Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Τρία χρόνια από την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη

Τρία χρόνια συμπληρώνονται από την απώλεια του Μϊκη Θεοδωράκη (1925- 2 Σεπτεμβρίου 2021), ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες και μια από τις  σπουδαιότερες προσωπικότητες της Ελλάδας στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Του Μίκη όλων των Ελλήνων, του αγαπημένου προέδρου των Λαμπράκηδων, του τιμημένου το 1983 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983, του ανθρώπου που θεωρούνταν ως ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας συνθέτης του 21ου αιώνα.
Πλήρης ημερών και έργων πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης, που με την μουσική και πολιτική του πορεία άφησε ανεξίτηλη γραφή στην Ελλάδα. Αυτόνομος στην παρουσία του στα πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα, πορεύτηκε με το προσωπικό του στίγμα, δημιουργώντας έργα απαράμιλλης καλλιτεχνικής σπουδαιότητας, ενώ οι πολιτικές του απόψεις είχαν ιδιαίτερο βάρος με οποιοδήποτε «στρατόπεδο» και αν συντάχθηκε. Στον βίο του Μίκη Θεοδωράκη η μουσική και η πολιτική ανέκαθεν συμβάδιζαν.


Τα πρώιμα χρόνια

Κρητικός στην καταγωγή, γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου του 1925. Στην παιδική του ηλικία έζησε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής περιφέρειας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πύργο, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη. Στην τελευταία, σε ηλικία 17 ετών, έδωσε την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή», ενώ παράλληλα οργανώθηκε στον αγώνα κατά των κατακτητών. Συνελήφθη στη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 από τους Ιταλούς και βασανίζεται.

Οι νεανικοί αγώνες

Διέφυγε κατόπιν στην Αθήνα, ξεκίνησε σπουδές στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και οργανώθηκε στον ΕΛΑΣ. Υπήρξε διαφωτιστής στον Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ, ενώ  συμμετείχε στα Δεκεμβριανά ως σαν διμοιρίτης τής Μεταξωτής διμοιρίας του 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης. Μετά τα Δεκεμβριανά ζει κατά περιόδους στην παρανομία, ώσπου συλλαμβάνεται τον Ιούλιου του 1947 και στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία, απ’ όπου επιχείρησε να αποδράσει.

Επέστρεψε στην Αθήνα μετά την αμνηστία της κυβέρνηση Σοφούλη, αλλά σύντομα συνελήφθη ξανά, λόγω της προσπάθειάς του συμμετάσχει στο Δημοκρατικό Στρατό. Εστάλη ξανά εξόριστος στην Ικαρία, όπου έγραψε το έργο «Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο» στη μνήμη του Βασίλη Ζάννου που εκτελέστηκε το 1948. Έπειτα εστάλη στη Μακρόνησο, όπου βασανίστηκε.

Το 1949 εστάλη στα Χανιά για να αναρρώσει. Το 1950 επέστρεψε στην πρωτεύουσα, συνεχίζοντας τις σπουδές του και αποφοιτώντας από το Ωδείο Αθηνών, με δίπλωμα σε αρμονία, αντίστιξη και φούγκα.


Η διεθνής αναγνώριση και η λαϊκή εποποιία

Το 1954 βρέθηκε στο Παρίσι με κρατική υποτροφία και σπούδασε με τον θρυλικό Olivier Messiaen και τον Eugène Bigot. Στο Παρίσι διανύει αξιοπρόσεχτη συνθετική πορεία καθώς έγραψε πολλά συμφωνικά έργα έργα, αλλά και έργα για το μπαλέτο της Λουντμίλα Τσέρινα, για το Covent Garden με το έργο «Αντιγόνη», για το Μπαλέτο της Στουτγάρδης και έργα του κινηματογράφου. Το 1957 ο αξεπέραστος Ντμίτρι Σοστακόβιτς του απένειμε το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα.

Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης

Η επιστροφή του στην Ελλάδα το 1960 συνοδεύεται τόσο από εναργή ενασχόληση με τη σύνθεση λαϊκότροπων έργων και τις συναυλίες, όσο και με την πολιτική του ανάδειξη σε πρόσωπο της ευρύτερης Αριστεράς. Η συνθετική του πορεία μέχρι τη δικτατορία σηματοδοτείται από την ενασχόλησή του με φόρμες του λαϊκού τραγουδιού, με απόγειο τη μελοποίηση του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου, ενώ οι δεκάδες κύκλοι τραγουδιών περιλαμβάνουν σπουδαία τραγούδια που φτάνουν στα χείλη των λαϊκών στρωμάτων. Παράλληλα όμως, επιχείρησε με την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών να μεταδώσει την λόγια μουσική σε ευρύτερα ακροατήρια.

