Συμπληρώθηκαν σήμερα 17 χρόνια από το
θάνατο του τιμημένου με το βραβείο Νόμπελ ποιητή μας, Οδυσσέα Ελύτη, ενός από
τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Μία από τις
κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης
διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία.
Γεννήθηκε στις 2 Νοέμβρη 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης. Το "Ελύτης" είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Τελευταίος από 6 παιδιά του Παναγιώτη και της Μαρίας (Βρανά). Κατάγεται κι από τους δυο γονείς του από τη Μυτιλήνη. Σε πολύ μικρή
ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου
μεταφέρθηκε κι η έδρα της επιχείρησης σαπωνοποιίας του πατέρα του. Μετά το 1920 η οικογένειά του αντιμετώπισε
ορισμένες επιθέσεις για τη προσήλωσή της στις βενιζελικές ιδέες. Το 1923 ταξίδεψαν Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία και Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη είχε την ευκαιρία
να γνωρίσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του περνούν στη Κρήτη, στη Μυτιλήνη, στις Σπέτσες. Οι χειμώνες περνούν με αδιάκοπο διάβασμα, καθώς φοιτά πρώτα στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή και κατόπιν στο Γ' Γυμνάσιο. Από το περιοδικό Η Διάπλασις Των Παίδων, όπως ο ίδιος ομολογεί (αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο του «Ανοιχτά Χαρτιά», Αστερίας, 1974) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Πιότερο όμως από την ποίηση, που η προσπέλασή της μέσα από τα σχολικά αναγνώσματα και τις διδασκαλικές αναλύσεις του φαίνεται δύσκολη κι αδιάφορη, του μιλά η Ελλάδα. Παίρνει μέρος σε ορειβατικές εκδρομές κι αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στρέφεται στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να 'χουν σχέση με την ελληνική φύση. Καμπούρογλου, Κ. Πασαγιάννη, Στ. Γρανίτσα, μάλιστα κι ένα 3τομο «Οδηγό Της Ελλάδος». Μια ασθένεια όμως τον αναγκάζει να καθηλωθεί στο κρεβάτι με αποκλειστική παρηγοριά τη μελέτη.
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του περνούν στη Κρήτη, στη Μυτιλήνη, στις Σπέτσες. Οι χειμώνες περνούν με αδιάκοπο διάβασμα, καθώς φοιτά πρώτα στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή και κατόπιν στο Γ' Γυμνάσιο. Από το περιοδικό Η Διάπλασις Των Παίδων, όπως ο ίδιος ομολογεί (αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο του «Ανοιχτά Χαρτιά», Αστερίας, 1974) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Πιότερο όμως από την ποίηση, που η προσπέλασή της μέσα από τα σχολικά αναγνώσματα και τις διδασκαλικές αναλύσεις του φαίνεται δύσκολη κι αδιάφορη, του μιλά η Ελλάδα. Παίρνει μέρος σε ορειβατικές εκδρομές κι αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στρέφεται στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να 'χουν σχέση με την ελληνική φύση. Καμπούρογλου, Κ. Πασαγιάννη, Στ. Γρανίτσα, μάλιστα κι ένα 3τομο «Οδηγό Της Ελλάδος». Μια ασθένεια όμως τον αναγκάζει να καθηλωθεί στο κρεβάτι με αποκλειστική παρηγοριά τη μελέτη.
Η ποίηση αρχίζει να τον
ενδιαφέρει όταν γνωρίζει το έργο των Καβάφη
και Κάλβου κι ανανεώνει τη γνωριμία του με τη
θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Την ίδια περίπου εποχή (1927) πρωτοδιάβασε
ποιήματα δυο μοντέρνων Γάλλων ποιητών, του Paul Eluard και του Perre Jean
Jouve, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη
λογοτεχνία. Στρέφεται στον υπερρεαλισμό, στην αστραφτερή μαγεία της νεόκοπης, ζωντανής
και παράδοξης νέας ποιητικής έμπνευσης που μεταχειρίστηκε τις λέξεις
δημιουργικά, για να δώσει νέα γλωσσική αντίληψη, ένα κόσμο που κινείται
ανάμεσα στο όνειρο και τη πραγματικότητα, την αλήθεια και τη φαντασία.
