Η αιματοβαμμένη ιστορία του Λευκού Πύργου ο οποίος μέχρι το 1882 λειτουργούσε ως φυλακή και τόπος εκτελέσεων, αποκαλούνταν δε «Κανλή Κουλέ», δηλαδή «Πύργος του Αίματος».
του Σπύρου Κουζινόπουλου
Πριν αρχίσει το Επταπύργιο να λειτουργεί ως κάτεργο κράτησης και τόπος εκτελέσεων, μία από τις πολλές φυλακές που χρησιμοποιούσαν οι οθωμανικές Αρχές, ήταν και το τοπόσημο της Θεσσαλονίκης, ο Λευκός Πύργος. Εδώ φυλακίζονταν κυρίως οι βαρυποινίτες και στις πολεμίστρες του γίνονταν οι εκτελέσεις των μελλοθάνατων. Το αίμα των εκτελεσμένων έρρεε, γι’ αυτό και είχε αποκληθεί «Κανλή Κουλέ», δηλαδή «Πύργος του Αίματος»1.
Ο Λευκός Πύργος
χρησιμοποιούνταν από τους Οθωμανούς για τις αμυντικές από θαλάσσης ανάγκες της
πόλης και σύμφωνα με τον περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, στα ανοίγματα των επάλξεων
που έβλεπαν στη θάλασσα, υπήρχαν είκοσι τηλεβόλα, τα οποία έριχναν βλήματα των 40
οκάδων, με βεληνεκές 8 μιλίων. Εκτός όμως από την αμυντική του χρήση, ήδη από
τον 17ο αιώνα και για τους επόμενους αιώνες αξιοποιούνταν ως φυλακή ταυτόχρονα
με άλλα σωφρονιστήρια μέσα στην πόλη, όπως αυτό που λειτουργούσε στο
Διοικητήριο2.
Μέχρι και το
1882 εξακολουθούσε να είναι φυλακή. Οπως σημείωνε ο Μωραϊτόπουλος, ο Λευκός
Πύργος «χρησιμεύει σήμερον ως ειρκτή των καταδικαζομένων εις ισόβια ή πολυετή
δεσμά. Ονομάζεται δε Πύργος του Αίματος, διότι εις παλαιοτέρας εποχάς,
εξετελούντο εκεί αι θανατικαί ποιναί». Ηταν τέτοιες οι αγριότητες που
διαπράττονταν και τόσο φριχτές οι εκτελέσεις, ώστε το φρούριο να αποκαλείται με
τρόμο από το λαόν της Θεσσαλονίκης «Κανλή Κουλέ» (Πύργος του Αίματος)3.
Ας σημειωθεί
ότι ο σουλτάνος Μαχμούτ, φοβούμενος την ισχύ και τις επαναστατικές διαθέσεις
των Γενιτσάρων, τους εκτέλεσε μέχρις ενός μέσα στον Λευκό Πύργο το 1826. έπειτα
από κάθε εκτέλεση, ένας κανονιοβολισμός βεβαίωνε το γεγονός.
Ο Λευκός Πύργος
είναι στενά δεμένος και με τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων. Εκατοντάδες
ραγιάδες άφησαν εκεί μέσα την τελευταία τους πνοή ύστερα από φυλάκιση ετών ή
φριχτά βασανιστήρια. Μεταξύ των Ελλήνων που θανατώθηκαν στο φρούριο αυτό ως
ύποπτοι για συμμετοχή στην επαναστατική εξέγερση στη Μακεδονία υπό τον
Εμμανουήλ Παπά την άνοιξη του 1821, ήταν ο πρόκριτος της πόλης Μολάκης, ο
ιερέας Ανανίας Μαρκόπουλος, ο παντοπώλης Τζαμτζάκος, ο καταγόμενος από τη
Χαλκιδική πατριώτης Βασιλικός κ.ά.4
Αξίζει να
αναφέρουμε την περιγραφή που κάνει ο ίδιος Τούρκος Μουλάς, που εκτελούσε και
χρέη δικαστή: «Η ζωή εκεί μέσα, λέει ο Χαϊρουλλάχ Ιμπν Σινασί Μεχμέτ Αγάς,
είναι φριχτή, κι αν δεν έχει κανείς συντροφιά του τη σκέψη του παντοδύναμου
Αλλάχ, δύσκολα μπορεί να ζήσει. Είδα φτωχά ανθρώπινα πλάσματα που έμεναν εκεί
μέσα χρόνια πολλά. Ρωμιούς ως επί το πλείστον, γιατί συνάντησαν στο δρόμο τον
Μουτεσελίμη Γιουσούφ και δεν τον χαιρέτισαν όπως θα έπρεπε ή γιατί μαζεύονταν
στην εκκλησία του Μηνά εφέντη (του Αγίου Μηνά δηλαδή)»5.
