Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Ο ρατσισμός υπήρχε πάντα σε αυτήν τη χώρα (ευτυχώς μειοψηφικά) όπως και η αλληλεγγύη (ευτυχώς πλειοψηφικά)

του Γρηγόρη Εδιρνέλη*
Σας μεταφέρω αυτούσιο το γράμμα που έστειλε την 3-1-2017 στο vice, μια επιστήμονας με καταγωγή από την Αλβανία που ζει, εργάζεται και προσφέρει σήμερα στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Ελλάδας, για να βγάλει ο κάθε καλοπροαίρετος και νοήμων αναγνώστης τα συμπεράσματα του. Επίσης να συσχετίσει τις κρυπτοφοβικές - ξενοφοβικές κραυγές που ακούγονταν τότε, με τις παρόμοιες προσχηματικές που εκστομίζονται, «ελαφρά τη καρδία» σήμερα κατά των προσφυγόπουλων, με έωλα επιχειρήματα που δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.

 Έχουμε και λέμε λοιπόν:
«Κάπως Έτσι Ήταν να Μεγαλώνεις σαν Αλβανάκι στην Ελλάδα του 1990»
Τα τελευταία χρόνια, μετά την έκρηξη των μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα, το επιχείρημα των φασιστών και των ξενόφοβων, πάνω-κάτω, είναι ένα: «Δεν μπορούν αυτοί οι άνθρωποι με την τόσο διαφορετική κουλτούρα και τις τόσο διαφορετικές παραδόσεις να αφομοιωθούν στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό έδαφος. Είναι επικίνδυνοι, θα μας αλλοιώσουν, θα μας καταστρέψουν. Κουβαλάνε αρρώστιες, κλέβουν, βιάζουν και σπέρνουν τον φόβο στους ήρεμους φιλήσυχους Έλληνες». Γενικά, αυτά τα επιχειρήματα προέβαλλαν και τη δεκαετία του 1990, για να αρνηθούν την ένταξη των μεταναστών που ήρθαν στην Ελλάδα από χώρες όπως η Αλβανία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία - μετανάστες που πλέον έχουν αφομοιωθεί και είναι αποδεκτοί σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Ο πόλεμος που δέχονται σήμερα οι πρόσφυγες από μια μερίδα του ελληνικού πληθυσμού, μου είναι τουλάχιστον οικείος. Μεγάλωσα εδώ, αφού ήρθα στην Ελλάδα μόλις ενός έτους μαζί με τους γονείς μου το πρωί της 17ης Ιανουαρίου του 1990, λίγο πριν ανοίξουν τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Αν και οι δυο χώρες βρίσκονται δίπλα-δίπλα στον χάρτη και δεν υπάρχει η «τεράστια πολιτισμική απόσταση» που ισχυρίζονται πως υπάρχει με τους πρόσφυγες σήμερα, οι περισσότεροι Έλληνες ποτέ δεν μας καλοδέχτηκαν. Οι Αλβανοί ήταν ίσως η πρώτη μεταναστευτική ομάδα που έζησε -θέλοντας και μη- στο περιθώριο της χώρας, και οι πρώτοι που δέχτηκαν δολοφονικές ρατσιστικές επιθέσεις. Μόλις το 1991 καταγράφηκαν 15 ανθρωποκτονίες μεταναστών από Έλληνες.
Όταν οι γονείς μου αποφάσισαν να φύγουν από την Αλβανία, αρχικά ένα φορτηγό μάς πήγε μέχρι τα σύνορα και, όταν είχε πια βραδιάσει, καταφέραμε να τα περάσουμε. Υποθέτω πως από τον πρώτο χρόνο της ζωής σας, όλοι έχετε κάποια ενθύμια που έχουν φυλάξει οι γονείς σας. Ίσως την πρώτη σας πιπίλα, τα πρώτα σας παπούτσια ή κάτι άλλο. Από τον δικό μου, σήμερα υπάρχει μόνο η μπλούζα που φορούσα την ημέρα που ήρθα στην Ελλάδα και δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Το ταξίδι κράτησε μια μέρα και το μισό έγινε με τα πόδια, σε μείον βαθμούς Κελσίου, μέσα στα χιόνια που καλύπτουν τέτοια εποχή τα ελληνοαλβανικά βουνά.