'Αρχισε τότε τις πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες στη τέχνη. Το 1930γράφεται στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα μελετά σύγχρονη ελληνική ποίηση: του Καίσαρα Εμμανουήλ τον «Παράφωνο Αυλό», του Θεοδώρου Ντόρου «Στου Γλυτωμού Το Χάζι» (1930), του Γιώργου Σεφέρη τη «Στροφή» (1931) και του Νικήτα Ράντου τα «Ποιήματα» (1933).
Το 1934 είναι μέλος της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας Του Πανεπιστημίου Αθηνών» που διοργάνωνε συζητήσεις πάνω σε θέματα κυρίως φιλοσοφικά, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι. Συκουτρή. Τότε γνωρίζεται με το Γ.Σαραντάρη, τον ευαίσθητο ποιητή που ήρθε από την Ιταλία για να ζήσει τα τελευταία χρόνια της νιότης και της δημιουργίας του στην αγαπημένη του πατρίδα και τελικά να πεθάνει σ’ αυτήν στον πόλεμο του '40. ΟΣαραντάρης τον ενθαρρύνει στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ταλαντεύεται αν πρέπει να δημοσιεύσει τα έργα του και τον γνωρίζει στον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-40, 1944). Το περιοδικό αυτό, που διευθυντής ήταν ο Αντρέας Καραντώνης και συνεργάστηκαν στις σελίδες του παλιοί και νεότεροι αξιόλογοι Έλληνες λογοτέχνες (Γ.Σεφέρης, Γ. Θεοτοκάς, 'Αγγ. Τερζάκης, Κ. Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του '30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.
'Αρχισε τότε τις πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες στη τέχνη. Το 1930γράφεται στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα μελετά σύγχρονη ελληνική ποίηση: του Καίσαρα Εμμανουήλ τον «Παράφωνο Αυλό», του Θεοδώρου Ντόρου «Στου Γλυτωμού Το Χάζι» (1930), του Γιώργου Σεφέρη τη «Στροφή» (1931) και του Νικήτα Ράντου τα «Ποιήματα» (1933).
Το 1934 είναι μέλος της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας Του Πανεπιστημίου Αθηνών» που διοργάνωνε συζητήσεις πάνω σε θέματα κυρίως φιλοσοφικά, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι. Συκουτρή. Τότε γνωρίζεται με το Γ.Σαραντάρη, τον ευαίσθητο ποιητή που ήρθε από την Ιταλία για να ζήσει τα τελευταία χρόνια της νιότης και της δημιουργίας του στην αγαπημένη του πατρίδα και τελικά να πεθάνει σ’ αυτήν στον πόλεμο του '40. ΟΣαραντάρης τον ενθαρρύνει στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ταλαντεύεται αν πρέπει να δημοσιεύσει τα έργα του και τον γνωρίζει στον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-40, 1944). Το περιοδικό αυτό, που διευθυντής ήταν ο Αντρέας Καραντώνης και συνεργάστηκαν στις σελίδες του παλιοί και νεότεροι αξιόλογοι Έλληνες λογοτέχνες (Γ.Σεφέρης, Γ. Θεοτοκάς, 'Αγγ. Τερζάκης, Κ. Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του '30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.
Παραλαμβάνοντας το 1977 το Νόμπελ λογοτεχνίας |
Αναγνωρίζει πως το 1935 στάθηκε ιδιαίτερη χρονιά στη
πνευματική πορεία του. Το Γενάρη κυκλοφόρησαν τα Νέα Γράμματα. Το Φλεβάρη, γνώρισε
τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον ονομάζει: «...ο
μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και
διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα
μικρό ουράνιο τόξο, είναι υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, δωρεά που αν
δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική
τους αναξιότητα» (Ανοιχτά Χαρτιά). Τον ίδιο μήνα ο
Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα: «Υπερρεαλισμός,
μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και τη πρώτη επίσημη παρουσίαση
του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Μια φιλία με
μεγάλη αντοχή και διάρκεια, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια, έδεσε τους δυο άντρες. Ο
Εμπειρίκος, είχε ήδη βρει το δρόμο του και τον
ακολουθούσε ανυποχώρητα.
Τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς, εκτός από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Εμπειρίκου «Υψικάμινος» με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε ν' ανοίγεται μπροστά του διάπλατη πόρτα σε νέα ποιητική πραγματικότητα, που μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι πήγαν στη Λέσβο, που με συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη & Τάκη Ελευθεριάδη, ανακαλύπτουν την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν.
