του Σπύρου
Κουζινόπουλου
Η απίστευτη περιπέτεια των επιβατών του πλοίου Norman Atlantic και η απώλεια τόσων επιβατών του, φέρνει
στη θύμηση μια άλλη ναυτική τραγωδία, τέτοιες ακριβώς μέρες πριν 68 χρόνια, με
το ναυάγιο του επιβατικού πλοίου «Χειμάρρα», που αποκλήθηκε ο «Τιτανικός» της ελληνικής
ακτοπλοίας, καθώς υπήρξε το χειρότερο και πιο πολύνεκρο δυστύχημα στην ιστορία της
χώρας μας, παρασέρνοντας στον υγρό τάφο 383 ψυχές.
Το ατμόπλοιο, είχε ναυπηγηθεί στη Γερμανία το 1905, με την ονομασία «Χέρτα», στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως πλωτό νοσοκομείο και είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα, το 1946, όταν πλέον ήταν παμπάλαιο, ηλικίας 41 χρόνων, στο πλαίσιο των λεγόμενων ... "Γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων". Στις 9 Σεπτεμβρίου 1946, μετά από σύντομες επισκευές
στον Πειραιά, μετονομάστηκε και άρχισε να χρησιμοποιείται ως επιβατικό, μόλις,
όμως, για τέσσερις μήνες, όταν και παρέσυρε στον υγρό του τάφο 383 ανθρώπους.
Απέπλευσε στις 8:30 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1947, από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα. Ήταν η περίοδος που η χώρα ζούσε τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο Πόλεμο και η θαλάσσια διαδρομή από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα θεωρούνταν από τις πιο ασφαλείς, καθώς τόσο το σιδηροδρομικό όσο και το οδικό δίκτυο της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση, αν όχι ανύπαρκτα, ενώ δεν παρείχαν και ασφάλεια λόγω της δράσης των ανταρτικών τμημάτων, των παρακρατικών οργανώσεων αλλά και των κυβερνητικών δυνάμεων.
Απέπλευσε στις 8:30 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1947, από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα. Ήταν η περίοδος που η χώρα ζούσε τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο Πόλεμο και η θαλάσσια διαδρομή από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα θεωρούνταν από τις πιο ασφαλείς, καθώς τόσο το σιδηροδρομικό όσο και το οδικό δίκτυο της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση, αν όχι ανύπαρκτα, ενώ δεν παρείχαν και ασφάλεια λόγω της δράσης των ανταρτικών τμημάτων, των παρακρατικών οργανώσεων αλλά και των κυβερνητικών δυνάμεων.
Οι εκδοχές του ναυαγίου
Στις 4:10 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου το
«Χειμάρρα» ενώ έπλεε στον Νότιο Ευβοϊκό προσέκρουσε λόγω της πυκνής ομίχλης
στις βραχονησίδες «Βερδούγια», μεταξύ Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας. Είναι η
επικρατέστερη εκδοχή του ναυαγίου, γιατί υποστηρίχθηκαν και άλλες απόψεις, όπως
ότι η πρόσκρουση έγινε σε μαγνητική θαλάσσια νάρκη ή ότι υπήρξε σαμποτάζ, που
όμως δεν επιβεβαιώθηκαν.
Η σφοδρή πρόσκρουση, προκάλεσε εισροή υδάτων και σοβαρό πρόβλημα στο
πηδάλιο του πλοίου, με αποτέλεσμα να παραμείνει ακυβέρνητο. Το πλήρωμα του
«Χειμάρρα» δεν φρόντισε να διατηρήσει την τάξη κατά την εγκατάλειψη του
σκάφους, που έγινε τελείως ανεξέλεγκτα.
Αν και το επιβατηγό βυθίστηκε μιάμιση ώρα αργότερα και σε απόσταση μόλις
ενός μιλίου από την ακτή της Αγίας Μαρίνας, ο πανικός που επικράτησε κατά την
εγκατάλειψη του πλοίου, το φοβερό ψύχος και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα της
περιοχής, είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 383 άνθρωποι.
Ανάμεσά τους πολλά γυναικόπαιδα, πολιτικοί κρατούμενοι και χωροφύλακες συνοδοί.