Όταν έχεις να κουβαλήσεις ένα μωρό στον σβέρκο σου επί τόσες ώρες, μπορείς να πάρεις μαζί σου ελάχιστα πράγματα. Η Ελλάδα, ευτυχώς, συνοριακά βρισκόταν δίπλα και το ταξίδι διήρκεσε λίγο σε σχέση με αυτό των προσφύγων σήμερα. Δεν το θυμάμαι φυσικά, όμως οι περιγραφές εκείνης της ημέρας από τους γονείς μου υπήρξαν πάντα σοκαριστικές. Δεν μπορώ να διανοηθώ πόσο απελπιστικά κουραστικό μπορεί να είναι για τους πρόσφυγες σήμερα να έρχονται από τη Συρία ή το Αφγανιστάν ταξιδεύοντας μέρες με τον ίδιο τρόπο.
Όταν περάσαμε τα σύνορα ήταν πια πρωί. Αρχικά φτάσαμε μέχρι τη Σαγιάδα, ένα χωριό στη Θεσπρωτία, με τα πόδια. Όσο περπατούσαμε, μας βρήκε τυχαία ένας πρώην αστυνομικός. Μας μετέφερε με το αυτοκίνητό του μέχρι τους Φιλιάτες και το βράδυ μείναμε εκεί, σε ένα σχολείο που είχαν ανοίξει οι κάτοικοι για να κοιμούνται όσοι περνούσαν τα σύνορα. Την επόμενη μέρα, πήραμε το λεωφορείο και φτάσαμε στην Ηγουμενίτσα. Από εκεί κι άλλο λεωφορείο για να πάμε σε ένα χωριό του Αγρινίου.
Μείναμε σε αυτό το χωριό σχεδόν δυο χρόνια και οι γονείς μου έκαναν ένα σωρό δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσουμε. Φυσικά, τα πτυχία που είχαν, όπως και τα πτυχία που κουβαλάνε σήμερα οι πρόσφυγες επάνω τους, δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ξανά. Η μητέρα μου, για παράδειγμα, ήταν χημικός τροφίμων, αλλά εδώ χρησιμοποίησε τις γνώσεις της μόνο για να φτιάχνει σπιτικές μαρμελάδες. Για κάποιο λόγο, τότε και πάντα οι άνθρωποι θεωρούν πως οι Αλβανίδες και άλλες μετανάστριες γεννήθηκαν λαντζιέρες, μαγείρισσες, ράφτρες, καθαρίστριες ή νταντάδες. Η δουλειά εννοείται πως δεν είναι ντροπή, όμως εκ προοιμίου έκριναν πως είναι αδύνατο να είσαι μορφωμένος επειδή είσαι Αλβανός. Είχαν και στην Αλβανία βιβλία οι άνθρωποι. Μολονότι, για το απαίδευτο αφεντικό του, ο πατέρας μου ήταν «Αλβανός εργάτης και τίποτα άλλο», όταν γυρνούσε στο σπίτι μάς έλεγε αποσπάσματα από το Πόλεμος και Ειρήνη, που τα θυμόταν απ' έξω. Ζητούσε να του μάθουμε να γράφει και να διαβάζει ελληνικά για να μπορεί να διαβάσει Τολστόι και Ντοστογιέφσκι. Έκανε δουλειές και χαμαλίκια που οι Έλληνες ήταν αρκετά ακατάδεκτοι να κάνουν τότε, αλλά αργότερα έγινε «ο Αλβανός που μας κλέβει τις δουλειές».
Αν ήθελες να μειώσεις κάποιον, του έλεγες πως είναι Αλβανός.
Στη συνέχεια ήρθαμε στην Αθήνα για να πάμε σχολείο εγώ και ο αδερφός μου. Η μητέρα μου ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα σπίτι απέναντι απ' το δικό μας. Μαγείρευε, σιδέρωνε και κρατούσε το παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας μου έγινε εργάτης. Το πρωί έπρεπε να είναι στη δουλειά και οι δύο από τις 6:30. Για να ξυπνήσουμε, εγώ για το νηπιαγωγείο και ο αδερφός μου για το Δημοτικό, μη μπορώντας να φύγει από τη δουλειά, η μητέρα μου μας πετούσε μικρές πέτρες στο παράθυρο. Κάθε μέρα στις 7:30. Θυμάμαι ακόμη τη γεύση από το γάλα που με περίμενε στην κουζίνα κάθε πρωί για χρόνια. Κρύο, επειδή είχε ετοιμαστεί μια ώρα πριν, με το κακάο να επιπλέει στην πάνω πλευρά. Το γάλα ήταν ζεστό και το κακάο στη θέση του μόνο τις Κυριακές που ήταν όλοι σπίτι. Εκείνη την περίοδο ήμουν πέντε χρονών και ο αδερφός μου οκτώ. Με ξυπνούσε, με έβαζε να πλένω τα μούτρα μου και ετοίμαζε τα ρούχα μου για το σχολείο. Ένα παιδί να μεγαλώνει πρόωρα και να φροντίζει ένα άλλο παιδί.