Και μόνο η παράθεση μερικών δίσκων με έργα του Θεοδωράκη της δεκαετίας του 1960 δηλοί τη σπουδαιότητα της συνθετικής του δύναμης: Φαίδρα, Όμορφη Πόλη, Επιφάνεια, Το Τραγούδι του νεκρού Αδελφού, Η Γειτονιά των Αγγέλων, Επιτάφιος, Το Αξιον Εστί, Ζοrbα the Greek, Ρωμιοσύνη, Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, Μαουτχάουζεν - Εξη Τραγούδια, Μικρές Κυκλάδες / Λιποτάκτες.

Συνεστίαση της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη στις Σέρρες με τον Μίκη Θεοδωράκη. Άκρη αριστερά ο Σ.Κουζινόπουλος

Οι δημοκρατικοί αγώνες της δεκαετίας του 1960 

Το 1963, η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, έδωσε το έναυσμα για την ίδρυση της «Νεολαίας Λαμπράκη», της οποίας αναδείχθηκε πρόεδρος. Παράλληλα εξελέγη βουλευτής με την ΕΔΑ και αναδεικνύεται σε δημόσιο πρόσωπο αναφοράς για την Αριστερά.

Με το Απριλιανό πραξικόπημα των συνταγματαρχών περνά στην παρανομία και δυο μέρες μετά την επιβολή της Χούντας, στις 23 Απριλίου 1967 απεύθυνε έκκληση για Αντίσταση κατά της Δικτατορίας. Λίγες ημέρες μετά, τον Μάιο του 1967, υπήρξε εκ των συνιδρυτών του ΠΑΜ, του οποίου εξελέγη πρόεδρος.

Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς συνελήφθη και φυλακίστηκε στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας. Μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ξεκίνησε απεργία πείνας, έπειτα εκτοπίστηκε στη Ζάτουνα Αρκαδίας και τέλος στο στρατόπεδο Ωρωπού. Η υγεία του κλονίστηκε, με αποτέλεσμα να φουντώσει διεθνές κίνημα των σπουδαιότερων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων της εποχής με αίτημα την απελευθέρωσή του. Αποφυλακίστηκε υπό τη διεθνή κατακραυγή και έφυγε για το Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.

Οι φυλακίσεις και οι εξορίες δεν ελάττωσαν την συνθετική του δεινότητα, ενώ τα έργα και τα τραγούδια που συνέθετε μεταφέρονταν παράνομα στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τις Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.

Στο εξωτερικό αναδείχθηκε σε σημαντική μορφή στον αγώνα για την πτώση της δικτατορίας. Έδωσε συναυλίες σε δεκάδες χώρες, συναντά ηγέτες και προσωπικότητες, ένωσε τη φωνή του με άλλες προσωπικότητες υποστήριξης εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων.

Η μεταπολίτευση

Η πτώση της δικτατορίας βρήκε τον Μίκη Θεοδωράκη στην Αθήνα με την πολιτική του υπόσταση να έχει πια χαρακτήρα πιο αυτόνομο και συμβολικό.

Οι συναυλίες του συγκεντρώνουν σε κάθε ευκαιρία δεκάδες χιλιάδες κόσμου, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης για το γεγονός ότι ακούγοντας ελεύθερα πια τα απαγορευμένα από τη Χούντα τραγούδια του.

Tους πρώτους μήνες της αντιπολίτευσης έδωσε τη συγκατάθεσή του στην λύση Καραμανλή για την διακυβέρνηση της χώρας. Η φράση «Καραμανλής ή Τανκς», αν και δεν ειπώθηκε επακριβώς σε αυτή τη μορφή, ουδέποτε διαψεύστηκε, καθώς όπως είπε αργότερα ο ίδιος, ουσιαστικά συμφωνούσε με τη «λύση Καραμανλή».


Με την αριστερά

Διατήρησε ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με όλους τους ηγέτες της πολιτικής ζωής του τόπου. Ωστόσο συνοδοιπόρησε με την Αριστερά για σχεδόν 15 χρόνια.