Οι ανακρίσεις τις επόμενες μέρες έδειξαν
ότι ο ασύρματος του πλοίου δε λειτούργησε για να δώσει το στίγμα και να
εκπέμψει SOS, καθώς με την έκρηξη καταστράφηκαν οι λυχνίες του πομπού. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και πανικός. Οι λέμβοι
και σχεδίες βυθίζονταν από το μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν
πριν ακόμη επιβιβαστούν σ' αυτές οι ναυαγοί. Στο πλοίο επέβαιναν και πολλοί
οπλίτες, οι οποίοι έπεφταν στη θάλασσα με τα ρούχα, με αποτέλεσμα να πνίγονται
αμέσως στα παγωμένα νερά. Από τις ανακρίσεις επίσης προέκυψε ότι οι ένοπλοι
χωροφύλακες και οπλίτες που επέβαιναν στη "Χειμάρρα" - 203 τον αριθμό
- δεν επειθάρχησαν στις διαταγές του πλοιάρχου και κατέλαβαν πρώτοι τις
ναυαγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας στο πλοίο αβοήθητους γυναίκες και παιδιά.
Η φοβερή εμπειρία του Ντίνου Κοσμόπουλου
Ένας από τους λιγοστούς που επέζησαν από εκείνη τη φοβερή ναυτική
τραγωδία, ήταν ο 19χρονος τότε πρωτοετής φοιτητής της Νομικής και αργότερα
δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Ντίνος Κοσμόπουλος, που μετέβαινε από τη Θεσσαλονίκη
στην Αθήνα για να συναντήσει τον πατέρα του.
Σε μία συνομιλία που είχαμε πριν είκοσι πέντε περίπου χρόνια, όταν ο
Κων.Κοσμόπουλος ήταν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής κι εγώ Γενικός Διευθυντής
του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, λίγη ώρα πριν αρχίσει μία από τις
συνεδριάσεις του ΜΠΕ, που γινόταν τότε στο γνωστό «πατάρι» της οδού Αγγελάκη, ο
τότε δήμαρχος μας είχε περιγράψει τη φοβερή εμπειρία της διάσωσής του από το
ναυάγιο του «Χειμάρρα»:
«Εκείνο το μοιραίο βράδυ,
δεν είχε θαλασσοταραχή, παρά μόνο λίγο κύμα. Ήταν χειμώνας και η θάλασσα ήταν
παγωμένη. Εγώ, όπως και οι περισσότεροι επιβάτες, κοιμόμασταν, όταν μας ξύπνησε
ένα δυνατό τράνταγμα. Άνοιξα τα μάτια και είδα ότι επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι.
Ήταν θυμάμαι γύρω στις 4 τα ξημερώματα. Ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, αλλά
δεν βρισκόταν κανείς να μας δώσει οδηγίες τι να κάνουμε. Το πλήρωμα τα
είχε χάσει, ενώ δεν υπήρχαν και τα ανάλογα σωστικά μέσα. Το βαπόρι δεν βάστηξε
ούτε μια ώρα. Πήδηξα στη θάλασσα όταν άρχισε να μπατάρει. Δεν θα ξεχάσω τη
νεκρική σιγή που επικράτησε για ένα λεπτό όταν το πλοίο εξαφανίστηκε από την
επιφάνεια της θάλασσας. Μετά άρχισαν τα ουρλιαχτά. Άλλοι δεν είχαν σωσίβια,
άλλοι δεν ήξεραν κολύμπι. Αρπάζονταν ο ένας από τον άλλο και παρασέρνονταν στο
τέλος μαζί στο βυθό. Η θάλασσα είχε γεμίσει από ναυαγούς. Παλεύανε λίγο με το νερό
και βουλιάζανε. Στα αυτιά μου έχω τις φωνές τους, “κρυώνω, κρυώνω”. Οι
περισσότεροι ναυαγοί ύστερα από λίγη ώρα σιωπούσαν για πάντα»…
Ευτυχώς, εγώ βρήκα ένα μεγάλο σανίδι να επιπλέει δίπλα μου, αρπάχτηκα από αυτό και κατάφερα να επιζήσω, κολυμπώντας 7 με 9 ώρες. Μαζί μας ήταν και μία Αγγλίδα στρατιωτική νοσοκόμα, η οποία επέζησε από το ναυάγιο αλλά έξι μήνες μετά αρρώστησε από πνευμονία και δυστυχώς πέθανε...
Ευτυχώς, εγώ βρήκα ένα μεγάλο σανίδι να επιπλέει δίπλα μου, αρπάχτηκα από αυτό και κατάφερα να επιζήσω, κολυμπώντας 7 με 9 ώρες. Μαζί μας ήταν και μία Αγγλίδα στρατιωτική νοσοκόμα, η οποία επέζησε από το ναυάγιο αλλά έξι μήνες μετά αρρώστησε από πνευμονία και δυστυχώς πέθανε...