Στο νηπιαγωγείο ήταν όλα περίφημα. Δεν καταλάβαινα να διαφέρω από τα υπόλοιπα παιδιά και δεν δυσκολεύτηκα ποτέ να κάνω φίλους επειδή είχα μεγαλώσει εδώ και ήξερα μόνο ελληνικά. Αργότερα, στο σχολείο, στο μέρος εκείνο που είναι υπεύθυνο για την κοινωνικοποίησή σου, εκεί που μαθαίνεις να ζεις και να στέκεσαι στον έξω κόσμο, τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Στη Β' Δημοτικού, για παράδειγμα, ενώ είχα ήδη κάνει φίλους, θυμάμαι μια δασκάλα να μπαίνει μέσα στην τάξη και να ρωτάει «Ποιο παιδί εδώ μέσα είναι από ξένη χώρα;» για να μαζέψει στατιστικά στοιχεία. Σήκωσα το χέρι μου, εκείνη είπε «Α, βρήκαμε ένα» και στη συνέχεια μου είπε να σηκωθώ και να πλησιάσω. Με ρώτησε από πού είμαι και πόσο καιρό είμαι εδώ. Της απάντησα.
Την επόμενη μέρα σχεδόν κανείς δεν ήθελε να καθίσει μαζί μου. Οι φίλοι που είχα, η κοπέλα που μοιραζόμασταν το θρανίο, άρχισαν να μη μου μιλάνε επειδή ο πατέρας ενός συμμαθητή μου, όταν του ανέφερε ότι έχει συμμαθήτρια από την Αλβανία, του είπε να μην κάνει παρέα με κλέφτες που βρωμάνε. Φυσικά, το είπε σε όλους. Εκείνη την ημέρα γύρισα σπίτι μου και το βράδυ ζήτησα από τη μητέρα μου να με κάνει κάθε μέρα μπάνιο και όχι μέρα παρά μέρα, όπως συνήθιζε. Όταν της είπα γιατί, απλώς ξεκίνησε να κλαίει. Τότε δεν καταλάβαινα τίποτα. Σήμερα βγάζουν όλα νόημα.
Η τηλεόραση εκείνη την εποχή, μέρα παρά μέρα «φώτιζε» κάποιο έγκλημα που έκανε Αλβανός και στη συνέχεια παρουσίαζε πόσο η μετανάστευση ευθύνεται για την αύξηση της εγκληματικότητας. Οι Αλβανοί ήταν εκείνοι που λήστευαν, ρήμαζαν, σκότωναν. Οι Αλβανοί ήταν εκείνοι που έκαναν τους Έλληνες να χάσουν τον ύπνο τους.
Ορισμένοι δάσκαλοι εξηγούσαν στα παιδιά το λάθος. Ορισμένοι έκαναν τα πράγματα πολύ χειρότερα, αποδεικνύοντας πως η μόρφωση και η θέση κάποιου δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με την απανθρωπιά που κρύβει μέσα του. Πώς να ξεχάσω τη δασκάλα του Δημοτικού που με έβαζε να καθίσω μόνη μου χωρίς να έχω κάνει τίποτα απολύτως, επειδή δεν ήταν βέβαιη αν έχω κάνει εμβόλια, ή το γεγονός ότι για να τιμωρήσει κάποιο παιδί, το έβαζε να καθίσει μαζί μου; Σε όλο το Γυμνάσιο δεν ξέρω πόσες φορές απολογήθηκα μέσα στην τάξη στην καθηγήτρια της Ιστορίας και σε συμμαθητές για τους «Αλβανούς που κλέβουν και σκοτώνουν».
Κάπως έτσι φυτεύουν μέσα σου μια ντροπή γι' αυτό που είσαι, χωρίς να μπορείς να καταλάβεις τι κάνεις λάθος. Ακόμη και στην πρώτη μου δουλειά, όταν κάτι κλάπηκε, οι πρώτες υποψίες έπεσαν σ' εμένα που δεν ήμουν καν εκεί εκείνη την ημέρα. Είναι πολύ κουραστικό να πρέπει να αποδεικνύεις συνεχώς ότι δεν φταις εσύ για όλα τα δεινά του σύμπαντος επειδή γεννήθηκες σε μια άλλη χώρα. Είναι ακατόρθωτο να προσπαθήσεις να σταθείς σε ένα περιβάλλον που δεν σε κάνει να νιώθεις ίσος προσ ίσο. Όταν είσαι παιδί, είναι ακόμη δυσκολότερο να βρεις μέσα σου τις άμυνες για να το κάνεις. Και όχι μόνο για τους μετανάστες, αλλά για κάθε άνθρωπο που κάνουν να νιώθει άσχημα για οποιαδήποτε διαφορετικότητα.