Ο μουσουλμάνος
δικαστής της Θεσσαλονίκης Χαϊρουλλάχ που φυλακίστηκε για λίγο καιρό στον Λευκό
Πύργο, διότι έδειξε πνεύμα επιείκειας προς τους αλλόθρησκους, σε μία αναφορά
του προς τον σουλτάνο, περιέγραψε τις άθλιες συνθήκες παραμονής και διατροφής
των φυλακισμένων: «Με κλείσαν στα υγρά υπόγεια του Πύργου... Πολλοί ήταν
πιασμένοι από την υγρασία και την πείνα γιατί μόνο νερό δίνουν στους
φυλακισμένους».
Ο ιστορικός
Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου το 1888, στο βιβλίο του για μνημεία της πόλης, τον
αποκαλεί Βαστίλη της Θεσσαλονίκης, όπου έσφαζαν τους θανατοποινίτες στον εξώστη
του, με το αίμα να βάφει τους τοίχους του, ενώ βολή τηλεβόλου από τα δυτικά της
πόλης σήμαινε την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Το 1883, με διαταγή του
σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄, ο Πύργος ασπρίζεται και του δίνεται η ονομασία
Λευκός (Μπεγιάζ Κουλέ) 6.
O Γερμανός
βουλευτής, δημοσιογράφος και εκδότης Καρλ Μπράουν που επισκέφθηκε δύο φορές τη
Θεσσαλονίκη στα 1875 και 1876, μετέβη και στον Λευκό Πύργο, περιγράφοντας στις
ταξιδιωτικές του εντυπώσεις τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν εκεί οι
φυλακισμένοι. όπως έγραφε: «[…] Οι φυλακισμένοι καθόντουσαν ανακούρκουδα
συζητώντας, τραγουδώντας, καπνίζοντας, ντυμένοι τις παρδαλές και γραφικές
φορεσιές τους, μέσα στις τρύπες και τις πολεμίστρες, στα παράθυρα και ανάμεσα
στις επάλξεις των κάτασπρα βαμμένων τειχών. [...] Στη φυλακή αυτή κάθονται μαζί
με τους ληστές και τους φονιάδες και κάποιοι αθώοι για τους οποίους ο δρόμος
της επιστροφής στην ελευθερία ίσως να μείνει κλειστός για πάντα, αν σκεφτεί
κανείς τις ιδιότυπες δυσκολίες και τις ελλείψεις της τουρκικής δικαιοσύνης»7.
όταν την άνοιξη
του 1884 επισκέφθηκε τις φυλακές του Λευκού Πύργου ο πρέσβης της Σερβίας στο
Λονδίνο, Τζέιμς Μίντσιν, μετά από ειδική άδεια που είχε πάρει από τον γενικό
διοικητή της Θεσσαλονίκης Χαλίμπ Πασά, βρίσκονταν εκεί 380 κρατούμενοι,
κατηγορούμενοι οι περισσότεροι για ληστείες και φόνους, καθώς και 35 πολιτικοί
κρατούμενοι. όπως περιέγραψε: «[...] Με τη συνοδεία ενός δεσμοφύλακα αρχίσαμε
να ανεβαίνουμε τους ορόφους του πύργου. Κάθε τόσο τρυπώναμε σκυφτοί σε κάποιο
κελί. Στα μισά της ανόδου, ρώτησα τους συνοδούς μας εάν οι άνθρωποι που
αντικρύζαμε ήσαν κατάδικοι με ευμενή μεταχείριση, αφού δεν φορούσαν αλυσίδες
και αν ναι, τότε που κρατούνταν οι φονιάδες. Με πληροφόρησαν πως ήδη
βρισκόμασταν ανάμεσα σε εγκληματίες και πως όσοι είχαν καταδικαστεί για
ελαφρύτερα αδικήματα κρατούνταν στην κορυφή του πύργου».
Σύμφωνα πάντα
με τον Σέρβο πρεσβευτή, η τροφή που παρέχονταν στους φυλακισμένους του Λευκού
Πύργου ήταν μόνο ψωμί και νερό, όμως οι φτωχοί κρατούμενοι, Εβραίοι, Τούρκοι,
Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι και Έλληνες, τροφοδοτούνταν από την κοινότητά τους
με καφέ και κρέας 8.
Δεν ήταν λίγες
οι φορές που κρατούμενοι διαπομπεύονταν στους δρόμους για παραδειγματισμό, όπως
συνέβη σε μία περίπτωση τον Μάιο του 1877, όταν στρατοχωροφύλακες περιέφεραν
στην αγορά της πόλης τρεις κατάδικους, στο στήθος των οποίων είχαν τοποθετηθεί
μεγάλες επιγραφές με τις αξιόποινες πράξεις που τους βάραιναν 9.