Είχε φτάσει πια μεσημέρι,
όταν μας μάζεψαν κάτι καΐκια από τη Ραφήνα και μας πήγαν στα Στύρα Ευβοίας,
όπου μας φιλοξένησαν κάποιοι καλοί άνθρωποι με τους οποίους κράτησα επαφή για
κάμποσο καιρό. Τις πρώτες ώρες, το σπίτι μου και η γειτονιά μου με έκλαιγαν,
γιατί θεωρούσαν ότι είχα πνιγεί. Ευτυχώς, αν και ήταν μια δύσκολη στιγμή της
ζωής μου, δεν μου άφησε σημάδια. Απλώς, αναπόφευκτα κάθε φορά που ακούω για
κάποιο ναυάγιο, δεν μπορώ παρά να θυμηθώ εκείνες τις στιγμές»...
Την αγγλίδα νοσοκόμα, την είχε σώσει ο ίδιος ο Ντίνος Κοσμόπουλος, γιαυτό και λίγα χρόνια αργότερα οι Βρετανοί τον τίμησαν με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων.
Την αγγλίδα νοσοκόμα, την είχε σώσει ο ίδιος ο Ντίνος Κοσμόπουλος, γιαυτό και λίγα χρόνια αργότερα οι Βρετανοί τον τίμησαν με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων.
Ένα συγκινητικό περιστατικό
Ο αξέχαστος Ντίνος Κοσμόπουλος μας αφηγήθηκε με συγκίνηση και ένα περιστατικό, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν μια κυρία από τη Φλώρινα χτύπησε κάποια στιγμή την πόρτα του, στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης. «Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από το ναυάγιο όταν αντίκρισα αυτήν τη γυναίκα που σώθηκε μαζί μου. Είχε κρατηθεί από ένα βαρέλι και μετά την πήραμε στην ίδια σανίδα. Κάθισε στο γραφείο μου, τα λέγαμε με τις ώρες και κλαίγαμε μαζί καθώς θυμόμασταν λεπτομέρειες από την περιπέτεια που ζήσαμε. Ήταν συγκινητικό»...
Ο αξέχαστος Ντίνος Κοσμόπουλος μας αφηγήθηκε με συγκίνηση και ένα περιστατικό, αρκετά χρόνια αργότερα, όταν μια κυρία από τη Φλώρινα χτύπησε κάποια στιγμή την πόρτα του, στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης. «Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από το ναυάγιο όταν αντίκρισα αυτήν τη γυναίκα που σώθηκε μαζί μου. Είχε κρατηθεί από ένα βαρέλι και μετά την πήραμε στην ίδια σανίδα. Κάθισε στο γραφείο μου, τα λέγαμε με τις ώρες και κλαίγαμε μαζί καθώς θυμόμασταν λεπτομέρειες από την περιπέτεια που ζήσαμε. Ήταν συγκινητικό»...
Το ατμόπλοιο «Χειμάρρα», που είχε ναυπηγηθεί το
1905, χρησιμοποιούνταν από τους Γερμανούς στη διάρκεια του πολέμου ως πλωτό
νοσοκομείο. Ενώ η βύθισή του στο νότιο Ευβοϊκό, παρασέρνοντας στον υγρό τάφο
383 άτομα, υπήρξε το πλέον πολύνεκρο ναυάγιο ελληνικού πλοίου που δεν
προκλήθηκε από πολεμικές ενέργειες. Είχε προηγηθεί στις 27 Σεπτεμβρίου 1943,
την περίοδο της κατοχής, η βύθιση στο Αργοστόλι του επιβατηγού «Αρντένα» με 700
νεκρούς.
Δεμένοι με χειροπέδες!
Στο «Χειμάρρα», δεμένοι με χειροπέδες, και κάτω από
τη συνοδεία χωροφυλάκων, επέβαιναν και 39 κομμουνιστές πολιτικοί
κρατούμενοι, με τελικό προορισμό την εξορία στη Λήμνο. Ανάμεσά τους
βρισκόταν και ο Νίκος Ζαγουρτζής, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, ο συνδικαλιστής
Βασίλης Δούκας, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, ο δημοσιογράφος
Γιώργος Κακάβας, διευθυντής της εφημερίδας Εξόρμηση που εκδίδονταν από την ΕΠΟΝ
Καβάλας, ο επίσης δημοσιογράφος Αριστείδης Μαγάζης, διευθυντής του περιοδικού «Λεύτερα
Νειάτα», οργάνου της ΕΠΟΝ Μακεδονίας-Θράκης κ.α..