Έμαθα να θεωρώ πατρίδα τους ανθρώπους που μου φέρθηκαν ισότιμα και με έκαναν να νιώθω άνθρωπος.
Αυτό που θυμάμαι είναι πάντα να ντρέπομαι χωρίς λόγο. Πώς να μην ντρεπόμουν; Η λέξη «Αλβανός» χρησιμοποιούνταν σαν βρισιά σε αυτήν τη χώρα. Αν ήθελες να μειώσεις κάποιον, του έλεγες πως είναι Αλβανός. Κάθε χώρα με μετανάστες είχε στοχοποιηθεί για κάποιο λόγο. Στο Γυμνάσιο, η Παυλίνα από την Ουκρανία είχε καταδικαστεί να κουβαλάει τη φήμη της «πόρνης» απλώς επειδή ήταν από την Ουκρανία. Μέχρι και οι καθηγητές συνήθιζαν να κάνουν αστειάκια για τα θύματα trafficking από τη χώρα της.
Το ίδιο γινόταν παντού. Στις γειτονιές, στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στο Αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη όπου στηνόμουν με την οικογένεια μου από τις πέντε το πρωί κάθε έξι μήνες για να ανανεώσουμε τα χαρτιά μας. Χαρτιά που για να τα βγάλεις, μόνο το παράβολο κόστιζε 100 ευρώ το άτομο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, δεν έλειπαν το σπρώξιμο, το ξύλο και οι βρισιές από την αστυνομία. Να είσαι δέκα χρονών και να φοβάσαι ότι ο αστυνομικός θα σε χτυπήσει πάλι χωρίς λόγο. Να ακούς να βρίζουν τους γονείς σου και να μην καταλαβαίνεις γιατί.
Όλα για την ταυτότητα. Στην αρχή, χρώματος ροζ. Την έβγαζες σε κάποια υπηρεσία και οι υπάλληλοι σου έκαναν τον βίο αβίωτο μέχρι να πιστέψουν ότι είναι επίσημο έγγραφο. Ακόμη και την πρώτη μέρα των Πανελλαδικών, όταν οι καθηγητές έρχονταν για να ελέγξουν τα χαρτιά μας, με έκαναν να χάσω μια ώρα γραπτής εξέτασης για πιστοποιήσουν ότι είναι εντάξει να δώσω το μάθημα. Ακόμα θυμάμαι τον κρύο ιδρώτα που με έλουσε όταν άκουσα τον διευθυντή του Λυκείου να λέει «Το κορίτσι με τη ροζ ταυτότητα δεν ξέρουμε αν μπορεί να δώσει». Η κανονική ταυτότητα και η υπηκοότητα άργησαν 20 χρόνια, αν και πληρώναμε φόρους, αν και είχαμε καταθέσει χαρτιά από την πρώτη μέρα στην Ελλάδα.
Έχουμε δει Αλβανούς να εναντιώνονται στους πρόσφυγες ή, ακόμα χειρότερα, να γίνονται μέλη της Χρυσής Αυγής, κάτι που αν δεν ήταν εμετικό και επικίνδυνο, θα ήταν ένα σύντομο ανέκδοτο.
Η αλήθεια είναι πως δεν στερήθηκα υλικά αγαθά και είμαι ευγνώμων γι' αυτό. Στερήθηκα τους γονείς μου που εργάζονταν όλη την ημέρα - και τα παιδικά μου χρόνια ίσως. Διότι, πάντα ήμασταν τα παιδιά που δεν μπορούσαμε να κάνουμε φασαρία ή σκανταλιές, δεν μπορούσαμε να βγαίνουμε ό,τι ώρα θέλουμε ή να παίζουμε φωνάζοντας ανεξέλεγκτα στον δρόμο. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει ένα φορτίο ασήκωτο. Δεν έχεις το περιθώριο λάθους, πρέπει να τα κάνεις όλα σωστά, πρέπει να είσαι ο καλύτερος μαθητής, να σπουδάσεις, να ανταποδώσεις την προσπάθεια και τους κόπους των γονιών σου, που πήγαν για πρώτη φορά διακοπές στα 50 τους όταν σταμάτησαν να πληρώνουν τα φροντιστήριά σου. Αλλά αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί ακόμη και αν δεν ήμουν από άλλη χώρα, όμως είχαμε έναν επιπλέον λόγο για να μην πει κι άλλα η γειτονιά για τους Αλβανούς.
