απαγόρευσαν στους επιβάτες να αποβιβαστούν και τον Φεβρουάριο του 1942 η τουρκική κυβέρνηση διέταξε να ρυμουλκηθεί με τη βία το πλοίο έξω από τα χωρικά της ύδατα, στη Μαύρη Θάλασσα, όπου παρέμεινε ακυβέρνητο, για να βυθιστεί από έκρηξη, με συνέπεια μόνο ένας από τους 760 επιβάτες του «Στρούμα» να σωθεί.
Μία από τις συνέπειες του «βαρλίκ» ήταν να υποστεί δεινό πλήγμα η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, δεδομένου ότι οι Ελληνες αναγκάστηκαν, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, να πληρώσουν 80 εκατ. τουρκικές λίρες από το συνολικό ποσό των 435 εκατ. λιρών. Κι έτσι, ενώ οι περίπου 100.000 περίπου της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν το 0,5% του πληθυσμού της Τουρκίας, πλήρωσαν γύρω στο 20% του συνολικού φόρου «βαρλίκ».
Άλμπερτ Σπέερ |
Η Τουρκία εφοδιάζει τους Ναζί με χρώμιο
Την 1η Ιουνίου 1942 υπογράφεται μία ακόμη εμπορική συμφωνία Βερολίνου-Αγκυρας: Η Γερμανία παραλαμβάνει 45.000 τόνους χρωμίου και στέλνει σε αντάλλαγμα οπλισμό. Ενώ από το 1943 ώς το 1944 θα εξαχθούν από την Τουρκία στη ναζιστική Γερμανία άλλοι 90.000 τόνοι χρωμίου. Ο Χίτλερ, από τον οποίο δεν διαφεύγει η φασιστική τάση της ηγεσίας της Άγκυρας, δηλώνει στον Μουσολίνι, στις 29 Απριλίου 1942 στο Ζάλτσμπουργκ, ότι η Τουρκία πολύ γρήγορα θα γίνει σύμμαχος και συζητείται να της παραχωρήσουν τα ελληνικά νησιά.Ο εφοδιασμός των ναζιστών καθ' όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από την Τουρκία με χρώμιο και άλλα απαραίτητα για την κατασκευή όπλων μέταλλα θα οδηγήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να δώσει στη δημοσιότητα με καθυστέρηση μισού και πλέον αιώνα την έκθεση που προαναφέραμε. Στην έκθεση σημειώνεται ότι η Τουρκία και άλλες τρεις επίσης «ουδέτερες» εκείνη την εποχή χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία και Σουηδία) με τις εξαγωγές μετάλλων διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη συντήρηση της πολεμικής μηχανής του Χίτλερ. Παρατίθεται δε ένα μνημόνιο του υπευθύνου του εξοπλιστικού προγράμματος των ναζιστών, Αλμπερτ Σπέερ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1943 ενημέρωνε τον Χίτλερ ότι αν τερματιζόταν η παροχή χρωμίου από την Τουρκία, ο πόλεμος θα τελείωνε σε δέκα μήνες, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1944. Σχετικά δε με τον χρυσό, με τον οποίο πλήρωναν οι Γερμανοί τους Τούρκους για τις υπηρεσίες τους, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι τα αποθέματα χρυσού της Τουρκίας από 27 τόνοι που ήταν στην αρχή του πολέμου, έφτασαν στο τέλος του σε περισσότερους από 216 τόνους.
Η πρόταση του Φον Πάπεν
Ακολουθώντας πιστή φιλογερμανική πολιτική κατά το μεγαλύτερο μέρος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Τουρκία επιτρέπει στα γερμανικά πολεμικά σκάφη να εισέρχονται στη Μαύρη Θάλασσα, σε αντίθεση με τη Συνθήκη του Μοντρέ για το καθεστώς των Δαρδανελίων, που υπογράφτηκε στις 30 Ιουλίου 1935, απαγορεύοντας τη διέλευση από τα Στενά πλοίων των εμπόλεμων χωρών.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942 η τουρκική κυβέρνηση, κάτω από την επίδραση της γερμανικής επίθεσης στον Καύκασο, συμφωνεί με την πρόταση του Φον Πάπεν να συγκεντρώσει τουρκικά στρατεύματα στα νότια σύνορα της Ρωσίας. «Καμία πίεση από την πλευρά των Αγγλοαμερικανών δεν θα είναι σε θέση να υποκινήσει την Τουρκία να κάνει ακόμη και το πιο ασήμαντο βήμα προς ζημία των γερμανικών συμφερόντων», διαβεβαιώνει επίσημα ο πρόεδρος Ινονού τον Φον Πάπεν.
Παρά τις βρετανικές και αμερικανικές πιέσεις για εγκατάλειψη της φιλογερμανικής «ουδετερότητας» και έξοδο της Τουρκίας στο πλευρό των Συμμάχων, η Αγκυρα κωλυσιεργεί επιδιώκοντας να κερδίσει χρόνο, αν και βλέπει ότι η Γερμανία χάνει τον πόλεμο. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το Λονδίνο αναγκάζεται να διακόψει στις 4 Φεβρουαρίου 1944 τις σχετικές αγγλοτουρκικές διαπραγματεύσεις, ενώ τον Μάιο του ίδιου έτους ο Τσόρτσιλ δηλώνει: «... Διακόψαμε τη βοήθεια αφού δώσαμε 20 εκατ. στερλίνες σε αγγλικά και αμερικανικά όπλα μόνο για το έτος 1943. Δεν ενθαρρύνουμε πλέον την Τουρκία να βρίσκεται παρά τω πλευρώ των νικηφόρων εθνών».
Σουκρού Σαράτζογλου |
Τελικά η Τουρκία θα εγκαταλείψει τη γερμανόφιλη «ουδετερότητα» και θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μόλις στις 23 Φεβρουαρίου 1945, όταν δηλαδή το βαριά λαβωμένο ναζιστικό θηρίο είναι έτοιμο να ξεψυχήσει. Ενώ στο τέλος του πολέμου ο τότε πρωθυπουργός Σουκρού Σαράτζογλου αποφαίνεται με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα: «Η τουρκική Δημοκρατία από τις πρώτες στιγμές, με τις δηλώσεις της, τα όπλα της και την καρδιά της ήταν στο πλευρό των δημοκρατικών εθνών». Και όπως θα σχολιάσει μερικά χρόνια αργότερα ο διαπρεπήςΤούρκος εκδότης και συγγραφέας Καμουράν Μπεκίρ Χαρπουτλού, «αν ο φασισμός ήταν νικητής, είναι φανερό ότι η ίδια φράση θα είχε λεχθεί υπέρ αυτού».
Διαβάστε ακόμη για τη στάση της Τουρκίας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο:
http://farosthermaikou.blogspot.com/2020/03/v.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.