Από τους 39 κρατούμενους κομμουνιστές, σώθηκαν οι δέκα. Σε κανέναν από τους διασωθέντες δεν επιτράπηκε να περιγράψει στους δημοσιογράφους τα όσα έζησε. Λίγες μέρες αργότερα, οι λιγοστοί κομμουνιστές που διασώθηκαν από το ναυάγιο, συνελήφθησαν και εξορίστηκαν.
Από τους 39 κρατούμενους κομμουνιστές, σώθηκαν οι δέκα. Σε κανέναν από τους διασωθέντες δεν επιτράπηκε να περιγράψει στους δημοσιογράφους τα όσα έζησε. Λίγες μέρες αργότερα, οι λιγοστοί κομμουνιστές που διασώθηκαν από το ναυάγιο, συνελήφθησαν και εξορίστηκαν.
Η μαρτυρία ενός πολιτικού κρατούμενου
Ένας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου, ο Αλέκος Ξυλάκης, που
μεταφερόταν μαζί με τους άλλους 38 συντρόφους του στην εξορία, αφηγήθηκε:
«Επιβιβαστήκαμε στο “Χειμάρρα” στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκίνησε το πλοίο, εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας είχαν δεμένους. Μετά την επίμονη στάση μας, ήρθε ο καπετάνιος και είπε στους αστυνομικούς να μας λύσουν.
«Επιβιβαστήκαμε στο “Χειμάρρα” στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκίνησε το πλοίο, εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας είχαν δεμένους. Μετά την επίμονη στάση μας, ήρθε ο καπετάνιος και είπε στους αστυνομικούς να μας λύσουν.
Τα προβλήματα άρχισαν μόλις το πλοίο βγήκε από τον
Θερμαϊκό. Έπαθε βλάβη και για κάποιο χρονικό διάστημα ήμασταν ακυβέρνητοι. Στη
μία τα ξημερώματα της Κυριακής φθάσαμε στη Χαλκίδα και σε λίγο το “Χειμάρρα”
απέπλευσε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλονίστηκε από μια τρομερή έκρηξη.
Επακολούθησε πανικός. Δε λειτουργούσε τίποτε. Επικράτησε απόλυτο σκοτάδι. Το
“Χειμάρρα” ήταν ακυβέρνητο.
Όλοι οι
πολιτικοί εξόριστοι είχαμε συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα. Ένας σύντροφός μου, ο Αριστείδης,
είχε μία λάμπα θυέλλης και την άναψε. Ο Παναγιώτης ο Τάρπογλου έρχεται και μας
λέει ότι τα αμπάρια γεμίσανε νερό. Από ένα κιβώτιο παίρνουμε σωσίβια. Βγάζω τα ρούχα
μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρατούμενούς μου να κάνουν το ίδιο.
Το καράβι απότομα γέρνει αριστερά και αρχίζει να βυθίζεται. Ανέβηκα στην
κουπαστή και έπεσα στη θάλασσα. Στο μεταξύ πολλές ναυαγοσωστικές βάρκες άρχισαν
να αναποδογυρίζουν γιατί ήταν υπερφορτωμένες.
Οι στιγμές
ήταν εφιαλτικές. Από όλα τα σημεία ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές βοήθειας.
Κολυμπώ μερικά μέτρα και βλέπω τη λάμπα να τρεμοσβήνει και ακριβώς την ώρα
εκείνη το πλοίο να χάνεται. Καθώς κολυμπούσα προς την ακτή ένιωθα κάθε λίγο τα
σώματα των πνιγμένων που ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού. Μετά από ώρες
έφθασα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρασε ένα καϊκι και όπως οι ναυτικοί με
είδαν να στέκομαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου».
Η τεράστια ευθύνη των αρχών
Ο διευθυντής του Ριζοσπάστη,
Κώστας Καραγιώργης, σε πρωτοσέλιδο άρθρο του την μεθεπόμενη του ναυαγίου, στις 21
Ιανουαρίου 1947, επισήμανε τις τεράστιες ευθύνες των αρχών που άφησαν να
πνιγούν αβοήθητοι τόσοι άνθρωποι. «Όταν έφτασε η είδηση της καταστροφής, τα δύο
υπουργεία Ναυτικών και Εμπορικής Ναυτιλίας μεγαλούργησαν. Στις 4 το πρωί έγινε
η καταστροφή και μόλις το απόγευμα μπόρεσε να φτάσει βοήθεια επί τόπου. Είναι
τέτοια η ανεπάρκεια που παρουσίασαν οι κρατικές υπηρεσίες, ώστε ακόμη και η «Εστία»
να βρεθεί στην ανάγκη να την ομολογήσει. Η ανεπάρκεια αυτή αποτελεί μια φυσική
και αναπόφευκτη εκδήλωση του γενικού ξεχαρβαλώματος που παρουσιάζει ο κρατικός
μηχανισμός».