Το τραγικό είναι πως μέχρι να αντιληφθώ πώς κινείται ο κόσμος, ένιωθα άβολα μέσα σε αυτόν. Με εμένα, επειδή ποτέ δεν ένιωθα επαρκής με την Ελλάδα, με την Αλβανία, που μέχρι σήμερα, 27 χρόνια μετά, την έχω επισκεφθεί μονάχα δύο φορές στη ζωή μου. «Μισούσα» τον κόσμο γύρω μου επειδή ένα μέρος του με έκανε να νιώθω ανεπιθύμητη. Καμιά φορά μέχρι και για τους γονείς μου που με έφεραν εδώ για να είμαι καλύτερα ή για τον αδερφό μου που έλεγε ψέματα στις παρέες του ότι νιώθει Έλληνας και πως μισεί τους Αλβανούς, για να είναι μέρος τους. Εγώ ήμουν απλώς θλιμμένη, άεθνη και γεμάτη απορίες.
Ήθελα να ανήκω κάπου, αλλά έμαθα με τον καιρό πως η πατρίδα σαν οριοθετημένο εδαφικό σύνορο είναι κάτι υπερεκτιμημένο. Δεν ένιωσα ποτέ πως έχω μία και τώρα πλέον είμαι χαρούμενη γι' αυτό. Διότι έμαθα να θεωρώ πατρίδα τους ανθρώπους που μου φέρθηκαν ισότιμα και με έκαναν να νιώθω άνθρωπος. Ναι, για κάποιους από εμάς το να νιώσεις άνθρωπος δεν ήταν πάντα αυτονόητο.
Η λύτρωση όλων αυτών και η κάθαρση, επήλθαν όταν οι φασίστες καθηγητές, αντικαταστάθηκαν στη μνήμη μου από αυτούς που δεν με ξεχώρισαν από τα άλλα παιδιά και τη θέση των φίλων που με παράτησαν όταν έμαθαν την καταγωγή μου  πήραν φίλοι που δεν με ρώτησαν ποτέ από που είμαι. Ή κι αν το έκαναν, δεν στάθηκαν ποτέ τους εκεί. Διότι, ευτυχώς, στον αντίποδα του μίσους, των διακρίσεων και του ρατσισμού που είχα δεχτεί, πάντα υπήρχαν εκείνοι που με την αλληλεγγύη τους με έκαναν να νιώσω πως αυτός ο κόσμος δεν περιβάλλεται μόνο από τη δυσοσμία του ρατσισμού - ενός ρατσισμού που επίσης δεν έχει πατρίδα. Έχουμε δει, για παράδειγμα, Αλβανούς να εναντιώνονται στους πρόσφυγες ή, ακόμα χειρότερα, να γίνονται μέλη της Χρυσής Αυγής, κάτι που αν δεν ήταν εμετικό και επικίνδυνο, θα ήταν ένα σύντομο ανέκδοτο.
Σήμερα βλέπω να χρησιμοποιούν για τους πρόσφυγες τα ίδια επιχειρήματα. Σήμερα, σχεδόν κανείς δεν στέκεται στο ότι υπάρχουν Αλβανοί στην Ελλάδα, πέρα από τις φορές που ο Έντι Ράμα κάνει βλακώδεις δηλώσεις. Σήμερα, οι πρόσφυγες έγιναν η νέα απειλή, οι νέοι Αλβανοί. Και σε μερικά χρόνια, κάποιο απ' αυτά τα παιδιά που σήμερα θεωρείται ανεπιθύμητο από πολλούς χωρίς να καταλαβαίνει γιατί, θα αγωνίζεται να αποβάλλει το μίσος που του γέννησε η περιθωριοποίηση. Ελπίζω να σταθεί το ίδιο τυχερό μ' εμένα, να καταφέρει να θυμάται την αλληλεγγύη εκείνων που του πήγαν ρούχα και παιχνίδια, τους δασκάλους που ήθελαν να του μάθουν γράμματα και τους συμμαθητές που δεν νοιάστηκαν για το τι λένε οι υπόλοιποι και το έκαναν παρέα. Ελπίζω να τα καταφέρει.


*Ο Γρηγόρης Εδιρνέλης είναι δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Ωραιοκάστρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.