Το Νοέμβρη στο 11ο τεύχος των Νέων Γραμμάτων δημοσιεύτηκαν τα πρώτα ποιήματά του, έτσι πρωτοεμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων, καθιερώνοντας ταυτόχρονα και το ψευδώνυμό του ως αποκλειστική γραφή του έργου του. Το 1936 η ομάδα των νέων λογοτεχνών γίνεται πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Γνωρίζει τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Μεταφράζει ποιήματα του Paul Eluard για τα Νέα Γράμματα και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που: «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας» (Paul Eluard, Νέα Γράμματα).
Τότε, οργανώθηκε κι η Α' Διεθνής Υπερρεαλιστική Έκθεση Αθηνών, όπου παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με τη τεχνική της χαρτοκολλητικής (Collace). Η νέα ποιητική σχολή αρχίζει να επιβάλλει την παρουσία της στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποί της πληθαίνουν, αλλά μαζί αυξάνονται και οι επικριτές της. Το 1937 εγκαταλείποντας οριστικά τις νομικές σπουδές, ενώ η λογοτεχνική του συντροφιά σκορπίζεται, κατατάσσεται στο στρατό και πηγαίνει ως το 1938 στη Κέρκυρα, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Την ίδια εποχή αλληλογραφεί με το Γκάτσο και τον Σεφέρη που βρίσκονται στη Κορυτσά.
Το 1939, μετά από σκόρπιες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώνει τη πρώτη του ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί». Αν η «Στροφή» του Σεφέρη λίγα χρόνια νωρίτερα, έφερε τη ποίησή μας σε μονοπάτι ουσιαστικής αλλαγής, από την άλλη μεριά ο Ελύτης προσανατολίζει τους νεότερους -όντας ο ίδιος πια βέβαιος για τη πορεία του- στη χάραξη ενός καινούργιου δρόμου. Οι μεταφράσεις που πλήθυναν στα χρόνια αυτά έχουνε φέρει σ' επαφή το ελληνικό πνεύμα με τις σύγχρονες δυτικές αναζητήσεις κι η κριτική αρχίζει ν' αποδέχεται τη νέα ποίηση.
Με την έναρξη του πολέμου, ανθυπολοχαγός στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού, βρίσκεται στην Αλβανία. Κινδυνεύει να πεθάνει από προσβολή κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της κατοχής γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη τουΚύκλου Παλαμά. Εκεί την άνοιξη του 1942, ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία κι η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου». Στην Αθήνα, εξακολουθούνε πάντα λογοτεχνικές συζητήσεις και συνεχίζουν εκδόσεις βιβλίων σε απεγνωσμένη προσπάθεια των δημιουργών να ξεφύγουν με τη φαντασία τους μακριά από την εξοντωτική ατμόσφαιρα της κατακτημένης Ελλάδας και να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεχάσει έστω και για λίγο τη φρίκη του πολέμου.
Το 1943 κυκλοφόρησε "Ο Ήλιος ο Πρώτος" μαζί με τις "Παραλλαγές Πάνω Σε Μιαν Αχτίδα», ένας ύμνος στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που ξανακυκλοφόρησαν το 1944, δημοσιεύει το δοκίμιό του «Τα Κορίτσια», ενώ από το 1945 συνεργάζεται με το περιοδικό Τετράδιο, μεταφράζοντας ποιήματα του Λόρκα και παρουσιάζοντας σε 1η δημοσίευση το ποιητικό του έργο «'Ασμα Ηρωικό & Πένθιμο Για Τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό Της Αλβανίας». Ο πόλεμος του '40 του 'δωσε την έμπνευση και γι' άλλα έργα, την «Καλωσύνη Στις Λυκοποριές», την «Αλβανιάδα» και την ανολοκλήρωτη «Βαρβαρία». Το 1945 διορίστηκε για λίγο Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ακόμη συνεργάστηκε με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, την Ελευθερία και τη Καθημερινή, που κράτησε ως το 1948 στήλη τεχνοκριτικής.
Το 1948 ταξιδεύει στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, που παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας εντυπώσεις από τη παραμονή του στη Γαλλία, σχολιάζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του με τούτα τα λόγια:
«Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές,στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St.Germain des Pres». (Ανοιχτά Χαρτιά).