Ένα ρεπορτάζ του Χρήστου Πασαλάρη
Ο 22χρονος τότε νεαρός ρεπόρτερ του Ριζοσπάστη, Χρήστος Πασαλάρης, σε ρεπορτάζ με την υπογραφή του για το ναυάγιο του Χειμάρρα, ρωτούσε: «Πως εξηγείται το γεγονός ότι αμέσως μετά την έκρηξη δεν αγκυροβόλησε, αφού βρισκόταν στο πιο κοντινό σημείο με τη στεριά; Το πηδάλιό του ήταν άχρηστο, τα φώτα σβηστά, οι βάρκες του ήταν με τους «πύρους» ανοιχτούς και δίχως σκαρμούς, τα σωσίβια στις κάσες, το πλήρωμα ακατάρτιστο, όπως αποδείχτηκε υστερότερα, οι επιβάτες πολυάριθμοι, τα γυναικόπαιδα πολλά, τα καζάνια κατεστραμμένα. Γιατί λοιπόν δεν αγκυροβόλησε εκεί επιτόπου, αλλά προτίμησε να συνεχίσει το ταξίδι, καθησυχάζοντας τους επιβάτες «μη φοβάστε δεν είναι τίποτα, δεν έχει ανάγκη το πλοίο». ‘Ετσι μια ώρα μετά την έκρηξη, το σκάφος έγειρε απότομα προς τα αριστερά και βούλιαξε με την πρύμνη σε διάστημα ενός λεπτού. Ο πανικός υπήρξε απερίγραπτος. Γυναίκες, παιδιά, κρατούμενοι, στρατιώτες, χωροφύλακες, πλήρωμα ανακατεύθηκαν όλοι μαζί και .έτρεχαν άλλοι προς τις βάρκες και άλλοι προς τις κάσσες με τα σωσίβια. Κι εδώ είναι το δράμα. Βάρκες και σωσίβια αποδείχτηκαν άχρηστα. Οι βάρκες γέμιζαν γρήγορα νερά και βούλιαζαν, ενώ τα σωσίβια ήταν καμωμένα από μπαμπάκι και καραβόπανο, βρέχονταν και δύσκολα συγκρατούσαν. Όσοι γλύτωσαν, το κατάφεραν είτε κολυμπώντας 3 και 6 ώρες συνεχώς, είτε αρπάζοντας κάποια τυχαία σανίδα, ή ακόμα και πτώματα που επέπλεαν».
Ο 22χρονος τότε νεαρός ρεπόρτερ του Ριζοσπάστη, Χρήστος Πασαλάρης, σε ρεπορτάζ με την υπογραφή του για το ναυάγιο του Χειμάρρα, ρωτούσε: «Πως εξηγείται το γεγονός ότι αμέσως μετά την έκρηξη δεν αγκυροβόλησε, αφού βρισκόταν στο πιο κοντινό σημείο με τη στεριά; Το πηδάλιό του ήταν άχρηστο, τα φώτα σβηστά, οι βάρκες του ήταν με τους «πύρους» ανοιχτούς και δίχως σκαρμούς, τα σωσίβια στις κάσες, το πλήρωμα ακατάρτιστο, όπως αποδείχτηκε υστερότερα, οι επιβάτες πολυάριθμοι, τα γυναικόπαιδα πολλά, τα καζάνια κατεστραμμένα. Γιατί λοιπόν δεν αγκυροβόλησε εκεί επιτόπου, αλλά προτίμησε να συνεχίσει το ταξίδι, καθησυχάζοντας τους επιβάτες «μη φοβάστε δεν είναι τίποτα, δεν έχει ανάγκη το πλοίο». ‘Ετσι μια ώρα μετά την έκρηξη, το σκάφος έγειρε απότομα προς τα αριστερά και βούλιαξε με την πρύμνη σε διάστημα ενός λεπτού. Ο πανικός υπήρξε απερίγραπτος. Γυναίκες, παιδιά, κρατούμενοι, στρατιώτες, χωροφύλακες, πλήρωμα ανακατεύθηκαν όλοι μαζί και .έτρεχαν άλλοι προς τις βάρκες και άλλοι προς τις κάσσες με τα σωσίβια. Κι εδώ είναι το δράμα. Βάρκες και σωσίβια αποδείχτηκαν άχρηστα. Οι βάρκες γέμιζαν γρήγορα νερά και βούλιαζαν, ενώ τα σωσίβια ήταν καμωμένα από μπαμπάκι και καραβόπανο, βρέχονταν και δύσκολα συγκρατούσαν. Όσοι γλύτωσαν, το κατάφεραν είτε κολυμπώντας 3 και 6 ώρες συνεχώς, είτε αρπάζοντας κάποια τυχαία σανίδα, ή ακόμα και πτώματα που επέπλεαν».