Όπως περιέγραψε
ο παλιός Θεσσαλονικιός και εκδότης του «Μακεδονικού Ημερολόγιου», Νίκος
Σφενδόνης, οι περιπατητές στην παραλία της πόλης, έβλεπαν τα βράδια να κάθονται
οι φυλακισμένοι στον Λευκό Πύργο, στα σιδερόφρακτα παράθυρα των κελιών τους, να
καπνίζουν και να τραγουδούν με σεβντά ανατολίτικα τραγούδια.
Τα τελευταία
χρόνια της τουρκοκρατίας, οι θανατικές εκτελέσεις των κατάδικων γίνονταν στην
είσοδο του Πύργου, με την αγχόνη να στήνεται εκεί που ήταν το κιόσκι των
τροχιοδρομικών. Οι τελευταίες θανατικές εκτελέσεις στον Λευκό Πύργο έγιναν κατά
το έτος 1905, όταν απαγχονίστηκαν εκεί τρεις ληστές 10.
Η μεταφορά των
κατάδικων από τον Λευκό Πύργο στο Επταπύργιο θεωρήθηκε επιβεβλημένη μετά την
κατεδάφιση του εξωτερικού τείχους του Πύργου. Και ένας από τους λόγους που την
επέβαλαν, ήταν η σχετική ευκολία με την οποία γίνονταν οι αποδράσεις από εκείνη
τη φυλακή. Πολλές ήταν οι απόπειρες δραπέτευσης με ζωνάρια ή σχοινιά που
έριχναν οι κρατούμενοι τις νύχτες από τις πολεμίστρες για να κατέβουν στο
έδαφος και από εκεί να διαφύγουν είτε αναμιγνυόμενοι με το πλήθος των
περιπατητών που σουλατσάριζε στην παραλία ή πάλι κολυμπώντας από τη θάλασσα. Με
τους φρουρούς να ανοίγουν πυρ μόλις αντιλαμβάνονταν τις επιχειρήσεις απόδρασης
και πολλούς από τους υποψήφιους δραπέτες να πέφτουν νεκροί από τα βόλια 11.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δεν είναι επακριβώς γνωστό το πότε χτίστηκε ο Λευκός
Πύργος. Μία πληροφορία ότι η ανέγερσή του έγινε από τους Φράγκους, όταν αυτοί
κατείχαν τη Θεσσαλονίκη το διάστημα 1204-1224 μ.Χ. δεν διασταυρώνεται.
Αντιθέτως, μία τουρκική επιγραφή που μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα
υπήρχε στο υπέρθυρο του Πύργου, ανέφερε ότι η κατασκευή του έγινε από τον
σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή το έτος 1535.
2. Ευάγγελος Χεκίμογλου-Ελισάβετ Γεωργιλά, «Ο Λέων των
φρουρίων ή η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης», Θ΄97, έκδοση της εφημερίδας
«Θεσσαλονίκη», Δεκέμβριος 1994, τ. 9, σ. 9.
3. Γ. Κ. Μωραϊτόπουλος, «Αναγνωστικόν προς χρήσιν των
δημοτικών σχολείων της πόλεως», τυπογραφείον «Αι Μούσαι», εν Αθήναις 1882,
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πουρνάρα (ανατύπωση 1979), σ. 13.
4. Χρήστος Γ. Γιουγούσης, «Περί Λευκού Πύργου», «Μακεδονικόν
Ημερολόγιον ο Γόρδιος Δεσμός», Θεσσαλονίκη 1915, σ. 29.
5. Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου, «Αστυγραφία Θεσσαλονίκης και
τοπογραφική περιγραφή της Θεσσαλονίκης», Αθήναι 1880, νεότερη έκδοση 1976, σ.
25.
6. Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, «Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια
1875-1912», εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 28.
7. Εφημερίδα Θεσσαλονίκης «Ερμής», Τρίτη 3 Μαΐου 1877.
8. «Ενεννήντα Επτά», έκδοση του Οργανισμού Θεσσαλονίκη 1997,
Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, τεύχος 5, Οκτώβριος 1996, σ. 31-32.
9. Εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 1991,
σ. 27.
10. Νίκος Σφενδόνης, «Παληά Θεσσαλονίκη. Η πόλις μας όπως
ήτο προτού γίνει ελληνική». Εφημερίδα «Το Φως», 2 Ιουλίου 1936.
11. Εφημερίδα «Το Φως», 3 Ιουλίου 1936.
ℹ️
Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Γεντί Κουλέ, η
Βαστίλη της Θεσσαλονίκης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.