Γνωρίζεται με με τους A. Breton, P. Eluard, P. Reverdy, A. Camus, T. Tzara, P. J. Jouve, G. Unga-retti, R. Char. Με τη βοήθεια τουΕλληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος έχει προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συναντά τους μεγάλους ζωγράφους Matisse, shagal, Giacometti, Cirico & Picasso, για του οποίου το έργο θα γράψει αργότερα άρθρα και θ' αφιερώσει στη τέχνη του το ποίημα «Ωδή Στον Πικασσό». Πριν επιστρέψει, τέλη του 1951, ταξιδεύει σε Ισπανία κι Ιταλία, ενώ στη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία (τέλη50-Μάη 51) συνεργάζεται με το Β.Β.C. κι αρχίζει τη σύνθεση του «'Αξιον Εστί». Το 1949 μετέχει στην ίδρυση της Association Internationale des Critiques D' Art, ενώ το 1952 γίνεται μέλος της Ομάδας Των Δώδεκα, που κάθε χρόνο απονέμει βραβεία λογοτεχνίας. Το 1953 αναλαμβάνει και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. Το 1954 γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού Βενετίας, ενώ την επόμενη χρονιά συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο Θεάτρου Τέχνης και τουΕλληνικού Χοροδράματος.
Το 1959 μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής τυπώνει το «'Αξιον Εστί», που τον άλλο χρόνο του δίνει το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ τότε εκδίδει και τις «Έξη & Μία Τύψεις Για Τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέπτεται τις ΗΠΑ. Το 1962 μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη πηγαίνει στη Ρωσία, ενώ το 1965 μεταβαίνει στη Βουλγαρία, με πρόσκληση της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων. Τέλος του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικα, ενώ γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Ταξιδεύει σε Γαλλία(1966) κι Αίγυπτο (1967) κι ασχολείται με ζωγραφική και μεταφράσεις, ως την άνοιξη του 1969 που ξαναγυρνά στο Παρίσι. Το 1970 μένει για ένα διάστημα στη Κύπρο, ενώ το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μετά τη Μεταπολίτευση διορίζεται Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο και το 1977 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου του 1996, σ' ηλικία 85 ετών.
Τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς, εκτός από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Εμπειρίκου «Υψικάμινος» με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε ν' ανοίγεται μπροστά του διάπλατη πόρτα σε νέα ποιητική πραγματικότητα, που μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι πήγαν στη Λέσβο, που με συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη & Τάκη Ελευθεριάδη, ανακαλύπτουν την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν.
Το Νοέμβρη στο 11ο τεύχος των Νέων Γραμμάτων δημοσιεύτηκαν τα πρώτα ποιήματά του, έτσι πρωτοεμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων, καθιερώνοντας ταυτόχρονα και το ψευδώνυμό του ως αποκλειστική γραφή του έργου του. Το 1936 η ομάδα των νέων λογοτεχνών γίνεται πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Γνωρίζει τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Μεταφράζει ποιήματα του Paul Eluard για τα Νέα Γράμματα και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που: «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας» (Paul Eluard, Νέα Γράμματα).
Τότε, οργανώθηκε κι η Α' Διεθνής Υπερρεαλιστική Έκθεση Αθηνών, όπου παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με τη τεχνική της χαρτοκολλητικής (Collace). Η νέα ποιητική σχολή αρχίζει να επιβάλλει την παρουσία της στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποί της πληθαίνουν, αλλά μαζί αυξάνονται και οι επικριτές της. Το 1937 εγκαταλείποντας οριστικά τις νομικές σπουδές, ενώ η λογοτεχνική του συντροφιά σκορπίζεται, κατατάσσεται στο στρατό και πηγαίνει ως το 1938 στη Κέρκυρα, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Την ίδια εποχή αλληλογραφεί με το Γκάτσο και τον Σεφέρη που βρίσκονται στη Κορυτσά.
Το 1939, μετά από σκόρπιες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώνει τη πρώτη του ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί». Αν η «Στροφή» του Σεφέρη λίγα χρόνια νωρίτερα, έφερε τη ποίησή μας σε μονοπάτι ουσιαστικής αλλαγής, από την άλλη μεριά ο Ελύτης προσανατολίζει τους νεότερους -όντας ο ίδιος πια βέβαιος για τη πορεία του- στη χάραξη ενός καινούργιου δρόμου. Οι μεταφράσεις που πλήθυναν στα χρόνια αυτά έχουνε φέρει σ' επαφή το ελληνικό πνεύμα με τις σύγχρονες δυτικές αναζητήσεις κι η κριτική αρχίζει ν' αποδέχεται τη νέα ποίηση.