Ο ασυρματιστής του πλοίου
Είναι συγκλονιστική η περιγραφή των στιγμών του ναυαγίου που έγιναν από τον ασυρματιστή του πλοίου, Γεώργιο Φρέρη και δημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Ελευθερία: «Έμπαιναν στη Χειμάρρα νερά και από παντού ακούγονταν στο σκοτάδι της νύχτας αλλεπάλληλες εκρήξεις από τους αυλούς των καζανιών που έσκαζαν και τα σφυρίγματα του ατμού, που ήταν αδύνατον όμως να καλύψουν τις κραυγές των γυναικόπαιδων και των άλλων επιβατών που έμειναν επάνω στο σκάφος. Ήταν σπαραγμός να ακούς τις μητέρες να σκούζουν για τα παιδιά τους και τα παιδιά που κλαίγανε και φωνάζανε για τις μανάδες τους. Πήγαινε να σαλέψει το μυαλό του ανθρώπου. Άλλοι γονατιστοί ζητούσαν βοήθεια από το Θεό και τους Αγίους, άλλοι τρέχανε επάνω-κάτω, ενώ τα νερά εξακολουθούσαν να μπαίνουν και το καράβι να βυθίζεται σιγά-σιγά».
Βυθίστηκε στο πένθος η
Θεσσαλονίκη
Όπως μετέδιδε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης ο ανταποκριτής της στη Θεσσαλονίκη, Κώστας Δημάδης: «Η
συγκλονιστική τραγωδία του ναυαγίου της «Χειμάρρας», βύθισε σε πένθος το λαό της
Θεσσαλονίκης. Όλη τη νύχτα χτες και τη σημερινή μέρα, χιλιάδες πολίτες
κατέκλυζαν τα γραφεία της Ακτοπλοίας και τα γραφεία των εφημερίδων, ζητώντας
πληροφορίες για τα ονόματα των νεκρών και των διασωθέντων. Όπως ανακοινώθηκε
από τις αρμόδιες αρχές, στη «Χειμάρρα» που απέπλευσε από το λιμάνι μας στις 8
το πρωί του Σαββάτου επέβαιναν 550 περίπου άτομα, μαζί με τα 87 μέλη του πληρώματος.
Αναλυτικά επέβαιναν 54 άτομα στην πρώτη θέση που 18 ήταν στρατιωτικοί, 59 άτομα
στη δεύτερη θέση που οι 14 ήταν στρατιωτικοί, 36 άτομα στην τουριστική θέση και
143 άτομα στην τρίτη θέση. Επίσης 36 πολιτικοί εξόριστοι, όλοι από τη
Θεσσαλονίκη, 12 συνοδοί χωροφύλακες, 147 άλλα άτομα που οι περισσότεροι ήταν
στρατιώτες και οι 87 άνδρες του πληρώματος».
Στη δίκη που ακολούθησε, ο δεύτερος πλοίαρχος Μπέρτολς, που ήταν βάρδια
την ώρα του ναυαγίου, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 μηνών και ο πλοίαρχος Σπύρος
Μπιλίνης σε φυλάκιση 15 μηνών με αναστολή. Για την απώλεια του πλοίου το
Ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από την ασφάλεια 70.000 λίρες Αγγλίας.
Χρόνια αργότερα, ο δύτης Κώστας Θοκταρίδης και η ομάδα του
πραγματοποίησαν έρευνες στο σημείο του ναυαγίου και ανέσυραν πολύτιμα
αντικείμενα. Τα αντικείμενα αυτά του «Χειμάρρα», εκτέθηκαν μαζί με κειμήλια από
το ναυάγιο του «Τιτανικού» τον Οκτώβριο του 2005 στο Ζάππειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.