Το 1974 κατήλθε υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο της Ενωμένης Αριστεράς στην Βʹ Πειραιά, το 1978 υπήρξε υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων, υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ αποσπώντας ποσοστό 16,32%, το 1981 εξελέγη πρώτος βουλευτής στην Βʹ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ και επανεξελέγη το 1985 αφού είχε την πρώτη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΚΚΕ. Συμμετείχε, δε, σε επανειλημμένες εκδηλώσεις αλληλεγγύης σε διωκόμενους αγωνιστές εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων.

Τη δεκαετία του 1980 συνέθεσε κύκλους τραγουδιών, το 1983 του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη, αλλά η περίοδος αυτή σηματοδοτείται και από την επιστροφή του στη συμφωνική μουσική με κύρια έργα την Τρίτη Συμφωνία, την Εβδόμη Συμφωνία, την πρώτη του Όπερα Κώστας Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου) και το μπαλέτο Ζορμπάς.

Το 1990 ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε την μεγάλη πολιτική στροφή και εντάχθηκε στην τρίτη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας για περίπου 2,5 χρόνια.

Στην περίοδο μετά το 1993 ο Θεοδωράκης αφιερώθηκε μουσικά κυρίως στην σύνθεση και τις επανεκτελέσεις έργων του στην όπερα και συμφωνικών έργων του.

Ως «Νέστορας»

Οι δημόσιες παρεμβάσεις του τα επόμενα χρόνια, αφορούσαν τα επόμενα χρόνια ζητήματα ευρύτερου διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως ζητήματα ελληνοτουρκικής φιλίας, τους βομβαρδισμούς στην Γιουγκοσλαβία, την υπόθεση Οτσαλάν, τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.

Παράλληλα έχαιρε της εκτίμησης των λαϊκών στρωμάτων αλλά και της οργανωμένης Αριστεράς, καθώς διατηρούσε πνευματικές σχέσεις με τα κόμματά της. 

Στην οικονομική κρίση του 2010 ίδρυσε την πολιτική κίνηση «Σπίθα», από την οποία αποχώρησε το 2013, ενώ οι παρεμβάσεις του εμφορούνταν πλέον σχεδόν αποκλειστικά από τις διαστρεβλωμένες απόψεις περί πατριωτισμού. Αποκορύφωμα αυτής της πορείας υπήρξε η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο των Μακεδονομάχων, όπου απευθύνθηκε ευνοϊκά προς τους συμμετέχοντες Χρυσαυγίτες («Αδέρφια μου φασίστες, ναζιστές, τραμπούκοι, τρομοκράτες»), συγκεντρώνοντας τα πυρά του προοδευτικού κόσμου.

Στην τελευταία του κατοικία

Έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 σε ηλικία 96 ετών στο σπίτι του στην Αθήνα, από καρδιακή ανακοπή. Η σορός του εκτέθηκε σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών. Στην τελετή αποχαιρετισμού του, στη Μητρόπολη Αθηνών, μίλησαν για το έργο και τους αγώνες του η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου και ο γενικός γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, αφού ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ζητήσει, με την πολιτική διαθήκη του, να γίνει σεβαστή η κομμουνιστική ιδεολογία του και οι αγώνες του για την ενότητα των Ελλήνων. Παρόντες ήταν σύσσωμη η πολιτική ηγεσία του τόπου και χιλιάδες λαού που τον συντρόφευσαν κάθε λεπτό που παρέμεινε η σορός του στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας η σορός του Μίκη αναχώρησε με πλοίο, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, για τα Χανιά με πλήθος κόσμου να τον αποχαιρετά στο λιμάνι του Πειραιά και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Δήμου της πόλης να παιανίζει τις μελωδίες του. Στα Χανιά τον υποδέχτηκαν οι σύντεκνοί του, καθώς και 96 βρακοφόροι όσοι και τα χρόνια του, όπου η σορός εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον Μητροπολιτικό Ναό της πόλης. Στη συνέχεια η σορός του, εν πομπή, οδηγήθηκε στο κοιμητήριο του Γαλατά και στην τελευταία κατοικία του, δίπλα στους γονείς και τον αγαπημένο αδερφό του, ποιητή Γιάννη Θεοδωράκη, όπως ήταν και η τελευταία επιθυμία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.