Με την έναρξη του πολέμου, ανθυπολοχαγός στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού, βρίσκεται στην Αλβανία. Κινδυνεύει να πεθάνει από προσβολή κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της κατοχής γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη τουΚύκλου Παλαμά. Εκεί την άνοιξη του 1942, ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία κι η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου». Στην Αθήνα, εξακολουθούνε πάντα λογοτεχνικές συζητήσεις και συνεχίζουν εκδόσεις βιβλίων σε απεγνωσμένη προσπάθεια των δημιουργών να ξεφύγουν με τη φαντασία τους μακριά από την εξοντωτική ατμόσφαιρα της κατακτημένης Ελλάδας και να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεχάσει έστω και για λίγο τη φρίκη του πολέμου.
Το 1943 κυκλοφόρησε "Ο Ήλιος ο Πρώτος" μαζί με τις "Παραλλαγές Πάνω Σε Μιαν Αχτίδα», ένας ύμνος στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που ξανακυκλοφόρησαν το 1944, δημοσιεύει το δοκίμιό του «Τα Κορίτσια», ενώ από το 1945 συνεργάζεται με το περιοδικό Τετράδιο, μεταφράζοντας ποιήματα του Λόρκα και παρουσιάζοντας σε 1η δημοσίευση το ποιητικό του έργο «'Ασμα Ηρωικό & Πένθιμο Για Τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό Της Αλβανίας». Ο πόλεμος του '40 του 'δωσε την έμπνευση και γι' άλλα έργα, την «Καλωσύνη Στις Λυκοποριές», την «Αλβανιάδα» και την ανολοκλήρωτη «Βαρβαρία». Το 1945 διορίστηκε για λίγο Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ακόμη συνεργάστηκε με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, την Ελευθερία και τη Καθημερινή, που κράτησε ως το 1948 στήλη τεχνοκριτικής.
Το 1948 ταξιδεύει στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, που παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας εντυπώσεις από τη παραμονή του στη Γαλλία, σχολιάζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του με τούτα τα λόγια:
«Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές,στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St.Germain des Pres». (Ανοιχτά Χαρτιά).
Γνωρίζεται με με τους A. Breton, P. Eluard, P. Reverdy, A. Camus, T. Tzara, P. J. Jouve, G. Unga-retti, R. Char. Με τη βοήθεια τουΕλληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος έχει προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συναντά τους μεγάλους ζωγράφους Matisse, shagal, Giacometti, Cirico & Picasso, για του οποίου το έργο θα γράψει αργότερα άρθρα και θ' αφιερώσει στη τέχνη του το ποίημα «Ωδή Στον Πικασσό». Πριν επιστρέψει, τέλη του 1951, ταξιδεύει σε Ισπανία κι Ιταλία, ενώ στη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία (τέλη50-Μάη 51) συνεργάζεται με το Β.Β.C. κι αρχίζει τη σύνθεση του «'Αξιον Εστί». Το 1949 μετέχει στην ίδρυση της Association Internationale des Critiques D' Art, ενώ το 1952 γίνεται μέλος της Ομάδας Των Δώδεκα, που κάθε χρόνο απονέμει βραβεία λογοτεχνίας. Το 1953 αναλαμβάνει και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. Το 1954 γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού Βενετίας, ενώ την επόμενη χρονιά συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο Θεάτρου Τέχνης και τουΕλληνικού Χοροδράματος.
Το 1959 μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής τυπώνει το «'Αξιον Εστί», που τον άλλο χρόνο του δίνει το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ τότε εκδίδει και τις «Έξη & Μία Τύψεις Για Τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέπτεται τις ΗΠΑ. Το 1962 μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη πηγαίνει στη Ρωσία, ενώ το 1965 μεταβαίνει στη Βουλγαρία, με πρόσκληση της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων. Τέλος του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικα, ενώ γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Ταξιδεύει σε Γαλλία(1966) κι Αίγυπτο (1967) κι ασχολείται με ζωγραφική και μεταφράσεις, ως την άνοιξη του 1969 που ξαναγυρνά στο Παρίσι. Το 1970 μένει για ένα διάστημα στη Κύπρο, ενώ το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μετά τη Μεταπολίτευση διορίζεται Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο και το 1977 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου του 1996, σ' ηλικία 85 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.